Το κείμενο της παρέμβασής μου στη δημόσια συζήτηση του ερευνητικού οργανισμού «διαΝΕΟσις» για τις συντάξεις (Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2021). Δημοσιεύτηκε με αυτό τον τίτλο στην ηλεκτρονική εφημερίδα «Liberal» (Τρίτη 2 Μαρτίου 2021).
Προτού αρχίσουμε να μιλάμε για τη μεταρρύθμιση που μας παρουσίασε ο κ. Τσακλόγλου, θα πρέπει να αναρωτηθούμε για το εάν είναι καλή ιδέα να αφιερώσουμε πρόσθετους πόρους στο σύστημα συντάξεων; Νομίζω πως όχι, νομίζω πως πρέπει να σταματήσουμε να ρίχνουμε έξτρα χρήματα στο ασφαλιστικό. Και αυτό για τουλάχιστον τρεις λόγους:
(1) Η
συνταξιοδοτική δαπάνη είναι ήδη στα ύψη, στερώντας όλες τις άλλες δημόσιες
πολιτικές από πολύτιμους πόρους. Ανέφερε ο κ. Νεκτάριος τις μελλοντικές ανάγκες
για μακροχρόνια φροντίδα ηλικιωμένων. Για να φέρω άλλο ένα παράδειγμα
κοινωνικής πολιτικής: Το 80% και πάνω των ανέργων δεν δικαιούνται επίδομα
ανεργίας. Για να φέρω ένα διαφορετικό παράδειγμα: Το επίπεδο δεξιοτήτων στην
Ελλάδα είναι το χαμηλότερο στην Ευρώπη. Χωρίς μια σοβαρή επένδυση στο
εκπαιδευτικό σύστημα και στο σύστημα κατάρτισης με σκοπό την αναβάθμιση των
δεξιοτήτων, θα αποδειχθεί απλώς αδύνατο να περάσουμε σε ένα νέο παραγωγικό
μοντέλο, όπως προτείνει η Επιτροπή Πισσαρίδη και όπως συμμερίζονται οι
περισσότεροι από εμάς.
(2) Οι συνταξιούχοι υπέστησαν τις γνωστές περικοπές συντάξεων την περίοδο 2010-15, όμως άλλες ομάδες του πληθυσμού είδαν τα εισοδήματά τους να μειώνονται περισσότερο ή και να μηδενίζονται. Αυτό ενισχύθηκε από όσα συνέβησαν τον τελευταίο χρόνο: η πανδημία δεν επηρέασε τις συντάξεις, αλλά μείωσε και άλλο τα εισοδήματα εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα.
(3) Μέχρι το 2010 είχαμε το χειρότερο ασφαλιστικό της Ευρώπης – το πιο άδικο και το πιο χρεωκοπημένο. Στη συνέχεια, υπό την πίεση των δανειστών, έγιναν σοβαρές προσπάθειες συμμαζέματος του. Παρά τα ελαττώματά του, ο λεγόμενος νόμος Κατρούγκαλου περιέγραφε ένα συνταξιοδοτικό σύστημα λιτότερο (όπως είναι επιβεβλημένο, για να μην επιβαρύνουμε υπέρμετρα τη γενιά των παιδιών μας) και πιο ομοιόμορφο. Αυτό αποτυπώθηκε στις προβολές που επικαλέστηκε η κ. Αχτσιόγλου, που δείχνουν ότι το «αφανές χρέος» του ασφαλιστικού έχει σημαντικά περιοριστεί. Όμως οι προβολές βασίστηκαν στην υπόθεση ότι η κυβέρνηση (και οι επόμενες κυβερνήσεις) θα εφάρμοζαν τις ρυθμίσεις που είχαν ψηφιστεί. Είναι εύλογη η υπόθεση ότι μια χώρα τηρεί τους κανόνες που έχει νομοθετήσει, αλλά στην περίπτωσή μας δυστυχώς δεν ισχύει. Από το 2018, τόσο η προηγούμενη όσο και η σημερινή κυβέρνηση έχουν βαλθεί να ακυρώσουν τη μεγάλη διόρθωση που έγινε τα προηγούμενα χρόνια. Η προηγούμενη κυβέρνηση αρνήθηκε να εφαρμόσει την «προσωπική διαφορά», και (μετά τις σχετικές αποφάσεις των δικαστηρίων) μείωσε το ποσοστό εισφοράς των ελευθέρων επαγγελματιών και των αγροτών. Η σημερινή κυβέρνηση κατάργησε τη σύνδεση της εισφοράς ελευθέρων επαγγελματιών και αγροτών με το εισόδημα – πλέον ένας μεγαλογιατρός μπορεί νομίμως να πληρώνει λιγότερα για σύνταξη και ασθένεια από ό,τι μια καθαρίστρια. Στη συνέχεια επανέφερε (και διαφήμισε με πολλά ταρατατζούμ) το δικαίωμα πρόωρης συνταξιοδότησης των μητέρων και πατέρων. Με αυτό το ρυθμό, σε λίγο καιρό θα είμαστε πάλι στο σημείο που βρισκόμαστε το αξέχαστο 2010, έτοιμοι να ζήσουμε ξανά όσα ακολούθησαν.
