31 Αυγούστου 2025

Οι εισοδηματικές ανισότητες στο προσκήνιο

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 31 Αυγούστου 2025).

Σε μια αποστροφή της διαβόητης συνέντευξής του στην Monde, ο Αλέξης Τσίπρας είπε κατά λέξει τα εξής: «Μεταξύ 2015 και 2019, τα εισοδήματα του 10% των φτωχότερων αυξήθηκαν κατά 45%, ενώ μειώθηκαν κατά 2,7% για το 10% των πλουσιότερων [...]. Αντίθετα, μεταξύ 2019 και 2023, τα εισοδήματα του 10% των φτωχότερων μειώθηκαν κατά 8,1%, ενώ τα εισοδήματα του 10% των πλουσιότερων αυξήθηκαν κατά 13%.»

Είναι κάπως απλουστευτικό να πιστώνεται – ή να χρεώνεται – εξ ολοκλήρου σε μια κυβέρνηση η πορεία της οικονομίας, και οι επιπτώσεις της στην κατανομή του εισοδήματος. Όμως μια τόσο θεαματική αναδιανομή αρχικά υπέρ των οικονομικά αδύναμων και στη συνέχεια υπέρ των οικονομικά ισχυρών δεν μπορεί ούτε να αγνοηθεί, ούτε να αποδοθεί (και πάλι: εξ ολοκλήρου) σε εξελίξεις πέρα από τον έλεγχο της κυβέρνησης. Το θέμα είναι εάν αυτό που είπε ο πρώην πρωθυπουργός ισχύει.

Εάν αναλύσει κανείς τα ίδια στοιχεία (Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών EU-SILC), αποπληθωρισμένα με τον Γενικό Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, η εικόνα που προκύπτει είναι αρκετά διαφορετική: Την περίοδο 2015-2019, τα (πραγματικά) εισοδήματα αυξήθηκαν κατά 31,7% στο χαμηλότερο δέκατο της εισοδηματικής κατανομής, και κατά 2,3% στο υψηλότερο. Την περίοδο 2019-2023, η αύξηση ήταν 15,5% για το φτωχότερο δεκατημόριο και 9,7% για το υψηλότερο.

Δεδομένου ότι η πρόθεση του κ. Τσίπρα ήταν να καρπωθεί την επί των ημερών του αναδιανομή υπέρ των φτωχότερων, είναι λίγο παράξενο που συγκρίνει το 2019 με το 2015. Στο κάτω-κάτω, σχεδόν ολόκληρο το 2015, από τον Ιανουάριο, κυβερνούσε ο ίδιος. Η παράλειψη, ηθελημένη ή όχι, δεν είναι άμοιρη συνεπειών: σύμφωνα με τα ίδια δεδομένα, το ταραγμένο 2015 τα εισοδήματα των φτωχότερων μειώθηκαν κατά 6,2%, ενώ των πλουσιότερων αυξήθηκαν κατά 1,4%. Δεν χρεώνεται στον κ. Τσίπρα αυτή η αναδιανομή σε βάρος των φτωχότερων;

Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και έτσι, τα στοιχεία δείχνουν ότι η εισοδηματική ανισότητα όντως μειώθηκε σημαντικά το δεύτερο μισό της προηγούμενης δεκαετίας. Αντίθετα, το δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού του κ. Τσίπρα δεν επιβεβαιώνεται: δεν προκύπτει από πουθενά ότι τα πραγματικά εισοδήματα των φτωχότερων μειώθηκαν, ούτε ότι η ανισότητα αυξήθηκε σημαντικά, μετά το 2019.

Για τους ρέκτες: ο λόγος των εισοδημάτων του πλουσιότερου 10% με το φτωχότερο 10% (δείκτης συνέντευξης Τσίπρα) συνέχισε να μειώνεται επί Νέας Δημοκρατίας, ενώ ο λόγος των εισοδημάτων του πλουσιότερου 20% με το φτωχότερο 20% (δείκτης Eurostat/ΕΛΣΤΑΤ) αυξήθηκε επί Covid, μετά μειώθηκε, και έκτοτε σταθεροποιήθηκε – τουλάχιστον προς το παρόν – λίγο πάνω από το επίπεδο του 2019.

