Απόσπασμα (κεφάλαια 34-36) από το μυθιστόρημα του Wu Ming 1 "La macchina del
vento". Torino: Εκδόσεις Einaudi. Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Ιούλιος 2020).
34.
Ίσως να μου
έπαιξε παράξενο παιγνίδι εκείνη η χαλάρωση, ή ίσως και εγώ, σαν τον Τζάκομο, να
μην μπόρεσα άλλο να τα κρατάω όλα μέσα μου. Όπως και να είναι, μια μέρα παρά
λίγο (επικίνδυνα λίγο) να τους
διηγηθώ τα ονειροπολήματά μου. Εν μέρει τα διηγήθηκα
όντως, αν και τους άφησα να πιστέψουν ότι ήταν παιγνίδι, μια αθώα ψυχαγωγία.
Συνέβη στις 25 Ιουλίου, μια Πέμπτη. Εδώ και λίγο καιρό,
τα πρωινά πηγαίναμε για μπάνιο στην Κάλα Ροσσάνο. Ήταν ένας όρμος ανάμεσα στο λιμάνι και σε ένα βραχώδες ύψωμα,
τον διέσχιζε το μονοπάτι που οδηγούσε στο νεκροταφείο. Η παραλία είχε σχήμα
μισοφέγγαρου, είχαμε την άδεια να μένουμε δύο ώρες, επιτηρούμενοι από τη στεριά
και από τη θάλασσα. Αφήναμε τα κόκκινα βιβλιάρια σε έναν αστυνομικό στην παράγκα
της εισόδου. Όση ώρα ήμαστε εκεί, μια βάρκα με μηχανή έμενε αγκυροβολημένη στο
όριο του όρμου, με μέσα δύο ενόπλους. Συχνά οι δύο ένοπλοι ήταν οι αδελφοί
Κιαραμαντέζι. Ντυμένοι στα μαύρα μέσα στον ήλιο, ψαρεύανε και μας κοιτάζανε
μουτρωμένοι, πάντα έτοιμοι να μας ριχτούν με το παραμικρό πρόσχημα. Τους
αγνοούσαμε με αρκετή ευκολία: κάναμε αγώνες κολύμβησης, αστεία στο νερό και
κάστρα στην άμμο, σαν παιδιά. πάνω απ’ όλα, κάναμε ηλιοθεραπεία. Πολλοί εκτοπισμένοι υπέφεραν από ρευματισμούς ή χειρότερα, η ηλιοθεραπεία
ανακούφιζε τον πόνο.
Θυμάμαι την κομμουνίστρια Καμίλλα Ραβέρα. Κτυπημένη από κάποια αδιευκρίνιστη αρρώστεια, την άνοιξη μετά βίας
έβγαινε από το κτίριο. Της είχαν παραχωρήσει ένα δωματιάκι, αρχικά προορισμένο
για την επιστάτρια, και έμενε σχεδόν συνέχεια στο κρεβάτι, παραπονιόταν για
αδυναμία και ζαλάδες. Τα περισσότερα από τα φαγητά που δοκίμαζε της προκαλούσαν
ενοχλήσεις, ιδίως το ψωμί και τα ζυμαρικά, και έτσι τρεφόταν με ρύζι, λαχανικά,
φρούτα, και σχεδόν τίποτε άλλο. Οι ελλείψεις του Ιουνίου την είχαν ταλαιπωρήσει
πολύ περισσότερο από εμάς: χειρότερα από εκείνη ήταν μόνο οι φθισικοί βαριάς
μορφής.
Όμως με το που ήρθε το καλοκαίρι η Ραβέρα βγήκε από το
κτίριο, στο πλευρό του Τερρατσίνι, και ήρθε στην Κάλα Ροσσάνο. Ήταν χλωμή και αδύνατη, αλλά λίγες εβδομάδες
στην παραλία, σε μια ξαπλώστρα, της έφτασαν για να ανακτήσει εκτός από το χρώμα
της και τη συνηθισμένη της ευδιαθεσία.
Μια μέρα με αεράκι και αφρισμένα κύματα βρήκαμε τη θάλασσα
γεμάτη μέδουσες. Ανεξιχνίαστα ζώα, αποτελούμενα σχεδόν αποκλειστικά από νερό.
Ομπρέλλες φτιαγμένες από βροχή, σαν οφθαλμαπάτες που επιπλέουν, κινούμενες φιγούρες του Μαγκρίττ. Τα πλοκάμια τους
εξαπέλυαν ένα δηλητήριο που πόναγε. Θυμάμαι ένα ξαδελφάκι μου που το τσίμπησε μέδουσα
κάποιο μακρινό καλοκαίρι στο Πόρτο Γκαριμπάλντι. Τα μεγαλύτερα παιδιά με είχαν
μάθει ένα κόλπο, και το έθεσα σε εφαρμογή. «Έλα εδώ Νίνο, άσ’το πάνω μου.» Του
κατούρησα το πόδι. Δεν πέτυχε το κόλπο.
