Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024).
Τον Μάιο του 1996, ο Έρικ Χομπσμπάουμ (ο μεγαλύτερος ίσως ιστορικός του 20ού αιώνα) εκφώνησε μια ομιλία στο Λονδίνο, που αμέσως μετά δημοσιεύθηκε αυτούσια στο περιοδικό New Left Review, για την από τότε παρατηρούμενη τάση των προοδευτικών κομμάτων να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως συνασπισμό επιμέρους «ταυτοτήτων». Στην εμβληματική περίπτωση των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ, μια συμμαχία μειονοτήτων: φυλετικών, θρησκευτικών, εθνοτικών, σεξουαλικών, και άλλων.
Για την αριστερά (με την ευρύτερη δυνατή έννοια του όρου), η τάση αυτή είναι καταστροφική, έγραφε ο Χομπσμπάουμ. Οι ταυτότητες αποκλείουν (ορίζονται αρνητικά σε αντιπαράθεση με κάποιον αντίπαλο), είναι πολλαπλές (όλοι συνδυάζουμε διαφορετικές ιδιότητες), είναι ρευστές (συχνά κανείς επιλέγει την ταυτότητα που κάθε φορά προκρίνει), ενώ καμιά φορά εξαρτώνται από τις συνθήκες. Μέχρι την μοιραία δεκαετία του 1930, οι περισσότεροι εβραίοι στη Γερμανία αισθάνονταν περισσότερο Γερμανοί παρά εβραίοι· την εβραϊκή ταυτότητα τους την επέβαλαν οι Ναζί.
Αντίθετα, συνέχιζε ο Χομπσμπάουμ, το μήνυμα της αριστεράς (στην ευρεία εκδοχή της) είναι οικουμενικό. Είναι νικηφόρο όταν κινητοποιεί ανθρώπους με διαφορετική προέλευση, πίσω από ένα ελκυστικό σχέδιο για το μέλλον στο οποίο δυνητικά χωρά ο καθένας. Άλλωστε, αυτό που ιστορικά προσέλκυε στην αριστερά κάθε λογής καταπιεσμένες μειονότητες δεν ήταν η υπόσχεση ειδικών ρυθμίσεων προς όφελός τους, αλλά η προσδοκία για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη για όλους.
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με το σήμερα; Μεγάλη, πιστεύω. Όχι επειδή η νίκη Τραμπ μπορεί να εξηγηθεί με τις υπερβολές (πραγματικές ή επινοημένες) της διαβόητης «woke» κουλτούρας. Αλλά επειδή πολλά μέλη των «κοινοτήτων» που οι Δημοκρατικοί περίπου αυτοδικαίως θεωρούσαν οργανικές συνιστώσες του συνασπισμού τους (μαύροι, ισπανόφωνοι, γυναίκες) απέρριψαν την επιμέρους ταυτότητα υπέρ κάποιας άλλης ευρύτερης: πολιτισμικής, οπωσδήποτε (διαμαρτυρόμενοι για τη μετανάστευση ή για την παρακμή της παραδοσιακής οικογένειας), αλλά συχνά «ταξικής». Πολλοί ψήφισαν Τραμπ επειδή εκτός από μαύροι, ή λατίνοι, ή γυναίκες, αισθάνονται επίσης φορολογούμενοι, ή επιχειρηματίες, ή καταναλωτές.
Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι η πολιτική των ταυτοτήτων είναι αμερικανικό φρούτο που δεν ευδοκιμεί στην Ευρώπη. Επιπλέον, σε μια χώρα όπως η Ελλάδα όπου μετανάστες «αυτοκτονούν» σε αστυνομικά τμήματα, και νεαρές γυναίκες δολοφονούνται από τον σύντροφό τους, η ιδέα ότι το κύριο πρόβλημα είναι ο «δικαιωματισμός» προδίδει φανατισμό που θολώνει την κρίση. Σε κάθε περίπτωση, καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν βιώνει τον διχασμό των ΗΠΑ. Ίσως επειδή, όπως έγραψε ο Μαρκ Μαζάουερ στο ωραίο άρθρο του στην «Καθημερινή» της περασμένης Κυριακής, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες έχουν «ιστορικά βιώματα που […] λειτουργούν ως οχύρωση της δημοκρατίας». Ας ελπίσουμε ότι έχει δίκιο.
Εν τω μεταξύ, στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, και αλλού, τα «λαϊκά στρώματα» (οι φτωχοί, οι λιγότερο μορφωμένοι, οι άνεργοι, ακόμη και οι εναπομείναντες βιομηχανικοί εργάτες) στρέφονται προς την άκρα δεξιά. Στη Γαλλία το φαινόμενο αυτό εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1980, όταν η «κόκκινη ζώνη» των περιφερειακών δήμων γύρω από το Παρίσι, μέχρι τότε «κάστρα» του ΚΚΓ, αλώθηκαν από το Εθνικό Μέτωπο του Λεπέν (πατρός). Στη Γερμανία, η επιτυχία της Σάρα Βάγκενκνεχτ δείχνει ότι η αντίθεση στις φιλελεύθερες ελίτ, η υποτίμηση της κλιματικής αλλαγής, και ο θαυμασμός στον Βλαντιμίρ Πούτιν, μπορεί να φορέσει «αριστερό» περίβλημα.
Τι συνεπάγεται η απώλεια των λαϊκών στρωμάτων για τα «συστημικά» κόμματα της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς; Φαίνεται ότι μερίδα της κεντροδεξιάς, και όχι μόνο, στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, θα επιχειρήσει να εξουδετερώσει την ακροδεξιά απειλή ενσωματώνοντας μέρος της ρητορικής και της πολιτικής πλατφόρμας της ακροδεξιάς. Δεν είμαι βέβαιος ότι αυτό θα αποδώσει. Είμαι όμως βέβαιος ότι όταν κάποιος παζαρεύει τις αρχές του για να παραμείνει στην εξουσία, στο τέλος χάνει και την εξουσία και τον εαυτό του.
Όσο για την κεντροαριστερά, οι λαμπρότερες επιτυχίες των Γερμανών και Σουηδών σοσιαλδημοκρατών, των Βρετανών Εργατικών, ακόμη και των Ιταλών κομμουνιστών, πραγματοποιήθηκαν χάρη στην ικανότητα των ηγεσιών τους να εκπροσωπούν τόσο τους φτωχούς προλετάριους όσο και τους μορφωμένους αστούς. Η ανάκτηση αυτής της ικανότητας, ψυχολογικής πρώτα και μετά πολιτικής, είναι συνθήκη επιβίωσης για τα προοδευτικά κόμματα σε όλον τον πλανήτη.