20 Μαΐου 2012

Η πολιτική οικονομία της εθνικής συμφιλίωσης


Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα της Κυριακής» (Κυριακή 20 Μαΐου 2012) με τίτλο «Συνεννόηση εντός της Ευρώπης».


Σε ομαλές περιόδους, το «εθνικό συμφέρον» φαντάζει ρητορική κατασκευή, χρήσιμη κυρίως για την απόσπαση της συναίνεσης εκείνων που μένουν πίσω καθώς η κοινωνία προχωράει. Στη σημερινή περίοδο κρίσης, το τι ακριβώς υπαγορεύει το εθνικό συμφέρον εμφανίζεται με όλο και καθαρότερη μορφή. Η Ελλάδα πρέπει να μείνει πάση θυσία στην Ευρώπη, με νόμισμα το ευρώ. Το αντίθετο θα ήταν καταστροφή, όχι τόσο για τις εύπορες τάξεις (που έχουν ήδη πάρει τα μέτρα τους), όσο για τις ασθενέστερες (που θα βρεθούν απροετοίμαστες και απροστάτευτες στο μάτι του κυκλώνα).


Διάφοροι δημαγωγοί και στα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος πασχίζουν να μας πείσουν ότι η επιστροφή στη δραχμή δεν θα ήταν δα και τίποτε σπουδαίο. Θα περάσουμε, λένε, στην αρχή μερικές δυσκολίες, αλλά μετά μας περιμένει ζωή χαρισάμενη. Και αν όχι ζωή χαρισάμενη, η έξοδος από την Ευρώπη θα φέρει πιο κοντά τη σοσιαλιστική επανάσταση. Ή αν όχι τη σοσιαλιστική επανάσταση, τότε σίγουρα την εθνική παλιγγενεσία. Αφόρητες και επικίνδυνες ανοησίες.


Οι δύο εβδομάδες που μεσολάβησαν από τις εκλογές έδειξαν ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που στις προσεχείς εκλογές φιλοδοξεί να αποσπάσει τη σχετική πλειοψηφία, δεν έχει σαφή ιδέα για το τι πρέπει να γίνει με την οικονομία. Ο ΣΥΡΙΖΑ έσυρε τη χώρα στις κάλπες χωρίς ακόμη να έχει αποφασίσει για τα βασικά: Μέσα στο ευρώ ή έξω; Καταγγελία του Μνημονίου ή αναδιαπραγμάτευση; Και χωρίς τα λεφτά του Μνημονίου, πού θα βρούμε λεφτά για μισθούς, συντάξεις, νοσοκομεία, σχολεία;


Ίσως κάποια στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ αποφασίσει τελικά «ποια είναι η γραμμή». Στη συνέχεια όμως θα πρέπει να την επιβάλει στο ετερόκλητο συνονθύλευμα όσων τον συναποτελούν. Και τότε θα διαπιστώσει ότι η «ενότητα της ριζοσπαστικής αριστεράς» σφυρηλατείται πολύ δυσκολότερα με τη νηφάλια αναζήτηση επώδυνων μα αναγκαίων λύσεων, από ό,τι με την ανέξοδη ρητορική της τυφλής καταγγελίας.


Εν τω μεταξύ, από τις φωναχτές σκέψεις των πολλών μαθητευόμενων μάγων αλλά και των λίγων σοβαρών στελεχών του κόμματος αυτού, ένα πράγμα προβάλλει με σαφήνεια: η μονομερής καταγγελία του Μνημονίου οδηγεί σε έξοδο από το ευρώ και μετά από την Ευρώπη. Τα δε μέτρα που θα υποχρεωθεί να λάβει τότε μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι αγριότερα από ο,τιδήποτε εφαρμόστηκε τα τελευταία δύο χρόνια και θα μας κάνουν να νοσταλγήσουμε τη λιτότητα του Μνημονίου. Και στο βάθος δεν θα μας περιμένει η πολυπόθητη ανάπτυξη, αλλά η στασιμότητα που θα ανατροφοδοτεί τον λαϊκισμό και την ανευθυνότητα, κρατώντας τη χώρα καθηλωμένη σε χαμηλές επιδόσεις.


Το αντίπαλο δέος του ΣΥΡΙΖΑ, η συρρικνωμένη ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά, δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί την ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας. Όχι μόνο επειδή όλοι θυμούνται πώς κυβέρνησε κατά την καταστροφική πενταετία 2004-2009, επιδιδόμενη σε ένα όργιο σπατάλης και κακοδιοίκησης, που έφερε τα ελλείμματα στα ύψη και τη χώρα στο κατώφλι της χρεωκοπίας. Αλλά και επειδή το κόμμα αυτό έχει καταντήσει σκιά της φιλελεύθερης παράταξης με ευρωπαϊκό προσανατολισμό που οραματίστηκε ο ιδρυτής του: είναι πλέον ένα βαλκανικού τύπου δεξιό κόμμα, με αντιδυτικά ένστικτα και εθνικιστικά αντανακλαστικά.


Όσο για το αποδεκατισμένο ΠΑΣΟΚ, θα αργήσει να συνέλθει από τη χρόνια νόσο του κυβερνητισμού, της ταύτισης κόμματος και κράτους.


Και τώρα τι κάνουμε; Μην έχοντας την πολυτέλεια του χρόνου, δεν έχουμε και πολλές επιλογές. Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών του Ιουνίου, όλες οι πολιτικές δυνάμεις που – έστω προσχηματικά – δεσμεύονται υπέρ της παραμονής της χώρας στην Ευρώπη και στη ζώνη του ευρώ, θα υποχρεωθούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να αφήσουν πίσω τους την αντιπαράθεση γύρω από το Μνημόνιο - η οποία βραχυκυκλώνει το δημόσιο διάλογο - και να στρέψουν τη συζήτηση στα κρίσιμα ερωτήματα: Πώς θα μειώσουμε τα ελλείμματα; Πώς θα εξυγιάνουμε το κράτος και τους θεσμούς; Πώς θα ενθαρρύνουμε την υγιή επιχειρηματικότητα; Πώς θα προστατεύσουμε τα πιο αδύναμα από τα θύματα της κρίσης; Πώς θα δώσουμε προοπτική στους ανέργους; Πρόκειται για τα ίδια ερωτήματα που προβάλλουν επίμονα εδώ και δύο χρόνια, αλλά μένουν ακόμη αναπάντητα.