Για να μπορούν να κολυμπάνε χωρίς κίνδυνο, οι εκτοπισμένοι
έπιαναν τη μια μέδουσα μετά την άλλη, και τις πέταγαν σε ένα σωρό στην άμμο. Τουλάχιστον
σαράντα μέδουσες, ζωντανές, σε επιθανάτια αγωνία. Μέδουσες που βογκούσαν
σιωπηλές, τα πλοκάμια να κουνάνε στον αέρα, στον ήλιο που τις σκότωνε.
Η σκηνή μου προκάλεσε αηδία, και σχολίασα: «Τουλάχιστον ο
Περσέας το κομμένο κεφάλι της Μέδουσας το έβαλε σε έναν σάκο ...»
Ο Ερνέστο Ρόσσι, που όχι απλώς είχε συμμετάσχει στο κυνήγι αλλά και είχε καθήσει δίπλα στο
σωρό χωρίς την παραμικρή απέχθεια, παραξενεύτηκε και με ρώτησε: «Τι κατάληξη
είχε εκείνο το μακάβριο εύρημα; Πήγα στο λύκειο, και έχω στο μυαλό το άγαλμα
του Τσελλίνι, αλλά την ιστορία, εννοώ με λεπτομέρειες, δεν τη θυμάμαι ...»
Κάθησα ωκλαδόν δίπλα του, και κοιτάζοντας τη γαλάζια θάλασσα, άρχισα να εξηγώ:
«Πρώτα-πρώτα να πούμε ότι από τον ανοιχτό λαιμό της Μέδουσας βγήκαν, σαν σε
τοκετό, ο Πήγασος το φτερωτό άλογο, και ένας γίγαντας ονόματι Χρυσάωρ. Ο
Περσέας έβαλε το κεφάλι στον σάκο, με πρόθεση να το χαρίσει στην Αθηνά. Το
κεφάλι με τα γουρλωμένα μάτια ήταν όπλο, αρκούσε να το στρέψει προς κάποιον
εχθρό για να τον πετρώσει, και μια μπούκλα από τα μαλλιά-ερπετά αρκούσε για να
αποκρούσει ολόκληρο στράτευμα.»
«Θα ερχόταν κουτί στους Εγγλέζους στην Δουνκέρκη»
σχολίασε ο Ρόσσι. «Και θα τους ερχόταν κουτί τώρα.»
Πράγματι, εδώ και δύο εβδομάδες ήταν σε εξέλιξη η Μάχη
της Μάγχης, ανάμεσα σε βρετανικά και γερμανικά αεροπλάνα.
«Ο Περσέας» συνέχισα «μάζεψε το αίμα της Μέδουσας, ή
μάλλον θα μπορούσαμε να πούμε τα αίματα,
γιατί ήταν δύο, και είχαν μαγικές ιδιότητες: εκείνο που έρρεε από τη δεξιά
πλευρά του σώματος μπορούσε να αναστήσει νεκρούς, ενώ εκείνο από την αριστερή
πλευρά ήταν ισχυρότατο δηλητήριο. Έπειτα ο ήρωας ανέβηκε στη ράχη του Πήγασου
και πέταξε.»
«Και ο άλλος τύπος, ο γίγαντας;»
«Πήρε το δρόμο του, είναι άλλη ιστορία. Αργότερα, καθώς ο
Περσέας και ο Πήγασος πέταγαν πάνω από τις ακτές του Κέρατος της Αφρικής, είδαν
ένα θαλάσσιο τέρας. Ο Ψευδο-Απολλόδωρος χρησιμοποιεί τη λέξη κήτος, που πάει να πει φάλαινα ...»
«Ή μεγάλος καρχαρίας, ναι. Όπως cetus στα λατινικά.»
«Ακριβώς. Εκείνο το κήτος ήταν έτοιμο να καταβροχθίσει μια κοπέλα δεμένη σε ένα σκόπελο. Ο Πήγασος
εφόρμησε και ο Περσέας, χρησιμοποιώντας τα μάτια της Μέδουσας, πέτρωσε το
τέρας. Η κοπέλα που σώθηκε ονομαζόταν Ανδρομέδα, και πιο ύστερα έγινε γυναίκα
του.»
«Μα γιατί ήταν δεμένη σε ένα σκόπελο;»
«Μεγάλη ιστορία, θα μας απομακρύνει από τη Μέδουσα.
Φτάνει να πούμε ότι είχε ανάμειξη ο Ποσειδώνας, δικό του ήταν το τέρας. Όταν η
Αθηνά πήρε το κομμένο κεφάλι, τη στερέωσε στην ασπίδα της για να κτυπά τους
εχθρούς σε ώρα ανάγκης.»
«Συγχαρητήρια για τη μνήμη, ή μάλλον για τη λογιοσύνη!
Είναι σαφές ότι δεν τα σπούδασες μόνο στο γυμνάσιο αυτ ...»
Μια σκιά κάλυψε τον ήλιο. «Σας άκουσα να μιλάτε για
μυθολογία. Να έρθω κι εγώ στην παρέα;»
Ήταν ο Σπινέλλι. Κάθησε και εκείνος ωκλαδόν
δίπλα στο σωρό με τις ετοιμοθάνατες μέδουσες, που οδύρονταν στην πιο απόλυτη
σιωπή.