Είναι λογικό ότι τα πραγματικά εισοδήματα των φτωχότερων βελτιώθηκαν μετά το 2019. Οι μισθοί παραμένουν απελπιστικά χαμηλοί, αλλά μερικές εκατοντάδες χιλιάδες που πριν ήταν άνεργοι τώρα εργάζονται. Οι κατώτατοι μισθοί αυξήθηκαν σημαντικά. Τα επιδόματα δεν έχουν μειωθεί.

Έκλεισε το θέμα; Όχι ακριβώς. Η ακρίβεια δεν πλήττει το ίδιο τους πάντες: οι φτωχοί αφιερώνουν μεγαλύτερο μερίδιο του οικογενειακού προϋπολογισμού για ενέργεια και τρόφιμα, άρα η πρόσφατη πληθωριστική έξαρση τους κοστίζει περισσότερο. Επίσης, τα εισοδήματα δεν είναι το παν: η χώρα μας είναι πρωταθλητής Ευρώπης στο ποσοστό των πολιτών που δηλώνουν ότι δεν έχουν πρόσβαση στην περίθαλψη που έχουν ανάγκη. Η αδιαφορία για την παρακμή του ΕΣΥ έχει συνέπειες. Αντιστοίχως για τα δημόσια σχολεία, τις δημόσιες συγκοινωνίες, και τα άλλα «εισοδήματα σε είδος». 

Η κυβέρνηση δεν στρέφεται κατά των φτωχών. Εάν μπορεί κανείς να την κατηγορήσει για κάτι είναι για το πώς (δεν) αντιμετωπίζει τις παρενέργειες εξελίξεων που δεν ελέγχει πλήρως αλλά εν μέρει: η επαναφορά ενός βαθιά προβληματικού μοντέλου ανάπτυξης συσσωρεύει αδιέξοδα, ο υπερτουρισμός υποσκάπτει την (περιβαλλοντική, κοινωνική, οικονομική) βιωσιμότητα της χώρας, η Golden Visa και το Airbnb κάνουν απρόσιτη την κατοικία κ.ο.κ.

Ενίοτε βέβαια η κυβέρνηση στρέφεται ευθέως υπέρ των μη φτωχών: π.χ. με τη σχεδιαζόμενη κατάργηση της προσωπικής διαφοράς ετοιμάζεται να μοιράσει εκατοντάδες εκατομμύρια σε συνταξιούχους που ακόμη και μετά τις μνημονιακές περικοπές εισπράττουν πολύ περισσότερα από όσα είχαν συνεισφέρει (οι ίδιοι και οι εργοδότες τους), υποθηκεύοντας αμέριμνα το μέλλον των νέων και των επερχόμενων γενεών. Σαν να μην χρεωκοπήσαμε το 2010.

Αλλά αυτό είναι θέμα επόμενου άρθρου.


24 Αυγούστου 2025

Αντί για επιδόματα, αναπτυξιακή δημόσια πολιτική

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 24 Αυγούστου 2025).

Εδώ και αρκετά χρόνια, έχει επικρατήσει η ομιλία του εκάστοτε πρωθυπουργού στα εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης να περιέχει εξαγγελίες νέων παροχών. Δεν ήταν πάντα έτσι: αρκεί κανείς να ρίξει μια ματιά στο κείμενο της ομιλίας του Κώστα Σημίτη στις 7 Σεπτεμβρίου 1996, ακριβώς 15 μέρες πριν από τις εκλογές, όπου οι παρευρισκόμενοι αντί παροχολογίας έγιναν αποδέκτες μιας σφοδρής καταγγελίας της παροχολογίας, και της δημοσιονομικής ανευθυνότητας εν γένει.

Ως γνωστόν, η συνετή διαχείριση διήρκεσε όσο και οι κυβερνήσεις Σημίτη: από το 2004 η χώρα μπήκε στο δρόμο του δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία: ενώ το 2009 το μέσο κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα ήταν μόλις 6% κάτω από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των (σημερινών) 27 κρατών μελών, το 2019 είχε φτάσει να είναι 34% χαμηλότερο, ενώ ακόμη και σήμερα παραμένει 29% κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ. Εν έτει 2025, δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια μετά την οιονεί χρεωκοπία, είμαστε μεν πλουσιότεροι από τη Βουλγαρία, και περίπου στο ίδιο επίπεδο με τη Λεττονία, αλλά φτωχότεροι από όλους τους άλλους Ευρωπαίους.

Θα περίμενε κανείς ότι μια τέτοια καθίζηση θα «εμβολίαζε» το πολιτικό σύστημα κατά της παροχολογίας. Αντιθέτως, και σε αυτό το θέμα συνέβη ό,τι συνέβη με το τέλος της πανδημίας, όταν η ευγνωμοσύνη μας για τους γιατρούς και τις νοσοκόμες (αλλά και για τους ντελιβεράδες, τους υπαλλήλους των σούπερ μάρκετ, και τους άλλους «εργαζόμενους πρώτης γραμμής») μεταβλήθηκε στη συνήθη αδιαφορία για τις αμοιβές τους και για τις συνθήκες εργασίας τους: με ευθύνη των πολιτικών, και με συνενοχή του Τύπου και των ψηφοφόρων, το πολιτικό σύστημα επανήλθε στην πεπατημένη.

Με την προηγούμενη κυβέρνηση, η παροχολογία (όπως και πολλά άλλα πεπραγμένα της) είχε κάτι το κωμικό: το περίφημο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», που εξήγγειλε ο Αλέξης Τσίπρας από το βήμα της ΔΕΘ στις 13 Σεπτεμβρίου 2014 (προτού δηλ. γίνει πρωθυπουργός), ήταν τόσο εκτός τόπου και χρόνου που μπήκε αμέσως στο αρχείο. Με τη σημερινή κυβέρνηση, η παροχολογία συνεχίζεται, αλλά χρηματοδοτείται από κοινοτικά κονδύλια, επιτρέποντας στη χώρα να παρουσιάζει αξιοζήλευτες δημοσιονομικές επιδόσεις.

Πρόκειται για πανούργα επιλογή – μόνο που τα εν λόγω κοινοτικά κονδύλια δεν διατίθενται στα κράτη μέλη για να τα μοιράζουν στους ψηφοφόρους αλλά για να αντιμετωπίσουν διαρθρωτικά προβλήματα. Οι πόροι της Κοινοτικής Αγροτικής Πολιτικής δίνονται για τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας, όχι για τον πλουτισμό απατεώνων με πολιτική κάλυψη. Οι πόροι του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάπτυξης στοχεύουν στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων, όχι στην επιδότηση μιας παρασιτικής βιομηχανίας εικονικής κατάρτισης. Οι πόροι του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης υπάρχουν για να διευκολύνουν την ενεργειακή μετάβαση κάνοντάς την πιο ομαλή και πιο δίκαιη, όχι για να επιδοτούμε το λογαριασμό του κλιματιστικού σε βίλες της Μυκόνου. (Το 2022 η Ελλάδα δαπάνησε για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης 5% του ΑΕΠ, πολύ περισσότερο από ό,τι κάθε άλλη χώρα της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Στη δεύτερη θέση, με μόλις 2,8% του ΑΕΠ, ισοβαθμούσαν η Ιταλία και η Πολωνία. Τα κοινοτικά κονδύλια κάλυψαν μεγάλο μέρος του κόστους των μέτρων, αλλά όχι το σύνολο: σχεδόν το μισό, ή 2,2% του ΑΕΠ, προήλθε από εθνικούς πόρους.)

Ακόμη και τα κοινωνικά επιδόματα πλησιάζουν το σημείο κορεσμού (ενώ οι συντάξεις το έχουν ξεπεράσει προ πολλού). Τα κενά κοινωνικής προστασίας ήταν κραυγαλέα προ κρίσης, συνεπώς η θεσμοθέτηση νέων ευρωπαϊκού τύπου προγραμμάτων υπήρξε επιβεβλημένη. Όμως ακόμη και εδώ, η χώρα δεν χρειάζεται νέες παροχές. Αυτό που χρειάζεται είναι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης (και κυρίως θέσεις εργασίας) για τους ανέργους, προγράμματα κοινωνικής επανένταξης για τους δικαιούχους ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, αντί νέων επιδομάτων ενοικίου μια αποτελεσματική πολιτική για προσιτή κατοικία, και αντί voucher βρεφονηπιακούς σταθμούς υψηλής ποιότητας και χαμηλού κόστους σε όλη την επικράτεια για όλα τα παιδιά που γεννιώνται στη χώρα μέχρι να πάνε στο νηπιαγωγείο.

Με άλλα λόγια, αυτό που χρειάζεται η οικονομία και η κοινωνία είναι μια αναπτυξιακή δημόσια πολιτική. Αυτό είναι το μέτρο με βάση το οποίο θα κριθεί η ομιλία του πρωθυπουργού το Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου.