6 Ιανουαρίου 1997

Η επερχόμενη μεταρρύθμιση

Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 5 Ιανουαρίου 1997)

Το κύμα των κοινωνικών αντιδράσεων που συνόδευσε την κατάθεση του προϋπολογισμού μπορεί να έχει πλέον κοπάσει, αλλά στον ορίζοντα φαίνεται ήδη το επόμενο: σύμφωνα με τις προθέσεις της κυβέρνησης, τους πρώτους μήνες του νέου έτους πρόκειται να αρχίσει ο κοινωνικός διάλογος για το συνταξιοδοτικό ζήτημα. Εκ πρώτης όψεως, παρά την προφανή κρισιμότητα του θέματος για καθένα από μας, η προοπτική του διαλόγου αυτού καθ’ εαυτού ελάχιστο ενδιαφέρον προκαλεί: οι θέσεις των «εταίρων» φαίνεται να είναι κιόλας προδιαγεγραμμένες, κρίνοντας τουλάχιστον από την εμπειρία ανάλογων τοποθετήσεων όποτε το ζήτημα τέθηκε στο παρελθόν.

Θα διακινδύνευε λίγο, λοιπόν, κανείς εάν προδίκαζε ότι η κυβέρνηση θα επικαλεστεί την ανάγκη μακροοικονομικής προσαρμογής και τη δημογραφική γήρανση του πληθυσμού, τα συνδικάτα θα αντιπροτείνουν το δίκαιο επιμερισμό των θυσιών και την προστασία των κεκτημένων, ενώ η αριστερή αντιπολίτευση (η τουλάχιστον, στην καλύτερη περίπτωση, ένα μόνο τμήμα της) θα καταγγείλει τη νέα επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων και στο κοινωνικό κράτος. Και όμως, η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος αποτελεί μοναδική ευκαιρία να επανατεθεί στην ημερήσια διάταξη του κοινωνικού διαλόγου ένα από τα σημαντικότερα ζητούμενα της πολιτικής διαμάχης στη χώρα μας στο γύρισμα του αιώνα: τίποτε λιγότερο από το μέλλον του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα.

Ο λόγος για τον οποίο η αριστερά θα όφειλε να αναμένει το διάλογο για την μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους με ανυπομονησία παρά με ανησυχία είναι απλός: ο ατελής και αποσπασματικός τρόπος με τον οποίο αυτό οικοδομήθηκε στη χώρα μας, η έλλειψη κάθε είδους «αρχιτεκτονικού σχεδίου», η ασάφεια των στόχων του και η ανακολουθία των μέσων για την επίτευξή τους, μαρτυρούν την ελάχιστα ευγενική καταγωγή του. Πράγματι, αντίθετα με ό,τι ισχύει στις χώρες της Β. Ευρώπης (αλλά κατ’ αναλογία με την εμπειρία π.χ. της Ιταλίας), το οικοδόμημα του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα υπήρξε κυρίως ιστορικό προϊόν ενός ηγεμονικού όσο και κοντόφθαλμου εγχειρήματος κατακερματισμού του κοινωνικού σώματος δια της επιλεκτικής παραχώρησης προνομίων, παρά επιστέγασμα κοινωνικών κατακτήσεων τις οποίες επέβαλλαν οι αγώνες των εργαζομένων.

Πουθενά αλλού δεν γίνεται αυτό τόσο αισθητό όσο στον τομέα των συντάξεων γήρατος. Οι περισσότεροι ηλικιωμένοι (π.χ. συντριπτική πλειοψηφία των συνταξιούχων του ΙΚΑ) δεν δικαιούνται παρά την κατώτατη σύνταξη, που με δυσκολία εξασφαλίζει επιβίωση στα όρια την φτώχειας. Μεγάλο τμήμα των ηλικιωμένων (συνταξιούχων του ΟΓΑ) δεν κατέβαλε ποτέ εισφορές και ως εκ τούτου λαμβάνει μια κατ’ ευφημισμόν σύνταξη, στην ουσία ένα ανεπαρκές, αν και όχι εντελώς ασήμαντο, βοήθημα. Επιπλέον, αρκετοί ηλικιωμένοι, ο ακριβής αριθμός των οποίων παραμένει άγνωστος, δεν έχουν στοιχειοθετήσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα (δεν έχουν «συμπληρώσει ένσημα») και συνεπώς επιβιώνουν μόνο χάρη στη βοήθεια της οικογένειας ή της κοινότητας στην οποία ανήκουν: πρόκειται για κοινωνικές ομάδες με διακεκομμένο ή «ακανόνιστο» ιστορικό απασχόλησης, π.χ. άτομα ανήμπορα να εργαστούν που για κάποιο λόγο δεν δικαιούνται αναπηρική σύνταξη, τσιγγάνοι, αλλά και μακροχρόνια άνεργοι, νοικοκυρές κ.τ.λ.

