Συνυπογράφεται από τους Δημήτρη Σκάλκο και Μάνο Ματσαγγάνη. Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Τετάρτη 23 Μαΐου 2018).
Παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τη ζωηρή συζήτηση των ημερών αναφορικά με το μελλοντικό μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ στην κατεύθυνση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, παρά το γεγονός ότι αυτή η συζήτηση εκπορεύεται περισσότερο από διανοητές της κεντροαριστεράς και δεν αποτελεί ένα διακηρυγμένο στόχο του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό που υπονοείται είναι η αναγκαιότητα να συμβάλει ο ΣΥΡΙΖΑ στην επιστροφή της χώρας σε μία μορφή κανονικότητας. Διότι αν η διαφαινόμενη ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής σηματοδοτεί υπό προϋποθέσεις την έξοδο της χώρας από μία επώδυνη «κατάσταση εξαίρεσης» στο πεδίο της οικονομίας, στο πολιτικό πεδίο συνεχίζουν να κυριαρχούν με σχεδόν αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης, η πολιτική αβεβαιότητα, η κακοποίηση των θεσμών, ο συγκρουσιακός λόγος. Επ’ αυτού λοιπόν του ερωτήματος η απάντησή μας είναι αρνητική, κύρια για τους παρακάτω τρεις λόγους:
Πρώτον, ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ γιγαντώθηκε σε συνθήκες «μη κανονικότητας» της περιόδου της σφοδρής οικονομικής κρίσης, με κορύφωση το τραγικό δημοψήφισμα του 2015. Αγκάλιασε πρόθυμα ιδεοληψίες, νομιμοποίησε αντιδημοκρατικές συμπεριφορές και πρόσφερε φιλόξενο καταφύγιο σε κάθε λογής ανορθολογικά οικονομικά και πολιτικά αιτήματα. Η αρμονική συμπόρευση με το εθνικο-λαϊκιστικό κόμμα των ΑΝΕΛ, καθώς και με εκπροσώπους της καραμανλικής δεξιάς, είναι η πλέον ορατή απόδειξη της απόστασης που χωρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ από την ευρωπαϊκή κανονικότητα. Η μετέπειτα (αναγκαστική) προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ όταν οι «αυταπάτες» του συγκρούστηκαν με την πραγματικότητα οδήγησε σε ταχεία δημοσκοπική συρρίκνωση της απήχησής του. Δεν έχουμε αμφιβολία ότι στην ενδεχόμενη απομάκρυνσή του από την κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιστρέψει τάχιστα στην εμπρηστική ρητορική του πρόσφατου παρελθόντος του.
Δεύτερον, oι ιδέες και τα πρόσωπα ασκούν τη δική τους καταλυτική επίδραση στις πολιτικές επιλογές και τα πολιτικά κόμματα εξελίσσονται βαθμιαία και οι οβιδιακές μεταμορφώσεις σπανίζουν. Σε αυτό το πλαίσιο κάθε σύγκριση του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80 είναι ατυχής. Αν στο ΠΑΣΟΚ χρειάστηκαν δύο δεκαετίες για να εγκαταλείψει το ριζοσπαστικό παρελθόν του σε ένα εντελώς διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο, πόσος χρόνος άραγε θα απαιτηθεί για το μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού του ΣΥΡΙΖΑ που αγκάλιασε ηγέτες αυταρχικών και νεοκομμουνιστικών καθεστώτων τριάντα χρόνια έπειτα από την κατάρρευση του κομμουνιστικού συστήματος;
Τρίτον, η καθημερινή άσκηση της διακυβέρνησης της χώρας δείχνει το πώς αντιλαμβάνεται η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ την κανονικότητα. Σε κάθε τομέα όπου η κυβέρνηση διατηρεί ελευθερία κινήσεων και οι οποίοι δεν ρυθμίζονται από το ακολουθούμενο πλαίσιο οικονομικής προσαρμογής (Μνημόνιο), αναπαράγονται ορισμένες από τις χειρότερες όψεις της μεταπολίτευσης (πελατειακές λογικές, οπισθοδρομικές επιλογές, αφόρητος λαϊκισμός). Ακόμη χειρότερα, όπως καταδεικνύεται από τη διαρκή υποβάθμιση των θεσμών του κράτους δικαίου (βλ. παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη), η κυβέρνηση δεν δείχνει να συμμερίζεται το πλαίσιο του πολιτικού φιλελευθερισμού που συνιστά τον πυρήνα του ευρωπαϊκού μοντέλου διακυβέρνησης.
Συμπερασματικά, ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε θέλει ούτε μπορεί να μετεξελιχθεί σε ένα σύγχρονο πολιτικό φορέα που να αποδέχεται τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας και τις θέσεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που προέχει είναι η επιστροφή της χώρας στην πολιτική κανονικότητα – και αυτό προϋποθέτει την άμεση επιστροφή και μακρόχρονη παραμονή του ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση.