14 Σεπτεμβρίου 2025

Μια χώρα για νέους ανθρώπους;

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2025).


«Η ζωή μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο κοιτώντας προς τα πίσω», γράφει ο φιλόσοφος, και κοιτώντας τη δική μου ζωή προς τα πίσω συνειδητοποιώ πόσο τυχερή υπήρξε η γενιά μου, που μεγαλώνοντας τη δεκαετία του ’70 και του ’80, έζησε μια εποχή πιο ειρηνική, πιο ασφαλή και πιο αισιόδοξη από την τωρινή. Αντίθετα, η γενιά των παιδιών μας θα υποχρεωθεί να ζήσει σε έναν κόσμο πολύ πιο ζοφερό: με πολεμικές συγκρούσεις έξω από την πόρτα μας, με το φάσμα μιας ανεπανόρθωτης κλιματικής καταστροφής να ελλοχεύει, και με την αίσθηση ότι τις τύχες του κόσμου κρατούν άνθρωποι ανεπαρκείς και συμπλεγματικοί.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τα παιδιά που ενηλικιώνονται ειδικά στη δική μας γωνιά του πλανήτη έχουν να αντιμετωπίσουν πρόσθετα εμπόδια στην αναζήτηση της ευτυχίας (τους): μια κοινωνία από πεποίθηση αναξιοκρατική, μια αγορά εργασίας που μεροληπτεί κατά των νέων, ένα σύστημα κοινωνικής προστασίας που επιμένει να δίνει προτεραιότητα στις συντάξεις και όχι στους βρεφονηπιακούς σταθμούς, μια αγορά κατοικίας απρόσιτη για όσους δεν έχουν γερές πλάτες, και ένα δημόσιο χρέος που επικρέμαται στενεύοντας τους ορίζοντες.

Μια μόνο ένδειξη του πόσο μεγάλο είναι το αδιέξοδο που βιώνουν οι σημερινοί νέοι είναι ο αριθμός των γεννήσεων – ο οποίος, ήδη από την εποχή του μεταπολεμικού baby boom, λειτουργεί ως ένα είδος ψήφου εμπιστοσύνης στο μέλλον: στη χώρα μας έχει πέσει στις 68 χιλιάδες το 2024, από 118 χιλιάδες το 2008 (μείωση 42%, δεύτερη μεγαλύτερη στην ΕΕ μετά τη Λετονία).

Η πραγματικότητα είναι δυσοίωνη, αλλά το ερώτημα είναι τι μπορούμε να κάνουμε για να την αλλάξουμε – άλλωστε ο (ίδιος) φιλόσοφος συμπλήρωνε ότι η ζωή «πρέπει να βιώνεται κοιτώντας μπροστά». Δεν αφορά μόνο την κυβέρνηση αυτό το ερώτημα (ας αναρωτηθούμε όλοι μας αν δίνουμε ευκαιρίες στους νέους εκεί όπου αυτό περνά από το χέρι μας, π.χ. στο επαγγελματικό μας περιβάλλον), αλλά αφορά κυρίως εκείνην.

Προς τιμήν της, η κυβέρνηση δεν φαίνεται εντελώς ανυποψίαστη για το πρόβλημα, αν κρίνει κανείς από τα φορολογικά μέτρα που εξαγγέλθηκαν στην ΔΕΘ, από τον πρόσφατο ακτιβισμό στη στεγαστική πολιτική, ή από τις πρωτοβουλίες για τον επαναπατρισμό όσων σταδιοδρομούν στο εξωτερικό. Αρκούν αυτά;

Η εύκολη απάντηση είναι «όχι». Μια ειλικρινέστερη απάντηση θα αναγνώριζε ότι το πρόβλημα είναι τεράστιο, και σε κάποιο βαθμό πέρα από τον έλεγχο της (οποιασδήποτε) κυβέρνησης. Όμως και πάλι: περιθώρια δράσης υπάρχουν, και μάλιστα σημαντικά.

Ας παραβλέψω προς το παρόν τα μεγαλύτερα και δυσκολότερα προβλήματα, για την αντιμετώπιση των οποίων η κυβέρνηση είχε δημιουργήσει μεγάλες προσδοκίες, που στη συνέχεια διέψευσε, όπως είναι η πολυσυζητημένη αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου, χωρίς την οποία η ελληνική οικονομία δεν θα μπορέσει ποτέ να δημιουργήσει πολλές καλές θέσεις εργασίας.

