9 Νοεμβρίου 2025

Για τον νέο δήμαρχο της Νέας Υόρκης

Αναρτήθηκε στη σελίδα μου στο facebook (Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025)

Δεν ξέρω αν ο νέος δήμαρχος της Νέας Υόρκης θα πετύχει. Είναι τόσο σύνθετα και δυσεπίλυτα τα προβλήματα της πόλης του (και όλου του κόσμου) που θα είναι ένα θαύμα αν καταφέρει να αντιμετωπίσει τουλάχιστον κάποια, τουλάχιστον εν μέρει. Άλλωστε, η αδυναμία - ή καλύτερα η ανημπόρια - των κυβερνώντων, χαρακτηριστικό της ιστορικής φάσης που ονομάστηκε "παγκοσμιοποίηση", η οποία έβγαλε από τη φτώχεια εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους, και ταυτόχρονα μετέφερε αρμοδιότητες και εξουσία από την πολιτική στην οικονομία, και από τις κυβερνήσεις στις επιχειρήσεις, εμπέδωσε στους μεταρρυθμιστές πολιτικούς ένα είδος ασφυκτικού ρεαλισμού στενών οριζόντων, και συνέβαλε στην αίσθηση απώλειας ελέγχου που με τη σειρά της τροφοδότησε τη στροφή προς τους απανταχού λαϊκιστές κάθε λογής, που υπόσχονταν λαγούς με πετραχήλια: από ένα εκατομμύριο στερλίνες τη βδομάδα στο NHS (στο βρετανικό ΕΣΥ) με το Brexit, έως το τέλος των Μνημονίων με έναν νόμο με ένα άρθρο από την πρώτη μέρα της εθνοσωτηρίου κυβερνήσεως που γνωρίσαμε εμείς.

Όμως και πάλι, είμαι κατενθουσιασμένος με την εκλογή του Ζόραν Μαμντάνι. Πρώτα πρώτα, επειδή έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στις ΗΠΑ απειλείται η δημοκρατία, και σε εποχές υπαρξιακής απειλής οι δημοκράτες δεν έχουν την πολυτέλεια να σουφρώνουν τη μύτη τους - αν ο Τσώρτσιλ και ο Ρούζβελτ συνεργάστηκαν με τον Στάλιν για να ηττηθεί ο Χίτλερ, δεν βλέπω γιατί όσοι θέλουν να ηττηθεί ο Τραμπ πρέπει να σουφρώνουν τη μύτη τους με τον Μαμντάνι. ΟΚ, ο Τραμπ δεν είναι ακριβώς Χίτλερ (αν και πολλά πρωτοκλασάτα στελέχη του κινήματος MAGA είναι διακηρυγμένοι εχθροί της δημοκρατίας, και κάποιοι θαυμαστές των ναζί), ενώ ο Μαμντάνι σίγουρα δεν είναι Στάλιν: το συμφιλιωτικό μήνυμά του, η φανερή ταύτισή του με αυτό το μωσαϊκό φυλετικών-εθνοτικών-θρησκευτικών ταυτοτήτων που υπήρξε πάντοτε η πόλη του, το χιούμορ του, η χαρά που αποπνέει η παρουσία του και ο πολιτικός του λόγος - όλα αυτά βρίσκονται στους αντίποδες όχι απλώς της αιμοσταγούς πτέρυγας της αριστεράς ή του Ισλάμ, αλλά και της εχθροπαθούς μνησικακίας κάποιων καθ' ημάς υποστηρικτών του που έσπευσαν να διεκδικήσουν κάτι από τη λάμψη του.

Για τον ισλαμισμό του Μαμντάνι ας αναλογιστούμε όσα έγραψε ο Μιχάλης Τσιτσίνης στην Καθημερινή: "Τον Μαμντάνι παρεξηγούν και οι εχθροί του, που, ολίγον σαστισμένοι, έσπευσαν να τον δαιμονοποιήσουν ως φορέα ισλαμικής εισβολής στη Δύση. Έχουν δει άραγε τις εικόνες του ίδιου και της συζύγου του; Τι επιρροή μπορεί να έχει αυτό το ζευγάρι μουσουλμάνων της δυτικής μητρόπολης στους νέους των ισλαμικών χωρών; Ποιο πρότυπο ελεύθερης ζωής, ενσαρκωμένο από δύο παιδιά που τους μοιάζουν, φτάνει στην οθόνη των λογοκριμένων κινητών τους; Το Ισλάμ «εισβάλλει» στη Δύση ή η Δύση στο Ισλάμ;" Για ένα παιδί που μεγαλώνει στη Μέση Ανατολή, η είδηση ότι οι κάτοικοι δύο από τις μεγαλύτερες μητροπόλεις της Δύσης, του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης, που στο πρόσφατο παρελθόν μάτωσαν από ισχυρά τρομοκρατικά χτυπήματα, είχαν την ψυχραιμία παρόλα αυτά να διαχωρίσουν τους φανατικούς δολοφόνους από τους φιλήσυχους γείτονές τους, και να εκλέξουν μουσουλμάνο δήμαρχο, στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα ανοχής και ειρηνικής συμβίωσης, ισχυρότερο από την προπαγάνδα των ακραίων ισλαμιστών.

