1 Οκτωβρίου 2013

Η Ελλάδα μπροστά στον υποβιβασμό: ένα κεντροαριστερό μανιφέστο



Παρουσίαση του βιβλίου του Τάσου Γιαννίτση «Η Ελλάδα στην κρίση». Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2013 (σελ. 275). Δημοσιεύτηκε στο μηνιαίο περιοδικό «Αθηναϊκή Επιθεώρηση του Βιβλίου / Athens Review of Books» (Οκτώβριος 2013)

1. Η ουτοπία της Μεταπολίτευσης (και το αναπόφευκτο τέλος της)

Το 1975, ένα μόλις χρόνο μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, το εθνικό εισόδημα της Ελλάδας (ανά κάτοικο, σε όρους ίσης αγοραστικής δύναμης) ήταν ίσο με το 88,5% του μέσου εισοδήματος των 15 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρι το 2004 (δηλαδή πριν την διεύρυνση προς τις χώρες του πρώην «Ανατολικού μπλοκ», συν Μάλτα και Κύπρο). Με άλλα λόγια, το βιοτικό επίπεδο του μέσου Έλληνα ήταν μόλις 11,5% χαμηλότερο από αυτό του μέσου Δυτικοευρωπαίου.

Όπως είναι γνωστό, εκείνη περίπου την εποχή, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, υπό το βάρος των πετρελαϊκών κρίσεων, εξαντλείται η «Χρυσή Τριακονταετία» των απρόσμενα υψηλών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης που είχε ξεκινήσει την επαύριο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Έκτοτε η ευρωπαϊκή οικονομία συνεχίζει μεν να αναπτύσσεται, αλλά με αισθητά χαμηλότερες επιδόσεις από ό,τι πριν.

Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα αρχίζει να χάνει έδαφος σε σχέση με την υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη, ιδίως στη «χαμένη δεκαετία» του ’80. Παρά τη σχεδόν γενική ευφορία, στην πραγματικότητα η πρώτη οκταετία του ΠΑΣΟΚ, με πρωθυπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου, συμπίπτει με μια παρατεταμένη περίοδο σημαντικής απόκλισης: το μέσο εισόδημα, σε όρους ίσης αγοραστικής δύναμης, υποχωρεί από 87,0% του μέσου όρου της ΕΕ-15 το 1981 σε μόλις 75,3% το 1989. Στη συνέχεια πέφτει και άλλο (σε σχετικούς πάντοτε όρους): 73,3% το 1993, 71,6% το 1996.

Το 1996 αποδεικνύεται έτος καμπής. Η απόκλιση σταματά τότε (72,4% το 1997, 72,3% το 2000), και μετά αντιστρέφεται εντυπωσιακά καθώς η Ελλάδα γίνεται μέλος της Ευρωζώνης (82,3% το 2004), και μάλιστα σε συνθήκες σταθεροποίησης του δημόσιου ελλείμματος και του δημοσίου χρέους. Αντίθετα, στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης ΝΔ, με πρωθυπουργό τον Κώστα Καραμανλή, η σύγκλιση με την Δυτική Ευρώπη επιβραδύνεται ή υποχωρεί (80,9% το 2007), ενώ την επόμενη «μοιραία διετία» ξαναπαίρνει μπροστά (85,3% το 2009) με μια κρίσιμη όμως διαφορά: αυτή τη φορά, η μεγέθυνση των εισοδημάτων πραγματοποιείται σε συνθήκες ραγδαίας επιδείνωσης των ελλειμμάτων, και τελικά υπερχρέωσης.

Η φούσκα της διετίας 2007-2009 είναι ο τελευταίος σπασμός ενός ολόκληρου μοντέλου πολιτικής, και ταυτόχρονα η κορύφωση μιας ουτοπίας που κρατά από τα μέσα της δεκαετίας του ’70: ότι δηλαδή μια χώρα μπορεί να καταναλώνει όλο και περισσότερα ενώ παράγει όλο και λιγότερα· ότι ένα βαλκανικού τύπου παραγωγικό μοντέλο μπορεί να στηρίζει ένα βορειοαμερικανικό επίπεδο κατανάλωσης· ότι τελικά, όσον αφορά τα καταναλωτικά πρότυπα ή προσδοκίες μπορεί κανείς να παραμένει για καιρό στην Α΄ Κατηγορία, ενώ αντίθετα όσον αφορά τις παραγωγικές δυνατότητες (καθώς και τους θεσμούς και τις αντιλήψεις που τις διαμορφώνουν) βρίσκεται ένα μόλις βήμα από τον υποβιβασμό στη Γ΄ Κατηγορία («στα όρια μεταξύ Ανατολής και Τρίτου Κόσμου») – και μάλιστα αδιαφορεί γι’ αυτό.