Το μακρινό 1973, ένας μεγάλος ηγέτης της ευρωπαϊκής αριστεράς κατέληγε στο συμπέρασμα ότι σε συνθήκες κρίσης η αριστερά δεν μπορεί να κυβερνήσει ακόμη και όταν διαθέτει το 51% των ψήφων. Ας θυμηθούμε την επισήμανση του Enrico Berlinguer, την επομένη των εκλογών του Ιουνίου.

9 Μαΐου 2012

Το ζητούμενο της επόμενης ημέρας

Συνυπογράφεται από τους Δημήτρη Σκάλκο, Γιώργο Σιακαντάρη και Μάνο Ματσαγγάνη. Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Τετάρτη 9 Μαΐου 2012).


Οι κοινωνίες και τα κράτη, σε αντίθεση με τα άτομα, δεν αυτοκτονούν διαμιάς. Ο θάνατός τους επέρχεται συνήθως βαθμιαία, μέσα από μια διαδικασία σταδιακής παρακμής. Κάτω από αυτό το πρίσμα, τα αποτελέσματα των προχθεσινών εκλογών δεν μας προκαλούν κατάπληξη, αν και οπωσδήποτε αφήνουν μια αφάνταστα πικρή γεύση.


Η σχεδόν απόλυτη κυριαρχία του πελατειακού κομματικού κράτους και η διαρκής κακοποίηση των θεσμών της ανοιχτής κοινωνίας αναπόφευκτα απαξίωσαν συνολικά το πολιτικό σύστημα, κάτι που τελικά αποτυπώθηκε στις πολιτικές ισορροπίες της κάλπης. Ακόμη χειρότερα, οι εξελίξεις δεν προδιαγράφονται θετικές.


Είμαστε υποχρεωμένοι να προσθέσουμε τη φωνή μας δίπλα σε όσους επισημαίνουν τους υπαρκτούς κινδύνους διολίσθησης της χώρας σε συνθήκες πλήρους οικονομικής κατάρρευσης, αποδιάρθρωσης του κοινωνικού ιστού και ανομίας, απομάκρυνσης από τον πυρήνα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.


Τίποτε όμως δεν προδιαγράφει νομοτελειακά το μέλλον. Εστω και τώρα, την ύστατη στιγμή, υπάρχει το περιθώριο ανάληψης των πρωτοβουλιών που θα αποτρέψουν την απειλή μιας νέας εθνικής καταστροφής. Υποστηρίζουμε ότι αυτές οι πρωτοβουλίες θα πρέπει να κινηθούν στους παρακάτω τρεις άξονες:


Ο πρώτος άξονας είναι ο σχηματισμός ενός «συνταγματικού τόξου» που θα εγγυάται τον σεβασμό των δημοκρατικών θεσμών και των κανόνων του κράτους δικαίου.


Ο δεύτερος άξονας είναι η διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού «διχτυού ασφαλείας» για τους ασθενέστερους συμπολίτες μας. Ενα κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας, απόλυτα εφικτό δημοσιονομικά, που να αποσκοπεί στη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και στην παροχή υπηρεσιών, όχι μόνο επιδομάτων, είναι αναγκαίο ανάχωμα στην κοινωνική αποσύνθεση αλλά και μέσο ανάκτησης της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς.


Ο τρίτος άξονας είναι ο σεβασμός των δανειακών δεσμεύσεων που έχουμε αναλάβει, και ταυτόχρονα η προώθηση και άμεση εφαρμογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Πρέπει να κινηθούμε προς ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, το οποίο να στηρίζεται σε ένα Δημόσιο που προσφέρει κοινωνικά αγαθά ποιότητας στους πολίτες, καθώς και σε μια υγιή και εξωστρεφή επιχειρηματικότητα, με το κράτος να ελέγχει τις εξωτερικές συνθήκες ανταγωνισμού.


Η προστασία των δημοκρατικών θεσμών είναι προαπαιτούμενο αξιοπρέπειας του πολίτη, οικονομικής ευημερίας και κοινωνικής ειρήνης. Αντίθετα, η προστασία των ευνοημένων συντεχνιών και ομάδων ειδικών συμφερόντων του χρεοκοπημένου μας συστήματος είναι τροχοπέδη στην επιβίωση της χώρας. Το τεράστιο κόμμα του δημόσιου συντεχνιασμού έχει εξαντλήσει τη χώρα προτού εξαντληθεί το ίδιο.


Η επόμενη μέρα πρέπει να βρει τη χώρα με σταθερή διακυβέρνηση. Καλούμε τις σοσιαλδημοκρατικές, αριστερές και φιλελεύθερες μεταρρυθμιστικές δυνάμεις, όπου και αν βρίσκονται, να αντιληφθούν ότι η ολιγωρία, η απραξία και οι διαχειριστικές λογικές του παρελθόντος αφήνουν ένα τεράστιο κενό πολιτικής εκπροσώπησης.


Αν δεν κινηθούν αποφασιστικά, με βάση σοβαρές προγραμματικές συμφωνίες, θα το πράξουν άλλοι. Και αυτό που θα δουν, δεν θα τους αρέσει καθόλου. Η αποτροπή των χειρότερων είναι το ζητούμενο της επόμενης μέρας.

3 Μαΐου 2012

Οι εκλογές της απροσδιοριστίας

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Πέμπτη 3 Μαΐου 2012)

Ποτέ στην πρόσφατη ιστορία μας δεν ήταν τόσο απρόβλεπτο το αποτέλεσμα των εκλογών. Μαζί με τις διάφορες φήμες και διαδόσεις που κυκλοφορούν για τα ευρήματα των μυστικών δημοσκοπήσεων, ακούγεται επίσης η πληροφορία ότι για να φτάσουν το δείγμα των 2.000 έγκυρων απαντήσεων οι δημοσκόποι πρέπει συχνά να κάνουν τριπλάσια τηλεφωνήματα: τα δύο τρίτα όσων σηκώνουν το τηλέφωνο, το ξανακλείνουν θυμωμένοι προτού απαντήσουν!