Ο Ρόσσι ξανάπιασε την κουβέντα. «Ήμουν έτοιμος να σε
ρωτήσω τι σπούδασες, Ερμίνιο.»
«Θα έπαιρνα πτυχίο φιλολογίας, στη Μπολώνια. Μετά με
συνέλαβαν και δεν έγραψα διπλωματική. Ή μάλλον, είχα γράψει τον πίνακα
περιεχομένων και την εισαγωγή, αλλά και πριν με συλλάβουν είχα φασαρίες ...»
«Με τους φασίστες εννοείς;» ρώτησε ο Ρόσσι.
«Με έναν
φασίστα. Τον επιβλέποντα καθηγητή μου: τον Γκοφρέντο Κόππολα, ούτε λίγο ούτε
πολύ.»
«Τον φιλόλογο;» έκανε ο Σπινέλλι. «Αυτόν τον εμετικό
ρατσιστή που γράφει στην τρίτη σελίδα του Ποπού
της Ιταλίας»;
«Χαμήλωσε τη φωνή, Αλτιέρο» είπε ο Ρόσσι.
«Δεν φώναξα, και έπειτα είμαστε κόντρα στον άνεμο, ποιος
μας ακούει;»
«Ναι, αυτός ακριβώς. Λάβετε υπόψη ότι το πανεπιστήμιο της
Μπολώνια ήταν από την αρχή ένα από τα πιο εκφασισμένα της Ιταλίας. Σας
διαβεβαιώ ότι σε λίγα μέρη θα βρείτε τέτοια δουλοπρέπεια στο καθεστώς, και τόσο
ανελέητο ανταγωνισμό στο ποιος θα φιλήσει περισσότερο και με τα σάλια να του
τρέχουν τα πόδια του Φασολάδα».
«Τα πόδια;» γέλασε ο Σπινέλλι. «Εκτιμώ το understatement, που λένε οι Εγγλέζοι».
«Ευχαριστώ. Από αυτή την άποψη, ο πρύτανης Γκίτζι είναι αληθινός αγροίκος, και ο
Κόππολα αηδιαστικός. Τα θλιβερά παραληρήματά του εναντίον των Εβραίων τα έχετε
διαβάσει στον Ποπό, αλλά και στον
ακαδημαϊκό χώρο δεν αστειεύεται. Μελετητής επιπέδου, δίχως αμφιβολία, αλλά
υποτάσσει τα πάντα στην κολακεία του καθεστώτος. Για παράδειγμα, σε ένα βιβλίο
του για τον Καλλίμαχο έφτασε να βάλει έναν παιάνα στον Γκρατσιάνι!»
«Άρα θα πανηγυρίζει αυτές τις μέρες!» σχολίασε ο Ρόσσι.
Πράγματι, στις αρχές Ιουλίου ο στρατηγός Γκρατσιάνι είχε
επιστρέψει στη Λιβύη ως διάδοχος του Μπάλμπο: νέος κυβερνήτης και νέος διοικητής του ιταλικού στρατού στη Βόρεια
Αφρική.
«Και τι φασαρίες είχες με τον Κόππολα;» ρώτησε ο
Σπινέλλι.
«Η ιδέα μου για τη διπλωματική ήταν ‘Η Αδριατική, το
Ιόνιο, το Τυρρηνικό Πέλαγος και τα ιταλικά αρχιπέλαγα στους ελληνικούς μύθους’.
Αναγκαστικά ο επιβλέπων έπρεπε να είναι εκείνος, που κατείχε την έδρα της
ελληνικής φιλολογίας. Και δέχθηκε, μάλιστα στην αρχή ήταν ενθουσιασμένος, αλλά
όταν διάβασε τα περιεχόμενα και την εισαγωγή ... Τότε άρχισαν τα προβλήματα.
Αυτά που ήθελα να πω εγώ στην διπλωματική εκείνου δεν του άρεσαν με τίποτε.»
«Και τι ήθελες να πεις;»
«Αλήθεια σας ενδιαφέρει;» ρώτησα κοιτάζοντας πρώτα τον
ένα και μετά τον άλλο. Δεν θα ήθελα να μακρυγορήσω και να σας κάνω να βαρεθείτε
...»
«Αστειεύεσαι; Στη Βεντοτένε είμαστε! Έχουμε όλο τον χρόνο
του κόσμου ...»
Ο χρόνος του κόσμου, ακριβώς.
Και έτσι τους περιέγραψα τον σκελετό της διπλωματικής,
και εν τω μεταξύ σκεφτόμουν ότι δεν την είχα ποτέ περιγράψει σε κανέναν. Μου
στάθηκε στο λαιμό τον Μάρτιο του ’36.
