28 Ιανουαρίου 2023

Το νησί που έφυγε


Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023).

Μόλις συμπληρώθηκαν τρία χρόνια από την υπογραφή της συμφωνίας αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ (24 Ιανουαρίου 2020). Πλέον το διαζύγιο είναι οριστικό: όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, ακολουθεί μια περίοδος κατά την οποία οι δύο πρώην, εξουθενωμένοι από τον χωρισμό, δεν μπορούν καν να συνεννοηθούν για τα βασικά. Με λίγη τύχη, θα την διαδεχθεί μια άλλη περίοδος επανακαθορισμού της (λιγότερο στενής, πλέον) σχέσης τους σε νέες βάσεις. Για επανασύνδεση, ούτε λόγος. Και ας υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι, εξαιτίας αφενός της μετατόπισης μερίδας της κοινής γνώμης, και αφετέρου της φυσικής αντικατάστασης του πληθυσμού (οι νέοι τείνουν να είναι υπέρ της ΕΕ, οι ηλικιωμένοι κατά), η πλειοψηφία της κοινής γνώμης πιστεύει τώρα ότι το Brexit ήταν λάθος. Τα λάθη πληρώνονται, και οι Βρετανοί δεν θα πουν «έλα μωρέ, και τι έγινε που ψηφίσαμε έτσι στο δημοψήφισμα; το παίρνουμε πίσω και συνεχίζουμε όπως πρώτα».

Πριν το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016, οι οπαδοί της παραμονής στην ΕΕ διεκτραγωδούσαν τις συνέπειες της αποχώρησης, και είχαν κατηγορηθεί από τους αντιπάλους τους (που αντίθετα υπόσχονταν λαγούς με πετραχήλια) ότι καλλιεργούσαν τον φόβο. Το πόσο δίκιο είχαν είναι δύσκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια, καθότι από τον Ιανουάριο 2020 μέχρι τώρα έχουν μεσολαβήσει μία πανδημία και ένας πόλεμος. Η αρνητική πορεία της βρετανικής οικονομίας την τελευταία τριετία είναι γεγονός αναμφισβήτητο, αλλά οι οπαδοί της αποχώρησης ισχυρίζονται ότι οφείλεται στον κορωνοϊό και στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, όχι στο Brexit. Ισχύει η ένσταση;

Δύο πρόσφατες μελέτες δείχνουν πως όχι. Η πρώτη (του Centre for European Reform) σύγκρινε τις οικονομικές επιδόσεις της Βρετανίας με εκείνες 22 χωρών που έως το δημοψήφισμα του 2016 είχαν παρόμοιες επιδόσεις. Η μελέτη εκτίμησε ότι το Brexit συρρίκνωσε το ΑΕΠ (κατά 6%), τις επενδύσεις (κατά 11%), και το εξωτερικό εμπόριο αγαθών (κατά 7%) σε σχέση με το – εντελώς φανταστικό πλέον – σενάριο της μη αποχώρησης. Η δεύτερη (του Centre for Economic Performance) διαπίστωσε ότι οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν κατά 3% το 2020, και άλλο 3% το 2021, πέρα και πάνω από το επίπεδο στο οποίο θα έφταναν εάν δεν είχε συμβεί το Brexit, παρότι η βρετανική κυβέρνηση δεν έχει (ακόμη;) θεσμοθετήσει τα μέτρα περιορισμού των ευρωπαϊκών εισαγωγών που έχει απειλήσει να εισάγει.

Φυσικά, οι μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις είναι πάντοτε σοβαρότερες από τις άμεσες. Το Brexit έχει κάνει την πάλαι ποτέ Cool Britannia πολύ πιο uncool. Λιγότεροι επιστήμονες, καλλιτέχνες, εφευρέτες, επιχειρηματίες εγκαθίστανται στο Λονδίνο από ό,τι πριν. Πολλοί Ευρωπαίοι των παραπάνω κατηγοριών, και άλλων, μέχρι πρόσφατα κάτοικοι Βρετανίας, την έχουν εγκαταλείψει, ή σκέφτονται να το κάνουν.

