Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 1997)
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το συνταξιοδοτικό ζήτημα πρόκειται να κυριαρχήσει στην πολιτική διαμάχη τα επόμενα χρόνια. Το προηγούμενο σημείωμά μου στα «Ενθέματα» (5 Ιανουαρίου 1997) δεν άνοιξε, ασφαλώς, τον διάλογο, αλλά συνέπεσε με δημοσίευμα του «Βήματος» για τις εναλλακτικές υποθέσεις πάνω στις οποίες εργάζονται οι εμπειρογνώμονες της κυβέρνησης, το οποίο προέβαλε ιδιαίτερα εκείνη περί ενιαίου συντελεστή αναπλήρωσης εισοδήματος ίσου με 60%. Ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων διέψευσε ότι τα σενάρια εκφράζουν τις προθέσεις της κυβέρνησης και επανέλαβε ότι το 1997 θα είναι «έτος κοινωνικού διαλόγου» ενώ το 1998 «έτος αποφάσεων». Πρόσφατα (26 Ιανουαρίου 1997), η «Καθημερινή» μετέδωσε δηλώσεις του προέδρου της Bundesbank, στις οποίες οι ευρωπαϊκές χώρες καταγγέλλονται ως δέσμιες μιας «κοινωνικής συνείδησης με ρίζες στη Γαλλική Επανάσταση» (!), συνείδηση από την οποία οφείλουν να απαλλαγούν χωρίς καθυστέρηση επειδή «το ευρωπαϊκό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης απωθεί τις επενδύσεις».
Κατά γενική παραδοχή, οι συνεχείς διορθωτικές επεμβάσεις στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης από τις αρχές της δεκαετίας του '90 (η κυριότερη συνέπεια των οποίων υπήρξε η μεταβολή των όρων συνταξιοδότησης σε βάρος των νέων ασφαλισμένων), ανέστειλαν απλώς την κρίση βιωσιμότητας των ασφαλιστικών ταμείων, μεταθέτοντας την εκτιμώμενη χρονολογία αδυναμίας πληρωμής συντάξεων στο έτος 2010. Ωστόσο, η προοπτική δραστικών αλλαγών φαίνεται να τρομάζει την κυβέρνηση, ή τουλάχιστον τον υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο οποίος προς το παρόν προσανατολίζεται προς νέες διορθωτικές επεμβάσεις (ενιαίο κατώτατο ασφάλιστρο, θέσπιση νέων κοινωνικών πόρων).
Δεν θα διακινδύνευε κανείς ιδιαίτερα εάν προδίκαζε ότι οι συνδικαλιστικές ηγεσίες θα συναινέσουν, τελικά, σε μια τέτοια κατάληξη του κοινωνικού διαλόγου: άλλωστε, μόνο η ουσιαστική αδυναμία λήψης αποφάσεων μπορεί να εγγυηθεί τα κεκτημένα όσων πρόκειται να συνταξιοδοτηθούν τα επόμενα 10-15 χρόνια. Όμως, το τίμημα της εκ νέου προσφυγής σε διορθωτικές επεμβάσεις θα ήταν η διατήρηση του σημερινού καθεστώτος της «ζούγκλας των συντάξεων», η μετακύλιση του κόστους της αναπόφευκτης προσαρμογής στις νεώτερες γενιές ασφαλισμένων, καθώς και η διαιώνιση της ανασφάλειας που προκαλεί η περιοδική επαναφορά του θέματος, η λύση του οποίου συνεχώς μετατίθεται και ουδέποτε αποτολμάται.
Τόσο η αντίθεση των συνδικαλιστών στη ριζική μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος όσο και οι δισταγμοί κάποιων κυβερνητικών στελεχών θα μπορούσαν να ερμηνευθούν πλήρως με όρους «μικρής» πολιτικής: διά του εγωιστικού συμφέροντος των ομάδων που ανέδειξαν και στηρίζουν τους πρώτους, αλλά και της αποστροφής έναντι κάθε (βραχυπρόθεσμου) πολιτικού κόστους που συνεχίζει, παρά τη ρητορεία, να χαρακτηρίζει τους δεύτερους. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να αγνοηθεί ότι η στάση αυτή βασίζεται εν μέρει και σε λόγους «μεγάλης» πολιτικής: τα συστήματα συντάξεων είναι ένα είδος κοινωνικού συμβολαίου και η αλλαγή των όρων τους είναι φυσικό να αντιμετωπίζεται ως αθέτησή του.
Και όμως, η ουσία του θέματος βρίσκεται ακριβώς εδώ: το ελληνικό σύστημα συντάξεων βρίσκεται σε σημείο καμπής, αφού η επιβίωσή του υπό τη σημερινή μορφή είναι αδύνατη. Κάθε συμβατικό σύστημα συντάξεων έχει ένα κύκλο ζωής: ενώ αρχικά η ευνοϊκή αναλογία ασφαλισμένων και δικαιούχων επιτρέπει τη δημιουργία πλεονασμάτων, τελικά (εξ αιτίας της επιβράδυνσης των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης και της δημογραφικής γήρανσης) όλο και λιγότεροι εργαζόμενοι υποχρεώνονται να στηρίζουν όλο και περισσότερους συνταξιούχους.
Επί πλέον, το ελληνικό σύστημα χαρακτηρίζεται από στρεβλώσεις, όπως είναι οι υπερβολικά γενναιόδωροι όροι συνταξιοδότησης αρκετά εκτεταμένων κοινωνικών κατηγοριών, οι οποίες αυξάνουν το κόστος του. Υπό αυτές τις συνθήκες, η εξυπηρέτηση των υποχρεώσεων του συστήματος γίνεται δυσβάστακτη: το ποσοστό του εθνικού εισοδήματος που δαπανά η χώρα μας για συντάξεις είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, παρά το ότι το ποσοστό των ηλικιωμένων στον πληθυσμό της είναι από τα χαμηλότερα.
Η άναρχη συσσώρευση και επέκταση συνταξιοδοτικών προνομίων σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες πέρα από κάθε κριτήριο ανταποδοτικότητας συνοδεύτηκε και από την αποτυχία του συστήματος να εξασφαλίσει ένα αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης στις ασθενέστερες ομάδες: έτσι, το ελληνικό σύστημα συντάξεων παρά τον υπερτροφισμό του, ελάχιστα αποτελεσματικό μπορεί να θεωρηθεί ως εργαλείο κοινωνικής πολιτικής, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι η φτώχεια είναι περισσότερο εκτεταμένη ανάμεσα στους ηλικιωμένους από ό,τι σε άλλες ηλικιακές ομάδες.