Πριν από κάθε τι άλλο, η κρίση που βιώνουμε είναι το τέλος αυτής της (μάλλον αφελούς) ουτοπίας της Μεταπολίτευσης. Μέσα σε λίγα μόνο χρόνια, το βιοτικό επίπεδο έπεσε κατακόρυφα, και είναι σήμερα 35% χαμηλότερο από αυτό του μέσου δυτικοευρωπαίου: σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις , το εθνικό εισόδημα της Ελλάδας ανά κάτοικο, σε όρους ίσης αγοραστικής δύναμης θα είναι 65,7% του μέσου όρου της Ευρώπης των 15 το 2013 και 65,4% το 2014. Η απόσταση που πλέον μας χωρίζει από τις υπόλοιπες χώρες είναι μεγαλύτερη από ό,τι ποτέ άλλοτε τον προηγούμενο μισό αιώνα. Για την ακρίβεια, είναι όση και στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες μετανάστευαν στη Γερμανία ή στο Βέλγιο (ή στην Αυστραλία), αναζητώντας μια καλύτερη τύχη.

2. Η ανατομία της μεταπολιτευτικής φούσκας

Η λεπτομερής ανατομία της «φούσκας στερεοτύπων και ιδεοληψιών» που μας έφεραν στην κρίση το 2009 (και που σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά, μας κρατούν ακόμη εγκλωβισμένους σε αυτήν) είναι το θέμα του τελευταίου βιβλίου του Τάσου Γιαννίτση. Ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να πάρει μέρος σε αυτό που περνιέται για πολιτική συζήτηση στην Ελλάδα της κρίσης – π.χ. στην κουραστική και ατελέσφορη διαμάχη «ναι ή όχι στο Μνημόνιο», ή στην επιστημονικότερη και (δήθεν) σοβαρότερη διαφωνία για το εάν τα αίτια της κρίσης είναι εξωγενή ή ενδογενή. Όχι ότι δεν έχει άποψη για αυτά· έχει, και την διατυπώνει χωρίς ενδοιασμούς, και όσο πιο καθαρά γίνεται. Αυτό όμως που κυρίως τον ενδιαφέρει είναι άλλο: να στρέψει τη συζήτηση στις βαθύτερες («συστημικές», όπως τις χαρακτηρίζει) αιτίες της κρίσης· και σε αυτά που μπορούμε (και πρέπει) να κάνουμε για να αποφύγουμε τον υποβιβασμό μας στη χαμηλότερη κατηγορία – δηλαδή την αργή παρακμή, την παρατεταμένη αποκοπή μας από την Ευρώπη, τη μόνιμη υποβάθμιση του βιοτικού μας επιπέδου και της ποιότητας των δημοκρατικών μας θεσμών. Το ερώτημα που τον απασχολεί είναι πώς θα πάρουμε τις τύχες μας στα χέρια μας, ακόμη και σε δυσμενείς συνθήκες, βγαίνοντας από την αυτολύπηση και την παθητικότητα. Επειδή «οι δικές μας επιλογές και ικανότητες και η δική μας αποφασιστικότητα θα καθορίσουν την πορεία μας.» (σ. 33)

Ο συγγραφέας κωδικοποιεί τις στάσεις και αντιλήψεις που μας έφεραν στην κρίση ως «πεντάλφα της κατάρρευσης: αδράνεια, αμορφωσιά, ανορθολογισμός, απληστία, αρνητισμός» (σ. 94). Δεν πρόκειται για κενή ηθικολογία. Χωρίς μια πειστική εναλλακτική πρόταση, στηριγμένη στην αυτογνωσία και τη συστηματική απόρριψη των προηγούμενων στάσεων και αντιλήψεων, δεν έχουμε μεγάλες ελπίδες: 

«Είναι πιθανό να παρακαμφθεί μεν τελικά η κρίση, αλλά να παραμείνουμε κατά βάση στις αλλαγές που σηματοδότησαν οι περικοπές μισθών και συντάξεων, και η επιβολή φόρων σε όσους πληρώνουν φόρους. Τούτο θα σημαίνει την παγίωση μιας τεράστιας επιδείνωσης των ανισοτήτων στην ελληνική κοινωνία, όπου οι συνεπείς θα διασφαλίζουν τα φορολογικά έσοδα τα οποία το σύστημα εξουσίας επιτρέπει στους φοροφυγάδες να απολαμβάνουν. Τίποτε δεν αποκλείει, πέρα από τη διατήρηση των μηχανισμών φοροδιαφυγής ευρύτατων στρωμάτων, η διαφθορά να συνεχίσει να παίζει τον ίδιο σημαντικό ρόλο στην πολιτική και οικονομική ζωή του τόπου, και πολλά από τα σημερινά χαρακτηριστικά να αλλάξουν επιφανειακά. Θα επρόκειτο για τη χειρότερη –και πολύ άδικη– πραγματικότητα. Θα σήμαινε απλώς ότι έχουν συντελεστεί οι στοιχειώδεις αλλαγές, οι οποίες θα επέτρεπαν σε ένα σύστημα που κατέρρευσε να βελτιώσει στοιχειώδεις λειτουργίες του, να “φτιασιδωθεί”, και να συνεχίσει στα ίδια περίπου χνάρια με πριν. Ωστόσο, η πραγματικότητα για ευρύτατα στρώματα δεν θα είναι ίδια με πριν. Θα έχει πληγεί ανεπανόρθωτα.» (σ. 199)

Με άλλα λόγια, χωρίς την καταδίκη της «πεντάλφας της κατάρρευσης» και την ήττα του πολιτικού και κοινωνικού συνασπισμού συμφερόντων που βρίσκεται πίσω της δεν υπάρχει διέξοδος από την κρίση.