Επίσης, οι οικονομικές επιπτώσεις έχουν αποδειχθεί – προς το παρόν τουλάχιστον – λιγότερο οδυνηρές από τις πολιτικές. Το Ηνωμένο Βασίλειο υπήρξε για αιώνες φάρος μετριοπάθειας, πραγματισμού, ορθολογικής αναζήτησης λύσεων, δυσπιστίας προς τις μεγάλες ιδεολογίες, απόρριψης των δημαγωγών κάθε είδους. Μέσα σε λίγα χρόνια δείχνει να έχει μετατραπεί σε μπανανία, με κυβερνήσεις που μένουν στην εξουσία μέρες, πρωθυπουργούς χαμηλού επιπέδου, και υπουργούς που γυαλίζει το μάτι τους.

Ο συντάκτης αυτού του άρθρου δεν είναι αντικειμενικός, αφού έζησε 6+ ευτυχισμένα χρόνια στην Αγγλία, αγάπησε (και εκείνη) τη θετή πατρίδα του, και βίωσε το Brexit ως προσωπική προσβολή. Εάν ήταν, θα παραδεχόταν ότι τα τελευταία τρία χρόνια δεν έχει γίνει φτωχότερη μόνο η Βρετανία, αλλά και η ίδια η Ευρώπη. Μας λείπει η μετριοπάθεια, ο πραγματισμός, και η ορθολογική αναζήτηση λύσεων, καθώς και το φιλελεύθερο πνεύμα που είχε συνεισφέρει στην ΕΕ η Βρετανία. Χωρίς αυτά, κινδυνεύουμε να μείνουμε με τον γερμανικό μοραλισμό, τη γαλλική τυπολατρεία, και όλα τα υπόλοιπα.

Come back Blighty. All is forgiven.

25 Ιανουαρίου 2023

Η ελληνική οικονομία χωρίς παρωπίδες: 3. Το μίνι εξαγωγικό θαύμα



Συνυπογράφεται από τη Σοφία Τσαρούχα και τον Μάνο Ματσαγγάνη. Δημοσιεύτηκε στην Athens Voice (Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2023).


Στα προηγούμενα δύο άρθρα μας δείξαμε ότι η πρόσφατη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, παρότι (προφανώς) καλοδεχούμενη, είναι ακόμη υπερβολικά αδύναμη ώστε να αντισταθμίσει τη μεγάλη υποχώρηση του βιοτικού επιπέδου της χώρας την προηγούμενη δεκαπενταετία.

Σε αυτό το τρίτο άρθρο της μίνι σειράς εστιάζουμε στο μίνι εξαγωγικό θαύμα της τελευταίας διετίας. Πράγματι, οι εξαγωγές αγαθών έχουν αυξηθεί τόσο που (για πρώτη φορά από τα τέλη της δεκαετίας του ‘90) έχουν πλέον ξεπεράσει σε αξία τις εξαγωγές υπηρεσιών, που και αυτές βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα.


Άνοδος των εξαγωγών

Συγκεκριμένα, η σύγκριση του πρώτου εννεάμηνου του 2022 με το αντίστοιχο του 2020 δείχνει ότι οι εξαγωγές αγαθών έχουν αυξηθεί κατά 17,5% (σε σταθερές τιμές). Σε σχέση με το πρώτο εννεάμηνο του 2019, η αύξηση είναι ακόμη μεγαλύτερη (18,8%), αφού το πρώτο έτος της πανδημίας οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν ελαφρά.