Συνεπώς, η πικρή αλήθεια είναι ότι απλώς δεν έχουμε ιδέα για το πώς θα ψηφίσει το εκλογικό σώμα: θα το μάθουμε όλοι μαζί το βράδυ της Κυριακής.

Όμως η απροσδιοριστία δεν αφορά μόνο το αποτέλεσμα των εκλογών. Ισχύει επίσης ότι ποτέ στην πρόσφατη ιστορία μας δεν ήταν τόσο αβέβαιο το τι θα γίνει μετά τις εκλογές. Θα κυβερνηθεί η χώρα; Και από ποιους; Θα μπορέσει να μπει σε μια νέα φάση, επούλωσης των πληγών της κρίσης, εξυγίανσης της πολιτικής και ανόρθωσης της οικονομίας; Ή θα ανοίξει μια παρατεταμένη περίοδος ακόμη μεγαλύτερης πολιτικής αστάθειας, οικονομικής αβεβαιότητας και κοινωνικής αναταραχής;

Για να αποφευχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, απαιτείται κατ’ αρχήν η αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας. Σήμερα, δυο χρόνια μετά την υπογραφή του Μνημονίου, η πολιτική αντιπαράθεση είναι ακόμη δηλητηριασμένη από τη ρητορική του μίσους. Πρόκειται για δυστύχημα μεγάλων διαστάσεων.

Πρώτον, επειδή (σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του Γιώργου Σιακαντάρη) «ό,τι παράγει το «αριστερό» μίσος το καταναλώνει η φασιστική δεξιά». Μόνο και μόνο για αυτό, οι ευθύνες του κ. Τσίπρα - και όσων άλλων στοιχημάτισαν μαζί του στην στρατηγική της έντασης – είναι τεράστιες.

Δεύτερον, επειδή ο παροξυσμός της μισαλλοδοξίας (με τις ρητορικές εξάρσεις για προδότες, υποτελείς, κλέφτες κτλ. πολιτικούς) συσκοτίζει τις πραγματικές αποτυχίες ενός τρόπου άσκησης της πολιτικής που μεσουράνησε επί τέσσερις σχεδόν δεκαετίες, και αιχμαλωτίζει από τώρα τις πολιτικές ηγεσίες σε μετεκλογικά αδιέξοδα.

Τρίτον, επειδή όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών της Κυριακής, η συντεταγμένη έξοδος από την κρίση θα απαιτήσει την ήρεμη διερεύνηση των (λίγων) εναλλακτικών λύσεων που διαθέτουμε.

Για όλους αυτούς τους λόγους και μερικούς άλλους, η επικράτηση ενός ηρεμότερου κλίματος (περισυλλογής και αναζήτησης, όχι μόνο θυμού και αγανάκτησης) θα έπρεπε να είναι η πρώτη προτεραιότητα όλων των πολιτικών δυνάμεων.

Φυσικά δεν είναι. Ο κ. Σαμαράς έχει μεθύσει τόσο πολύ με την (ίσως λιγότερο κοντινή από όσο νομίζει) προοπτική να γίνει πρωθυπουργός, που δεν διστάζει να ποντάρει τα ρέστα του στις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις – αδιαφορώντας για τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε κάτι τέτοιο στην οικονομία και στην κοινωνία. Ο κ. Βενιζέλος δηλώνει ότι «η αυτοδυναμία είναι ντεμοντέ», όπως μια υπέρβαρη κυρία θα δήλωνε ότι «οι μίνι φούστες προσβάλλουν τα χρηστά ήθη», ξεχνώντας (;) ότι το κόμμα του αυτή την αυτοδυναμία - τόσο απρόσιτη πλέον - την είχε αναγορεύσει κάποτε σε αυτοσκοπό.

Η αναξιοπιστία των δύο μεγαλύτερων κομμάτων είναι το πρώτο μεγάλο εμπόδιο στην επίλυση του πολιτικού προβλήματος της χώρας. Και η ΝΔ και το ΠαΣοΚ εμφανίζονται ως σωτήρες της χώρας και εγγυητές της ευρωπαϊκής της πορείας. Ποιος τους πιστεύει; Ποιος ξεχνά ότι και οι δύο μεγαλούργησαν στο μοντέλο πολιτικής που μας οδήγησε στα πρόθυρα της χρεωκοπίας (διορισμοί, εξαιρέσεις για τις ευνοημένες κατηγορίες, ειδικές ρυθμίσεις, αφανείς επιδοτήσεις, ανοχή στην παρανομία, ετεροβαρείς συμβάσεις με τους προνομιακούς προμηθευτές – όλα με δανεικά); Νομίζω κανείς – ούτε καν οι όλο και λιγότεροι ψηφοφόροι τους.

Άλλωστε, τα πρόσφατα δείγματα γραφής και των δυο είναι θλιβερά: από το όργιο διορισμών υπαλλήλων από την εκλογική του περιφέρεια την τελευταία φορά που ο κ. Σαμαράς ήταν υπουργός, έως τον «εθνικά υπερήφανο» πλην όμως παιδαριώδη χειρισμό της τρόικας εκ μέρους του κ. Βενιζέλου άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του ως υπουργού Οικονομικών πριν λίγους μήνες. Όλα αυτά δείχνουν ότι παρά τις συγγνώμες κατά βάθος δεν υπάρχει ούτε ίχνος μεταμέλειας στην ηγεσία των δύο αυτών κομμάτων. Ο αναστοχασμός για το τι πήγε στραβά είναι εντελώς ξένος με την πολιτική κουλτούρα και των δυο.

