1 Δεκεμβρίου 1996

Επιδοτούμενοι φτωχοί ή αλληλέγγυοι πολίτες;

Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 1996)

Το περασμένο καλοκαίρι, την ημέρα της κηδείας του Α. Παπανδρέου, στην εκδήλωση του ομίλου “Πολιτεία” για το νόημα της Κεντροαριστεράς, ο Ν. Μουζέλης ανέδειξε ως κρίσιμο δείγμα κεντροαριστερής διακυβέρνησης στην μετακεϋνσιανή εποχή την κατάργηση των οικουμενικών παροχών και την αντικατάστασή τους με επιλεκτικές παροχές. Η ιδέα επαναπροτάθηκε από τον ίδιο στη πρόσφατη συζήτηση της “Ελευθεροτυπίας”, ενώ επίσης περιλαμβανόταν στις “συμβουλές προς εκσυγχρονιστές” (προγραμματικές ιδέες μακράς, υποτίθεται, πνοής) στις οποίες το “Βήμα” αφιέρωσε δύο σελίδες στις αρχές Νοεμβρίου.

Το θέμα, που συνίσταται στο δίλημμα μεταξύ παροχών που αποδίδονται σε όλους, ανεξάρτητα από το εισόδημά τους, και παροχών που απευθύνονται σε όσους τις έχουν περισσότερο ανάγκη, επανέρχεται τακτικά με διάφορες μορφές στη συζήτηση περί κοινωνικής πολιτικής στις χώρες της Β. Ευρώπης από τη δεκαετία του '50. Βέβαια, τότε οι επιλεκτικές παροχές αποτελούσαν ύστατο σημείο αντίστασης των συντηρητικών κομμάτων στην πλημμυρίδα των κοινωνικών προγραμμάτων του μεταπολέμου. Το ότι οι επιλεκτικές παροχές σήμερα προτείνονται από το Εργατικό Κόμμα του Τ. Blair είναι σύμπτωμα περισσότερο της καταθλιπτικής φτώχειας ιδεών και του συντηρητισμού που χαρακτηρίζει τον τελευταίο, παρά της “ριζοσπαστικής τόλμης” για την οποία διάφοροι σχολιαστές τον συγχαίρουν ad nauseam.

Εκ πρώτης όψεως, το δίλημμα δεν φαίνεται και τόσο δυσεπίλυτο: στην εγχώρια εκδοχή του, η “έμφαση στις πολιτικές στήριξης των ασθενέστερων κοινωνικά και οικονομικά στρωμάτων” στον προϋπολογισμό, αντί της “εξανέμισης πόρων προς κάθε κατεύθυνση”, δείχνει σχεδόν αυτονόητη. Ωστόσο, η υπεροχή των επιλεκτικών παροχών γίνεται λιγότερο προφανής αν ληφθεί υπ' όψιν ότι ο ακριβής προσδιορισμός των ατόμων που ανήκουν στα “ασθενέστερα στρώματα” είναι συνήθως δύσκολος, ότι ο έλεγχος των προϋποθέσεων των παροχών συχνά υπερβαίνει τις δυνατότητες της δημόσιας διοίκησης, ότι τυχόν εκτεταμένη εφαρμογή τους θα εισήγαγε αντικίνητρα (το πρόβλημα της “παγίδας της φτώχειας”).

Επί πλέον, η προτίμηση προς τις οικουμενικές παροχές υπακούει σε μια πολιτική σκοπιμότητα: η πρόσβαση των μεσαίων ή και ανώτερων στρωμάτων σε υψηλής ποιότητας κοινωνικές παροχές συμβάλλει στην απόσπαση της συναίνεσης τους στα υψηλά επίπεδα φορολογίας που επιβάλλει η χρηματοδότηση των παροχών - κλειδί της πολιτικής διευθέτησης του Σκανδιναβικού μοντέλου. Αντίθετα, η εμμονή στις επιλεκτικές παροχές οδήγησε στο “στιγματισμό” των δικαιούχων, στην υπονόμευση, ιδιαίτερα στις Η.Π.Α., της συναίνεσης στα κοινωνικά προγράμματα εκ μέρους των μη δικαιούχων (της πλειοψηφίας δηλ. του εκλογικού σώματος) και, τελικά, στη σταδιακή αφαίμαξη των προγραμμάτων από πόρους. Οι θέσεις του “επαναστατημένου Κέντρου” του Α. Ανδριανόπουλου περί εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα που συνθλίβονται από τη φορολογία “χωρίς να απολαμβάνουν κοινωνικά αγαθά, αφού δεν υπάρχει κοινωνική υποδομή” αποτελούν πρόγευση των μηχανισμών συναίνεσης εναντίον των κοινωνικών προγραμμάτων.