Αντίθετα, λόγω των περιορισμών στις μετακινήσεις, οι εξαγωγές υπηρεσιών – που στη χώρα μας είναι κυρίως τουριστικές – κατέρρευσαν το 2020 (πτώση 43% σε σχέση με το 2019). Ακολούθησε το πολύ καλό για τον ελληνικό τουρισμό καλοκαίρι του 2021, και το ακόμη καλύτερο του 2022. Και πάλι όμως, οι εξαγωγές υπηρεσιών παρέμεναν κάτω από το επίπεδο του 2019 (μείον 10,8%, συγκρίνοντας πάντα το εννεάμηνο από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο κάθε έτους).

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα παραπάνω ισχύουν σε σταθερές τιμές, δηλ. αφού αφαιρεθεί η επίδραση του πληθωρισμού. Σε τρέχουσες τιμές, οι εξαγωγές υπηρεσιών το πρώτο εννεάμηνο του 2022 ήταν κατά 20% υψηλότερες σε σχέση με το πρώτο εννεάμηνο του 2019. Αυτό προκαλεί κάποια σύγχυση, αλλά δείχνει δύο πράγματα: πρώτον, ότι οι εισπράξεις των τουριστικών επιχειρήσεων είναι υψηλότερες παρά ποτέ, και δεύτερον, ότι οι τουριστικές υπηρεσίες στη χώρα μας έχουν γίνει ακριβές. Μάλιστα, εάν η στατιστική υπηρεσία υπολογίζει σωστά, αυτή η αύξηση των τιμών δεν συμβαδίζει με βελτίωση της ποιότητας. Στο βαθμό που κάτι τέτοιο όντως ισχύει, ο ελληνικός τουρισμός καταγράφει απώλεια ανταγωνιστικότητας.

Σε κάθε περίπτωση, το ειδικό βάρος των εξαγωγών στην ελληνική οικονομία έχει ανέβει πολύ: το 2008 αντιπροσώπευαν το 23,7% του ΑΕΠ, ενώ το 2021 το μερίδιο τους είχε φτάσει το 36,7%. Βέβαια, την τελευταία δεκαπενταετία ο παρονομαστής (το ΑΕΠ) κατέρρευσε. Σε απόλυτα μεγέθη, η άνοδος των εξαγωγών είναι λιγότερο εντυπωσιακή: από 56,6 δις το 2008 σε 66,4 δις το 2021 (σε σταθερές τιμές 2015).

Επίσης, η πύκνωση των εμπορικών συναλλαγών σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης είναι γενικό φαινόμενο, άρα καλό είναι να βλέπουμε πώς συγκρινόμαστε με τις άλλες χώρες. Η απάντηση είναι «όχι καλά». Το μερίδιο της Ελλάδας στο σύνολο των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών της Ευρωζώνης είναι σήμερα μικρότερο από ό,τι ήταν στο παρελθόν (1,18% το 2021 έναντι 1,41% το 2008, και 1,48% το 2000).


Σύνθεση των εξαγομένων εμπορευμάτων

Οι εξαγωγές αγαθών, όπου εντοπίζεται το μίνι εξαγωγικό θαύμα της τελευταίας διετίας, εμπεριέχουν τα καύσιμα, τα οποία εισάγονται, διυλίζονται, και επανεξάγονται. Το 2021, τα καύσιμα συνεισέφεραν 26,0% του συνόλου της αξίας των ελληνικών εξαγωγών αγαθών. (Το 2008, η συμβολή των καυσίμων ήταν μόλις 15,3%.)

Όμως, οι εξαγωγές καυσίμων συνεπάγονται λιγότερο ευεργετικές επιδράσεις από ό,τι π.χ. οι εξαγωγές μεταποιημένων προϊόντων: λιγότερες διασυνδέσεις με άλλες εγχώριες επιχειρήσεις, που προμηθεύουν ενδιάμεσα προϊόντα ή τα ενσωματώνουν στη δική τους παραγωγική διαδικασία, λιγότερες θέσεις εργασίας κτλ. Επί πλέον, το διεθνές εμπόριο καυσίμων υπόκειται σε μεγαλύτερα σκαμπανεβάσματα, ανάλογα με τις διακυμάνσεις της παγκόσμιας οικονομίας.