Εάν όμως μια εν λευκώ εντολή στη ΝΔ ή/και στο ΠαΣοΚ είναι η Σκύλλα που θα πρέπει να αποφύγουμε, εξ ίσου (αν όχι περισσότερο) επικίνδυνη θα ήταν η παράδοση της χώρας στην Χάρυβδη του μετώπου της δραχμής. Σε αυτό δηλαδή το συνονθύλευμα αγανακτισμένων πελατών του πελατειακού συστήματος, οπαδών της επαναστατικής ή φασιστικής βίας (ή, έστω, της βίας γενικώς), εκείνων που λένε ότι περιφρονούν τους πολιτικούς αλλά στην πραγματικότητα μισούν τη Δημοκρατία.

Αυτό το στενό πέρασμα ανάμεσα σε δύο κάβους– και μάλιστα σε φουρτουνιασμένα νερά - θα πρέπει σήμερα να κουμαντάρουν οι δυνάμεις της ανανεωτικής, ευρωπαϊκής, δημοκρατικής Αριστεράς (στις οποίες ανήκω), που από το 2010 ανασυγκροτούνται στο κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς (με το οποίο είμαι υποψήφιος). Οι δυνάμεις αυτές μπορούν και υπερηφανεύονται ότι έχουν τις λιγότερες ευθύνες από όλους για το σημερινό αδιέξοδο. Όχι μόνο επειδή δεν κυβέρνησαν ποτέ – αλλά επειδή δεν υπέθαλψαν τον ακραίο συντεχνιασμό, δεν έκλεισαν το μάτι στη βία και στην ανομία, δεν προσέβαλαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, δεν ανέβασαν το θερμόμετρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Επειδή, σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης (αρχικά ως Ρήγας Φεραίος και ΚΚΕ εσωτερικού, για λίγο καιρό ως ΕΑΡ, στη συνέχεια ως ασφυκτιούσα μειοψηφία στον Συνασπισμό ή ως ανένταχτοι στον αστερισμό της κεντροαριστεράς), πολιτεύθηκαν με χαμηλούς τόνους, εκφράζοντας φρέσκιες ιδέες και διατυπώνοντας μεταρρυθμιστικές προτάσεις.

Παρ' ότι όμως εμείς φταίμε λιγότερο από όλους για τη σημερινή κρίση, δεν έχουμε την παραμικρή διάθεση να παίξουμε το ρόλο του δικαστή ή του δημίου. Επειδή ως παράταξη έχουμε συναίσθηση πού καταλήγουν οι τυφλές συγκρούσεις. Και επειδή εκείνοι που τελικά χάνουν σε τέτοιες συνθήκες είναι εκείνοι που μας ενδιαφέρουν περισσότερο (οι πιο αδύναμοι). Για αυτό είμαστε αποφασισμένοι να προασπίσουμε την Δημοκρατία, την νομιμότητα και την κοινή λογική.

Μας ρωτάνε: «Και τι θα κάνει η ΔΗΜ.ΑΡ. στη Βουλή, όταν ο εντολοδόχος πρωθυπουργός ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης»; Δεν θα ήταν εύκολο για οποιοδήποτε κόμμα να δεσμευτεί εκ των προτέρων για τη στάση του σε διάφορα ενδεχόμενα – ούτε θα ήταν συνετό να το κάνει. Είναι λογικό όμως η κοινή γνώμη να θέλει να ξέρει πώς θα πολιτευθεί κάθε κόμμα που ζητά την υποστηριξή της.

Εντελώς ειλικρινά, η ΔΗΜ.ΑΡ. δεν μπορεί να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στα δύο μεγάλα κόμματα, επειδή απλούστατα δεν τα εμπιστεύεται. Δεν πιστεύει ότι πολιτικές δυνάμεις προσκολλημένες σε έναν «βαλκανικό» τρόπο άσκησης πολιτικής του 19ου αιώνα είναι σήμερα σε θέση να εγγυηθούν την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας στον 21ο αιώνα. Δεν μας έχουν πείσει, ούτε εμάς ούτε τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης.

Όμως η ΔΗΜ.ΑΡ. είναι η Αριστερά της ευθύνης. Δεν μένει αδιάφορη μπροστά στον κίνδυνο της ακυβερνησίας. Είναι αποφασισμένη να συμβάλλει με όλες τις δυνάμεις της στην πολιτική σταθερότητα και στην αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας. Η ΔΗΜ.ΑΡ. δεν ενδιαφέρεται για κυβερνητικά πόστα. Ενδιαφέρεται όμως – και μάλιστα πολύ - να δώσει φωνή σε όσους σήμερα δεν έχουν, ελπίδα σε όσους την έχουν χάσει: στους φτωχούς, στους άνεργους, στους νέους.

Η συζήτηση για την μετεκλογική στάση της ΔΗΜ.ΑΡ. θα αρχίσει μετά τις εκλογές, και η κατάληξή της θα εξαρτηθεί μεταξύ άλλων από το μέγεθος (και τη σύνθεση) της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος. Έχω περιγράψει αλλού έναν τρόπο να πετύχουμε αυτό που θέλουμε (δηλ. να εκπροσωπήσουμε τους πιο αδύναμους) χωρίς να αναγκαστούμε να κάνουμε κάτι που ούτε θέλουμε ούτε μπορούμε (δηλ. να εμπιστευθούμε τη ΝΔ και το ΠαΣοΚ). Οι βουλευτές της Δημοκρατικής Αριστεράς μπορούν να ζητήσουν από την επόμενη κυβέρνηση να συμπεριλάβει στις προγραμματικές της δηλώσεις (πειστικές) δεσμεύσεις εφαρμογής των πιο σημαντικών από τα μέτρα στήριξης των ασθενεστέρων που έχουμε προτείνει. Και στη συνέχεια, εάν κάτι τέτοιο γίνει αποδεκτό από τον εντολοδόχο πρωθυπουργό, να είναι έτοιμοι να προσφέρουν ψήφο ανοχής – όχι εμπιστοσύνης - στη νέα κυβέρνηση.