Ας παραβλέψω επίσης πρωτοβουλίες υπέρ των νέων ζευγαριών στις οποίες έχω αναφερθεί σε προηγούμενα άρθρα - όπως είναι η δέσμευση ότι κάθε παιδί που γεννιέται στη χώρα θα έχει δωρεάν θέση σε έναν καλό βρεφονηπιακό σταθμό στη γειτονιά του (θα μας κόστιζε το 1% της δαπάνης για συντάξεις), ή η υποχρεωτική άδεια μετ’ αποδοχών για κάθε εργαζόμενο που γίνεται πατέρας (με έξοδα του κράτους, όχι του εργοδότη), μέτρα που όχι μόνο συμβάλλουν στη ψυχική υγεία των νέων και των παιδιών τους, αλλά επίσης αποφέρουν στην οικονομία το πολλαπλάσιο του κόστους τους.

Ας περιοριστούμε στην πολιτική της κυβέρνησης για την έρευνα, που σε κάποιους φαίνεται περιττή πολυτέλεια, αλλά που θα επηρεάσει τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας στο μέλλον. Προκειμένου να επιστρέψουν και να κάνουν οικογένεια τα ελληνόπουλα που διαπρέπουν στο εξωτερικό, αλλά και για να δοθούν ευκαιρίες στα άξια παιδιά που δεν έφυγαν ποτέ, δεν αρκούν φορολογικές απαλλαγές. Χρειάζονται ρεαλιστικές προοπτικές ανέλιξης σε ένα στοιχειωδώς αξιοκρατικό περιβάλλον. Αντίθετα, η συστηματική παραμέληση των (δημόσιων) πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων, η εχθρική γραφειοκρατία, η κυβερνητική αδιαφορία για την αξιολόγηση (και την υποστήριξη) όσων εργάζονται σε αυτά, καθώς και η σκανδαλώδης διαχείριση των κοινοτικών πόρων που συρρέουν στη χώρα (π.χ. του προγράμματος «Εμπιστοσύνη στα Αστέρια μας»), στέλνουν σαφές μήνυμα: «Παιδιά φύγετε, ή μείνετε εκεί που είστε».

Οι απαντήσεις τους (π.χ. στην πρόσφατη «Μελέτη Νεολαίας» του Ιδρύματος Friedrich Ebert με το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών) δείχνουν ότι αυτό ακριβώς σκέφτονται να κάνουν.

5 Σεπτεμβρίου 2025

Quo vadis Europa?

Δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο του ΕΛΙΑΜΕΠ στο πλαίσιο του αφιερώματος με τίτλο "State of the European Union: Ποια μηνύματα αναμένουμε για την πορεία της Ευρώπης; – Οι αναλυτές του ΕΛΙΑΜΕΠ απαντούν" (Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2025).


Για πρώτη φορά μετά από 80 χρόνια, η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με πρωτόγνωρες απειλές.

Κάποιες προέκυψαν ξαφνικά, αν και οι ρίζες τους πάνε βαθιά στο χρόνο: ρωσική επιθετικότητα, αμερικανική αντιπάθεια, κινεζικός επεκτατισμός, μεσανατολική ανάφλεξη.

Άλλες είναι προϊόν αδυναμιών που δεν αντιμετωπίστηκαν εγκαίρως, και που σήμερα έχουν κακοφορμίσει: οικονομική υστέρηση, έλλειμμα καινοτομίας, δημογραφική γήρανση, θεσμική ακινησία, πολιτικός κατακερματισμός.

Το συνδυασμένο αποτέλεσμά τους είναι ότι τα παιδιά μας και τα παιδιά τους κινδυνεύουν να μεγαλώσουν σε μια Ήπειρο ευάλωτη και ανασφαλή, ανήμπορη να υπερασπιστεί τον εαυτό της, με ξεπερασμένη οικονομία, στάσιμο βιοτικό επίπεδο, και κοινωνίες που βράζουν από θυμό.

Εύκολα μπορεί να περιγράψει κανείς το ζοφερό σενάριο. Η νίκη της Λεπέν (ή του Μπαρντελλά) στις προεδρικές εκλογές του 2027 θα φέρει τη Γαλλία σε τροχιά σύγκρουσης με την ΕΕ, και θα παραλύσει οποιαδήποτε απόπειρα συγκροτημένης ευρωπαϊκής αντίδρασης.

Στη σύγχυση που θα επακολουθήσει, η κάθε χώρα θα προσπαθήσει να περισώσει ό,τι μπορεί. Αφήνω στη φαντασία του αναγνώστη τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την Εσθονία, ή για τη Δανία (και – γιατί όχι; - για την Κύπρο ή την Ελλάδα).

