22 Σεπτεμβρίου 2024

Γιατί ψηφίζω την Άννα Διαμαντοπούλου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024).

Θεωρώ ότι η επικράτηση της Άννας Διαμαντοπούλου στην ψηφοφορία για την εκλογή αρχηγού του ΠΑΣΟΚ θα έχει σταθεροποιητική επίδραση στο πολιτικό σύστημα της χώρας, ενώ θα είναι ευεργετική για το ίδιο το κόμμα.

Τα οφέλη για την πολιτική σταθερότητα θα είναι ανάλογα με εκείνα της ανάδειξης το 2016 του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ. Μια ισχυρή αντιπολίτευση, με επικεφαλής μια έμπειρη πολιτικό με κατάρτιση, ευγένεια, και διεθνές κύρος, ικανή να δημιουργεί συναινέσεις, είναι προς το συμφέρον του τόπου, και ως τέτοια θα έπρεπε να υποστηριχθεί από κάθε πολίτη που νοιάζεται για τη δημοκρατική ομαλότητα. Υπό την ηγεσία της Άννας Διαμαντοπούλου το ΠΑΣΟΚ μπορεί να ανακτήσει την ηγεμονία στο χώρο αριστερά του κέντρου, στη βάση μιας σύγχρονης πολιτικής πλατφόρμας που προβάλλει τα καίρια ζητήματα από τα οποία εξαρτάται η μελλοντική ευημερία της χώρας, σε μαχητική αντιπαράθεση με τον αριστερό λαϊκισμό και τον δεξιό εθνικισμό. Αυτή την ελάχιστη μα κρίσιμη προϋπόθεση για την ενίσχυση του κεντρομόλου προσανατολισμού του χώρου οι συνυποψήφιοί της δεν είναι σε θέση να εγγυηθούν. Ο μεν σημερινός αρχηγός του κόμματος δεν μπόρεσε να το πετύχει, ο δε δήμαρχος Αθηναίων δεν φαίνεται καν να το επιθυμεί.

Τα οφέλη για το ΠΑΣΟΚ μου φαίνονται το ίδιο προφανή. Για να σταθεί γερά στα πόδια του στο παρόν, και για να σχεδιάσει το μέλλον, κάθε πολιτικό κόμμα οφείλει να αναμετρηθεί με το παρελθόν του, ρητά ή έστω υπόρρητα. Συχνά το ΠΑΣΟΚ μοιάζει ακόμη ζαλισμένο από τις απανωτές ήττες της προηγούμενης δεκαετίας που το απείλησαν με εξαφάνιση, ανήμπορο να αποφασίσει γιατί ηττήθηκε. Η Άννα Διαμαντοπούλου μπορεί να διεκδικήσει μαχητικά τις καλύτερες στιγμές της υπερεικοσαετούς πασοκικής διακυβέρνησης (από την αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου το 1983, έως την εθνικά υπεύθυνη – και εκλογικά αυτοκτονική – στάση του την περίοδο 2010-2015), προτείνοντας ένα αφήγημα που εμψυχώνει το φρόνημα των μελών και των ψηφοφόρων του κόμματος, καλλιεργώντας ταυτόχρονα μια ηγεμονική συνείδηση για το τι σημαίνει να είναι κανείς προοδευτικός σήμερα. Στον κρίσιμο για την κεντροαριστερά τομέα της κοινωνικής πολιτικής, το έργο της ως Ευρωπαίας Επιτρόπου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων (1999-2004), και ως Προέδρου της Επιτροπής Σοφών για το μέλλον της κοινωνικής προστασίας και του κράτους πρόνοιας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2022-2023), δείχνει ότι βρίσκεται έτη φωτός μπροστά από τους συνυποψηφίους της.

Για όλους αυτούς τους λόγους, η εκλογή της Άννας Διαμαντοπούλου στην ηγεσία του κόμματος θα τονώσει τον εκλογικό ανταγωνισμό μεταφέροντάς τον στο κέντρο, βάζοντας τέλος στην χωρίς αντίπαλο κυριαρχία της ΝΔ.

1 Σεπτεμβρίου 2024

Χτίζοντας και υποσκάπτοντας το κοινωνικό κράτος

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024).


Δεν είναι αλήθεια αυτό που λέγεται καμιά φορά από νοσταλγούς της δεκαετίας του ’80, ότι «το ΠΑΣΟΚ έχτισε το κράτος πρόνοιας στην Ελλάδα». Οι πολιτικοί και κοινωνικοί θεσμοί είναι ζωντανοί οργανισμοί, σε συνεχή κίνηση. Το πιστοποιητικό γέννησης του συστήματος κοινωνικής προστασίας στη χώρα μας δεν γράφει «18 Οκτωβρίου 1981» (όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου κέρδισε τις εκλογές), αλλά ενδεχομένως «19 Μαΐου 1932» (όταν η κυβέρνηση Βενιζέλου κατέθεσε στη Βουλή νομοσχέδιο για την ίδρυση του ΙΚΑ), ή κάποια νωρίτερη ημερομηνία (π.χ. όταν ιδρύθηκαν τα πρώτα «Αλληλοβοηθητικά Ταμεία»).