Σε κάθε περίπτωση, ένα πράγμα είναι βέβαιο. Και μετά τις εκλογές, η Δημοκρατική Αριστερά θα είναι παρούσα σε όλες τις κρίσιμες μάχες μέσα και έξω από τη Βουλή: για να στηρίξει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, για να αντιταχθεί στις προσπάθειες αναβίωσης της πελατειακής πολιτικής, για να υπερασπιστεί τους φτωχούς και τους ανέργους, για να δώσει προοπτική στις υγιέστερες δυνάμεις του τόπου. Για να εγγυηθεί την πολιτική σταθερότητα και τη δημοκρατική ομαλότητα. Για αυτό ζητά την υποστήριξη όλων των πολιτών που αγωνιούν για το πώς η οικονομία θα βγεί από την ύφεση, πώς η κοινωνία θα επουλώσει τις πληγές της, πώς η χώρα μας θα παραμείνει ευρωπαϊκή.

1 Μαΐου 2012

Το νέο κοινωνικό ζήτημα, το Μνημόνιο, και ο ρόλος της Δημοκρατικής Αριστεράς

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μεταρρύθμιση» (Τρίτη 1 Μαΐου 2012).


1. Το κοινωνικό κράτος θύμα της κρίσης;
 

Ένας από τους δημοφιλέστερους μύθους που πλανώνται στη δημόσια συζήτηση παρουσιάζει το κοινωνικό κράτος ως απλό θύμα της κρίσης. Η πραγματικότητα – όπως συχνά συμβαίνει – είναι κάπως πιο μπερδεμένη.
 

Παρά τη φιλολογία για «συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους διεθνούς», στην Ευρωπαϊκή Ένωση η κοινωνική δαπάνη αυξήθηκε εν μέσω κρίσης, από 27% του ΑΕΠ το 2008 σε 30% το 2010. Βλέπετε, το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος μπορεί να έχει διάφορα προβλήματα, αλλά τη βασική δουλειά του την κάνει καλά. Λειτουργεί με αυτοματισμούς: καθώς λόγω ανεργίας ή μείωσης μισθών τα εισοδήματα των ατόμων και των οικογενειών πέφτουν, τα κοινωνικά επιδόματα τα συμπληρώνουν (ιδίως τα χαμηλότερα). Τίθεται δηλ. σε λειτουργία ένα «κοινωνικό αμορτισέρ» που απορροφά εν μέρει τους κραδασμούς – ή, αν προτιμάτε, ένα δίχτυ ασφαλείας που επιτρέπει στα θύματα της κρίσης να πέσουν στα μαλακά (σχετικά πάντοτε).
 
Στην Ελλάδα, όπως δείχνουν οι πρωτοφανείς εικόνες ανέχειας και στέρησης που βλέπουμε με τα μάτια μας καθημερινά, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Ούτε μπορούσε να συμβεί. Το σύστημα κοινωνικής προστασίας δεν έκανε για μια τέτοια δουλειά: ήταν ανέτοιμο και ακατάλληλο για την αντιμετώπιση των κοινωνικών συνεπειών της κρίσης. Έκανε βέβαια (και κάνει) άλλες δουλειές. Μπορεί να μην προστάτευε τους φτωχούς και τους άνεργους, αλλά υποστήριζε τις συντάξεις και την περίθαλψη εύπορων ομάδων με καλές διασυνδέσεις. Αναδιένεμε πόρους και δικαιώματα, αλλά από την ανάποδη: από τα χαμηλά εισοδήματα στα υψηλότερα.
Θα πω σε λίγο ποιο κατά τη γνώμη μου είναι το πρόβλημα. Πρώτα, όμως, να πω ποιο δεν είναι το πρόβλημα. Η κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα έχει πάρα πολλές αδυναμίες, κάτι όμως από το οποίο σίγουρα δεν πάσχει είναι η έλλειψη πόρων. Η κοινωνική δαπάνη την τελευταία δεκαετία συνέκλινε προς τον Ευρωπαϊκό μ.ό. Μάλιστα, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, το 2009 (δηλ. τις παραμονές της σημερινής κρίσης) έφτασε το 29% του ΑΕΠ, στέλνοντας την Ελλάδα στις πρώτες θέσεις της βαθμολογίας όσον αφορά τη δαπάνη. Συνεπώς, ο λόγος που το σύστημα κοινωνικής προστασίας στη χώρα μας δείχνει ανήμπορο να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές συνέπειες της κρίσης δεν είναι ότι είναι «φτωχό». Κάθε άλλο.

 
Τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα όσον αφορά τη δαπάνη για συντάξεις. Όχι μόνο αυτή είχε ήδη φτάσει στο 14% του ΑΕΠ (περίπου 2% πάνω από τον Ευρωπαϊκό μ.ό.) το 2009, αλλά προβλεπόταν τις επόμενες δεκαετίες να ανεβεί σε εξωφρενικά επίπεδα, της τάξης του 25% του ΑΕΠ. Στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου η αντίστοιχη δαπάνη επίσης υπολογιζόταν ότι θα αυξηθεί, πλησιάζοντας το 15% του ΑΕΠ (όχι 25%), επικρατούσε προβληματισμός: μια αύξηση έστω κατά 1-2% του ΑΕΠ δεν είναι παίξε-γέλασε, από κάπου πρέπει να βρεθούν οι πρόσθετοι πόροι. Εδώ σε εμάς, επικρατούσε ο απόλυτος εφησυχασμός: για τους περισσότερους η ασφαλιστική μεταρρύθμιση δεν ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει για να αποκατασταθεί η ισονομία των πολιτών και για να μην καταρρεύσει το σύστημα, ήταν μια ακόμη παράλογη απαίτηση των ξένων που θέλουν το κακό μας. Αλλά ο λαός δεν μάσησε: κατέβηκε στους δρόμους για να ματαιώσει τη μεταρρύθμιση Γιαννίτση, που προέβλεπε (αν είναι δυνατόν!) ότι όλες οι συντάξεις θα υπολογίζονται με τον τρόπο που χρησιμοποιεί το ΙΚΑ, και τα κατάφερε.
 