Δεν ξέρω πολλά για τη Rama Duwaji, σύζυγο του Ζόραν Μαμντάνι: η όψη της μου θυμίζει τις φίλες της κόρης μου, τα σχέδια της μου αρέσουν πολύ, θέλω να διαβάσω τα graphic novel της. Ξέρω όμως για τη Mira Nair: τον περασμένο αιώνα, στις αίθουσες του Bristol και μετά του Λονδίνου, είχα δει έκθαμβος το "Salaam Bombay!" (1988) και το "Mississippi Masala" (1991), τις άλλες ταινίες της δεν τις έχω δει, ελπίζω να επανορθώσω σύντομα. Στο podcast του Economist για τον Ζόραν Μαντάνι λέγανε ότι από τον πατέρα του Mahmood Mamdani, ανθρωπολόγο, καθηγητή στο Columbia, πήρε την αγάπη για τις ιδέες (όχι για την ιδεολογία, διευκρίνησε ο συντάκτης του Economist), ενώ από τη μητέρα του - η οποία σημειωτέον γύρισε κάποια από τα προεκλογικά του φιλμάκια - πήρε τη joie de vivre (δεν το είπαν έτσι).

Σε αυτή τη ζοφερή εποχή που ζούμε, δεν μου φαίνεται και λίγο.

2 Νοεμβρίου 2025

Υποθηκεύοντας το μέλλον

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2025).


Η υπόθεση του έργου είναι πάνω κάτω η εξής: Σε μια μικρή χώρα με ένδοξο παρελθόν και προβληματικό παρόν, η κοινή γνώμη αυτοπαραμυθιάζεται ότι δικαιούται να ζει μονίμως πάνω από τις δυνατότητές της. Η εισροή πόρων από το εξωτερικό συντηρεί για μερικές δεκαετίες αυτή την ψευδαίσθηση. Στις εκλογές, οι ψηφοφόροι συστηματικά επιβραβεύουν πολιτικούς που υποκρίνονται (ή όντως πιστεύουν) ότι όλο αυτό είναι νορμάλ. Σιγά σιγά η πλειοδοσία ανεδαφικών υποσχέσεων μεταμορφώνεται σε αυτοτροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο, όπου δεν είναι πια σαφές ποιος οδηγεί το χορό – οι ψηφοφόροι ή οι πολιτικοί. Κάποιοι λίγοι συνειδητοποιούν ότι το πάρτυ κάποια στιγμή θα τελειώσει, άρα η προσγείωση είναι αναπόφευκτη, και ότι όσο αναβάλλεται τόσο πιο απότομη θα είναι, όμως γίνονται δυσάρεστοι και περιθωριοποιούνται. («Αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει, καλύτερα να μην μας πει κανένα», που έλεγε και ο βάρδος.)

Η συνέχεια ήταν το χρονικό μιας προαναγγελθείσας τραγωδίας: Η αναγκαστική προσγείωση ήταν οδυνηρή. Η μικρή χώρα τέθηκε υπό διεθνή οικονομική επιτήρηση. Το χάσμα μεταξύ παραγωγικών δυνατοτήτων και καταναλωτικών προσδοκιών έκλεισε με σκληρό τρόπο: αφού δεν μπόρεσε να αυξήσει τις μεν, μείωσε τις δε – η χώρα φτώχυνε απότομα. Εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, νέοι και μορφωμένοι, έφυγαν μετανάστες. Στη συνέχεια ο κυρίαρχος λαός άρχισε να αναζητεί εκείνους που τον πρόδωσαν. Μια νέα κάστα ήρθε στα πράγματα, αποτελούμενη σε μεγάλο βαθμό από τσαρλατάνους. Η τραγωδία έγινε κωμικοτραγωδία.

Κάποια στιγμή η διεθνής οικονομική επιτήρηση τελείωσε. Στο σημείο αυτό, η εξέλιξη του δράματος ήταν αβέβαιη, διάφορα σενάρια ήταν πιθανά. Στο καλό σενάριο, η χώρα (ολόκληρη: οι πολιτικοί, τα μέσα ενημέρωσης, τα συνδικάτα, οι εργοδοτικές οργανώσεις) κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, ανέλαβε την ευθύνη που της αναλογούσε, και κατέληξε στο συμπέρασμα: «Ποτέ πια». Αντιπαραθέσεις ναι (άλλωστε αυτή είναι η ουσία της δημοκρατίας), διανεμητικές συγκρούσεις επίσης, αλλά ποτέ πια έξω και πέρα από το πλαίσιο των δυνατοτήτων της χώρας. Και συνεργασία για τη διεύρυνση των δυνατοτήτων αυτών. Για να μην χρειαστεί ποτέ ξανά να εκλιπαρεί για διεθνή οικονομική βοήθεια. Για να μπορέσει σιγά σιγά να ορθοποδήσει, να προκόψει, να ξαναγυρίσουν τα παιδιά που ξενητεύτηκαν. Happy end, τίτλοι τέλους.