«Ήθελα να δείξω πώς στους ελληνικούς μύθους οι θάλασσες
της Ιταλίας είναι πάντα ανοιχτές και χωρίς σύνορα, και ο διάπλους τους είναι
ευκαιρία για απρόσμενες και εντυπωσιακές συναντήσεις ανάμεσα σε διαφορετικούς
λαούς, σε διαφορετικές ανθρώπινες φυλές, ανάμεσα σε ανθρώπους και θεούς,
ανάμεσα σε ανθρώπους, ζώα και τέρατα. Συναντήσεις που συχνά γίνονται σε
συνθήκες ανοιχτής σύγκρουσης, αλλά συχνότερα σε συνθήκες διφορούμενης
σύγκρουσης, διαποτισμένης με γοητεία, ή σε συνθήκες υποδοχής, διάθεσης
ανάμειξης, ακόμη και ερωτισμού. Ανοιχτή σύγκρουση είναι για παράδειγμα των
Αχαιών με τον Πολύφημο, στη Λαχαία. Αντίθετα, διφορούμενη και γεμάτη γοητεία είναι η σύγκρουση του Οδυσσέα με
την Κίρκη, εδώ κάτω» και έδειξα με το δάχτυλο το ακρωτήρι πέρα από τη θάλασσα.
«Ο Οδυσσέας πρέπει να αντισταθεί στη γοητεία και όταν συναντά τις Σειρήνες, στο
Στενό της Μεσσίνης. Όσο για την υποδοχή, μπορούμε να αναφέρουμε τον Αίολο, που
φιλοξενεί τον Οδυσσέα επί ένα μήνα στο παλάτι του στο Λίπαρι, και προφανώς τη Ναυσικά και τους Φαίακες, που ο Οδυσσέας συναντά στο
Ιόνιο όταν ναυαγεί στην Κέρκυρα. Και όλα αυτά εάν περιοριστούμε στην Οδύσσεια. Ήθελα να υπογραμμίσω επίσης
ότι σε πολλούς από αυτούς τους μύθους η συνάντηση διά θαλάσσης είναι ευκαιρία
για σεξουαλικές σχέσεις όχι μόνο ανάμεσα σε διαφορετικούς λαούς, αλλά και
ανάμεσα σε ανθρώπους και μη, σχέσεις που γεννούν πάντοτε καινούρια υβρίδια.
Αυτό ήταν το σχέδιο της διπλωματικής μου.»
Στην αρχή σιωπούσαν και οι δύο, τα χείλη μισάνοιχτα.
Κράτησε μια στιγμή, μετά ξέσπασαν και οι δύο σχεδόν ταυτόχρονα.
«Χα-χα!» έκανε ο Ρόσσι. «Καλά, πώς σου ήρθε να του
προτείνεις κάτι τέτοιο;»
«Χα-χα!» έκανε ο Σπινέλλι. «Το κατάπλασμα τον Κόππολα δεν
τον έχω δει ποτέ στη φάτσα, αλλά τον φαντάζομαι να διαβάζει αυτό το πράγμα ...»
«Ξέρω, φέρθηκα απρόσεκτα. Αλλά παρασύρθηκα, μαγεμένος από
την πρωτοτυπία και τη δύναμη της ερμηνείας μου. Ή τουλάχιστον, πρωτότυπη και
δυνατή φαινόταν σε μένα. Όσο για τη φάτσα, παρόλη τη φλυαρία για την Άρεια
φυλή, ο Κόππολα είναι μελαχροινός, σίγουρα έχει πρόγονους Σαρακηνούς, αλλά
ορκίζομαι ότι τον είδα να γίνεται πανί.»
«Άρα κατά κάποιον τρόπο θα έπρεπε να σε ευγνωμονεί!» είπε
ο Σπινέλλι.
«Αντίθετα τσαντίστηκε, και πολύ μάλιστα. Είπε ότι αυτά
που έλεγα ήταν ‘άνευ νοήματος’, ότι αυτό που έχει σημασία όταν μιλάμε για τις
θάλασσες της Ιταλίας ήταν ότι είναι ‘της Ιταλίας’, και άρχισε ένα κήρυγμα για
τις παραδόσεις της φυλής μας, τσιτάροντας τον Φασολάδα, φλυαρώντας ότι εμείς οι
Ιταλοί ‘από την εποχή της Οδύσσειας
και νωρίτερα ακόμη’ - έτσι ακριβώς είπε – είμαστε ‘λαός ποιητών, καλλιτεχνών,
ηρώων, θαλασσοπόρων, ταξιδευτών’ ... Με λίγα λόγια, για τους φασίστες ο
Οδυσσέας ήταν Ιταλός.»
«Ιταλός ήταν ο Πολύφημος, εδώ που τα λέμε ...» είπε ο
Ρόσσι.
«Λαός αγίων, ποιητών, και καννιβάλων» απήγγειλε ο
Σπινέλλι.
«Τέλος πάντων, μου ζήτησε, ή μάλλον μου υπέδειξε, να αλλάξω
τελείως τη δομή της διπλωματικής, έτσι ώστε ‘να αναδείξω την ιταλικότητα της
τοποθεσίας των κλασσικών μύθων’. Λίγο μετά με έπιασε η αστυνομία ...»
«Και θα το έκανες;» με ρώτησε ο Σπινέλλι. «Εννοώ θα
έγραφες εκείνες τις ηλιθιότητες;»
Πήρα βαθιά ανάσα.