Ποιες είναι, όμως, οι οικουμενικές παροχές στο σύστημα κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα οι οποίες οφείλουν να καταργηθούν και να αντικατασταθούν από επιλεκτικές; Το σύστημα βασίζεται στο θεσμό της ασφάλισης, που εξαρτά το δικαίωμα στις παροχές από την προηγούμενη καταβολή εισφορών εκ μέρους του εργαζομένου. Ακόμη και μεταξύ των ασφαλιστικών παροχών, η έμφαση δίνεται στις συντάξεις (60% περίπου των δαπανών κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από το μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε.), ενώ τα ασφαλιστικά δικαιώματα π.χ. των ανέργων εξαντλούνται στους πρώτους 12 το πολύ μήνες από την απώλεια εργασίας.

Αντίθετα, η καταπολέμηση της φτώχειας δεν υπήρξε ποτέ στόχος κοινωνικής πολιτικής του κράτους στην Ελλάδα. Οι εισοδηματικές ενισχύσεις σε άτομα χαμηλού εισοδήματος είναι ανύπαρκτες, τα οικογενειακά επιδόματα του Ο.Α.Ε.Δ. και το επίδομα τρίτου παιδιού απορροφούν λιγότερο από 1% των δαπανών κοινωνικής προστασίας, ενώ τα στεγαστικά επιδόματα, δηλ. η επιδότηση ενοικίου ή επιτοκίου στεγαστικού δανείου από τον Ο.Ε.Κ., δεν ξεπερνούν το 0,2% των κοινωνικών δαπανών.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το συνταξιοδοτικό σύστημα, παρά τη μεγέθυνσή του (ή μάλλον, εξ αιτίας του στρεβλού χαρακτήρα της) κάθε άλλο παρά αποτελεσματικό εργαλείο καταπολέμησης της φτώχειας των ηλικιωμένων είναι: το συνολικό ποσοστό των ατόμων με εισόδημα κατώτερο του 50% του διαμέσου εισοδήματος στην Ελλάδα εκτιμάται σε 21%, αλλά το αντίστοιχο ποσοστό μεταξύ ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω φτάνει το 39%. Ούτε το Ε.Κ.Α.Σ., παρά τον ευφυή σχεδιασμό του, πρόκειται να συμβάλλει σημαντικά στη μείωση του ποσοστού: ο θεσμός δεν προβλέπει την ενίσχυση των χαμηλοσυνταξιούχων του Τ.Ε.Β.Ε. ή του Ο.Γ.Α. - ούτε, πολύ περισσότερο, ηλικιωμένων που δεν έχουν θεμελιώσει δικαίωμα συνταξιοδότησης από κάποιο ταμείο.

Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση για την Κεντροαριστερά, την αριστερά ή, απλώς, την κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα δεν προάγεται ιδιαιτέρως από τη δίχως πολλή σκέψη μεταφορά φθαρμένων ιδεών. Οικουμενικές κοινωνικές παροχές προς αντικατάσταση στη χώρα μας δεν υπάρχουν - εκτός και αν υπονοείται π.χ. η δωρεάν παροχή ανώτατης εκπαίδευσης, που είναι ένα ενδιαφέρον, μα διαφορετικό θέμα. Αντίθετα, η δημιουργία ενός κοινωνικού ιστού ασφαλείας και η εγγύηση ενός ελαχίστου επιπέδου διαβίωσης σε όλους παραμένουν τα μοναδικά άξια λόγου ζητούμενα μιας συζήτησης, η οποία κινδυνεύει να μην ανοίξει ποτέ.