Το ίδιο ισχύει και με τα πλοία, το μερίδιο των οποίων όμως έχει μειωθεί πολύ την τελευταία δεκαπενταετία (από 11,0% του συνόλου των εξαγωγών αγαθών το 2007, οπότε κορυφώθηκαν, σε μόλις 0,3% το 2021).

Εάν επικεντρωθούμε στις εξαγωγές εκτός καυσίμων και πλοίων, θα δούμε ότι άργησαν πολύ να ανακάμψουν: μέχρι και το 2016 παρέμεναν κάτω από το επίπεδο του 2008. Στη συνέχεια τα πράγματα καλυτέρευσαν: οι εξαγωγές (εκτός καυσίμων και πλοίων) αυξήθηκαν αισθητά τη διετία 2017-2019 (από 20,4 δις σε 24,9 δις), υποχώρησαν το 2020 (σε 21,1 δις), και εκτινάχθηκαν το 2021 (σε 31,8 δις). (Όλα τα μεγέθη σε σταθερές τιμές 2015.)

Την περίοδο 2008-2020, αυξήθηκε το μερίδιο των χημικών προϊόντων και της κατηγορίας «τρόφιμα, ποτά, καπνός» στις συνολικές εξαγωγές αγαθών, ενώ αντίστοιχα μειώθηκε το μερίδιο των μηχανημάτων και του υλικού μεταφορών, καθώς και της κατηγορίας «διάφορα βιομηχανικά είδη».


Τεχνολογική στάθμη των εξαγωγών

Όπως ήταν αναμενόμενο, η επικοινωνιακή αξία της ανόδου των εξαγωγών δεν έχει διαφύγει της προσοχής των κυβερνητικών αξιωματούχων. Αυτό είναι θεμιτό: σε μια ώριμη δημοκρατία, οι επιτυχίες πιστώνονται στην κυβέρνηση (και οι αποτυχίες χρεώνονται σε αυτήν). Το πρόβλημα είναι ότι ενίοτε είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς που τελειώνει η τεκμηριωμένη ανάδειξη μιας πραγματικής επιτυχίας, και πού αρχίζει η προπαγάνδα.

Για παράδειγμα, σε άρθρο του στην Καθημερινή (30 Αυγούστου 2022), ο πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων ισχυρίστηκε ότι «Η Ελλάδα έχει αυξήσει εντυπωσιακά τις εξαγωγές αγαθών υψηλής τεχνολογίας». Πόσο βάσιμος είναι αυτός ο ισχυρισμός;

Εάν ανατρέξουμε στα δεδομένα για την τεχνολογική στάθμη των εξαγωγών μεταποιημένων προϊόντων, τα οποία επικαλείται το παραπάνω άρθρο, θα διαπιστώσουμε ότι δύσκολα δικαιολογούν τόση θριαμβολογία. Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (για το 2019) δείχνουν ότι μόλις 28,4% των μεταποιημένων προϊόντων που εξάγουμε χαρακτηρίζονται ως «μεσαίας και υψηλής τεχνολογίας». Η επίδοση αυτή υπολείπεται σαφώς από την αντίστοιχη του 2007, όταν 37,0% των ελληνικών εξαγωγών προϊόντων μεταποίησης ήταν μεσαίας και υψηλής τεχνολογίας. Το 2019, η χώρα μας κατατασσόταν στην τελευταία θέση της ΕΕ, 84η σε σύνολο 151 χωρών από όλο τον κόσμο.

Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι τα στοιχεία του 2019 δεν καλύπτουν το μίνι εξαγωγικό θαύμα της τελευταίας διετίας. Σωστό. Και πάλι όμως, εάν εστιάσουμε στις εξαγωγές μεταποιημένων προϊόντων «υψηλής τεχνολογίας» μόνο, θα δούμε ότι τα δεδομένα της Eurostat (τα οποία μετά αναλύει ο Οργανισμός Βιομηχανικής Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, και στη συνέχεια η Παγκόσμια Τράπεζα) δείχνουν ότι το μερίδιο τους στο σύνολο των εξαγωγών μεταποιημένων προϊόντων βρίσκεται σε πτώση τα τελευταία χρόνια. Πράγματι, το 2021 μόλις 8,8% των εξαγωγών μεταποιημένων προϊόντων ήταν υψηλής τεχνολογίας, ενώ το 2019 το αντίστοιχο μερίδιο ήταν 9,1%. Το 2009, όταν οι ελληνικές εξαγωγές μεταποιημένων προϊόντων υψηλής τεχνολογίας κορυφώθηκαν, το μερίδιο τους έφτανε το 13,5%.


Συμπερασματικά

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι την τελευταία διετία οι εξαγωγικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας έχουν βελτιωθεί σημαντικά.

Όμως, σε απόλυτες αξίες η βελτίωση είναι λιγότερο θεαματική από ό,τι ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Επίσης, η άνοδος των ελληνικών εξαγωγών ήταν βραδύτερη από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη, με αποτέλεσμα το μερίδιο της χώρας μας στην εξαγωγική επίδοση της ΕΕ να έχει συρρικνωθεί.

Επί πλέον, ο τουρισμός και τα καύσιμα εξακολουθούν να αντιστοιχούν στο μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών εξαγωγών.

Τέλος, οι ελληνικές εξαγωγές μεταποιημένων προϊόντων εξακολουθούν να κυριαρχούνται από κλάδους και προϊόντα χαμηλής τεχνολογίας.

Η αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας έχει ακόμη πολύ δρόμο.


18 Ιανουαρίου 2023

Η ελληνική οικονομία χωρίς παρωπίδες: 2. Το χαμένο έδαφος

 


Συνυπογράφεται από τη Σοφία Τσαρούχα και τον Μάνο Ματσαγγάνη. Δημοσιεύτηκε στην Athens Voice (Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2023).


Στο προηγούμενο άρθρο μας σχολιάσαμε τις θετικές εξελίξεις (επιτάχυνση της ανάπτυξης, άνοδος των εξαγωγών, διεθνείς επιχειρηματικές δραστηριότητες) που τεκμηριώνουν τη βάσιμη αισιοδοξία για την πορεία της οικονομίας. Στο δεύτερο άρθρο της μίνι σειράς περιγράφουμε το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο πρέπει να αξιολογηθούν αυτές οι θετικές εξελίξεις: χωρίς περιστροφές, πρόκειται για τη μεγάλη υστέρηση του βιοτικού επιπέδου της χώρας σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη, σε βάθος δεκαπενταετίας.

Πράγματι, σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ακόμη και εάν επιβεβαιωθούν οι θετικές προβλέψεις για την επόμενη διετία (βλ. προηγούμενο άρθρο), σε όρους αγοραστικής αξίας το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων το 2024 θα είναι 32% χαμηλότερο από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 κρατών μελών.

Δεν είναι δύσκολο να εντοπιστούν οι λόγοι για τη μεγάλη υστέρηση του βιοτικού επιπέδου της χώρας.

Πρώτον, η ύφεση της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 2007-2014 ήταν ασυνήθιστα βαθιά και ασυνήθιστα παρατεταμένη. Αντίθετα, οι εθνικές οικονομίες των άλλων χωρών ανέκαμψαν συντομότερα μετά από μικρότερη υποχώρηση (ή συνέχισαν να αναπτύσσονται χωρίς διακοπή). Εάν συνυπολογίσουμε την αναιμική ανάπτυξη της περιόδου 2015-2019, και στη συνέχεια την κρίση του κορωνοϊού, θα διαπιστώσουμε ότι από το 2007 έως το 2021 η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά σχεδόν ένα τέταρτο (μείωση ΑΕΠ 24,4%). Την ίδια περίοδο, η ευρωπαϊκή οικονομία, παρά τα σκαμπανεβάσματα, συνέχισε να μεγαλώνει (αύξηση ΑΕΠ 11,9%). Η συνέπεια αυτής της εξέλιξης είναι το χάσμα ανάμεσα στην Ελλάδα και στα υπόλοιπα κράτη μέλη έχει διευρυνθεί σημαντικά.