Με δεδομένα τα παραπάνω, φοβάμαι ότι το σχέδιο που μας παρουσίασε ο κ. Τσακλόγλου δεν θα μπορέσει από μόνο του να πετύχει το στόχο του. Παρά τα αναμφίβολα χαρίσματα του σχεδίου. Δεν αμφιβάλλω, για παράδειγμα, ότι εάν σχεδιάζαμε το σύστημα συντάξεων μιας καινούριας χώρας (του κουτιού) μάλλον θα φροντίζαμε να θεσμοθετήσουμε ότι ένα μέρος του θα είναι κεφαλαιοποιητικό. Επειδή η Ελλάδα δεν είναι ακριβώς καινούρια χώρα, η μετάβαση από το ένα είδος επικουρικής ασφάλισης στο άλλο θα προκαλέσει ένα «δημοσιονομικό κενό». Με απλά λόγια: εάν οι εισφορές των νέων ασφαλισμένων αποταμιεύονται, κάποιος πρέπει να πληρώνει τις επικουρικές συντάξεις των ήδη συταξιούχων, όσων είναι σήμερα άνω των 35 ετών, καθώς και όσων παρότι νεώτεροι επιλέξουν να μην ενταχθούν στο νέο σύστημα. Το «δημοσιονομικό κενό» θα προστεθεί στο 10% του ΑΕΠ που είναι το έλλειμμα του σημερινού ασφαλιστικού – και αυτό είναι βέβαιο. Οι θετικές επιδράσεις στην οικονομία είναι αβέβαιες, και σε μια γερασμένη κοινωνία που δραστηριοποιείται σε μια ανοιχτή οικονομία μπορεί να αποδειχθούν περιορισμένες.
Επί πλέον, τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα συντάξεων έχουν και αυτά τους κινδύνους τους και τα μειονεκτήματά τους. Θα αντιπαρέλθω τις συνήθεις ενστάσεις, που ανέφερε η κ. Αχτσιόγλου (κάποιες τις θεωρώ βάσιμες, άλλες λιγότερο), για να αναφερθώ σε ένα πρόβλημα που με ανησυχεί ιδιαίτερα. Είναι το πρόβλημα του πολιτικού κινδύνου που είναι ιδιαίτερα μεγάλος σε πολιτικά συστήματα χαμηλής συναίνεσης.
Με βάση το σχέδιο που μας παρουσίασε ο κ. υφυπουργός, οι πρώτες επικουρικές συντάξεις του νέου συστήματος θα καταβληθούν μετά το 2050. Μέχρι τότε, ο κουμπαράς των εισφορών θα γεμίζει. Τι θα εμποδίσει μια μελλοντική κυβέρνηση «να βάλει χέρι» σε αυτό τον κουμπαρά, για να καλύψει άλλες ανάγκες; Αυτο έχει συμβεί επανειλημμένως: στην Αργεντινή (2008), στη Βολιβία (2010), στην Ουγγαρία (2011), στο Καζακστάν (2013) και αλλού. Σε άλλες χώρες (Πολωνία, Σλοβακία, Ρουμανία, στις χώρες της Βαλτικής) το μέγεθος του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα περιορίστηκε, με μείωση των αντίστοιχων εισφορών.
Θα ζητούσα λοιπόν από την κυβέρνηση να κάνει δύο πράγματα: Πρώτον, όσο και εάν αυτό σήμερα ακούγεται εξωπραγματικό, να αναζητήσει ευρύτερες συναινέσεις με τα πολιτικά κόμματα, τις οργανώσεις των εργαζομένων και των εργοδοτών. Δεύτερον, να σεβαστεί τα μέτρα εξυγίανσης που θεσμοθετήθηκαν την περίοδο 2010-16, ακυρώνοντας όλες τις χαριστικές ρυθμίσεις της τελευταίας τριετίας υπέρ μεγαλογιατρών, μεγαλοδικηγόρων, πατέρων ανηλίκων και άλλων αναξιοπαθούντων.