«Ε, είχα μπλέξει άσχημα. Θα μπορούσα να αλλάξω
διπλωματική, να απευθυνθώ σε άλλον επιβλέποντα καθηγητή, αλλά θα ήταν ρήξη. Θα
τραβούσε πάνω μου την προσοχή, μπορεί ο ίδιος ο Κόππολα να διέδιδε υποψίες για
μένα, αν δεν το είχε κάνει ήδη ... Όσο σκέφτομαι ότι με παρακολουθούσαν ήδη! Και
εκεί που σκεφτόμουν τι να κάνω, αποφάσισε για λογαριασμό μου η ΟΒΡΑ. Και μου έμεινε ...»
Ο Σπινέλλι και ο Ρόσσι κρέμονταν από τα χείλη μου.
«Αυτή η ιστορία μου έμεινε εδώ» έφερα το χέρι στο Μήλο
του Αδάμ. «Και δεν πάει κάτω με τίποτε.»
«Κουράγιο» έκανε ο Ρόσσι, χτυπώντας τα χέρια στους
μηρούς. «Εδώ βρισκόμαστε στο Πανεπιστήμιο της Ξερονησούπολης, που είναι
καλύτερο από πολλά ανώτατα ιδρύματα της ηπειρωτικής χώρας. Κάνε ότι εξετάζουμε
τη διπλωματική σου.»
«Σωστά» είπε ο Σπινέλλι, «σε βλέπω ήδη με άριστα και έπαινο». Μου αρέσει πολύ η προσέγγισή σου στους ελληνικούς μύθους. Μας
παρουσιάζει τις θάλασσες της Ιταλίας ως θάλασσες της Ευρώπης.
«Όχι μόνο της Ευρώπης, και της Αφρικής» διευκρίνισα.
Τους είχα γοητεύσει, και ήθελαν κι άλλο.
«Πριν λίγο αναφέρθηκες στον Αίολο και στο φιλόξενο πνεύμα
του» είπε ο Ρόσσι. «Αλλά εδώ που βρισκόμαστε, δεν φαίνεται πολύ φιλικός μαζί
μας: ο άνεμος μας μαστιγώνει μέρα και νύχτα, και το χειμώνα μας γδέρνει το
δέρμα!»
«Όχι μόνο το χειμώνα ...» είπε ο Σπινέλλι. «Αλλά και ο
Ποσειδώνας ωραίος εγκληματίας είναι, με τις τρικυμίες του δεν έρχονται πλοία, και
οι εκτοπισμένοι φθάνουν στο νησί με το στομάχι στο στόμα.»
«Μισό λεπτό» τους διέκοψα, «ο ένας από τον άλλον έχουν
διαφορά.»
Σηκώθηκα όρθιος. Άλλαξε η προοπτική: τώρα τους μιλούσα
από πάνω προς τα κάτω.
«Για τον Ποσειδώνα γνωρίζουμε πολλά, και ‘εγκληματίας’
είναι σωστός ορισμός.»
Διηγήθηκα τα άθλια και ανάξια κατορθώματα του θεού της
θάλασσας, χωρίς να πηγαίνω πέρα από ό,τι ήταν ήδη γνωστό.
«Με λίγα λόγια» κατέληξα, «εάν πρέπει να του αποδώσω
πολιτική τοποθέτηση θα έλεγα ότι ο Ποσειδώνας είναι φασίστας.»
«Ε βέβαια» αναφώνησε ο Αλτιέρο. «Είναι τελείως προφανές.
Και ο Αίολος;»
«Για τον Αίολο έχω σκεφτεί κάτι, αλλά ...»
Έτρεμα; Ίσως μόνο μια ριπή ανέμου στην ιδρωμένη μου πλάτη
...
«Μια ιδέα μάλλον αιρετική ...»
Έτρεμα. Το κατάλαβαν;
«Τέλος πάντων, για παιγνίδι είναι» δοκίμασα να πω, «για ψυχαγωγία.»
«Για να ακούσουμε!» είπε ο Ερνέστο.
35.
Αφηγήθηκα την ιστορία του Ποσειδώνα θαλασσινού φρουρού
της εξορίας, και τον αγώνα του Αιόλου να τον διώξει από το Λίπαρι.
«Σίγουρα ο Ποσειδώνας εγκαταστάθηκε εκεί το φθινόπωρο του
’26, όταν ο φασισμός άνοιξε το στρατόπεδο. Η ιδέα μου είναι ότι ο Αίολος
κατάφερε σημαντική νίκη κάποια στιγμή ανάμεσα στις 17 Αυγούστου του ‘28 και
στις 27 Ιουλίου του ΄29.»
«Α, ωραία!» έκανε ο Ερνέστο γελώντας. «Πώς έτσι, ανάμεσα
στις συγκεκριμένες ημερομηνίες;»
«Η πρώτη είναι της αποτυχημένης απόδρασης του Σπανγκάρο. H δεύτερη της επιτυχημένης των Λούσσου, Νίττι και Ροσσέλλι.»