Δεύτερον, στη χώρα μας δεν κατέρρευσαν απλώς εξαιτίας της ύφεσης τα (ακαθάριστα) εισοδήματα. Την ίδια στιγμή, στο πλαίσιο των προγραμμάτων λιτότητας, αυξήθηκαν οι φόροι και οι εισφορές, ενώ επίσης μειώθηκαν οι κοινωνικές μεταβιβάσεις (συντάξεις και άλλα επιδόματα). Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ότι το διαθέσιμο οικογενειακό εισόδημα υποχώρησε περισσότερο από ό,τι το ΑΕΠ, μεγαλώνοντας ακόμη περισσότερο την απόκλιση από τα άλλα κράτη μέλη.

Τρίτον, παρότι τα Μνημόνια προέβλεπαν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στις αγορές προϊόντων, με σκοπό την περίφημη «εσωτερική υποτίμηση», στην πράξη οι πρώτες προχώρησαν πολύ περισσότερο από τις δεύτερες. Έτσι, ενώ τα συνδικάτα και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις αποδυναμώθηκαν (διευκολύνοντας τη μείωση των μισθών), τα επιχειρηματικά λόμπυ αντιστάθηκαν με επιτυχία στις απόπειρες τόνωσης του ανταγωνισμού (εμποδίζοντας τη μείωση των τιμών), εξέλιξη που συνεχίστηκε και μετά την αποχώρηση της Τρόικας, μέχρι και στις μέρες μας.

Το συνδυαστικό αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ότι το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων – εάν το μετρήσουμε με όρους αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, συνυπολογίζοντας τη μείωση των εισοδημάτων, την αύξηση των φόρων και την άνοδο των τιμών – έχει αποκλίνει πολύ από το βιοτικό επίπεδο των άλλων Ευρωπαίων.

Όπως λέγαμε παραπάνω, το 2024 το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων θα είναι στο 68% του μέσου όρου της ΕΕ. (Το 2009 ήταν στο 94%.) Εδώ και αρκετά χρόνια, με κριτήριο το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, η Ελλάδα είναι μια από τις φτωχότερες χώρες της ενωμένης Ευρώπης. Για την ακρίβεια: βρίσκεται στην 25η θέση, πάνω μόνο από τη Σλοβακία και από τη Βουλγαρία.

Το αβίαστο συμπέρασμα είναι ότι η πρόσφατη επιτάχυνση δεν αρκεί. Η ανάπτυξη παραμένει υπερβολικά αναιμική ώστε να ανακληθεί το έδαφος που χάθηκε την προηγούμενη δεκαπενταετία. Οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας απέχουν ακόμη πολύ από το να μπορούν να θεωρηθούν ικανοποιητικές.


11 Ιανουαρίου 2023

Η ελληνική οικονομία χωρίς παρωπίδες: 1. Οι καλές ειδήσεις

 


Συνυπογράφεται από τη Σοφία Τσαρούχα και τον Μάνο Ματσαγγάνη. Δημοσιεύτηκε στην Athens Voice (Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2023).


