Στα προηγούμενα δύο άρθρα μας δείξαμε ότι η πρόσφατη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, παρότι (προφανώς) καλοδεχούμενη, είναι ακόμη υπερβολικά αδύναμη ώστε να αντισταθμίσει τη μεγάλη υποχώρηση του βιοτικού επιπέδου της χώρας την προηγούμενη δεκαπενταετία.
Σε αυτό το τρίτο άρθρο της μίνι σειράς εστιάζουμε στο μίνι εξαγωγικό θαύμα της τελευταίας διετίας. Πράγματι, οι εξαγωγές αγαθών έχουν αυξηθεί τόσο που (για πρώτη φορά από τα τέλη της δεκαετίας του ‘90) έχουν πλέον ξεπεράσει σε αξία τις εξαγωγές υπηρεσιών, που και αυτές βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα.
Άνοδος των εξαγωγών
Συγκεκριμένα, η σύγκριση του πρώτου εννεάμηνου του 2022 με το αντίστοιχο του 2020 δείχνει ότι οι εξαγωγές αγαθών έχουν αυξηθεί κατά 17,5% (σε σταθερές τιμές). Σε σχέση με το πρώτο εννεάμηνο του 2019, η αύξηση είναι ακόμη μεγαλύτερη (18,8%), αφού το πρώτο έτος της πανδημίας οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν ελαφρά.
Αντίθετα, λόγω των περιορισμών στις μετακινήσεις, οι εξαγωγές υπηρεσιών – που στη χώρα μας είναι κυρίως τουριστικές – κατέρρευσαν το 2020 (πτώση 43% σε σχέση με το 2019). Ακολούθησε το πολύ καλό για τον ελληνικό τουρισμό καλοκαίρι του 2021, και το ακόμη καλύτερο του 2022. Και πάλι όμως, οι εξαγωγές υπηρεσιών παρέμεναν κάτω από το επίπεδο του 2019 (μείον 10,8%, συγκρίνοντας πάντα το εννεάμηνο από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο κάθε έτους).
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα παραπάνω ισχύουν σε σταθερές τιμές, δηλ. αφού αφαιρεθεί η επίδραση του πληθωρισμού. Σε τρέχουσες τιμές, οι εξαγωγές υπηρεσιών το πρώτο εννεάμηνο του 2022 ήταν κατά 20% υψηλότερες σε σχέση με το πρώτο εννεάμηνο του 2019. Αυτό προκαλεί κάποια σύγχυση, αλλά δείχνει δύο πράγματα: πρώτον, ότι οι εισπράξεις των τουριστικών επιχειρήσεων είναι υψηλότερες παρά ποτέ, και δεύτερον, ότι οι τουριστικές υπηρεσίες στη χώρα μας έχουν γίνει ακριβές. Μάλιστα, εάν η στατιστική υπηρεσία υπολογίζει σωστά, αυτή η αύξηση των τιμών δεν συμβαδίζει με βελτίωση της ποιότητας. Στο βαθμό που κάτι τέτοιο όντως ισχύει, ο ελληνικός τουρισμός καταγράφει απώλεια ανταγωνιστικότητας.
Σε κάθε περίπτωση, το ειδικό βάρος των εξαγωγών στην ελληνική οικονομία έχει ανέβει πολύ: το 2008 αντιπροσώπευαν το 23,7% του ΑΕΠ, ενώ το 2021 το μερίδιο τους είχε φτάσει το 36,7%. Βέβαια, την τελευταία δεκαπενταετία ο παρονομαστής (το ΑΕΠ) κατέρρευσε. Σε απόλυτα μεγέθη, η άνοδος των εξαγωγών είναι λιγότερο εντυπωσιακή: από 56,6 δις το 2008 σε 66,4 δις το 2021 (σε σταθερές τιμές 2015).
Επίσης, η πύκνωση των εμπορικών συναλλαγών σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης είναι γενικό φαινόμενο, άρα καλό είναι να βλέπουμε πώς συγκρινόμαστε με τις άλλες χώρες. Η απάντηση είναι «όχι καλά». Το μερίδιο της Ελλάδας στο σύνολο των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών της Ευρωζώνης είναι σήμερα μικρότερο από ό,τι ήταν στο παρελθόν (1,18% το 2021 έναντι 1,41% το 2008, και 1,48% το 2000).
Σύνθεση των εξαγομένων εμπορευμάτων
Οι εξαγωγές αγαθών, όπου εντοπίζεται το μίνι εξαγωγικό θαύμα της τελευταίας διετίας, εμπεριέχουν τα καύσιμα, τα οποία εισάγονται, διυλίζονται, και επανεξάγονται. Το 2021, τα καύσιμα συνεισέφεραν 26,0% του συνόλου της αξίας των ελληνικών εξαγωγών αγαθών. (Το 2008, η συμβολή των καυσίμων ήταν μόλις 15,3%.)
Όμως, οι εξαγωγές καυσίμων συνεπάγονται λιγότερο ευεργετικές επιδράσεις από ό,τι π.χ. οι εξαγωγές μεταποιημένων προϊόντων: λιγότερες διασυνδέσεις με άλλες εγχώριες επιχειρήσεις, που προμηθεύουν ενδιάμεσα προϊόντα ή τα ενσωματώνουν στη δική τους παραγωγική διαδικασία, λιγότερες θέσεις εργασίας κτλ. Επί πλέον, το διεθνές εμπόριο καυσίμων υπόκειται σε μεγαλύτερα σκαμπανεβάσματα, ανάλογα με τις διακυμάνσεις της παγκόσμιας οικονομίας.