Από την άλλη, σχετικά πολυάριθμες κοινωνικές ομάδες απολαμβάνουν συνταξιοδοτικές παροχές απρόσιτες στους υπολοίπους. Κατ’ αρχήν, τα ελεύθερα επαγγέλματα: γιατροί, μηχανικοί, δικηγόροι και άλλοι, μέλη «ευγενών ταμείων», αποδέκτες στην πραγματικότητα ποικίλλων, αδιαφανών και, φυσικά, ακούσιων ενισχύσεων από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Ύστερα, κρατικοί αξιωματούχοι σε ειδικούς ρόλους: διπλωμάτες, δικαστικοί, στρατιωτικοί, βουλευτές, αλλά και μέλη των σωμάτων ασφαλείας. Τέλος, οι συνήθεις ύποπτοι: δημόσιοι υπάλληλοι κάθε είδους, οι εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ, δικαιούχοι σχετικά υψηλών συντάξεων, πλουσιοπάροχων «εφ’ άπαξ» και προκλητικά ευνοϊκών όρων συνταξιοδότησης. Το στερεότυπο της δημοσίου υπαλλήλου η οποία ως μητέρα συνταξιοδοτείται πρόωρα και χρησιμοποιεί το εφ’ άπαξ για να ανοίξει μπουτίκ (ή αυτό του δικηγόρου πρώην πολιτευτή ο οποίος εισπράττει πολλαπλές συντάξεις) είναι, ίσως, άδικο στη γενικότητά του, μα κάθε άλλο παρά αβάσιμο.

Αυτή η τάξη πραγμάτων (στην Ιταλία έχει όνομα: η ζούγκλα των συντάξεων) είναι χωρίς περιστροφές απαράδεκτη για όσους εμπνέονται από οικουμενικές αξίες: εξ ορισμού τους αριστερούς, αλλά και τους πραγματικά φιλελεύθερους, είδος προς εξαφάνιση στη χώρα μας. Το γεγονός ότι οι πιο θορυβώδεις υπερασπιστές της βρίσκονται στο στρατόπεδο όσων ωφελούνται από αυτή είναι αυτονόητο. Το ότι αυτή η ιδιότυπη «εργατική αριστοκρατία» είναι ταυτόχρονα η δεξαμενή από την οποία τα εργατικά συνδικάτα και τα κόμματα της αριστεράς αντλούν τα στελέχη τους είναι σχεδόν αναπόφευκτο. Θα πρόσθετε, μάλιστα, κανείς ότι δεν αποτελεί καν, κατ’ ανάγκη, πρόβλημα: υπό την κρίσιμη, βεβαίως, προϋπόθεση ότι τα στελέχη αυτά εκπροσωπούν τα ευρύτερα συμφέροντα των εργαζομένων, όχι τα υπό τη στενή έννοια της ευνοούμενης κατηγορίας από την οποία προέρχονται.

Ποια, όμως, ακριβώς είναι αυτά τα ευρύτερα συμφέροντα; Ποια είναι η ενδεδειγμένη στάση μιας αριστεράς που θυμάται ότι αυτά ακριβώς εκπροσωπεί; Κατά την ταπεινή μου γνώμη, το θέμα απαιτεί τομές μακράς πνοής: σταδιακή κατάργηση της σημερινής ζούγκλας των εκατοντάδων ασφαλιστικών ταμείων με διαφορετικό καθεστώς εισφορών και παροχών το καθένα, εισαγωγή εθνικής σύνταξης ίσης π.χ. με το μισό του κατώτατου μισθού για κάθε πολίτη ηλικίας άνω των 65 ανεξάρτητα από το ιστορικό απασχόλησης, συμπληρωματική σύνταξη αυστηρώς ανάλογη με τις καταβληθείσες εισφορές.

Φυσικά, αυτά δεν είναι παρά αδρές γραμμές: μένει να συμπληρωθούν οι λεπτομέρειες (στις οποίες κρίνονται τα σχέδια), ενώ το πρόβλημα (στο οποίο συνήθως σκοντάφτουν τα καλύτερα από αυτά) της μετάβασης σε ένα τέτοιο σύστημα παραμένει ανοιχτό. Για αυτά, όμως, υπάρχει καιρός. Προς το παρόν προέχει η υιοθέτηση ενός τέτοιου σχεδίου. Πράγματι, κάτι τέτοιο (ριζοσπαστικό μα ρεαλιστικό, οικονομικά «εξυγιαντικό» και μαζί δίκαιο, προωθημένο αλλά και διαισθητικά κατανοητό) θα προσέφερε στην αριστερά μοναδική δυνατότητα να κερδίσει συγκαταθέσεις, δίνοντας ταυτόχρονα συγκεκριμένο δείγμα μιας «φόρμουλας» μαγικής, συχνά επικαλούμενης, μα συνήθως φευγαλέας: της προγραμματικής αντιπολίτευσης.