Είναι ορθή η εκτίμηση ότι «ανατάχθηκε μια βαλτωμένη οικονομία», όπως υποστήριξε ο πρωθυπουργός στη συζήτηση στη Βουλή για την κύρωση του κρατικού προϋπολογισμού (Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2022);

Σε κάποιο βαθμό, ναι. Πέρα από την προπαγάνδα, οι καλές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας είναι πραγματικές, και αυτό πρέπει να αναγνωριστεί. Όχι μόνο επειδή αυτό επιβάλλει η εντιμότητα, και ο «πολιτικός πολιτισμός» στον οποίο ομνύουν (σχεδόν) οι πάντες. Αλλά επίσης επειδή σε μια οικονομία της αγοράς, όπου η συμπεριφορά των επενδυτών βασίζεται συχνά σε υποκειμενικές διαθέσεις, η αισιοδοξία μπορεί να έχει χειροπιαστά οφέλη – όπως, αντιστρόφως, η απαισιοδοξία πολλές φορές μεταφράζεται σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Οι αιτίες της αισιοδοξίας είναι συνοπτικά τρεις: η ταχεία ανάκαμψη μετά την πανδημία, η θεαματική μείωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, και η προσέλκυση διεθνών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων υψηλής προστιθέμενης αξίας.


Επιτάχυνση της ανάπτυξης

Καταρχάς, μετά από μια πολύ δύσκολη διετία (όταν λόγω κορονοϊού η παγκόσμια οικονομία μπήκε στην κατάψυξη), η ελληνική οικονομία πέτυχε εντυπωσιακή επανεκκίνηση, καταγράφοντας ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης από την υπόλοιπη Ευρώπη.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα για το τρίτο τρίμηνο του 2022, το ΑΕΠ ξεπέρασε το επίπεδο στο οποίο βρισκόταν πριν την πανδημία (το ίδιο τρίμηνο του 2019) κατά 3,3% στην Ελλάδα. Δεν είναι πολύ – όμως η αντίστοιχη άνοδος στο σύνολο της Ευρωζώνης δεν ξεπέρασε το 2,2%, ενώ στην ΕΕ των 27 κρατών μελών έμεινε στο 2,8%.

Επίσης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον περασμένο Νοέμβριο, μέχρι το τέλος του 2022 η ανάπτυξη θα διαμορφωθεί σε 6,0% στην Ελλάδα έναντι 3,3% στο σύνολο της ΕΕ. Η πρόβλεψη για το 2023 είναι σημαντική επιβράδυνση της ανάπτυξης σε όλον τον κόσμο – αλλά και πάλι η αύξηση του ΑΕΠ θα είναι μεγαλύτερη στην Ελλάδα (1,0%) από ό,τι στην ΕΕ (0,3%). Το ίδιο και για το 2024: 2,0% στην Ελλάδα έναντι 1,6% στην ΕΕ.

Με άλλα λόγια, η ελληνική οικονομία ανέκαμψε ταχύτερα από την υπόλοιπη ευρωπαϊκή την τελευταία διετία, και προβλέπεται να συνεχίσει να τρέχει γρηγορότερα από το μέσο όρο της ΕΕ την επόμενη διετία.


Άνοδος των εξαγωγών

Επί πλέον, η σύγκριση του πρώτου εννεάμηνου του 2022 με το αντίστοιχο του 2019 δείχνει σημαντική αύξηση των εξαγωγών αγαθών (+19%) και των επενδύσεων (+30%), κρίσιμα μεγέθη και τα δύο για τις μελλοντικές προοπτικές της χώρας.

Η μετατόπιση της ελληνικής οικονομίας προς ένα πιο εξωστρεφές και πιο βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο ακόμη καλύτερα αντιληπτός εάν συγκρίνουμε το πρώτο εννεάμηνο της φετινής χρονιάς με το αντίστοιχο του 2008 (τότε δηλ. που η ελληνική οικονομία έφτασε το μεγαλύτερο όριο διόγκωσης στην ιστορία της, για να αρχίσει αμέσως μετά να συρρικνώνεται).