Σημαίνει αυτό ότι η Ευρώπη είναι άμοιρη ευθυνών; Όχι. Η σύλληψη του ευρώ ήταν σωστή, αλλά η αρχιτεκτονική του ήταν μετέωρη: όπως έδειξε η πρώτη σοβαρή κρίση της Ευρωζώνης, κοινό νόμισμα (και ενιαία νομισματική πολιτική) χωρίς οικονομική ενοποίηση (και ενιαία δημοσιονομική πολιτική) συνιστά συνταγή αποτυχίας. Βέβαια, η απαιτούμενη παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας σε υπερεθνικούς θεσμούς είναι πολιτικά ανέφικτη εάν δεν προηγηθεί μια σύγκλιση αξιών και αντιλήψεων, προϋπόθεση για τη σταδιακή συγκρότηση μιας κοινής «πολιτείας» που να εκτείνεται σε όλα τα κράτη-μέλη.

Η επιβίωση, ούτε λίγο ούτε πολύ, του κοινού νομίσματος είναι το διακύβευμα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη σήμερα: 

«Στο σημείο που έχουμε φτάσει, η στήριξη της Ευρωζώνης προϋποθέτει κόστος, και το βασικό ερώτημα είναι ποιος θα το πληρώσει. Το κόστος αυτό είναι πολύμορφο. Μια μορφή του συνίσταται στην εθνική αποδοχή κανόνων λειτουργίας που δεν έρχονται σε σύγκρουση και δεν αποσταθεροποιούν το ενιαίο νόμισμα και την ευρωπαϊκή οικονομία και κοινωνία. Αυτό σημαίνει πολλαπλές υπερβάσεις για χώρες όπως η Ελλάδα, που έχουν εθιστεί στα ελλείμματα, τον κρατισμό, τις υπόγειες συναλλαγές, την κυριαρχία και διαφθορά των ελίτ, και την οικονομική εξάρτηση από το εξωτερικό. Ενιαίο νόμισμα χωρίς κανόνες δεν είναι θέμα γερμανικού πείσματος· απλώς είναι αδύνατον να υπάρξει. Μπορεί να συζητήσει κανείς έναν διαφορετικό σχεδιασμό πολιτικής. Ωστόσο, αν όσοι θα ήθελαν θεωρητικά να συμμετάσχουν σε ένα κοινό νόμισμα, στην πράξη δεν αντέχουν να τηρήσουν τους συμφωνημένους κανόνες, τότε είτε η Ευρωζώνη θα διαλυθεί, είτε οι ίδιοι θα αποκοπούν από αυτήν.» (σ. 31)

Εν τω μεταξύ, στη χώρα μας μαίνεται η διαμάχη για τα αίτια της κρίσης. Η θέση του συγγραφέα ως προς αυτό είναι σαφής: 

«Η κρίση στην Ελλάδα υπήρξε το αποτέλεσμα συνδυασμού μακροχρόνιων ενδογενών διαδικασιών, εθνικών συμπεριφορών και επιλογών, και μεσοπρόθεσμων ολέθριων αποφάσεων και επιλογών της πιο πρόσφατης περιόδου. Καταλύτης όμως για την κρίση ήταν η διεθνής κρίση, ενώ εσφαλμένες πολιτικές και αντιδράσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο την έκαναν βαθύτερη και πιο πολύπλοκη.» (σ. 111)

Πρόκειται για μια τοποθέτηση νηφάλια και ακριβοδίκαιη, όχι για τήρηση ίσων αποστάσεων. Κάθε άλλο: 

«Στην Ελλάδα, οι εθνικές αδυναμίες, τα λάθη και οι συνέπειές τους υποκαταστάθηκαν στη δημόσια συζήτηση από μια μονομερή έμφαση στο ρόλο της διεθνούς κρίσης, των πολιτικών της Ευρωζώνης, και της Τρόικας. Η μονόπλευρη ροπή αυτής της προσέγγισης έχει ισχυρό ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο. […] Όλοι οι πολιτικοί σχηματισμοί συμπίπτουν σε έναν κοινό παρονομαστή: μεταθέτοντας τα αίτια της κρίσης στο διεθνές πεδίο, παρακάμπτουν την ανάγκη να αναζητήσουν τις εσωτερικές παθογένειες, οι οποίες είναι δημιούργημα τόσο των κομμάτων εξουσίας όσο και των κομμάτων που επηρέασαν επιλογές, στο επίπεδο όχι μόνο των πολιτικών αλλά και των ιδεολογικών και κοινωνικών διαδικασιών. Έτσι, όλοι αυτοαπαλλάσσονται από το βάρος της ομολογίας της αποτυχίας τους, αλλά και από το βάρος να αναζητήσουν λύσεις για τις αποτυχίες αυτές, καθώς οι λύσεις συνεπάγονται αλλαγές, και οι αλλαγές συνεπάγονται συγκρούσεις με παγιωμένες καταστάσεις και με παγιωμένα δόγματα, και άρα πολιτικό κόστος.» (σ. 112)

Το ίδιο σαφής είναι η τοποθέτηση του συγγραφέα ως προς το άλλο ψευδές δίλημμα της εποχής. Μπορούσε να αποφευχθεί η αποδοχή κάποιου διεθνούς πακέτου διάσωσης, ή των όρων των δανειστών, το 2010; Με το έλλειμμα εξωτερικού ισοζυγίου (εισαγωγές μείον εξαγωγές) στο 14,9% του ΑΕΠ το 2008, και το δημοσιονομικό έλλειμμα (κρατικά έξοδα μείον έσοδα) στο 15,6% το 2009, «ήταν πλέον πολύ αργά» (σ. 127). Η μία και μοναδική εναλλακτική λύση που ήταν διαθέσιμη, εκείνη της ρητής και απότομης πτώχευσης, ήταν απείρως οδυνηρότερη (ιδίως για τα λιγότερο εύπορα στρώματα) από αυτήν που ακολουθήθηκε.

