Η διαμάχη για το ασφαλιστικό επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά το γνωστό ρητό: «Όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες». Η σημερινή κυβέρνηση είχε ως αντιπολίτευση καθοριστική συμβολή, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, στην παραλυτική αδυναμία της χώρας να συζητήσει ήρεμα (πόσω μάλλον να επιλύσει) ένα από τα προβλήματα που από τότε υπέσκαπταν την ευημερία της και την κοινωνική συνοχή της. Με την έννοια αυτή, ότι στην πολυθρόνα του αρμόδιου υπουργού κάθεται ο θεωρητικός της υστερικής αντίδρασης σε οποιαδήποτε αλλαγή, και βεβαίως της «κοινωνικής βίας» εναντίον όσων δεν συμφωνούν μαζί του, συνιστά πειρασμό για κάθε προοδευτικό και φιλελεύθερο πολίτη: «ας βγάλουν τώρα μόνοι τους τα κάστανα από τη φωτιά».
Και όμως: μια αντιπολίτευση που νοιάζεται να πάει μπροστά ο τόπος, όχι απλώς «να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη», θα πρέπει να αντισταθεί σε αυτόν τον (δικαιολογημένο) πειρασμό. Για τρεις τουλάχιστον λόγους.
Πρώτα-πρώτα, επειδή οι ευθύνες για το πώς φτάσαμε να έχουμε το χειρότερο σύστημα συντάξεων της Ευρώπης (το πιο χρεωκοπημένο, και ταυτόχρονα το πιο άδικο) δεν βαραίνουν μόνο τον αριστερό λαϊκισμό και τον συντεχνιακό συνδικαλισμό, αλλά και τις προηγούμενες κυβερνήσεις – με τη μερική εξαίρεση των κυβερνήσεων Μητσοτάκη και Σημίτη που τουλάχιστον αναγνώρισαν το πρόβλημα, και έκαναν κάτι για αυτό (ιδίως η πρώτη). Συνεπώς, λίγη αυτοκριτική εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ θα ήταν χρήσιμη.
Επίσης, επειδή η ψηφοθηρική υποστήριξη όσων σήμερα αντιδρούν στην πρόταση της κυβέρνησης (π.χ. των αγροτών που κλείνουν τους δρόμους με τα τρακτέρ με αίτημα οι ίδιοι να μην πληρώνουν φόρους και οι υπόλοιποι να πληρώνουν τις συντάξεις τους) θα ήταν άλλη μια απόδειξη ότι ορισμένοι από τους πολιτικούς μας δεν έχουν καταλάβει απολύτως τίποτε από την περιπέτεια στην οποία έχει βρεθεί η χώρα την τελευταία εξαετία.
Τέλος, επειδή ο τρόπος με τον οποίο θα κλείσει το ασφαλιστικό τώρα θα διαμορφώσει το προφίλ της χώρας (ή αρκετές όψεις του) τις επόμενες δεκαετίες. Εάν θα παραμείνει χώρα δημοσίων υπαλλήλων, συνταξιούχων και αγροτών, καταδικασμένη στη μακρόχρονη παρακμή. Ή αντίθετα, εάν θα κάνει ένα μικρό έστω βήμα προς μια πορεία που δίνει ζωτικό χώρο στις παραγωγικές ομάδες και στους νέους.
Συνεπώς, αν αφεθεί ο Τσίπρας με τον Καμμένο (και οι επιλογές τους: Στρατούλης, μετά Χαϊκάλης, και τώρα Κατρούγκαλος) να «βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά», ο κίνδυνος είναι τα σπασμένα, ή μάλλον τα καμμένα, να τα πληρώσουμε όλοι οι υπόλοιποι.
Δεν είμαι σε θέση να συμβουλεύσω τα κόμματα της ευρωπαϊκής αντιπολίτευσης σε θέματα τακτικής. Εξ άλλου, όπως έγραφε πρόσφατα ο Ανδρέας Πετρουλάκης, οι άνθρωποι που μας κυβερνούν «[δ]εν μπορούν να ξεφύγουν από την εχθροπάθεια, τη διχαστική ρητορική, την αχρείαστη πολεμική, την παρόξυνση κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Ακόμα και όταν σε καλούν σε συναίνεση, σε βρίζουν ταυτοχρόνως» («Τα διακόσια μαθήματα», Protagon 29 Φεβρουαρίου 2016).
Μπορώ όμως να υποδείξω τα σημεία της κυβερνητικής πρότασης για το ασφαλιστικό που – κατά την ταπεινή μου γνώμη – η αντιπολίτευση θα πρέπει να απορρίψει, και όσα θα πρέπει να στηρίξει.