Πράγματι, σε σύγκριση με την προ κρίσης χρέους εποχή, οι εξαγωγές είναι αυξημένες κατά 20%, ενώ οι εισαγωγές είναι μειωμένες κατά 8%. Η βελτίωση είναι ακόμη μεγαλύτερη στο ισοζύγιο αγαθών: οι εξαγωγές αγαθών τα τελευταία 14 χρόνια έχουν ανέβει κατά 45%, ενώ οι εισαγωγές αγαθών έχουν υποχωρήσει κατά 14%. Αυτή η εξισορρόπηση του ισοζυγίου αγαθών συνέβαλε στο να εξαλειφθεί πάνω από το μισό εμπορικό έλλειμμα της χώρας (αγαθά και υπηρεσίες), το οποίο πέρασε από το 12,6% του ΑΕΠ το 2008 στο 6,2% το 2022 (με βάση στοιχεία για το εννεάμηνο από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο κάθε έτους).


Διεθνείς επιχειρηματικές δραστηριότητες

Τέλος, η πρόσφατη δημιουργία ερευνητικού κέντρου στη Θεσσαλονίκη από την Pfizer, η ίδρυση κέντρου αριστείας στην τεχνητή νοημοσύνη από την εταιρεία συμβούλων EY σε συνεργασία με τον «Δημόκριτο», καθώς και οι επενδύσεις σε cloud computing («υπολογιστικό νέφος») από κολοσσούς της Silicon Valley όπως η Microsoft και η Google, δείχνουν πόσο θεαματική είναι η βελτίωση της διεθνούς φήμης της χώρας ως προορισμού επιχειρηματικών δραστηριοτήτων υψηλής τεχνολογίας.

Το ίδιο θεαματική είναι η ανάδειξη της Ελλάδας ως περιφερειακού κέντρου της διεθνούς κινηματογραφικής βιομηχανίας, χάρη στις δράσεις και στα χρηματοδοτικά κίνητρα του Εθνικού Κέντρου Οπτικoακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας (ΕΚΟΜΕ) από το 2017, και την πολύ πρόσφατη συνεργασία του με την Ελληνική Εταιρεία Επενδύσεων και Εξωτερικού Εμπορίου (Enterprise Greece), που έχουν οδηγήσει στην επιλογή της χώρας μας ως σκηνικού δεκάδων ξένων και εγχώριων κινηματογραφικών και τηλεοπτικών παραγωγών.

Εύκολα γίνεται κατανοητό ότι εξωστρεφείς δραστηριότητες σαν αυτές που αναφέρονται παραπάνω δεν θα προσθέσουν απλώς μερικά δις ευρώ στο εθνικό εισόδημα, και μερικές χιλιάδες (καλοπληρωμένες) θέσεις εργασίας, αλλά θα προσφέρουν επίσης πολύτιμες δεξιότητες, διασυνδέσεις, εμπειρίες, ιδέες, και ανοιχτούς ορίζοντες σε πολλούς νέους που προηγουμένως υποαξιοποιούνταν, και συχνά φλέρταραν με το ενδεχόμενο μετανάστευσης στο εξωτερικό.


Συμπερασματικά

Και οι τρεις εξελίξεις που σχολιάζονται εδώ (επιτάχυνση της ανάπτυξης, άνοδος των εξαγωγών, διεθνείς επιχειρηματικές δραστηριότητες) είναι ευεργετικές για μια οικονομία που φτώχυνε πολύ την περασμένη δεκαπενταετία – και ως τέτοια πρέπει να χαιρετιστούν από όλους: πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, μέσα ενημέρωσης, και κοινή γνώμη.

Το ερώτημα είναι: αρκούν αυτά; τι άλλο πρέπει να γίνει για να προχωρήσει ο μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας προς ένα πιο εξωστρεφές και πιο βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο; Συνοπτικά, οι απαντήσεις μας σε αυτά τα δύο ερωτήματα είναι «όχι» και «πολλά». Για περισσότερες λεπτομέρειες, διαβάστε τα επόμενα άρθρα της μίνι σειράς.