Γούρλωσαν τα μάτια. Ξανάπιανα μια ιστορία για την οποία
εδώ και καιρό δεν μιλούσε κανείς.
«Μια αυγουστιάτικη μέρα ο Αντόνιο Σπανγκάρο, νεαρός
κομμουνιστής από το Ούντινε, παίρνει ένα καρυδότσουφλο και επιχειρεί να αφήσει
το νησί, αλλά ο Ποσειδώνας ξεσηκώνει τα κύματα, ο φυγάς κινδυνεύει να πνιγεί,
και στο τέλος αποφασίζει να γυρίσει στη στεριά. Οι Φριουλάνοι έχουν φήμη
ξεροκέφαλων ανθρώπων, και πράγματι ο Σπανγκάρο είναι αποφασισμένος να μην
παραδοθεί, θέλει να δυσκολέψει τους φασίστες. Προτού τον συλλάβουν, μένει
κρυμμένος στο νησί πάνω από μήνα.
«Λένε ότι ο Φασολάδας ήταν έξω φρενών» σχολίασε ο
Σπινέλλι, «και δεν δυσκολεύομαι να το πιστέψω.»
«Κάποια στιγμή όμως ο Αίολος καταφέρνει να ξαναπάρει το
Λίπαρι, και στο τέλος μια απόδραση έχει απόλυτη επιτυχία. Το σχέδιο είναι
καλοδουλεμένο: μια βενζινάκατος που ξεκινά από την Τύνιδα μαζεύει τον Λούσσου,
τον Νίττι και τον Ροσσέλλι, και όπου φύγει-φύγει. Με τον Ποσειδώνα να περιπολεί
στα πέριξ, και εκείνοι οι τρεις θα αποτύγχαναν, όπως ο Σπάνγκαρο, ή όπως ο
Στραμούτσι και ο Μαρκαλεόνε. Ο Ποσειδώνας όμως δεν το βάζει κάτω, και οι
αψιμαχίες με τον Αίολο συνεχίζονται μέχρι το ’33, όταν η επικράτηση του κυρίου
των ανέμων είναι οριστική, και το στρατόπεδο διαλύεται. Ανακεφαλαιώνοντας, ο
Αίολος κάνει τη δουλειά του, και αν ο άνεμος φυσάει δυνατά δεν είναι επειδή
έχει κάτι εναντίον μας, κάθε άλλο, έχει εναντίον του φασίστα του Ποσειδώνα. Δεν
σημαίνει ότι είναι ακριβώς αντιφασίστας, αλλά σίγουρα δεν είναι με τους
άλλους.»
Οι φάτσες τους έμοιαζαν με φωτογραφίες: ακίνητες. Τους
είχα μαγέψει.
«Ωραίο παιγνίδι αυτό!» είπε ο Ρόσσι, βγαίνοντας από την
ακινησία. «Μας τοποθετεί όλους μέσα σε ένα νέο επικό ποίημα. Πώς θα μπορούσαμε
να το ονομάσουμε;»
«Βεντοτενειάδα!» είπε πίσω μας μια χαρούμενη φωνή.
Ήταν ο Λάζαρ Φούντο, ο Αλβανός.
Ο Φούντο είχε φτάσει στην Βεντοτένε στο τέλος του
χειμώνα. Ήταν 41 ετών, μέσου αναστήματος, ξανθός, για να λέμε την αλήθεια
σχεδόν φαλακρός, με σκαμμένο πρόσωπο από το οποίο εξείχαν μύτη και πηγούνι, και
τα δύο μυτερά. Δημοσιογράφος, πρώην κομμουνιστής, η διαδρομή του έμοιαζε με
εκείνη του Σπινέλλι, αλλά πολύ πιο κοντά στα γεγονότα, δεδομένου ότι ήταν πολύ
καιρό στη Ρωσία και είχε κινδυνεύσει στις περίφημες διώξεις του Στάλιν. Εδώ και
καιρό είχε έρθει σε ρήξη με τους Αλβανούς κομμουνιστές, και ήταν στη μαύρη λίστα
της Διεθνούς ως «τροτσκιστής».
Ήταν και ο Φούντο παθιασμένος με την κλασσική κουλτούρα.
Διάβαζε αρχαία ελληνικά, και γυρνούσε με τις τσέπες γεμάτες μικρά κομμάτια
χαρτί: στίχοι ποιημάτων, σημειώσεις, αποσπάσματα βιβλίων που έπαιρνε δανεικά
από τη βιβλιοθήκη. Κάθε τόσο σταματούσε σκεφτικός, άρχιζε να ψάχνει στις
τσέπες, τραβούσε ένα μάτσο χαρτιά, έβρισκε εκείνο που ήθελε, το διάβαζε
κινώντας ανεπαίσθητα τα χείλη, το ξανάβαζε στην τσέπη, και μετά ξανάρχιζε το
περπάτημα, απορροφημένος από τη σκέψη, χαμένος ποιος ξέρει σε ποια όνειρα.