Δύσκολα όμως μπορεί να αμφισβητηθεί ότι με διάφορους τρόπους, συχνά αντιφατικούς μεταξύ τους, το ΠΑΣΟΚ σφράγισε την εξέλιξή του (βλ. «Η περιπέτεια του κοινωνικού κράτους», Καθημερινή 21 Ιουλίου 2024.) Η περίοδος 1981-1989 ήταν η εποχή της θεαματικής επέκτασης, χωρίς συνεκτικό σχέδιο, και χωρίς έγνοια για τις οικονομικές επιπτώσεις. Εκατομμύρια πολίτες απέκτησαν για πρώτη φορά δικαίωμα δωρεάν νοσηλείας (αν και με φακελάκι) σε δημόσιο νοσοκομείο. Εκατοντάδες χιλιάδες αγρότες είδαν τη σύνταξή τους (για την οποία δεν είχαν πληρώσει εισφορές) να τετραπλασιάζεται εν μια νυκτί, με διπλασιασμό της αξίας της και επέκτασή της και στις αγρότισσες. Χιλιάδες άλλοι άρχισαν να βγαίνουν στη σύνταξη σε ηλικία που οι περισσότεροι βρίσκονται ακόμη στη μέση της επαγγελματικής σταδιοδρομίας τους. Κάπως έτσι, τα έργα (και τα λόγια) των πρώτων πασοκικών κυβερνήσεων γέννησαν, και ενίοτε ικανοποίησαν, ανεδαφικές προσδοκίες, στρεβλώνοντας τις συλλογικές πεποιθήσεις για το τι είναι σωστό και λογικό.

Και όταν ένας άλλος πρωθυπουργός του ΠΑΣΟΚ θέλησε να εκσυγχρονίσει το «ασφαλιστικό», απαλείφοντας τις εξόφθαλμες αδικίες, και αποκαθιστώντας την οικονομική βιωσιμότητα, διαπίστωσε ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο ήταν το ίδιο το κόμμα του. Ο Κώστας Σημίτης, ο πιο «διανοούμενος» από τους πρωθυπουργούς της Μεταπολίτευσης, είχε σαφή εικόνα για το μέγεθος του προβλήματος. Όπως έγραφε στο βιβλίο «Ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας» (1989): «Το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα οικοδομήθηκε άναρχα», ως «προϊόν συνεχών συμβιβασμών με ομάδες πίεσης ή περιστασιακής αντιμετώπισης κρίσεων». Συνιστά «εντυπωσιακό μωσαϊκό ρυθμίσεων». Μπορεί να χαρακτηριστεί «κράτος πελατειακών παροχών».

Όμως όταν οι κυβερνήσεις του επιχείρησαν να βάλουν μια τάξη στο χάος, αρχικά με την «Έκθεση Σπράου» (1997) και στη συνέχεια με τις «Προτάσεις Γιαννίτση» (2001), οδηγήθηκαν σε υποχώρηση. Στο αντίπαλο στρατόπεδο, επικεφαλής των πολέμιων των αλλαγών δεν βρισκόταν η αξιωματική αντιπολίτευση της ΝΔ (και τότε, όπως και 10 χρόνια αργότερα, σε καιροσκοπική στάση), αλλά το σύνολο σχεδόν του υπουργικού συμβουλίου, τα συνδικάτα (ελεγχόμενα από το ΠΑΣΟΚ), και ένα τεράστιο κομμάτι της κοινής γνώμης που είχε γαλουχηθεί με το ιδεώδες της σύνταξης στα 50 (και αν γίνεται νωρίτερα).

Η συνέχεια είναι γνωστή. Όταν το ΠΑΣΟΚ επέστρεψε στην εξουσία, με πρόεδρο τον Γιώργο Παπανδρέου, το 2009, αναγκάστηκε να διαχειριστεί μια βαριά οικονομική και πολιτική κρίση – και το έκανε με τρόπο ασυνάρτητο και σπασμωδικό. Η αδυναμία του είτε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των ψηφοφόρων του (που το ίδιο είχε απερίσκεπτα καλλιεργήσει), είτε να τις προσγειώσει στη νέα αμείλικτη πραγματικότητα, υπήρξε μοιραία. Όταν οι δανειστές επέβαλαν τις γνωστές σκληρές περικοπές συντάξεων, οι ψηφοφόροι του το εγκατέλειψαν μαζικά, δίνοντας στην διεθνή πολιτική επιστήμη έναν νέο όρο: «PASOKification», που σημαίνει την εξαέρωση ενός πάλαι ποτέ κραταιού κόμματος, όπως συνέβη με το ΠΑΣΟΚ, που από τις πάνω από 3 εκατομμύρια ψήφους (43,9%) τον Οκτώβριο 2009 πέρασε σε κάτω από 290 χιλιάδες ψήφους (4,7%) τον Ιανουάριο 2015. 

Και τώρα; Παρότι έκτοτε το ΠΑΣΟΚ έχει ανακάμψει κάπως, πλησιάζοντας το 12% στις περυσινές εκλογές, παραμένει ανήμπορο να εκμεταλλευθεί την εξευτελιστική αποσύνθεση του ΣΥΡΙΖΑ, πόσω μάλλον να απειλήσει στα σοβαρά την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η αμηχανία του κόμματος απέναντι στο παρελθόν του, η αδυναμία του να αξιολογήσει τα θετικά και τα αρνητικά της υπερεικοσαετούς πασοκικής διακυβέρνησης, να κρατήσει τα πρώτα και να πετάξει τα δεύτερα, επεκτείνεται και στο κοινωνικό κράτος, όπου το στίγμα του κόμματος παραμένει αδιευκρίνηστο.

Αυτό μπορεί να αλλάξει. Ίσως κάποτε το ΠΑΣΟΚ μπορέσει να αφηγηθεί στο εκλογικό σώμα μια πειστική ιστορία για το παρελθόν και το μέλλον του κοινωνικού κράτους στη χώρα, και σε αυτή τη βάση να ζητήσει από τους πολίτες να το εμπιστευθούν. Αυτό εν πολλοίς θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα της εκλογής ηγέτη του κόμματος τον επόμενο μήνα. Αλλά αυτό είναι το θέμα επόμενου άρθρου.