Υπήρχε ένα πρόβλημα όμως. Η επόμενη 40ετία, όταν η χώρα μας θα έπρεπε να βρει πόρους της τάξης του ¼ του εθνικού εισοδήματος μόνο και μόνο για να πληρώνει συντάξεις (πράγμα απολύτως ανέφικτο αλλά και ανεπιθύμητο), δεν είναι απλώς η εποχή που τα παιδιά μου, και τα παιδιά πολλών άλλων, θα βγουν στη σύνταξη. Είναι επίσης η εποχή που θα λήξουν πολλά από τα κρατικά ομόλογα που εκδώσαμε για να δανειστούμε, ώστε να διατηρήσουμε ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο για τον εαυτό μας. Αυτό δεν φαινόταν να μας ανησυχεί ιδιαίτερα. Ανησύχησε όμως, και πολύ μάλιστα, όσους μας δάνειζαν, ευελπιστώντας ότι κάποτε θα πάρουν πίσω τα χρήματα που μας δάνεισαν. Αυτή τη μικρή λεπτομέρεια δεν την είχαμε υπολογίσει. Την υπολόγισαν όμως οι επάρατες αγορές. Με αυτή την έννοια, το κοινωνικό κράτος συνέβαλε στην κρίση: ήταν και θύτης, όχι μόνο θύμα.

2. Το Μνημόνιο ισοπεδώνει το κοινωνικό κράτος;
 

Με αυτά και με αυτά, φτάσαμε στο Μνημόνιο. Ένα από τα πρώτα μέτρα που μας επέβαλε η τρόικα ήταν η ασφαλιστική μεταρρύθμιση – κάτι δηλ. που έπρεπε να είχαμε εφαρμόσει μόνοι μας εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες. Ώστε να έχουμε ένα σύστημα συντάξεων πιο δίκαιο και πιο βιώσιμο (που είναι τελικά το ίδιο πράγμα, αφού τα θηριώδη ελλείμματα παραβιάζουν το κοινωνικό συμβόλαιο σε βάρος της γενιάς που δεν εκπροσωπείται, δηλ. σε βάρος της γενιάς των παιδιών μας).
 
Όμως, στον ασφαλιστικό νόμο του Ιουλίου 2010 παίχτηκε η πρώτη πράξη μιας φαρσοκωμωδίας, η οποία έκτοτε επαναλαμβάνεται συστηματικά. Εμφανιζόμενη ως ηρωικά μαχόμενη υπέρ των εθνικών συμφερόντων, παίζοντας δηλ. σκληρό κατενάτσιο εναντίον της τρόικας, η τότε κυβέρνηση έδωσε (και δυστυχώς κέρδισε!) μια σειρά από μάχες – όλες υπέρ των συνήθων υπόπτων: μηχανικοί, δικηγόροι, γιατροί, εργαζόμενοι στη ΔΕΗ, δημοσιογράφοι, υπάλληλοι της ΤτΕ, βουλευτές, κληρικοί, ένστολοι κτλ. κτλ. – όλες δηλ. οι «ευπαθείς» ομάδες - κατάφεραν τελικά να μείνουν εκτός νέου ασφαλιστικού.

 
Ακόμη δηλ. και τη στιγμή που γινόταν φανερό ότι το μεταπολιτευτικό μοντέλο (αυτό το μοντέλο της πολιτικής που παράγει ελλείμματα εξυπηρετώντας πελάτες) είχε πλέον φάει τα ψωμιά του, φέρνοντάς μας όλους στο χείλος του γκρεμού, η κυβέρνηση – αλλά εδώ που τα λέμε και η αντιπολίτευση, και τα συνδικάτα, και τα κανάλια κτλ. κτλ. – συνέχιζαν το ίδιο βιολί. Το μόνο, άλλωστε, βιολί που ξέρουν.

 
Σήμερα, δύο σχεδόν χρόνια μετά, που τα πράγματα έχουν χειροτερέψει και άλλο, βλέπουμε πού οδηγεί η προσκόλληση στο λαϊκισμό και στο πελατειακό σύστημα. Τα βάρη της κρίσης κατανέμονται άδικα. Η αναπόφευκτη λιτότητα πλήττει περισσότερο όσους έχουν λιγότερη ισχύ: τους φτωχούς, τους ανέργους, τους νέους.

 
Λιγότεροι από χίλιοι μακροχρόνια άνεργοι θα πάρουν το σχετικό επίδομα αξίας €200 επί 12 μήνες. Οι υπόλοιποι (560+ χιλιάδες) δεν έχουν να περιμένουν απολύτως τίποτε από το κράτος. Ένα στα 4 παιδιά ζει σε συνθήκες σχετικής φτώχειας. Τα μισά περίπου θα πάρουν ένα επίδομα €8 ή €25 το μήνα, τα άλλα μισά απολύτως τίποτε. Δεν έχουμε ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα (23 χώρες της ΕΕ έχουν σε εθνικό επίπεδο, οι άλλες 2 σε τοπικό), και έτσι δεν υπάρχει τίποτε που να εμποδίζει τα θύματα της κρίσης όταν είναι πολύ άτυχα να πέσουν στην πιο απόλυτη φτώχεια.

 
Την ίδια στιγμή βέβαια βρίσκουμε €605 εκατομμύρια το χρόνο ώστε να συνεχίσουν οι εργαζόμενοι της ΔΕΗ να συνταξιοδοτούνται σε νεώτερη ηλικία από ό,τι π.χ. ένας 48χρονος πανεπιστημιακός (και με καλύτερη σύνταξη από ό,τι ο μισθός του). Ας είναι καλά ο κ. Βενιζέλος που φρόντισε το θέμα τους. Και ας είναι καλά ο κ. Λοβέρδος που τους άφησε εκτός ασφαλιστικού της τρόικας.

3. Πώς θα απαλλαγούμε από το Μνημόνιο;
 

Ήταν όλα αυτά αναπόφευκτα; Και: μπορεί να γίνει κάτι σήμερα;
 

Όχι, δεν ήταν αναπόφευκτα. Και ναι, μπορεί να γίνει κάτι σήμερα.
 