Τώρα που οι εκδοτικοί οίκοι δημοσιεύουν κείμενα γραμμένα
στην εξορία, είναι εύκολο να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ήταν εύκολο να
γράφεις. Κάθε άλλο: μπορούσες να γράφεις μόνο σε ένα τετράδιο που σου έδινε η
διεύθυνση του στρατοπέδου, μετά από αίτημά σου. Οι σελίδες ήταν αριθμημένες και
απαγορευόταν να τις σκίσεις. Το τετράδιο σου το έδιναν το πρωί και το παρέδιδες
το βράδυ, στο δεύτερο προσκλητήριο. Η αστυνομία έλεγχε τις σελίδες μια-μια, και
την επομένη σου το ξαναδίνανε. Εάν ήθελες να γράψεις κάτι άλλο, έπρεπε να το
κάνεις κρυφά. Έτσι έγραψαν το μανιφέστο τους ο Σπινέλλι και ο Ρόσσι. Αλλά
προτρέχω.
«Σας άκουσα χωρίς να το θέλω» είπε ο Φούντο με τα ελαφρώς
ανακριβή ιταλικά του. «Εγώ λέω ότι και ο Άρης δεν μπορεί παρά να είναι
φασίστας.»
«Φυσικά!» απάντησα αμέσως. «Ο Άρης είναι ο θεός της ωμής
ισχύος, των σφαγών, του πολέμου ως αυτοσκοπός. Δεν είναι τυχαίο ότι ο φασισμός
τον δοξάζει. Για να είμαστε ακριβείς, ο φασισμός δοξάζει τον Μάρτε, τον αντίστοιχό του
στη ρωμαϊκή θρησκεία. Οι δυο τους δεν είναι τελείως ισοδύναμοι, αρκεί να
θυμηθούμε ότι ο Μάρτε είναι ο πατέρας του Ρόμολου, και δείχνει κάπως λιγότερο
ηλίθιος ... Αλλά ο Άρης δεν κάθεται να το ψάξει, και κολακεύεται από τους
φασιστικούς παιάνες.»
«Ε τότε» με παρότρυνε ο Φούντο, «εγώ λέω και η Αθηνά
είναι αντιφασίστρια! Στην Οδύσσεια
πάει κόντρα στον Ποσειδώνα, και σε άλλους μύθους έρχεται αντιμέτωπη με τον Άρη
και τον ταπεινώνει.»
«Βέβαια» απάντησα. «Η Αθηνά δεν μπορεί παρά να είναι
αντιφασίστρια. Είναι και εκείνη θεότητα του πολέμου, αλλά με τρόπο διαφορετικό
από του Άρη: είναι η θεά των δίκαιων πολέμων. Δηλαδή σαν να λέμε η θεά των
επαναστάσεων, έτσι δεν είναι; Είναι η θεά της ευφυΐας ενάντια στην ωμή δύναμη –
να γιατί αντιμάχεται και νικά τον Άρη. Είναι προστάτιδα της παραγωγικής
εργασίας, άρα του προλεταριάτου. Τέλος, είναι προστάτιδα της ελεύθερης
κυριαρχίας της πόλεως. Δεν είναι τυχαίο ότι η Αθήνα ονομάστηκε έτσι προς τιμήν της.»
«Ξέρεις κάτι;» έκανε ο Ρόσσι. «Με αυτές τις ιστορίες μου
έβαλες ιδέες για καλικάντζαρο.»
Ο Ερνέστο έλεγε καλικάντζαρους τα σκίτσα του, λαμπρές
καρικατούρες που σχεδίαζε πάντα και παντού: στα περιθώρια των εφημερίδων, στο
χαρτί περιτυλίγματος του χασάπη, στις πέτρες με κιμωλία κτλ.
«Τέλος χρόνου!» φώναξε ο αστυνομικός από την παράγκα.
«Ώρα να φύγουμε από την παραλία.»
Σαν να συνήλθα από λήθαργο, άρχισα πάλι να ακούω τις
φωνές, τα γέλια, το θόρυβο του ανέμου και των κυμάτων.
Κοίταξα γύρω μου: οι λουόμενοι μάζευαν τα κουρέλια τους,
τίναζαν τις πετσέτες, καθάριζαν τα πόδια τους από την άμμο. Στο πιο απόμακρο
άκρο του μισοφέγγαρου της παραλίας είδα τον Ραβαϊόλι, ακίνητο, τελείως ντυμένο.
Λίγα μέτρα πιο εκεί ήταν ο Καραμέλλα, με κοντό παντελονάκι και ριγέ φανέλα.
Ήταν μακριά, αλλά μου φάνηκε ότι κοίταζαν τη βάρκα των Κιαραμαντέζι. Παρατήρησα
και εγώ ότι πλησίαζε στη στεριά. Ο Νέρι και ο Γκαμπριέλλο έρχονταν να
βεβαιωθούν ότι όλα ήταν εντάξει, και ίσως να σπρώξουν τους πιο αργούς με
κλωτσιές στον πισινό.
Εκείνη τη στιγμή ο άνεμος άρχισε να λυσσομανά.