Το ίδιο ισχύει και με τα πλοία, το μερίδιο των οποίων όμως έχει μειωθεί πολύ την τελευταία δεκαπενταετία (από 11,0% του συνόλου των εξαγωγών αγαθών το 2007, οπότε κορυφώθηκαν, σε μόλις 0,3% το 2021).
Εάν επικεντρωθούμε στις εξαγωγές εκτός καυσίμων και πλοίων, θα δούμε ότι άργησαν πολύ να ανακάμψουν: μέχρι και το 2016 παρέμεναν κάτω από το επίπεδο του 2008. Στη συνέχεια τα πράγματα καλυτέρευσαν: οι εξαγωγές (εκτός καυσίμων και πλοίων) αυξήθηκαν αισθητά τη διετία 2017-2019 (από 20,4 δις σε 24,9 δις), υποχώρησαν το 2020 (σε 21,1 δις), και εκτινάχθηκαν το 2021 (σε 31,8 δις). (Όλα τα μεγέθη σε σταθερές τιμές 2015.)
Την περίοδο 2008-2020, αυξήθηκε το μερίδιο των χημικών προϊόντων και της κατηγορίας «τρόφιμα, ποτά, καπνός» στις συνολικές εξαγωγές αγαθών, ενώ αντίστοιχα μειώθηκε το μερίδιο των μηχανημάτων και του υλικού μεταφορών, καθώς και της κατηγορίας «διάφορα βιομηχανικά είδη».
Τεχνολογική στάθμη των εξαγωγών
Όπως ήταν αναμενόμενο, η επικοινωνιακή αξία της ανόδου των εξαγωγών δεν έχει διαφύγει της προσοχής των κυβερνητικών αξιωματούχων. Αυτό είναι θεμιτό: σε μια ώριμη δημοκρατία, οι επιτυχίες πιστώνονται στην κυβέρνηση (και οι αποτυχίες χρεώνονται σε αυτήν). Το πρόβλημα είναι ότι ενίοτε είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς που τελειώνει η τεκμηριωμένη ανάδειξη μιας πραγματικής επιτυχίας, και πού αρχίζει η προπαγάνδα.
Για παράδειγμα, σε άρθρο του στην Καθημερινή (30 Αυγούστου 2022), ο πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων ισχυρίστηκε ότι «Η Ελλάδα έχει αυξήσει εντυπωσιακά τις εξαγωγές αγαθών υψηλής τεχνολογίας». Πόσο βάσιμος είναι αυτός ο ισχυρισμός;
Εάν ανατρέξουμε στα δεδομένα για την τεχνολογική στάθμη των εξαγωγών μεταποιημένων προϊόντων, τα οποία επικαλείται το παραπάνω άρθρο, θα διαπιστώσουμε ότι δύσκολα δικαιολογούν τόση θριαμβολογία. Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (για το 2019) δείχνουν ότι μόλις 28,4% των μεταποιημένων προϊόντων που εξάγουμε χαρακτηρίζονται ως «μεσαίας και υψηλής τεχνολογίας». Η επίδοση αυτή υπολείπεται σαφώς από την αντίστοιχη του 2007, όταν 37,0% των ελληνικών εξαγωγών προϊόντων μεταποίησης ήταν μεσαίας και υψηλής τεχνολογίας. Το 2019, η χώρα μας κατατασσόταν στην τελευταία θέση της ΕΕ, 84η σε σύνολο 151 χωρών από όλο τον κόσμο.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι τα στοιχεία του 2019 δεν καλύπτουν το μίνι εξαγωγικό θαύμα της τελευταίας διετίας. Σωστό. Και πάλι όμως, εάν εστιάσουμε στις εξαγωγές μεταποιημένων προϊόντων «υψηλής τεχνολογίας» μόνο, θα δούμε ότι τα δεδομένα της Eurostat (τα οποία μετά αναλύει ο Οργανισμός Βιομηχανικής Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, και στη συνέχεια η Παγκόσμια Τράπεζα) δείχνουν ότι το μερίδιο τους στο σύνολο των εξαγωγών μεταποιημένων προϊόντων βρίσκεται σε πτώση τα τελευταία χρόνια. Πράγματι, το 2021 μόλις 8,8% των εξαγωγών μεταποιημένων προϊόντων ήταν υψηλής τεχνολογίας, ενώ το 2019 το αντίστοιχο μερίδιο ήταν 9,1%. Το 2009, όταν οι ελληνικές εξαγωγές μεταποιημένων προϊόντων υψηλής τεχνολογίας κορυφώθηκαν, το μερίδιο τους έφτανε το 13,5%.
Συμπερασματικά
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι την τελευταία διετία οι εξαγωγικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας έχουν βελτιωθεί σημαντικά.
Όμως, σε απόλυτες αξίες η βελτίωση είναι λιγότερο θεαματική από ό,τι ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Επίσης, η άνοδος των ελληνικών εξαγωγών ήταν βραδύτερη από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη, με αποτέλεσμα το μερίδιο της χώρας μας στην εξαγωγική επίδοση της ΕΕ να έχει συρρικνωθεί.
Επί πλέον, ο τουρισμός και τα καύσιμα εξακολουθούν να αντιστοιχούν στο μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών εξαγωγών.
Τέλος, οι ελληνικές εξαγωγές μεταποιημένων προϊόντων εξακολουθούν να κυριαρχούνται από κλάδους και προϊόντα χαμηλής τεχνολογίας.
Η αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας έχει ακόμη πολύ δρόμο.