Στο κακό σενάριο δεν συνέβη τίποτε από τα παραπάνω. Μετά από λίγο καιρό, με τρόπο ανεπαίσθητο αρχικά, όλο και πιο χοντροκομμένο στη συνέχεια, όλοι οι πρωταγωνιστές του έργου – κυβέρνηση και αντιπολίτευση, μέσα ενημέρωσης, συνδικάτα, εργοδοτικές οργανώσεις – διολίσθησαν προς τον παλιό (κακό) τους εαυτό. Τα παθήματα ξεχάστηκαν, δεν έγιναν ποτέ μαθήματα.

Στη δική μας χώρα, ένα ασυνάρτητο ασφαλιστικό σύστημα, άνισο και χρεωκοπημένο, αλλά εξαιρετικά δημοφιλές, συνέβαλε καθοριστικά στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό του 2010. Υπό την ασφυκτική πίεση των δανειστών, με κάπως άγαρμπο τρόπο, μπήκε τάξη στο σύστημα. Ο λογαριασμός που στέλναμε στη γενιά των παιδιών μας, βάρος που δεν θα μπορούσε ποτέ να σηκώσει, συμμαζεύτηκε. Και μετά τι έγινε;

Από το 2018 που βγήκαμε πανηγυρικά από τα Μνημόνια, το σύνθημα είναι όχι «Ποτέ πια» αλλά «Πίσω ολοταχώς». Την αρχή την έκανε το Συμβούλιο Επικρατείας, το οποίο εν τη σοφία του κήρυξε αντισυνταγματικές τις μισές από τις μνημονιακές περικοπές, καθώς και την πρόβλεψη του «νόμου Κατρούγκαλου» να πληρώνουν όλοι, αυταπασχολούμενοι και μισθωτοί, τις ίδιες εισφορές (όπως δηλαδή στη Γερμανία, στη Γαλλία, στις ΗΠΑ κ.ά.)

Μετά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκε να επανυπολογίσει με το νέο σύστημα τις συντάξεις των παλαιών συνταξιούχων, και να τις αναπροσαρμόσει σταδιακά («προσωπική διαφορά»), όπως είχε δεσμευθεί με νόμο στη Βουλή. Η τότε αντιπολίτευση της ΝΔ συναίνεσε.

Μετά η κυβέρνηση ΝΔ πέρασε το «νόμο Βρούτση», βάσει του οποίου ένας μεγαλογιατρός πληρώνει πλέον νομίμως για σύνταξη λιγότερα από μια καθαρίστρια. Η αντιπολίτευση σιώπησε.

Πριν λίγες μέρες, όπως μας πληροφόρησε το ρεπορτάζ της Ρούλας Σαλούρου («Καθημερινή» 26.10.2025), η κυβέρνηση (με τη σιωπηρή συναίνεση της αντιπολίτευσης) αποφάσισε να μην εφαρμόσει τις προβλέψεις των νόμων που είχαν ψηφιστεί από τη Βουλή για το συνταξιοδοτικό. Από τη μια, αντί να αναπροσαρμόσει τις ασφαλιστικές εισφορές των αγροτών και των ελευθέρων επαγγελματιών με βάση την αύξηση των μισθών, αποφάσισε να τις «παγώσει» (άρα, λόγω πληθωρισμού, να τις μειώσει σε αξία). Από την άλλη, αντί να αναπροσαρμόσει τα όρια ηλικίας με βάση την αύξηση της διάρκειας ζωής, αποφάσισε να τα «παγώσει» και αυτά. Η Εθνική Αναλογιστική Αρχή έχει υπολογίσει το κόστος αυτής της δεύτερης απόφασης: +1,2% του ΑΕΠ το χρόνο, από το 2040. Με σημερινές τιμές, περίπου 3 δις κάθε χρόνο.

Εν τω μεταξύ, οι νέοι λιγοστεύουν, όσοι έχουν μείνει σκέφτονται να φύγουν, πιστεύουν όλο και λιγότερο στο μέλλον, κάνουν όλο και λιγότερα παιδιά. Οι πολιτικοί προβληματίζονται και ανακοινώνουν νέα μέτρα υπέρ των νέων. Ελπίζοντας ότι το 2040 κανείς δεν θα θυμάται ότι λίγα χρόνια νωρίτερα, για μια χούφτα ψήφους, η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση της χώρας αποφάσισαν να υποθηκεύσουν το μέλλον τους.