Την προηγούμενη νύχτα, μετά από πρόταση της Αθηνάς, ο
Ερμής συνάντησε τη θεά με τα αστραφτερά μάτια στο Ακρωτήρι του Αιόλου, ανάμεσα στα ερείπια της Βίλλας Τζούλια και στο νεκροταφείο. Το νησί ήταν τυλιγμένο στο σκοτάδι.
Ο Γαλαξίας χώριζε στα δύο τον ουρανό. Τα αστέρια ξεχώριζαν στο στερέωμα,
έμοιαζαν τσούρμο πυγολαμπίδες.
«Αδελφή μου, γιατί συναντιόμαστε ειδικά εδώ;»
«Γιατί θέλω να σου δείξω κάτι. Έχω μια ιδέα.»
«Μια ιδέα για να βγάλουμε από τη μέση τους Αλωάδες;»
«Ναι, και μου την έβαλαν οι ίδιοι. Θυμάσαι τότε που
ήθελαν να γεμίσουν τη θάλασσα ρίχνοντας μέσα βουνά;»
«Ξεχνώνται αυτά; Ήμουν δίπλα στον μπαμπά όταν τους τσουρούφλισε.»
«Ωραία, τότε έλα μαζί μου.»
Έχοντας την είσοδο του νεκροταφείου στα δεξιά τους,
έκαναν το γύρο του ψηλού τοίχου. Η μεσημβρινή πλευρά έβλεπε στην Κάλα Ροσσάνο.
Κατέβαιναν σε εκείνη την κατεύθυνση, έχοντας περπατήσει κάπου 20 μέτρα, όταν η
Αθηνά σταμάτησε.
«Το έχεις ποτέ προσέξει αυτό;» ρώτησε τον Ερμή,
δείχνοντας έναν μεγάλο βράχο στην άκρη του γκρεμού.
Μετά του εξήγησε το σχέδιο.
«Μου αρέσει!» είπε ο φτερωτός θεός.
«Εμείς θα είμαστε εκεί, περιμένοντας να φτάσουν στο σωστό
σημείο. Θα δώσουμε σήμα στον Αίολο και θα χτυπήσουμε. Θα ξεμπερδέψουμε μια και
καλή με αυτούς τους δύο, θα δεις.»
36.
Ο άνεμος φυσούσε όλο και πιο δυνατά, τόσο που μας έκανε
να τρικλίζουμε. Κάποιος έβαλε μια φωνή, και ριχτήκαμε στη γη, ενώ στην παραλία
σχηματίστηκε ένας στρόβιλος, που άρχισε να μεγαλώνει, τινάζοντας στον αέρα πετσέτες,
σανδάλια, ψάθινα καπέλα – και μέδουσες. Είδα τις μέδουσες, πλάσματα του νερού,
να χορεύουν στον αέρα. Πλάφ! έκανε μια, πηγαίνοντας να κολλήσει στην παράγκα
της εισόδου της παραλίας. Στην ακτή σηκώνονταν κύματα κακά, ταρακουνούσαν τη
βάρκα των Κιαραμαντέζι, ο Γκαμπριέλλο φώναζε, ενώ ο Νέρι κατάχλωμος συγκρατούσε
σπασμούς εμετού. Ποιος από τους δύο ήταν ο Ώτος και ποιος ο Εφιάλτης; Πάντως με
τα πολλά κατάφερναν να κινήσουν τη βάρκα, και είχαν πλέον φτάσει κοντά στη
στεριά, στο πιο απόμακρο άκρο του μισοφέγγαρου της παραλίας, εκεί που λίγο πριν
είχα δει τον Ραβαϊόλι.
«Αν ο Αίολος είναι μαζί μας» φώναξε ο Ρόσσι μέσα στον
χαλασμό, «παράξενο τρόπο έχει να το δείχνει!»
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα μπουμ-μπουμ. Σηκώσαμε το βλέμμα: από τον γκρεμό στην άκρη του νεκροταφείου
κατρακυλούσε μια τεράστια πέτρα, που με ένα τελευταίο γκελ πήρε ύψος, - στην
τροχιά της ήταν η βάρκα.
«Όοοχιιι!» φώναξε ο Ώτος, ή ίσως ο Εφιάλτης.
Κράχ! έκανε ο μετεωρίτης, πετυχαίνοντας τη βάρκα στο σταυρό
και διαλύοντάς την, κάνοντας κομμάτια τα κόκκαλα των Αλωάδων.
Την ίδια στιγμή ο άνεμος σταμάτησε να φυσάει.
Εγώ, ο Ρόσσι, ο Σπινέλλι και ο Φούντο κοιταχτήκαμε
κατάπληκτοι. Υπήρχαν παντού μέδουσες. Οι άλλοι σηκώνονταν ζαλισμένοι, ήδη
μερικοί πλησίαζαν προς τη βάρκα, που είχε μεταβληθεί σε ένα σωρό από ξύλα,
σώματα, αίματα, βογγητά, και μαύρα πουκάμισα.
Ο αστυνομικός της παράγκας σφύριξε με τη σφυρίχτρα
καλώντας σε βοήθεια.
Ο πρώτος που μίλησε ήταν ο Σπινέλλι.
«Ερνέστο, τι έλεγες πριν λίγο για τον Αίολο;»