Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 1997)
Το συνέδριο της Εταιρείας Πολιτικού Προβληματισμού ‘Νίκος Πουλαντζάς’ για τις ‘Προοπτικές του κοινωνικού κράτους στη Νότια Ευρώπη’ είναι πλέον από ειδησεογραφικής απόψεως μακρινό παρελθόν (έγινε το τριήμερο 11-13 Δεκεμβρίου), ενώ είναι ακόμη μάλλον νωρίς για μια αναλυτική παρουσίαση των εισηγήσεων: τα πρακτικά του θα δημοσιευτούν στην καλύτερη περίπτωση σε μήνες, ενώ μια εκτεταμένη περίληψη στα ‘Ενθέματα’ θα πρέπει για τεχνικούς λόγους να περιμένει ως τα τέλη Ιανουαρίου. Ανεξάρτητα δε από την επιτυχία του ή όχι ως προς το περιεχόμενο, το συνέδριο δεν τα πήγε ιδιαίτερα καλά ως προς τη δημοσιότητα που του δόθηκε, με τη μερική εξαίρεση της «Αυγής». Συνεπώς, θα ήταν άστοχη μια συζήτηση επί της ουσίας του ζητήματος, αφού αναγκαστικά θα περιοριζόταν σε όσους (ευτυχώς αρκετούς) παρακολούθησαν το συνέδριο.
Με την έννοια αυτή, ίσως έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον να ασχοληθεί κανείς με τα ‘συμφραζόμενα’ του συνεδρίου. Εν συντομία, η Εταιρεία ‘Νίκος Πουλαντζάς’ ιδρύθηκε πρόσφατα με πρωτοβουλία του ‘Συνασπισμού’ και επιχορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 2429/96 περί της χρηματοδότησης των κομμάτων, το δε συνέδριο για τις ‘Προοπτικές του κοινωνικού κράτους στη Νότια Ευρώπη’ ήταν η τρίτη κατά σειρά δημόσια εκδήλωσή της: είχε προηγηθεί το συνέδριο ‘Κοινωνικός αποκλεισμός και ανθρώπινη αξιοπρέπεια: ο ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών’ στις αρχές Οκτωβρίου, καθώς και η ομιλία του ιστορικού Ιταλού συνδικαλιστή Bruno Trentin στα μέσα Νοεμβρίου. Όχι άσχημος απολογισμός για τους τέσσερις πρώτους μήνες ζωής της Εταιρείας.
Η κρατική χρηματοδότηση πολιτικών ινστιτούτων είναι καλή ιδέα, οπωσδήποτε καλύτερη από την ‘εν λευκώ’ ενίσχυση των ίδιων των κομμάτων. Ούτε είναι πειστικό το φιλελεύθερο αντεπιχείρημα περί χρηματοδότησης τέτοιου είδους δραστηριοτήτων δια της εθελοντικής συνδρομής των πολιτών, αφού ο πλούτος των ιδεών σπανίως συμπίπτει με τον άλλο πλούτο. Επί πλέον, η άνοδος του επιπέδου της δημόσιας συζήτησης - περισσότερο παρά ποτέ αναγκαία - είναι αδύνατη χωρίς τη βελτίωση και της ποιότητας του πολιτικού λόγου των κομμάτων.
Φυσικά, το ζητούμενο δεν είναι η δημιουργία μιας ‘σχολής κομματικών στελεχών’ - πράγμα που άλλωστε θα ήταν κακόγουστος αναχρονισμός. Το αντίθετο: είναι η σύνδεση διεργασιών που ούτως ή άλλως γίνονται στο εσωτερικό των κομμάτων γύρω από διάφορα προβλήματα πολιτικής, με την κατά τεκμήριο πιο συστηματική ενασχόληση με αυτά κύκλων διανοουμένων που κινούνται στον ίδιο πολιτικό χώρο. Το αντικείμενο των σχετικών συζητήσεων δεν χρειάζεται να περιοριστεί στα διάφορα θέματα ιστορίας και πολιτικής θεωρίας (τα οποία ανέκαθεν συνάρπαζαν τους αριστερούς), αλλά είναι ανάγκη να επεκταθεί στα περίπλοκα και εν πολλοίς τεχνικά προβλήματα με τα οποία βρίσκονται αντιμέτωπες οι σύγχρονες κοινωνίες και τα οποία καθορίζουν το βιοτικό επίπεδο των πολιτών: και δεν εννοώ μόνο συντάξεις, αλλά και εκπαίδευση, συγκοινωνίες, διαχείριση πόλεων.
Πρόκειται για συνάντηση που μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά γόνιμη - αρκεί να υπερνικηθούν οι σχετικές αντιστάσεις. Το πρώτο είδος αντιστάσεων αφορά τα κόμματα. Η έλλειψη συνοχής όλων χωρίς εξαίρεση των κομμάτων καθιστά δύσκολη την ανοικτή και χωρίς προκαταλήψεις συζήτηση ‘δύσκολων’ θεμάτων. Ακόμη και στο χώρο της ανανεωτικής αριστεράς εντείνονται οι πιέσεις για την ουσιαστική χειραγώγηση των σχετικών αναζητήσεων με σκοπό τη διατήρηση εσωκομματικών ισορροπιών στα μέτρα ενός ιδιότυπου και αταίριαστου ‘καθωσπρεπισμού’. Και όμως, η επίτευξη πραγματικών προγραμματικών συνθέσεων επιβάλλει ακριβώς την ειλικρινή διατύπωση κατ’ αρχήν των διαφορετικών απόψεων και την ελεύθερη αντιπαράθεσή τους στη συνέχεια. Αυτονόητο για τους περισσότερους αναγνώστες των «Ενθεμάτων» είμαι βέβαιος, όχι πια αυτονόητο φοβάμαι για πολλά στελέχη του «Συνασπισμού».
Το δεύτερο είδος αντιστάσεων αφορά τους διανοούμενους - και συγκεκριμένα τους διανοούμενους της αριστεράς. Επιλέγω ηθελημένα έναν όρο φορτισμένο και αντιπαρέρχομαι τα ερωτήματα που αμέσως θέτει (υπάρχουν; ποιοι είναι; με τι στο καλό ασχολούνται τόσο καιρό;). Οι παραδοσιακοί διανοούμενοι της αριστεράς έχουν εκλείψει σχεδόν ολοκληρωτικά ως κοινωνικός τύπος, και πολλοί από εμάς συνειδητοποιούν για πρώτη φορά ότι μαζί τους κινδυνεύει να εκλείψει η ανιδιοτέλεια και αυθεντική αίσθηση κοινωνικής ευθύνης που χαρακτήριζε πολλούς από αυτούς. Αντίθετα, όσοι τους διαδέχθηκαν φαίνεται να διαπνέονται σε επικίνδυνα μεγάλο βαθμό από ένα πομπώδη κομφορμισμό ή στην καλύτερη περίπτωση από απροθυμία να ‘λερώσουν τα χέρια τους’ με πρακτικά προβλήματα. Ο νέος τύπος διανοούμενου που έχει ανάγκη η Αριστερά - έντιμος, ανήσυχος και συγκροτημένος - δεν συνιστά (ακόμη;) κρίσιμη μάζα. Μένει να αποδειχθεί εάν πρόκειται για μόνιμο χαρακτηριστικό της μεταμοντέρνας κατάστασης ή απλώς παροδικό φαινόμενο fin de siècle.