Το πρόβλημα, όμως, τις παραμονές του Μνημονίου δεν ήταν μόνο τα νούμερα: 

«Όταν ξέσπασε η κρίση, τότε μέτρησαν όλα: το συσσωρευμένο χρέος, τα ελλείμματα, η απουσία βιωσιμότητας, οι προοπτικές της οικονομίας να παράγει μεγέθυνση τα επόμενα χρόνια, οι πιθανές κοινωνικές εντάσεις, η ικανότητα ανάληψης επενδύσεων, η ανταγωνιστική ικανότητα, η βούληση της κοινωνίας να υλοποιήσει αλλαγές οι οποίες θα βελτίωναν τη θέση της. Τη στιγμή εκείνη, κάθε παράγοντας που φαινόταν να επιβαρύνει όχι μόνο το σήμερα, αλλά και τα επόμενα χρόνια, μέτρησε στην αξιολόγηση της χώρας αρνητικά και αθροιστικά.» (σ. 85-86) 

Κάπως έτσι φτάσαμε στον αποκλεισμό του Ελληνικού Δημοσίου από τις αγορές στις αρχές του 2010, και από εκεί στο Μνημόνιο.

Ο συγγραφέας έχει πλήρη συναίσθηση του γεγονότος ότι η υπαγωγή σε διεθνή οικονομικό έλεγχο συνεπάγεται απώλεια εθνικής κυριαρχίας, και ότι η τελευταία είναι ταπεινωτική για τους Έλληνες. Καλεί όμως τον αναγνώστη να αναλογιστεί τις πραγματικές αιτίες της εθνικής ταπείνωσης. 

«Πολύ ωμά, δύναμη και υπερχρέωση απέναντι στις αγορές βρίσκονται μεταξύ τους σε διαμετρικά αντίθετη σχέση. Μια κοινωνία σε συνθήκες δανειστικού αμόκ εξασφάλιζε την ευημερία της ανταλλάσσοντάς τη με μελλοντική δύναμη και αξιοπρέπεια, παγιδεύοντας το μέλλον της και μειώνοντας τους βαθμούς ελευθερίας των εσωτερικών και εξωτερικών της επιλογών. Οι περισσότερες κοινωνίες που ακολούθησαν αυτό το μονοπάτι το πλήρωσαν με πτώχευση και μεγάλες περιόδους φτώχειας, εξάρτησης, ταπείνωσης.» (σ. 226)

Για ακόμη μια φορά στη μακρά ιστορία των δύο τελευταίων αιώνων, οι έμποροι του «υπερπατριωτισμού», σήμερα σε ρόλο «αγανακτισμένων» δημαγωγών, που (υποκρίνονται ότι) ξεχνούν πως εθνική κυριαρχία χωρίς οικονομική φερεγγυότητα απλώς δεν υφίσταται, αναδεικνύονται σε κύριους υπαίτιους της εθνικής ταπείνωσης. Και μαζί τους όσοι 

«[Σ]τρέφονταν για δεκαετίες ενάντια στις φωνές που πρότειναν οικονομική αυτοσυγκράτηση […]. Κάθε Δεκέμβριο, στη Βουλή, όλοι υποστήριζαν με στόμφο ότι ο εκάστοτε προϋπολογισμός ήταν αντιαναπτυξιακός και αντιλαϊκός, και ότι έπρεπε να προβλέπει αυξημένες δαπάνες και, συνεπώς, μεγαλύτερα ελλείμματα. Η φοροδιαφυγή και η μαύρη εργασία ήταν θέματα μόνο για τις συνεντεύξεις Τύπου.» (σ. 51)

3. Τι μπορούσε (και τι δεν μπορούσε) να γίνει

Ήταν, λοιπόν, μονόδρομος όσα μας συμβαίνουν τα τελευταία τρία και πλέον χρόνια; Η απάντηση του συγγραφέα εδώ είναι ένα ηχηρό «όχι». Καταρχήν, το πρόγραμμα προσαρμογής που επέβαλαν οι δανειστές «περιείχε πολλά κυρίαρχα ιδεολογικά κλισέ σε πολλά κρίσιμα ζητήματα» (σ. 124). Κορυφαίο παράδειγμα, η επιμονή της Τρόικας για μείωση των κατώτατων μισθών τον Φεβρουάριο 2012. Η διάγνωση της χαμηλής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας ως μιας από τις δομικές αιτίες της κρίσης (και ως βασικής τροχοπέδης στην έξοδο από αυτή) ήταν χωρίς αμφιβολία ορθή. Όμως, η συνταγή της Τρόικας για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας αποκλειστικά μέσω της «άγριας περικοπής των μισθών και των ρυθμίσεων εργασίας», αγνοώντας όλους τους υπόλοιπους παράγοντες που καθιστούν τις ελληνικές επιχειρήσεις μη ανταγωνιστικές, ήταν απλοϊκή και τελικά αντιπαραγωγική: 