Το εναλλακτικό σενάριο ξεκινά από τη συνειδητοποίηση ότι καμιά χώρα δεν θα τα καταφέρει μόνη της. Άρα: στενή συνεργασία για την άμυνα, την οικονομία, τη μετανάστευση. Δεν είναι το επικρατέστερο. Είναι απαιτητικό. Είναι όμως το μόνο που μπορεί να μας γλυτώσει από χειρότερες περιπέτειες.

1 Σεπτεμβρίου 2025

Τι μέλλει γενέσθαι τώρα με την Ουκρανία;

Δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο του ΕΛΙΑΜΕΠ στο πλαίσιο του αφιερώματος με τίτλο "Ουκρανία: Τι μέλλει γενέσθαι; – Οι αναλυτές του ΕΛΙΑΜΕΠ απαντούν" (Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2025).

Δεν είμαι ειδικός σε θέματα γεωπολιτικής, αλλά ως απλός αναγνώστης του διεθνούς Τύπου έχω σχηματίσει τη γνώμη ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα συνεχιστεί για αρκετά χρόνια ακόμη. Οι λόγοι είναι εξής:

  1. Οι ΗΠΑ πλέον είναι πολιτικά και ψυχολογικά στο πλευρό της Ρωσίας. Δύο κυρίως παράγοντες φαίνεται να εμποδίζουν τον Τραμπ να εγκαταλείψει πλήρως την Ουκρανία: η επιθυμία του να πάρει το Βραβείο Νόμπελ για την ειρήνη, και τα προσδοκόμενα οφέλη από την παράταση του πολέμου για την αμερικανική πολεμική βιομηχανία (με χρήματα των Ευρωπαίων). Εγγυήσεις ασφαλείας από τις ΗΠΑ δεν φαίνεται πιθανό να δοθούν, ή αν δοθούν να τηρηθούν, συνεπώς δεν πρόκειται να αποτρέψουν τη Ρωσία να επιτεθεί ξανά.
  2. Η Ρωσία του Πούτιν αναπολεί την εποχή που ήταν υπερδύναμη, αλλά η ρωσική οικονομία είναι μικρότερη από την ιταλική. Είναι αλήθεια ότι ο ρωσικός στρατός, χάρη στην υπεροπλία του, και στην αδιαφορία της ηγεσίας του για τις ανθρώπινες απώλειες, σημειώνει προόδους στο ουκρανικό μέτωπο. Όσο η πορεία του πολέμου παραμένει ευνοϊκή, η Ρωσία δεν έχει λόγο να δεχθεί ανακωχή. Όμως η πρόοδος του ρωσικού στρατού είναι απελπιστικά αργή: το βρετανικό υπουργείο αμύνης εκτιμά ότι με το σημερινό ρυθμό θα χρειαστεί τεσσεράμιση χρόνια για να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο των τεσσάρων περιοχών (Λούχανσκ, Ντόνετσκ, Ζαπορίζια, Χερσών) που διεκδικεί.
  3. Η Ουκρανία μπορεί να βρίσκεται σε δύσκολη θέση, αλλά είναι απίθανο να ενταχθεί στη ρωσική σφαίρα επιρροής, όπως ονειρεύονται στο Κρεμλίνο. Αφενός, η ρωσική εισβολή έχει τονώσει το εθνικό φρόνημα των κατοίκων της (ακόμη και των ρωσόφωνων), συνεπώς ο διάδοχος του Ζελένσκι δύσκολα θα είναι της αρεσκείας του Πούτιν. Αφετέρου, το μέγεθος και το αξιόμαχο του ουκρανικού στρατού εγγυώνται την διαιώνιση της σύγκρουσης.
  4. Η ρωσική επιθετικότητα δεν απειλεί μόνο την Ουκρανία. Εάν υποκύψει η Ουκρανία, το επόμενο θύμα της Ρωσίας του Πούτιν θα είναι η Μολδαβία ή οι χώρες της Βαλτικής. Μόνο η στρατιωτική ισχύς μπορεί να αποτρέψει τη ρωσική επιθετικότητα. Η Ευρώπη σήμερα δεν διαθέτει την αμυντική ικανότητα να υποχρεώσει τη Ρωσία του Πούτιν σε αναδίπλωση. Διαθέτει όμως τους πόρους, υλικούς και ανθρώπινους, που θα της επιτρέψουν να την αποκτήσει – αρκεί να το θελήσει. Με τη σειρά του, αυτό θα εξαρτηθεί από το πόσο γρήγορα θα αναγνωρίσουν οι Ευρωπαίοι πολίτες ότι η ασφάλεια, η ευημερία, ακόμη και η ελευθερία τους, είναι σήμερα σε θανάσιμο κίνδυνο.