Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2021).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αμοιβές των μισθωτών υποχώρησαν πολύ το πρώτο μισό της περασμένης δεκαετίας (-22% κατά μέσο όρο την περίοδο 2009-2014 σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ), και έμειναν στη συνέχεια καθηλωμένες (+2% την περίοδο 2014-2020). Η μεγάλη υποχώρηση των μισθών ήταν εν μέρει αποτέλεσμα της λειτουργίας των δυνάμεων της αγοράς (μείωση της ζήτησης εργασίας σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης), και εν μέρει συνέπεια αποφάσεων δημόσιας πολιτικής (η περίφημη «εσωτερική υποτίμηση»). Η μείωση του κατώτατου μισθού κατά 22% τον Φεβρουάριο 2012 ήταν ένας από τους κύριους «μοχλούς» της εσωτερικής υποτίμησης. Η πολιτική αυτή επιβράδυνε και τελικά σταμάτησε την άνοδο της ανεργίας (αφού πρώτα έφτασε το 28,7% το Νοέμβριο 2013).
Παρά τη συμβολή τους τότε στη συγκράτηση της ύφεσης, ως συνταγή βιώσιμης ανάκαμψης η καθήλωση των μισθών είναι βαθιά προβληματική. Οι χαμηλοί μισθοί «επιδοτούν» επιχειρηματικές δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας, κρατώντας τες τεχνητά στη ζωή. Υπό την έννοια αυτή, ο εθισμός της οικονομίας στους χαμηλούς μισθούς αντιστρατεύεται την αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας που πολύ ορθώς επαγγέλλεται η Επιτροπή Πισσαρίδη (και που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση).
Πώς όμως θα αυξηθούν οι μισθοί; Μια διαδεδομένη άποψη ισχυρίζεται ότι η αύξηση των μισθών δεν «διατάσσεται», ούτε δεν μπορεί να προηγηθεί της ανάπτυξης: θα πρέπει να την ακολουθήσει. Σε κάποιο βαθμό αυτό ισχύει. Όχι εντελώς, όμως. Μια πρόσφατη μελέτη κορυφαίων οικονομολόγων της εργασίας στο University College London έδειξε ότι η θεσμοθέτηση κατώτατου μισθού (8,50 ευρώ την ώρα) το 2015 στη Γερμανία όχι μόνο δεν οδήγησε σε απώλεια 750.000 θέσεων εργασίας, αλλά ώθησε τις «πληττόμενες» επιχειρήσεις να αναβαθμίσουν τη λειτουργία τους ώστε να είναι κερδοφόρες και μετά την καταβολή υψηλότερων αμοιβών στο προσωπικό τους. Η πρόσφατη εμπειρία της Γερμανίας (αλλά και η προηγούμενη της Βρετανίας, και άλλων χωρών) δείχνει ότι η θεσμοθέτηση και στη συνέχεια λελογισμένη αύξηση των κατώτατων μισθών μπορεί να είναι ευεργετική για όλους - εργαζόμενους και επιχειρήσεις.
Η λέξη κλειδί εδώ είναι «λελογισμένη». Πέρα από ένα σημείο, η αύξηση του κατώτατου μισθού μπορεί να ξεπερνά τις δυνατότητες προσαρμογής της οικονομίας. Ποιο ακριβώς είναι αυτό το σημείο δεν είναι πάντα ξεκάθαρο, για αυτό άλλωστε απαιτείται προσοχή. Για παράδειγμα, η διεθνής επιτροπή εμπειρογνωμόνων που είχε συστήσει το 2018 η προηγούμενη κυβέρνηση κατέληξε σε συνετή πρόταση αύξησης του κατώτατου μισθού (που είχε μείνει από το 2012 στα 586 ευρώ το μήνα) κατά 5% έως 10%. Τελικά, η τότε κυβέρνηση αποφάσισε λίγο μεγαλύτερη αύξηση (11%) στα 650 ευρώ. Στη συνέχεια, η τωρινή κυβέρνηση προχώρησε σε συμβολική αύξηση 2% (από τον Ιανουάριο 2022).
Για τους λόγους που προανέφερα, πιστεύω ότι ο κατώτατος μισθός θα μπορούσε να διαμορφωθεί σε υψηλότερο επίπεδο από τα 663 ευρώ του 2022. Αμφιβάλλω όμως ότι θα μπορούσε από τώρα να φτάσει π.χ. τα 750 ευρώ χωρίς δυσάρεστες παρενέργειες για την οικονομία και την απασχόληση. Για το λόγο αυτό, θεωρώ πυροτέχνημα την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για «άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ». Οπωσδήποτε, σε σχέση με τα 1.700 ευρώ που πρότεινε το ΚΚΕ το 2007, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ συνιστά αξιοσημείωτη πρόοδο. Απέχει ωστόσο ακόμη αρκετά από το να μπορεί να θεωρηθεί σοβαρή συμβολή στη αναζήτηση ρεαλιστικών τρόπων βελτίωσης των χαμηλών μισθών.