«Από ένα σημείο και μετά, η πολιτική των μισθολογικών περικοπών, χωρίς να οδηγεί σε βελτίωση της παραγωγής, συρρίκνωνε δραματικά τη ζήτηση και, συνεπώς, εξουδετέρωνε έναν σοβαρό παράγοντα της ανάκαμψης.» (σ. 123-124)

Πάντως, παρότι η πρωτοβουλία για τη μείωση των μισθών ερχόταν από το εξωτερικό, οι εγχώριες δυνάμεις –παρότι, παραδόξως, αντιστέκονταν σε αυτήν– δεν ήταν άμοιρες ευθυνών. Κάθε άλλο: 

«Η πίεση πάνω στους μισθούς κατά τη διάρκεια της κρίσης δεν ασκήθηκε μόνο για λόγους ανταγωνιστικότητας. Επιτάθηκε και από το γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα, στο σύνολό του, αρνιόταν να δει την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης και την ανάπτυξη ως προτεραιότητα. Απέρριπτε συστηματικά την ιδέα να αποφύγει την περικοπή των δημόσιων επενδύσεων ως εργαλείο μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, και ήταν αρνητικό απέναντι στο να υιοθετήσει μεταρρυθμίσεις που θα μείωναν το κόστος άλλων εισροών στην παραγωγική διαδικασία, πέρα από την εργασία. Η απελευθέρωση των μεταφορών, και των υπηρεσιών διαφόρων ελεύθερων επαγγελμάτων (μηχανικοί, νομικές υπηρεσίες, λογιστές, κλπ.), ή η βελτίωση του κόστους παραγωγής ενέργειας, θα μείωναν επίσης το κόστος παραγωγής άλλων προϊόντων-εισροών στην παραγωγική διαδικασία, και έτσι θα μειωνόταν η πίεση πάνω στους μισθούς. Εκδηλώθηκε και εδώ, ωστόσο, ένας επίμονος αρνητισμός. Όταν όμως εκφράζεται άρνηση για μέτρα που θα μείωναν το κόστος άλλων εισροών, τότε το στοιχείο που απομένει να δεχτεί την πίεση είναι το κόστος εργασίας και τα κέρδη. Όταν μάλιστα, εξαιτίας της βαθιάς ύφεσης, τα κέρδη συρρικνώνονται δραματικά ή μετατρέπονται σε ζημιές, η περαιτέρω επιβάρυνσή τους είναι σχεδόν άνευ αντικειμένου.» (σ. 187)

Γενικά, ο «δογματικός νεοφιλελευθερισμός» (ας τον ονομάσουμε έτσι) των δανειστών είναι η μια μόνο όψη του προβλήματος. Η άλλη όψη αφορά την αντίδραση του εγχώριου πολιτικού συστήματος: 

«[Η Τρόικα] πίστεψε ότι η δημοσιονομική εξισορρόπηση θα πίεζε τις ελληνικές κυβερνήσεις να πλήξουν το μεγάλο απόθεμα φοροδοτικής ικανότητας –τη μάζα της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής–, ή την κρατική σπατάλη στις δαπάνες. Δεν διείδε ότι οι κυβερνήσεις θα προτιμούσαν να μεταφέρουν την πίεση των αυξημένων φόρων στους εύκολους και αδύναμους στόχους –δηλαδή όσους δήλωναν τον όγκο των φορολογητέων εισοδημάτων και της ακίνητης περιουσίας τους–, και όχι στις κοινωνικές κατηγορίες που βρίσκονταν πίσω από τις φορολογικές ανισότητες, και οι οποίες ήταν τα αγαπημένα παιδιά της πολιτικής και των πολιτικών. Δεν διείδε, επίσης, ότι η επιλογή που μόλις επισημάνθηκε θα υπερείχε έναντι της επιλογής για περικοπές δημοσίων δαπανών, με τις οποίες οι κυβερνήσεις χειρίζονταν το πελατειακό τους σύστημα. Στην ουσία, η Τρόικα έκανε την παραδοχή (εκτός και αν το γνώριζε ήδη, και αδιαφορούσε σιωπηρά) ότι υπήρχε πολιτικός ορθολογισμός και πολιτική υπευθυνότητα, που όμως απουσίαζαν, ακόμη και όταν η ελληνική κοινωνία έφτανε σε απόγνωση.» (σ. 123)

Χάρη στην εμμονή του πολιτικού συστήματος στην υπεράσπιση των παθογενειών που οδήγησαν στην κρίση, καθώς και του κοινωνικού συνασπισμού εκείνων που ωφελήθηκαν από αυτές τις παθογένειες (σε μια σπάνια όσο και ανομολόγητη σύμπτωση απόψεων μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης), η ύφεση είναι βαθύτερη και πιο παρατεταμένη, ενώ οι θυσίες κατανέμονται άδικα. 