Η επιμονή της κυβέρνησης να φορτώσει όλα τα βάρη σε όσους δεν πρόλαβαν να βγουν στη σύνταξη έως τον περασμένο Αύγουστο, και φυσικά σε όσους συνταξιοδοτηθούν στο μέλλον, ώστε να μπορεί να πει «τηρήσαμε τις υποσχέσεις μας» στους ήδη συνταξιούχους, θα πρέπει να απορριφθεί. Όχι από εκδικητικότητα προς μια κατηγορία που έχει ήδη υποστεί περικοπές, και που έχει μικρά περιθώρια προσαρμογής. Αλλά επειδή το αντίθετο θα υπονόμευε τόσο την κοινωνική δικαιοσύνη όσο και την οικονομική ανάκαμψη (από την οποία άλλωστε εξαρτάται η βιωσιμότητα όλων των συντάξεων).
Η πικρή αλήθεια είναι ότι, παρά τις περικοπές των τελευταίων ετών, η συντριπτική πλειονότητα των σημερινών συνταξιούχων εισπράττει σημαντικά παραπάνω από όσο έχει συνεισφέρει στο σύστημα, συνυπολογίζοντας τις εργοδοτικές εισφορές: κάτι που πολλοί υποψιάζονταν εδώ και καιρό, και που αποδεικνύει πρόσφατη μελέτη μας (Chrysa Leventi & Manos Matsaganis «Disentangling annuities and transfers: redistribution in Greek retirement benefits»), περίληψη της οποίας πρόκειται σύντομα να κυκλοφορήσει στα ελληνικά.
Συνεπώς, μια λελογισμένη εισφορά στις σημερινές συντάξεις, μηδενική για όσους λαμβάνουν κάτω από ένα ποσό (π.χ. 700 ευρώ το μήνα), και για όσους αποδεδειγμένα βγήκαν στη σύνταξη σε μεγάλη ηλικία (π.χ. στα 65 ή αργότερα), και με συντελεστή που να αυξάνεται προοδευτικά, θα επέτρεπε να μην αυξηθούν οι εισφορές, ή να μην μειωθούν τόσο οι συντάξεις των επομένων, ή και τα δύο.
Η επιμονή της κυβέρνησης να επιτρέψει να καταβάλλεται η Εθνική Σύνταξη από οποιαδήποτε ηλικία μπορεί κάποιος να βγει στη σύνταξη (π.χ. από τα 56 έτη, όπως πολλοί έχουν ακόμη δικαίωμα) θα πρέπει επίσης να απορριφθεί. Η κρατική ενίσχυση, στην οποία αντιστοιχεί η Εθνική Σύνταξη (και την οποία θα πρέπει να εξαντλεί), δεν μπορεί να κατανέμεται σε κάποιους επί 11 έτη παραπάνω από ό,τι σε άλλους.
Το πλαφόν σύνταξης είναι άστοχο και αντιπαραγωγικό. Η ανταποδοτικότητα επιβάλλει υψηλότερες συντάξεις σε όσους έχουν πληρώσει υψηλότερες εισφορές. Η κυβερνητική πρόταση είναι πρόσκληση για εισφοροδιαφυγή. Και αυτό το σημείο θα πρέπει να απορριφθεί.
Αντίθετα, νομίζω ότι η ευρωπαϊκή αντιπολίτευση θα πρέπει να στηρίξει δύο σημεία της κυβερνητικής πρότασης. Το πρώτο είναι η άμεση ενοποίηση του συστήματος, με άμεση ένταξη όλων των φορέων κύριας ασφάλισης στο ΙΚΑ. Στη μακρά διάρκεια του ελληνικού κράτους (τουλάχιστον εδώ και έναν αιώνα), τα χωριστά ταμεία λειτούργησαν ως ένας απίστευτα αποδοτικός μηχανισμός ιδιοποίησης του δημοσίου χρήματος. Εάν επιτραπεί στους αγρότες – ή στο «κίνημα της γραβάτας» - να κρατήσουν το δικό τους ταμείο, επικαλούμενοι τις γνωστές, απόλυτα ιδιοτελείς «ιδιαιτερότητες», τον λογαριασμό θα τον πληρώσουν οι επόμενες γενιές (και οι επόμενες κυβερνήσεις).
Για τον ίδιο λόγο, όλοι οι ασφαλισμένοι θα πρέπει να πληρώνουν το ίδιο ενιαίο ποσοστό εισφοράς για ανταποδοτική σύνταξη: οι μισθωτοί μαζί με τους εργοδότες τους, οι αυταπασχολούμενοι μόνοι τους. Για πολλούς λόγους, το ποσοστό αυτό θα πρέπει πάση θυσία να χαμηλώσει – κάτι που αναγκαστικά συνεπάγεται υψηλότερα όρια ηλικίας και μεγαλύτερη συνεισφορά των ήδη συνταξιούχων. Αλλά θα πρέπει να είναι το ίδιο για όλους, χωρίς εξαιρέσεις.
Εδώ που έχουμε φτάσει, μόνο μια αυστηρή αλλά δίκαιη, και κυρίως λογικά συνεκτική μεταρρύθμιση μπορεί να αποκαταστήσει την αξιοπιστία του συστήματος, δηλαδή την εμπιστοσύνη ότι θα υπάρχουν συντάξεις και για τους σημερινούς 30ρηδες. Αντίθετα, οι μικρές αλλαγές σε δόσεις πριονίζουν την αξιοπιστία και υποσκάπτουν την εμπιστοσύνη.