Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «NewsTime» (Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009)
Πριν λίγες μέρες, με αφορμή τη δημοσιοποίηση των τελευταίων στοιχείων της Eurostat που επιβεβαίωσαν την υψηλή ανεργία των νέων στη χώρα μας, τα Ελληνικά μέσα ενημέρωσης αφιέρωσαν λίγες γραμμές στο θέμα και ... αυτό ήταν όλο. Έχουμε φαίνεται εθιστεί τόσο πολύ σε μερικά πράγματα που δεν μπαίνουμε καν στον κόπο να ξύσουμε την επιφάνεια για να δούμε τι υπάρχει από κάτω. Και όλα αυτά λίγους μήνες μετά τα Δεκεμβριανά που έφεραν (υποτίθεται) τη νεολαία στο προσκήνιο.
Και όμως, κάτω από την επιφάνεια υπάρχουν πολλά και ενδιαφέροντα. Ας τα πάρουμε με τη σειρά.
Η ανεργία των νέων είναι πράγματι πάρα πολύ υψηλή στη χώρα μας: το 2007 (για τις συνέπειες της κρίσης θα πρέπει να περιμένουμε ένα-δύο χρόνια), στην ηλικιακή ομάδα 15-24 (δηλ. στα πρώτα δέκα χρόνια μετά το τέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης), ήταν 23% έναντι 15,5% στην ΕΕ27. Μόνο η Ιταλία και τρεις ανατολικές χώρες είχαν ποσοστά πάνω από 20%, αλλά και πάλι χαμηλότερα από το δικό μας. «Θλιβερή πρωτιά», όπως λένε μερικοί. Και δεν είναι η μόνη στο θέμα αυτό, όπως θα δούμε σε λίγο.
Ως γνωστόν, η ανεργία ορίζεται ως ποσοστό του «ενεργού πληθυσμού», δηλ. όσων είναι διαθέσιμοι για εργασία. Οι υπόλοιποι είναι μαθητές, φοιτητές, μητέρες που δεν εργάζονται ούτε ψάχνουν για δουλειά, υπηρετούν στο στρατό ή έχουν αποσυρθεί λόγω ασθένειας ή αναπηρίας. Επειδή εάν υπήρχαν ελκυστικές δουλειές κάποιοι από αυτούς θα εργάζονταν, τμήμα του μη ενεργού πληθυσμού βρίσκεται στην πραγματικότητα σε κατάσταση «κρυφής ανεργίας». Για αυτό είναι σημαντικό να κοιτάμε και τα ποσοστά απασχόλησης, τα οποία υπολογίζονται στο σύνολο του πληθυσμού, ενεργού ή μη. Ούτε εκεί δεν πάμε καλά: μόνο 24 στους 100 νέους ηλικίας 15-24 εργάζονταν το 2007, έναντι 37 στην ΕΕ27 (και 41 στην ΕΕ15). Μόνο η Ουγγαρία και το Λουξεμβούργο είχαν χαμηλότερα ποσοστά από ό,τι η Ελλάδα.
Μήπως αυτό σημαίνει ότι όσο περισσότερο νέοι εργάζονται τόσο καλύτερα; Όχι αναγκαστικά. Ένα εκπαιδευτικό σύστημα που κρατάει πολλά παιδιά στα θρανία πολύ μετά από την ηλικία των 15 μπορεί να είναι καλύτερη επένδυση για το μέλλον (αρκεί βέβαια να λειτουργεί σωστά). Όμως, το ένα δεν αποκλείει το άλλο: σε χώρες με μαζικά πανεπιστήμια και υψηλό μορφωτικό επίπεδο η απασχόληση των νέων είναι πολύ υψηλότερη από ό,τι εδώ. Το σχετικό ρεκόρ το κατέχει η Ολλανδία, όπου 68 στους 100 νέους ηλικίας 15-24 εργάζονται, με δεύτερη τη Δανία (65). Πολλοί από αυτούς είναι μαθητές ή φοιτητές που δουλεύουν παράλληλα με τις σπουδές τους (part-time) ή στις διακοπές (με προσωρινή απασχόληση). Αντίθετα στην Ελλάδα οι λεγόμενες «ευέλικτες μορφές απασχόλησης» είναι ελάχιστα διαδεδομένες: το 2005, στους 100 νέους (ηλικίας 15-29 αυτή τη φορά) μόνο οι 12 εργάζονταν με σύμβαση ορισμένου χρόνου ή/και με μερική απασχόληση.