«[Σ]ε όλη την περίοδο από το 2010 και μετά, ένα ετερόκλητο κοινωνικό σύνολο κλήθηκε να επωμιστεί το βάρος της κρίσης, της προσαρμογής προς τα κάτω, και της συσσώρευσης πολύ σημαντικών πρόσθετων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και χρέους, με αποτέλεσμα μεγάλες κοινωνικές εντάσεις και επαχθείς όρους διαβίωσης για μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Ωστόσο, και κατά την περίοδο αυτή, η μεγάλη άρνηση παρέμεινε ακλόνητη. Η κοινωνία θεωρούσε ότι τα Μνημόνια επέβαλαν όλα τα μέτρα προσαρμογής. Στην πραγματικότητα, όμως, μεγάλο μέρος τους επιβλήθηκε από την άρνηση των κυβερνήσεων και του πολιτικού συστήματος να αγγίξουν τα κέντρα της βαθιάς ανισότητας και ανισορροπίας στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική πυραμίδα, καθώς και στον δημόσιο τομέα.» (σ. 91)

Με άλλα λόγια, ούτε οι οικονομικές εξελίξεις της τελευταίας τριετίας ούτε οι κοινωνικές επιπτώσεις τους ήταν αναπόφευκτες: 

«[Μ]ια διαφορετική πολιτική […] θα άφηνε περιθώρια να πληρωθούν υποχρεώσεις του Δημοσίου σε επιχειρήσεις, θα δημιουργούσε λιγότερο ασφυκτικές συνθήκες ρευστότητας για τις επιχειρήσεις, και θα οδηγούσε σε […] μικρότερο αριθμό κλειστών επιχειρήσεων, μικρότερη συνολική ανεργία, μικρότερη συρρίκνωση του ΑΕΠ» (σ. 137)

Μια διαφορετική διαχείριση της κρίσης, όμως, ήταν αδύνατη χωρίς την απομάκρυνση από τα στερεότυπα και τις αντιλήψεις της Μεταπολίτευσης.

«Στην Ελλάδα, για δεκαετίες, και ιδίως κατά την περίοδο της κρίσης, επικράτησε ένας αδυσώπητος πολιτικός, μιντιακός και ιδεολογικός αρνητισμός απέναντι σε οτιδήποτε επεδίωκε να αλλάξει ό,τι πιο στρεβλό, διεφθαρμένο, αντιαναπτυξιακό και αντικοινωνικό υπήρχε στη χώρα. Σήμερα ζούμε τα αποτελέσματα των ιδεολογιών που εκθρέψαμε» (σ. 208) 

Και παραμένουμε εγκλωβισμένοι στον ίδιο φαύλο κύκλο που μας έφερε στην κρίση.

4. Το φάσμα του υποβιβασμού (και πώς να το αποφύγουμε)

Και τώρα τι κάνουμε; Πριν από κάθε τι άλλο, εξηγεί ο Τάσος Γιαννίτσης, αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα είναι ένα νέο αφήγημα. 

«Όχι “αφήγημα” με την έννοια του παραμυθιάσματος, όπως το γνώρισε [η χώρα] σε διάφορες φάσεις του πρόσφατος παρελθόντος της. Το αφήγημα αυτό πρέπει να είναι δημοκρατικό, να οδηγεί στην ανακατάκτηση του δημόσιου χώρου και του συλλογικού συμφέροντος, να κινητοποιεί μαζικές δυνάμεις προς την κατεύθυνση της συγκρότησης μιας εθνικής δύναμης, να ανατρέψει εκείνα τα δόγματα, τις ιδεοληψίες και τα “ψεύτικα τα λόγια, τα μεγάλα” που μετέτρεψαν την Ελλάδα σε επαρχιακό παραμάγαζο των Βαλκανίων.» (σ. 203)

Ο ριζικός αναπροσανατολισμός, η γενναία στροφή, που προτείνει ο συγγραφέας πηγαίνει πολύ πέρα από τις άγονες αντιπαραθέσεις των τελευταίων ετών – πέρα ακόμη και από την οξεία πόλωση μεταξύ των δυνάμεων που αντιπροσωπεύουν αντίθετες όψεις της Ελλάδας της παρακμής. Ο κατάλογος των αναγκαίων παρεμβάσεων που ενδεικτικά προτείνονται (στο κράτος, στη δημόσια διοίκηση, στην οικονομία) δεν είναι ασφαλώς νέος – αν και συχνά η επιχειρηματολογία ξαφνιάζει με τη φρεσκάδα της . Αυτό που οπωσδήποτε είναι νέο, όμως, είναι η σύνδεση των επιμέρους λύσεων σε ένα ενιαίο σύνολο, η επιμονή σε δράσεις παράλληλες και αλληλένδετες, όχι «σειριακές, δηλαδή διαδοχικές». Και επιπλέον, η ανάδειξη του προοδευτικού «προσήμου» των μεταρρυθμίσεων που στοχεύουν στην δικαιότερη κατανομή των βαρών της κρίσης, στην αναζωογόνηση της δημόσιας παροχής, καθώς και στην αναβάθμιση της (απελπιστικά αδύναμης σήμερα) παραγωγικής βάσης – μόνη μας ελπίδα για επιχειρήσεις ανταγωνιστικές διεθνώς, ικανές να δημιουργούν περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας.