Δεν ήταν αναπόφευκτα, επειδή κανείς δεν μας εμπόδισε το Μάιο του 2010 (ούτε τώρα μας εμποδίζει) να εφαρμόσουμε αντί για το επάρατο Μνημόνιο ένα δικό μας πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης, το οποίο να μειώνει τα ελλείμματα όσο και το Μνημόνιο, αλλά με δικαιότερο τρόπο. Δεν το κάναμε επειδή δεν μπορέσαμε, δηλ. επειδή δεν θελήσαμε. Ποιος, αλήθεια, μας εμπόδισε να μειώσουμε τη φοροδιαφυγή, αντί να βάζουμε νέους φόρους που βαθαίνουν την ύφεση; Ποιος μας εμπόδισε να περιορίσουμε τα έξοδα μισθοδοσίας στο δημόσιο και στις ΔΕΚΟ εφαρμόζοντας την εφεδρεία από τους αργόμισθους, από όσους αποδεδειγμένα εμπλέκονται σε υποθέσεις διαφθοράς, από όσους καλύπτουν άχρηστες θέσεις, από όσους προσελήφθησαν εκτός ΑΣΕΠ κ.ο.κ.; Η τρόικα πάντως όχι.
 
Ο λόγος που οι περικοπές είναι οριζόντιες, και αγριότερες από όσο ήταν αναγκαίο, δεν είναι «η αναλγησία της τρόικας». Είναι η ανικανότητα του πολιτικού συστήματος να εξυγιάνει τη δημόσια διοίκηση, την οικονομία (και, φυσικά, την πολιτική), μέσω δραστικών και δίκαιων μεταρρυθμίσεων. Αυτό, άλλωστε, είναι και το πραγματικό δίλημμα των εκλογών της 6ης Μαΐου: όχι αντιμνημονιακοί εναντίον μνημονιακών, αλλά μεταρρυθμιστές εναντίον αντι-μεταρρυθμιστών.

 
Θα μου πείτε: «δηλ. καλό είναι το Μνημόνιο;». Όχι, καλό δεν είναι (όλο). Κρίσιμες πλευρές του διαπνέονται από μια υπερ-φιλελεύθερη αντίληψη που δύσκολα θα αποδώσει. Για παράδειγμα, η στρατηγική της «εσωτερικής υποτίμησης» είναι μια εύλογη απάντηση στο πώς θα ανακτήσουμε την ανταγωνιστικότητά μας επιλέγοντας να μην χρεωκοπήσουμε ατάκτως (και ευτυχώς), χωρίς δηλ. να επιστρέψουμε στη δραχμή. Η λογική της «εσωτερικής υποτίμησης» είναι απλή. Εάν οι μισθοί πέσουν κατά χ%, και οι τιμές επίσης κατά χ%, τότε οι εργαζόμενοι δεν θα υποστούν (σημαντική) μείωση του εισοδήματός τους σε πραγματικούς όρους, τα ελληνικά προϊόντα θα συμφέρουν περισσότερο, οι εξαγωγές θα αυξηθούν, η ανεργία θα μειωθεί, η φορολογική βάση θα διευρυνθεί κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, και το έλλειμμα του προϋπολογισμού και το εξωτερικό έλλειμμα θα μειωθούν ταυτόχρονα. Υπό έναν κρίσιμο όρο όμως: ότι οι τιμές θα πέσουν όσο και οι μισθοί. Αυτό δεν έχει συμβεί μέχρι τώρα, και μπορεί να μην συμβεί ποτέ. Ο λόγος είναι ότι πολλοί εργοδότες είναι μυωπικοί και προσκολλημένοι στο πατροπαράδοτο μοντέλο της «επιχειρηματικότητας της αρπαχτής». Σε τέτοιες συνθήκες, η «εσωτερική υποτίμηση» δεν αποδίδει. Η μόνη συνέπεια της μείωσης των μισθών είναι η μεταβολή του συσχετισμού ισχύος σε βάρος των εργαζομένων. Αυτό είναι κακό για τους ίδιους, είναι κακό για την κοινωνία (αφού οι ανισότητες υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή), ενώ είναι κακό και για την οικονομία (αφού με εξαθλιωμένους εργαζόμενους δεν υπάρχει βιώσιμη ανάπτυξη).

 
Επί πλέον, διαβάζουμε ότι το Μνημόνιο ΙΙ προβλέπει δραστική μείωση της δημόσιας δαπάνης σε 41% του ΑΕΠ (από 50%) προς το τέλος αυτής της δεκαετίας. Θα μπορέσουμε να βελτιώσουμε τη στάθμη των δημοσίων υπηρεσιών παρά μια τέτοια μείωση; Ίσως ναι. Εάν όμως δεν τα καταφέρουμε, αυτό θα ήταν μια ήττα για όσους (όπως π.χ. ο γράφων) προτιμούν να ζουν σε μια χώρα με ισχυρό και αποτελεσματικό σύστημα κοινωνικής προστασίας, με δημόσια νοσοκομεία και δημόσια σχολεία υψηλής ποιότητας, με δημόσιους σιδηροδρόμους (που όμως να μην χρειάζονται επιδότηση 1 εκατομμυρίου ευρώ την ημέρα) κ.ο.κ.

 
Όλα αυτά δεν φροντίσαμε να τα φτιάξουμε την εποχή των παχιών αγελάδων (τότε που δεν υπήρχε τρόικα). Και τώρα, την εποχή των ισχνών αγελάδων, κινδυνεύουμε να μην τα αποκτήσουμε ποτέ. Όχι όμως επειδή δεν θα μας αφήσει η τρόικα. Καμιά τρόικα δεν εμποδίζει π.χ. τη Δανία, που όλα αυτά τα έχει ήδη, να τα χρηματοδοτεί με 58% του ΑΕΠ. Και αυτό επειδή πριν την κρίση ο κρατικός προϋπολογισμός της είχε για αρκετά χρόνια πλεόνασμα από 3% έως 5% (όχι έλλειμμα 15%, όπως ο δικός μας). Και το δημόσιο χρέος της είναι τώρα 27% του ΑΕΠ (όχι 160% όπως το δικό μας).

