Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «NewsTime» (Σάββατο 6 Μαρτίου 2010)
Σύμφωνα με μια γνωστή ρήση – την αναφέρει ο Joel Slemrod, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Michigan – «οι φτωχοί φοροδιαφεύγουν, οι πλούσιοι φοροαποφεύγουν». Εννοεί προφανώς ότι από ένα μέγεθος επιχείρησης ή επίπεδο εισοδήματος και πάνω, όσοι πιστεύουν ότι αντί να πληρώνουν φόρους δικαιούνται να κρατήσουν τους καρπούς του ιδρώτα τους (ή, μάλλον, των άλλων), απλώς προσλαμβάνουν δικηγόρους, λογιστές και άλλους ειδικούς για την αξιοποίηση παραθύρων στη φορολογική νομοθεσία – π.χ. ιδρύοντας μια off shore εταιρεία.
Η υπενθύμιση αυτή, βγαλμένη από την εμπειρία των ΗΠΑ (όπου το φαινόμενο παρακολουθείται, με όλες τις σημασίες της λέξης, πολύ στενότερα από ό,τι εδώ), είναι χρήσιμη. Υπονοεί ότι καμιά πολιτική κατά της φοροδιαφυγής δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική εάν δεν αντιμετωπίζει τους φορολογικούς παραδείσους και τους άλλους νομότυπους τρόπους με τους οποίους εξασφαλίζεται η «φοροασυλία» εκταταμένων κοινωνικών κατηγοριών.
Πράγματι, ο κίνδυνος μετατόπισης από τη φοροδιαφυγή στην φοροαποφυγή είναι κάθε άλλο παρά θεωρητικός. Για παράδειγμα, μετά τις αποκαλύψεις του Υπουργείου Οικονομικών ότι από τους 150 ιατρούς με ιατρείο στο Κολωνάκι οι 60 δηλώνουν ετήσιο καθαρό εισόδημα κάτω από 20.000 ευρώ, η διάχυτη ανησυχία του συμπαθούς επαγγελματικού κλάδου για τα επερχόμενα μέτρα πάταξης (τα οποία ακόμη τα περιμένουμε) φαίνεται να έχει προκαλέσει κύμα ίδρυσης off shore εταιρείες ιατρών που θα κόβουν κανονικά αποδείξεις και όλα τα σχετικά. “Passata la legge trovato l'inganno” («Μόλις ψηφιστεί ο νόμος βρίσκεται αμέσως το παραθυράκι») όπως λένει και οι φίλοι μας οι Ιταλοί, που κάτι γνωρίζουν για το θέμα.
Ισχύει όμως ότι (κυρίως) οι φτωχοί φοροδιαφεύγουν; Και εάν ναι, ποιοι φοροδιαφεύγουν, και πόσο; Ή μάλλον, ποιοι ωφελούνται από τη φοροδιαφυγή, και πόσο;
Πρόκειται για ερωτήματα που οι επιστήμονες ονομάζουν «εμπειρικά». Αντί να γενικεύουμε κάτι που ακούσαμε, ή να πιστεύουμε διάφορους «μητροπολιτικούς μύθους», μπορούμε απλώς να τους επαληθεύσουμε ή να τους διαψεύσουμε διά της εμπειρικής έρευνας. Βέβαια, για να συμβεί αυτό θα πρέπει να έχουμε πρόσβαση σε δυσπρόσιτα ή και εμπιστευτικά δεδομένα (π.χ. τις φορολογικές δηλώσεις των ατόμων), πράγμα που δεν είναι πάντοτε εύκολο.
Ούτε και ακατόρθωτο όμως. Πρόσφατη έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, η οποία εκπονήθηκε από την διδάκτορα (πλέον) Μαρία Φλεβοτόμου και τον υπογράφοντα, προσπάθησε να απαντήσει ακριβώς στο ερώτημα των «διανεμητικών επιδράσεων της φοροδιαφυγής». Η έρευνα είχε το πλεονέκτημα της πρόσβασης σε δεδομένα από περίπου 27.400 φορολογικές δηλώσεις του 2005 – δεδομένα που μας είχε παραχωρήσει η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων σε ανώνυμη μορφή (δηλ. αφού πρώτα αφαιρέθηκε οποιαδήποτε πληροφορία μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την ταυτοποίηση των φορολογουμένων).
Τα κυριότερα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν πριν λίγες μέρες (στα αγγλικά) σε κείμενο συζήτησης του Ελληνικού Παρατηρητηρίου της London School of Economics, όπου είχαν παρουσιαστεί πριν λίγους μήνες.
Πρώτα οι μεθοδολογικές διευκρινήσεις. Το δείγμα φορολογικών δηλώσεων που αναλύσαμε δεν μας «δείχνει» τη φοροδιαφυγή, απλώς μας βοηθά να την εκτιμήσουμε εμμέσως. Πώς; Συγκρίνοντας το εισόδημα που δηλώνουν στην Εφορία ορισμένες ομάδες φορολογουμένων, με το αντίστοιχο εισόδημα που δηλώνουν παρόμοιες ομάδες στην Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΣΥΕ (που είναι η βασική πηγή πληροφόρησης για την κατανομή του εισοδήματος στη χώρα μας).
Συγκεκριμένα, χωρίσαμε τον πληθυσμό σε 16 σχετικά ομοιογενείς κατηγορίες, ανάλογα με την κύρια πηγή εισοδήματος και τη γεωγραφική περιφέρεια. Στη συνέχεια, συγκρίναμε το εισόδημα της κάθε κατηγορίας όπως αυτό δηλώνεται σε κάθε μια από τις δύο βάσεις δεδομένων. Τέλος, χρησιμοποιήσαμε τον λόγο των δύο μεγεθών για να χωρίσουμε τα εισοδήματα σε δύο μέρη: σε αυτό που δηλώνεται στην Εφορία και σε εκείνο που αποκρύπτεται.
Τα αποτελέσματα, παρότι αναμενόμενα, ήταν μάλλον εντυπωσιακά. Πραγματικά και δηλωθέντα εισοδήματα ταυτίζονται κατά 100% στην περίπτωση των συντάξεων και κατά 99,5% σε εκείνη των μισθών. Αντίθετα, το ποσοστό των αγροτικών εισοδημάτων που δηλώνεται στην Εφορία μετά βίας φτάνει το 47%, ενώ εκείνο των εισοδημάτων από ελεύθερο επάγγελμα δεν υπερβαίνει το 76%. Όσον αφορά τη γεωγραφική περιφέρεια, υπολογίσαμε το δηλωθέν εισόδημα σε 94% του συνολικού στην Αττική, και από 84% έως 88% στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τέλος, εκτιμήσαμε τον συνολικό λόγο δηλωθέντος και πραγματικού εισοδήματος σε 90,1%.
Από τα παραπάνω προκύπτει μια «συνθετική» κατανομή δηλωθέντος εισοδήματος που υπολείπεται της κατανομής του πραγματικού εισοδήματος κυρίως στα άκρα, και μάλιστα περισσότερο στην κορυφή παρά στη βάση. Παρατηρούμε δηλ. μια καμπύλη με σχήμα μεταξύ J και U. Το ποσοστό απόκρυψης εισοδήματος στο πλουσιότερο 10% του πληθυσμού ήταν 15% (και έφτανε το 24% στο πλουσιότερο 1%). Στην άλλη άκρη του φάσματος, το φτωχότερο 30% του πληθυσμού απέκρυπτε το 10-11% του εισοδήματός του. Όσο για τα ενδιάμεσα κλιμάκια, εκεί το ποσοστό απόκρυψης εισοδήματος κυμαινόταν από 5% έως 8%.
Βέβαια, ακόμη και όταν οι πλούσιοι αποκρύπτουν παρόμοιο ποσοστό του εισοδήματός τους με τους φτωχούς, αυτό αντιστοιχεί σε (πολύ) περισσότερα ευρώ διαφεύγοντος εισοδήματος για τους πρώτους παρά για τους δεύτερους. Επί πλέον, επειδή καθώς αυξάνεται το εισόδημα ανεβαίνουν οι φορολογικοί συντελεστές, τα περισσότερα ευρώ διαφεύγοντος εισοδήματος δίνουν πολλαπλάσιο φορολογικό όφελος για τους πλούσιους από ό,τι για τους φτωχούς.
Συνεπώς, η φοροδιαφυγή αδυνατίζει την αναδιανεμητική ικανότητα του φορολογικού συστήματος. Η έρευνά μας διαπίστωσε ότι εξ αιτίας της φοροδιαφυγής η κατανομή εισοδήματος γίνεται πιο άνιση (κατά 3-9%), η φτώχεια εκτενέστερη (κατά 1-2%), και η προοδευτικότητα του φορολογικού συστήματος ασθενέστερη (κατά 10-24%, ανάλογα με τον δείκτη που χρησιμοποιείται). Τέλος, η απόκρυψη του 10% του συνολικού εισοδήματος εκτιμήθηκε ότι προκαλεί απώλεια ίση με το 35% των εσόδων από το φόρο εισοδήματος.
Παρότι δεν είναι εύκολο να το αποδείξουμε, πιστεύουμε ότι οι εκτιμήσεις μας είναι συντηρητικές.
Κατ’ αρχήν, ηθελημένα δεν λάβαμε υπόψη ότι καθώς ανεβαίνει το εισόδημα το κίνητρο απόκρυψης αυξάνεται, για να μην θεωρηθεί ότι τα αποτελέσματά μας υπαγορεύονται από μια τέτοια υπόθεση. Εάν όμως δεχθούμε ότι η υπόθεση αυτή είναι ρεαλιστική, τότε τα ευρήματά μας υποεκτιμούν το πραγματικό μέγεθος της φοροδιαφυγής, καθώς και τις αναδιανεμητικές επιδράσεις της.
Έπειτα, η δήλωση χαμηλότερων εισοδημάτων στην Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών όντως δεν αποφέρει χρηματικό όφελος (αντίθετα από ό,τι στην Εφορία), αλλά όποιος φοροδιαφεύγει δύσκολα λέει την αλήθεια όταν τον ρωτάνε πόσα χρήματα βγάζει – συνεπώς, το δηλωθέν εισόδημα μπορεί στην πραγματικότητα να είναι πολύ κάτω από το 90% του πραγματικού (που εκτιμήσαμε εμείς).
Επίσης, πέρα από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, υπάρχει φοροδιαφυγή στο ΦΠΑ και σε διάφορους άλλους φόρους, όπως και εισφοροδιαφυγή (που παρότι ωφελεί και τον ασφαλισμένο, συμφέρει τον εργοδότη του δέκα φορές περισσότερο).
Τέλος, για να επιστρέψουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε, υπάρχει και η νομότυπη φοροαποφυγή στην οποία έχουν πρόσβαση μόνο τα μεγάλα εισοδήματα. Όλα αυτά έχουν πρόσθετες, ακόμη πιο αρνητικές επιπτώσεις στην κατανομή του εισοδήματος.
Συνεπώς, η φοροδιαφυγή είναι ένα σπορ πολυτελείας, το οποίο δεν μπορούν να το παίξουν όλοι ακόμη και αν το ήθελαν. Και φυσικά, στερεί το κράτος από πολύτιμους πόρους που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη βελτίωση της δημόσιας υποδομής με την ευρεία έννοια.
[Και ας μην επικαλεστεί κανείς το άλλοθι της διαφθοράς των πολιτικών. Όπως έγραψα σε προηγούμενο άρθρο μου, αυτή είναι προφανώς υπαρκτή, αλλά δεν τροφοδοτεί μόνο τη διαφθορά της κοινωνίας, τροφοδοτείται επίσης από αυτή.]
Με λίγα λόγια, η φοροδιαφυγή δεν οδηγεί μόνο σε ένα «φτωχό κράτος με πλούσιους πολίτες»: κάνει την κοινωνία μας πιο άνιση. Και λίγα πράγματα είναι πιο απελπιστικά από το να είναι κανείς φτωχός πολίτης σε ένα φτωχό κράτος.