Το πρόβλημά μας δεν είναι απλώς ότι υπερβολικά λίγοι νέοι εργάζονται, αλλά και ότι οι λίγες δουλειές που υπάρχουν είναι κακοπληρωμένες. Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, τα οποία δεν είναι διαθέσιμα ανά ηλικία (ούτε κατά φύλο), 26% του συνόλου των μισθωτών αμείβονταν το 2007 με μηνιαίες καθαρές αποδοχές έως €750. Η αναλογία των χαμηλόμισθων ήταν υψηλότερη μεταξύ των εργαζομένων με προσωρινή απασχόληση (56%) και φυσικά μεταξύ όσων εργάζονται part-time (86%). Όμως, η βασική διάκριση είναι άλλη: από τους 641 χιλιάδες μισθωτούς με καθαρές αποδοχές έως €750 το μήνα οι 564 χιλιάδες εργάζονταν στον ιδιωτικό τομέα. Μάλιστα, οι περισσότεροι από αυτούς είχαν «κανονικές» συμβάσεις: μόνο 81 χιλιάδες ήταν σε θέσεις εργασίας part-time και μόνο 113 χιλιάδες με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ενώ αρκετοί ανήκαν και στις δύο κατηγορίες ταυτόχρονα. Στους χαμηλά αμειβόμενους θα πρέπει να προστεθεί και ο άγνωστος αριθμός των μισθωτών που (όχι από επιλογή τους) μεταμφιέζονται σε αυτοαπασχολούμενους, και πληρώνονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών ή επαγγελματικής δαπάνης παρότι παρέχουν εργασία σε έναν εργοδότη. Εννοείται ότι η πλειονότητα των χαμηλά αμειβόμενων είναι νέοι.
Χαμηλά ποσοστά απασχόλησης + χαμηλές αποδοχές = παρατεταμένη εξάρτηση των νέων από τους γονείς τους. Εδώ το πρόβλημα έχει πάρει διαστάσεις πραγματικά ανησυχητικές. Το 2005, το ποσοστό των ανδρών που ζουν στο πατρικό τους ακόμη και στην (όχι πια τρυφερή) ηλικία των 30-34 ετών ήταν 43%. Από τις άλλες νοτιοανατολικές χώρες μόνο η Ιταλία με 38% πλησιάζει την αρνητική επίδοση της χώρας μας. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1985 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 30% στην Ελλάδα (και 18% στην Ιταλία). Τουλάχιστον στη γειτονική χώρα τα πράγματα λέγονται με το όνομά τους: «είμαστε μια μπλοκαρισμένη κοινωνία» είχε δηλώσει πριν λίγα χρόνια ο (πρωθυπουργός τότε) Massimo D’Alema. Η Ελλάδα είναι ακόμη πιο μπλοκαρισμένη, απλώς εδώ δεν ασχολείται κανείς.
Στο σημείο αυτό ο αναγνώστης (μερικές φορές και ο συγγραφέας) είθισται να αναφωνεί: «ευτυχώς που υπάρχει και η οικογένεια!» Ας μου επιτραπεί να διαφωνήσω. Η αναβολή του σχηματισμού οικογένειας και η δραματική μείωση των ποσοστών γονιμότητας είναι μερικά από τα ορατότερα επακόλουθα της εκ πρώτης όψεως «σωτήριας» για τους νέους παρέμβασης των γονέων τους. Η οικογενειακή θαλπωρή επιτρέπει μεν στους νέους να απορρίπτουν «μη ελκυστικές» θέσεις εργασίας, αλλά ταυτόχρονα εθίζει σε μια πλασματική ευμάρεια, η οποία με τη σειρά της παρατείνει την ανωριμότητα. Είμαστε σίγουροι ότι αυτό θέλουμε;