 
Θέλω να πω ότι όσες ευρωπαϊκές χώρες καταφέρνουν να χρηματοδοτούν όλα αυτά τα ωραία πράγματα (σχολεία, νοσοκομεία, τραίνα κτλ.) από φόρους, και όχι με δανεισμό, δεν εκτίθενται στα καπρίτσια των αγορών και δεν έχουν κανέναν πάνω από το κεφάλι τους να τους λέει τι μέτρα πρέπει να πάρουν. Αντίθετα: οι διεθνείς οργανισμοί τους δίνουν εύσημα. Από την άλλη, εμείς κινδυνεύουμε να γίνουμε Μπανανία: μια χώρα το Κοινοβούλιο της οποίας απλώς εγκρίνει τα μέτρα που κάποιοι άλλοι αποφάσισαν κάπου αλλού.

 
Πώς όμως θα πάψουμε να είμαστε Μπανανία; Μήπως με τη θλιβερή επίδειξη πληγωμένου εθνικού εγωισμού, όπως κάνουν ο κ. Καμμένος με τον κ. Τσίπρα (και, εδώ που τα λέμε, έκαναν μέχρι πριν λίγους μήνες ο κ. Σαμαράς με τον κ. Βενιζέλο); Όχι βέβαια. Ο μοναδικός λόγος που σήμερα έχουμε χάσει ένα τμήμα της εθνικής μας ανεξαρτησίας είναι ότι βρεθήκαμε υπερχρεωμένοι και ελλειμματικοί. Άρα δεν πρόκειται να την επανακτήσουμε εάν πρώτα δεν μειώσουμε ριζικά τα ελλείμματα, με δραστικές και δίκαιες μεταρρυθμίσεις για την εξυγίανση του κράτους και της οικονομίας. Η μείωση των ελλειμμάτων είναι η μόνη αληθινά πατριωτική πολιτική σήμερα (και η μόνη αληθινά αριστερή επίσης).

4. Τι να κάνουμε;
 

Αυτό με φέρνει στο τελευταίο ερώτημα: τι μπορεί να γίνει σήμερα;
 

Πολλά μπορούν να γίνουν. Κάποια τα ανέφερα ήδη. Επιγραμματικά, θα έλεγα ότι οι προτεραιότητες είναι οι εξής.
 

Σε ό,τι αφορά την κοινωνική πολιτική:
·       Ενδυνάμωση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας. Επίδομα ανεργίας σε μη ανταποδοτική βάση για όλους τους ανέργους με αποδεδειγμένα χαμηλό εισόδημα. Ενιαίο επίδομα παιδιού για όλες τις οικογένειες με παιδιά, ιδίως τις φτωχότερες. Επίδομα κατοικίας για όλους τους ενοικιαστές χαμηλού εισοδήματος. Ενιαίο επίδομα αναπηρίας. Σχολικά γεύματα στα δημόσια σχολεία, ιδίως για τους φτωχότερους μαθητές. Προσεκτικός σχεδιασμός και πειραματική εφαρμογή ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για την εξάλειψη της ακραίας φτώχειας.
·       Ενίσχυση των κοινωνικών υπηρεσιών. Αναδιοργάνωση του δικτύου βρεφονηπιακών και παιδικών σταθμών σε κάθε δήμο της χώρας, ώστε να είναι διαθέσιμοι σε όλες τις οικογένειες που τους χρειάζονται. Αναβάθμιση των δομών προστασίας ηλικιωμένων και ατόμων με αναπηρίες. Συστηματική υποστήριξη του προγράμματος «Βοήθεια στο σπίτι».
·       Ολοκλήρωση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης. Πλήρης ενοποίηση του συστήματος συντάξεων μέσω της άμεσης ένταξης στο καθεστώς του Ν3863/2010 όλων των κατηγοριών ασφαλισμένων, με τους ίδιους ακριβώς όρους χωρίς καμμία εξαίρεση. Αναμόρφωση σε ανταποδοτική βάση των επικουρικών συντάξεων και του εφάπαξ. Το σύνολο της κρατικής χρηματοδότησης στη χρηματοδότηση της βασικής σύνταξης (από το 2015). Σταδιακή κατάργηση μέχρι τότε όλων των ενισχύσεων (κρατικών επιχορηγήσεων και κοινωνικών πόρων) στα ταμεία.
 

Σε ό,τι αφορά την ευρύτερη δημόσια πολιτική:
·       Αποκατάσταση της νομιμότητας παντού – αρχίζοντας από την ασυδοσία των ισχυροτέρων.
·       Δίκαιη κατανομή των βαρών και προστασία των πιο αδύναμων από τα θύματα της κρίσης.
·       Μηδενική ανοχή στην φοροδιαφυγή και στη φοροκλοπή.
·       Δραστικός περιορισμός του κόστους της πολιτικής.
·       Αναμόρφωση των δημόσιων υπηρεσιών με διαφάνεια, λογοδοσία και αξιοκρατία.
·       Προετοιμασία της ανάπτυξης με σταθερούς και δίκαιους κανόνες.
·       Για μια οικονομία που ανταμείβει την υγιή επιχειρηματικότητα, επενδύει στους εργαζόμενους και σέβεται το περιβάλλον.
·       Σε μια κοινωνία αλληλεγγύης και ευθύνης, όπου οι κανόνες της κοινής συμβίωσης γίνονται σεβαστοί από όλους.
 

Είμαι πεισμένος ότι τα παραπάνω είναι στο χέρι μας. Αρκεί να πάψουμε να κυνηγάμε φαντάσματα. Αρκεί να το πάρουμε απόφαση ότι πρέπει να νοικοκυρέψουμε το σπίτι μας – όχι επειδή μας το λέει η τρόικα, αλλά για να μπορέσουν τα παιδιά μας να ζήσουν σε μια χώρα προκοπής και δημιουργίας, με περισσότερες ευκαιρίες και λιγότερες ανισότητες, μια χώρα όπου θα θέλουν να μεγαλώνουν τα δικά τους παιδιά.
 

Έχουμε αργήσει απελπιστικά πολύ. Αλλά ας κινηθούμε προς τα εκεί, έστω και τώρα. Οι εκλογές μπορεί να είναι μια καλή αρχή.