Ούτε λίγο ούτε πολύ, το βιβλίο του Τάσου Γιαννίτση μπορεί να διαβαστεί (άθελα του συγγραφέα του, έχω την εντύπωση) ως μανιφέστο της σύγχρονης κεντροαριστεράς. 

«Κάπως σχηματικά, το τελικό ζητούμενο στο οποίο οι επιμέρους πολιτικές θα έπρεπε να οδηγούν μπορεί να συνοψιστεί στα εξής: Μια πολιτικά ισχυρότερη χώρα στον γεωπολιτικό της περίγυρο. Μια πιο δίκαιη κοινωνία. Μια πιο παραγωγική, ανταγωνιστική και δυναμική κοινωνία. Η ανάκτηση της αξιοπιστίας του δημόσιου χώρου και των δημόσιων συλλογικών αξιών στο εθνικό μας σύστημα. Μια πολιτική που θα υπακούει σε μια πολιτική ηθική – όχι, δεν περιμένει κανείς μια “ηθική πολιτική”. Μια κοινωνία με αυτογνωσία, ανοιχτή σε ιδέες, δημοκρατική, ευέλικτη.» (σ. 223)

Όσον αφορά το κρίσιμο πεδίο της οικονομίας, το ευνοϊκότερο πεδίο δράσης για την Ελλάδα (για μια ακόμη φορά) είναι η ενεργητική συνεργασία με την Ευρώπη. 

«Η διέξοδος θα μπορούσε να προέλθει από δύο πλευρές. Πρώτον από την πλευρά της Ευρωζώνης, με μια μείωση των επιτοκίων του ελληνικού χρέους σε επίπεδα κάτω από 1%, ή με μια επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του χρέους, ή με μια μείωση του ίδιου του χρέους, ή με μια σημαντική παροχή επενδυτικών κεφαλαίων, ή –το πιθανότερο– με έναν συνδυασμό αυτών των μέτρων. […] Το τι θα συμβεί θα κριθεί εξωγενώς, και η μόνη επιρροή που μπορεί να ασκήσει η ελληνική πολιτική είναι να πετύχει επιδόσεις που θα ενισχύσουν την πεποίθηση ότι η χώρα θα ακολουθήσει μια πολιτική μείωσης των ανισορροπιών και αναπτυξιακής ανάκαμψης. […] Ο δεύτερος μοχλός θα έπρεπε να δημιουργηθεί από την ελληνική πλευρά, που σημαίνει μια πολύ διαφορετική στρατηγική από ό,τι στο παρελθόν. Ο κρισιμότερος στόχος της θα ήταν να θέσει σε κίνηση έναν αναπτυξιακό μηχανισμό και [υψηλούς] ρυθμούς μεγέθυνσης […]. Στην ουσία, η πολιτική της Ευρωζώνης θα οδηγούσε στη μείωση του χρηματοδοτικού βάρους της χώρας, ενώ η ελληνική πολιτική θα οδηγούσε στην επίτευξη υψηλότερων ρυθμών μεγέθυνσης. Έτσι, η πρώτη θα οδηγούσε σε μείωση του αριθμητή, και η δεύτερη σε αύξηση του παρονομαστή της κρίσιμης σχέσης χρέος/ΑΕΠ. Τα δύο είναι απόλυτα αναγκαίες και συμπληρωματικές προϋποθέσεις επιτυχίας.» (σ. 219)

Όμως ανάπτυξη δεν γίνεται «ρίχνοντας λεφτά στην αγορά» (τα οποία άλλωστε δεν υπάρχουν), όπως ζητούν διάφοροι όψιμοι «κεϋνσιανοί». Χρειάζεται ρητή απόρριψη του παραγωγικού μοντέλου της «εύκολης ανάπτυξης» (της «φτηνής ανάπτυξης», όπως την χαρακτήριζε ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης), εγκατάλειψη της «υδραυλικής αντίληψης της ανάπτυξης» που παράγει ελλείμματα και ανακυκλώνει τις παθογένειες. Αυτή τη φορά η ανάπτυξη θα είναι «δύσκολη», θα απαιτήσει σκληρή δουλειά και μεταρρυθμίσεις παντού, στο κράτος και στους θεσμούς, για την εξυγίανση της δημόσιας διοίκησης και της οικονομίας. Θα απαιτήσει παρεμβάσεις φαινομενικά μόνο «τεχνικές», στην πραγματικότητα βαθύτατα πολιτικές. Επειδή, όπως γράφει ο συγγραφέας: 

«Η έξοδος από την κρίση ποτέ δεν είναι μονόδρομος. Όμως, επίσης, ποτέ δεν είναι και όποιος δρόμος μας αρέσει» (σ. 196).

