Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Κυριακή 27 Μαΐου 2018).
Όλες οι πολιτικές δυνάμεις ενδιαφέρονται για την εκλογική τους επιρροή – ή δεν είναι πολιτικές δυνάμεις. Και δεν είναι λίγοι όσοι, όταν το βραχυπρόθεσμο συμφέρον της παράταξης συγκρούεται με το πιο μακροπρόθεσμο συμφέρον του τόπου, δεν διστάζουν να επιλέξουν το πρώτο. Αυτό, άλλωστε, δεν έκανε η κυβέρνηση Καραμανλή, 2004-2009; Μετά από έναν παροξυσμό σπατάλης και κακοδιαχείρισης, χρεωκόπησε τη χώρα και έφυγε νωρίς, παραδίδοντας την καυτή πατάτα στους επόμενους. Κάπως έτσι η ΝΔ διατήρησε τις δυνάμεις της καλύτερα από ό,τι το ΠΑΣΟΚ, κάπως έτσι διατηρεί την επιρροή του το ίδιο το καραμανλικό μπλοκ, με το ένα πόδι στο βαθύ κράτος των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, και με το άλλο έτοιμο να βάλει τρικλοποδιά στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Συχνά ο κυνισμός ανταμείβεται στις κάλπες από τον κυρίαρχο λαό.
Αυτό είναι το καλούπι πάνω στο οποίο υφαίνεται σήμερα η προεκλογική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ. Έξοδος από τα Μνημόνια (έστω με τρία χρόνια καθυστέρηση από την υπόσχεση της άμεσης κατάργησής τους «με ένα άρθρο και έναν νόμο»), απαλλαγή από τον ξένο ζυγό, επιστροφή στη λεωφόρο της ανάπτυξης. Αυτό θα είναι το τρίπτυχο πάνω στο οποίο θα βασιστεί η προεκλογική εκστρατεία του ΣΥΡΙΖΑ, διανθισμένη με δύσοσμους και ατεκμηρίωτους υπαινιγμούς για τη διαφθορά των αντιπάλων. Με στόχο όχι τη νίκη, αλλά την «διατήρηση του κύριου όγκου των δυνάμεων», έτσι ώστε τα επόμενα δύο χρόνια η χώρα να μην μπορεί να κυβερνηθεί από κανέναν. Με την ελπίδα το εκλογικό σώμα, μέσα στην παραζάλη του, να τους δώσει άλλη μια ευκαιρία στις μεθεπόμενες εκλογές, ει δυνατόν το 2020. Σε ένα σκηνικό γεμάτο συντρίμμια, ποιος νοιάζεται; Σημασία έχει να έρθουν ξανά στα πράγματα.
Το ίδιο το τρίπτυχο είναι σαθρό. Αντί για «καθαρή έξοδο από τα Μνημόνια», η σημερινή κυβέρνηση έχει υπογράψει περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων για πολλά ακόμη χρόνια, δεσμεύοντας τις επόμενες κυβερνήσεις. Η αντίθεση στην προληπτική πιστωτική γραμμή που ζητά ανήσυχος ο Διοικητής της ΤτΕ θα έχει μοιραίες συνέπειες: οι αγορές θα μας δανείζουν με πολύ επαχθέστερους όρους από ό,τι τα Μνημόνια, ιδίως όσο η ιταλική κρίση απειλεί να δυνατιμίσει την Ευρωζώνη. Αλλά για τους εγκεφάλους του ΣΥΡΙΖΑ, πολιτικούς και οικονομικούς, όλα αυτά θα συμπέσουν χρονικά με τη «δεξιά παρένθεση», άρα εξυπηρετούν το σχέδιό τους.
Όσο για την ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας, που στο μυαλό του Τσίπρα και του Τσακαλώτου σημαίνει επιστροφή στη χρυσή εποχή της κυβέρνησης Καραμανλή, των ανεξέλεγκτων πελατειακών διορισμών και των θηριωδών ελλειμμάτων, θα παραμείνει φαντασίωση. Το 2004-2009 οι αγορές νόμιζαν ότι τα ελληνικά ομόλογα είναι περίπου το ίδιο ασφαλή όσο και τα γερμανικά. Τώρα πλέον κανείς δεν πιστεύει κάτι τέτοιο. Η εθνική μας κυριαρχία θα είναι πιο περιορισμένη μετά την «καθαρή έξοδο» από όσο ήταν με τα Μνημόνια. Και εάν διαλυθεί η Ευρωζώνη, όπως εύχονται διάφοροι ανόητοι, τα περιθώρια για άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής θα είναι αντίστοιχα με εκείνα της Αργεντινής ή της Τουρκίας.
Κακά τα ψέματα, εθνική κυριαρχία χωρίς ισχυρή οικονομία δεν γίνεται. Και «ισχυρή» σημαίνει «βιώσιμη», χωρίς το ντόπινγκ του υπερδανεισμού ή της εκτύπωσης χρήματος. Όμως ποιος σοβαρός άνθρωπος θέλει να επενδύσει σε μια χώρα όπου η βασική αγωνία της κυβέρνησης είναι το πώς θα χειραγωγήσει τους δήθεν ανεξάρτητους θεσμούς (τη Δικαιοσύνη, τον Τύπο), όπου όσοι έχουν καλές διασυνδέσεις αναρριχώνται σε θέσεις ευθύνης όσο άχρηστοι και εάν είναι, όπου η αριστεία υπονομεύεται και η μετριότητα επιβραβεύεται, όπου η ανομία και η βία κυριαρχούν; Κανείς σοβαρός άνθρωπος. Μόνο το είδος των επενδυτών που ευδοκιμούν στα αποτυχημένα κράτη όλου του κόσμου: τυχοδιώκτες και μαφιόζοι.
Μπορεί να ματαιωθεί το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ; Ναι, αλλά όχι εύκολα. Μια υπερσυντηρητική και εθνικιστική δεξιά θα είναι το ίδιο βλαβερή για τον τόπο (και, παρεμπιπτόντως, ο αντίπαλος που ονειρεύεται ο ΣΥΡΙΖΑ). Το ίδιο και μια κεντροαριστερά αγχωμένη για την εκλογική της επιβίωση, που ανακαλύπτει τις αρετές των ίσων αποστάσεων, και – γιατί όχι; - της υποταγής σε όσους την συκοφάντησαν και την εξευτέλισαν τα τελευταία χρόνια. Όμως η κυβέρνηση που θα βγάλει τη χώρα από την κρίση και θα στείλει τον ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση για πολλά χρόνια δεν αρκεί να στηρίζεται σε αυτές τις δύο παρατάξεις, την κεντροαριστερά και την κεντροδεξιά. Θα πρέπει ταυτόχρονα να τις υπερβαίνει, ενώνοντας όλες τις ζωντανές δυνάμεις, της δουλειάς και της προκοπής, της προόδου και της επινοητικότητας, της συνεννόησης και της μετριοπάθειας. Μια τέτοια Ελλάδα υπάρχει – και απαιτεί εκπροσώπηση.