Το βιβλίο περιγράφει επιγραμματικά τις πηγές από τις οποίες μπορεί να προέλθει η «δύσκολη» ανάπτυξη (σ. 239-240). Άμεσες ξένες επενδύσεις, ιδιαίτερα σε τεχνολογικά σύνθετους κλάδους. Αύξηση της αποταμίευσης και των επενδύσεων, με κινητοποίηση της εγχώριας επιχειρηματικότητας. Βελτίωση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων και της δημόσιας διοίκησης. Επιτάχυνση του «δύσκαμπτου παραγωγικού μετασχηματισμού» προς νέα, ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες. Και τέλος εξωστρέφεια, στροφή των επιχειρήσεων προς τις διεθνείς αγορές. Με μια οικονομική πολιτική που συνδυάζει παρεμβάσεις κοινής λογικής και αλλαγές διαρθρωτικού χαρακτήρα για την ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας, και επενδύει στον ανθρώπινο παράγοντα – όχι μόνο για να απορροφηθεί η μαζική ανεργία (στόχος απόλυτης προτεραιότητας), αλλά για να επιτευχθεί ο πιο φιλόδοξος στόχος της διατηρήσιμης ανάπτυξης σε μια ευνοϊκότερη ισορροπία υψηλής ειδίκευσης και υψηλών αμοιβών. Με λίγα λόγια, πρόκειται για ένα πρόγραμμα ανόδου στη μεγάλη κατηγορία.

5. Μια κεντροαριστερή διέξοδος από την κρίση;

Ο Τάσος Γιαννίτσης δεν είναι «τεχνοκράτης». Ανήκει σε μια κατηγορία ανθρώπων που συνδυάζουν την επιστημονική ακεραιότητα με την πολιτική συνείδηση. Μπορούν κάλλιστα να ζήσουν και χωρίς πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική (άλλωστε για μεγάλα διαστήματα αυτό ακριβώς κάνουν). Ούτε όμως διστάζουν να αναλάβουν ενεργό πολιτική δράση όταν αισθάνονται ότι κάτι χρήσιμο μπορεί να βγει έτσι. Για αυτό, ενώ, όπως έγραφα παραπάνω, το βιβλίο του μπορεί –πρέπει– να διαβαστεί ως μανιφέστο της σύγχρονης κεντροαριστεράς, αυτό γίνεται άθελά του.

Ότι η πρόθεση του συγγραφέα δεν είναι να διεκδικήσει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο για τον εαυτό του φαίνεται από την ειλικρίνεια με την οποία παραδέχεται την αβεβαιότητα, της εποχής και την δική του (σ. 36-37). Φαίνεται επίσης από την παντελή αδιαφορία του για μια (αναμενόμενη, σε τέτοια κείμενα) απόπειρα δικαίωσης της δικής του πλούσιας συμμετοχής σε θέσεις ευθύνης, κυρίως –αλλά όχι αποκλειστικά– στην οκταετία Σημίτη. Όλοι γνωρίζουμε ότι ο Τάσος Γιαννίτσης ανήκει στους λίγους που αντιστάθηκαν στην «πεντάλφα της κατάρρευσης», χωρίς να την σταματήσουν. Αλλά δεν διστάζει να αναλάβει την ευθύνη που του αναλογεί για τη συλλογική αποτυχία. 

«Αν πριν από την κρίση, οι μεταρρυθμίσεις ήταν απαραίτητες, σήμερα είναι φανερό ότι δεν θα ξεφύγουμε από την παγίδα μιας μακρόχρονης τελμάτωσης χωρίς πατροκτονία. Νέες δυνάμεις πρέπει να δημιουργήσουν το δικό τους σύστημα αξιών, τη δική τους προοπτική, και να ξεφύγουν από τα δημιουργήματα των προηγούμενων γενεών, των γενεών της Μεταπολίτευσης, πετώντας έξω ό,τι κατάντησε φύρα και διαφυλάσσοντας όλα όσα έχουν αντέξει στον χρόνο.» (σ. 201)

Ανεξάρτητα από προθέσεις, η ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς είναι και πάλι στην ημερήσια διάταξη. Ο μαρασμός του ΠΑΣΟΚ και ο εγκλωβισμός του σε μια κατά βάση συντηρητική ατζέντα που δεν είναι σε θέση  να επηρεάσει, καθώς και η επιλογή της ΔΗΜΑΡ να απορρίψει τον αριστερό μεταρρυθμισμό και να επιστρέψει στην αντιπολιτευτική πεπατημένη, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ένα ζοφερό πολιτικό τοπίο που θα κυριαρχείται από τις δυνάμεις της Ελλάδας της παρακμής, σε πόλεμο μεταξύ τους. Από την άλλη, δεν διαφαίνονται οι όροι για μια κινητοποίηση κοινωνικών δυνάμεων ικανών να επιβάλλουν την αναγκαία στροφή «από τα κάτω».

Σε αυτές τις συνθήκες, δεν είναι διόλου απίθανο κάποιο πολιτικό μόρφωμα να αποπειραθεί να καλύψει τον αχανή χώρο που εκτείνεται από τα όρια της ΝΔ έως τις παρυφές του ΣΥΡΙΖΑ. Ένα πράγμα όμως είναι βέβαιο: δίχως την ειλικρινή και ανενδοίαστη απόρριψη της «πεντάλφας της κατάρρευσης», και δίχως ρεαλιστικές μα φιλόδοξες ιδέες για την εξυγίανση του κράτους και την ανόρθωση της οικονομίας, σύγχρονη κεντροαριστερά δεν φτιάχνεται – ούτε (το σπουδαιότερο) βγαίνει η χώρα από την κρίση. Στο κρίσιμο αυτό σημείο, η συμβολή του βιβλίου (και, ελπίζω, του ίδιου του συγγραφέα) μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμη.