Δημοσιεύτηκε στη στήλη «Ξένος ανταποκριτής» της «Athens Voice» (Πέμπτη 10 Μαΐου 2018).
Η «Εβδομάδα του design», η φημισμένη διεθνής έκθεση του Μιλάνου, που πραγματοποιήθηκε την τρίτη εβδομάδα του Απριλίου, είχε φέτος μεγαλύτερη επιτυχία παρά ποτέ: πάνω από μισό εκατομμύριο επισκέπτες, 26% περισσότεροι από πέρυσι, οι περισσότεροι από την Ευρώπη και την Αμερική, +1,2 δισεκατομμύρια ευρώ έσοδα για την οικονομία της πόλης – όλα αυτά μέσα σε μια μόνο εβδομάδα.
Αλλά τι ακριβώς είναι αυτή η «Εβδομάδα του design»; Τυπικά πρόκειται για το άθροισμα δύο διακριτών εκδηλώσεων. Από τη μια, της επίσημης έκθεσης με την ονομασία «Σαλόνι του Επίπλου», που γίνεται στον εκθεσιακό χώρο του Rho, λίγο έξω από το Μιλάνο, στην οποία συμμετέχουν επιχειρήσεις (από τη Βόρεια Ιταλία, την υπόλοιπη χώρα, και τον υπόλοιπο κόσμο) στον κλάδο του επίπλου – αλλά και του φωτισμού, της εσωτερικής διακόσμησης κτλ. Μια βιομηχανία που, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των εκπροσώπων της, συνεισφέρει στην ιταλική οικονομία 5% του ΑΕΠ (και ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό των εξαγωγών).
Από την άλλη, της ανεπίσημης έκθεσης «Fuorisalone»: ένα σύνολο 1.372 εγκαταστάσεων, συζητήσεων, δεξιώσεων και άλλων «δρώμενων», διάχυτων σε έξη περιοχές της πόλης. Φέτος η zona Tortona, το παλιό βιοτεχνικό κέντρο κοντά στα κανάλια της πόλης και στον σιδηροδρομικό σταθμό της Porta Genova (κοντά στην κατοικία του ανταποκριτή σας), που ζει μια δεύτερη νεότητα – η περιοχή, όχι ο ανταποκριτής σας – ως cluster δεκάδων μικρών επιχειρήσεων που φιλοξενούνται στα παλιά βιομηχανικά κτίρια, δέχθηκε 180.000 επισκέπτες. Ξεπεράστηκε όμως σε αριθμό προσελεύσεων από τις εγκαταστάσεις του περιοδικού Interni στο προαύλιο της ιστορικής έδρας του Κρατικού Πανεπιστημίου της πόλης, με την απίθανη διεύθυνση «Οδός Εορτής της Συγχώρεσης» (ελαφρυντικό: ήταν μοναστήρι παλιά), που δέχθηκε 200.000 επισκέψεις. Άλλα περίπτερα φιλοξένησαν τις πιο ποικίλες εκθέσεις, από παρκέ έως αυτοκίνητα, και από μικροσκοπικές κρεβατοκάμαρες έως γωνίες ανάγνωσης για τον σύγχρονο άνδρα (και γυναίκα).
Ένας θρίαμβος, που χτίστηκε πάνω στην παραδοσιακή φινέτσα και εφευρετικότητα της τόσο αξιαγάπητης (και, μερικές φορές, τόσο εκνευριστικής) γειτονικής φυλής, η οποία λατρεύει – με τη θρησκευτική σημασία της λέξης – την ομορφιά σε όλες της τις εκφάνσεις, έχοντας την αναγορεύσει σε απόλυτη αξία, ακόμη και αδιαφορώντας, στην ανάγκη, για την οσμή σήψης που κάποτε τη συνοδεύει (όπως αξέχαστα έδειξε ο Paolo Sorrentino στην ταινία του «La grande bellezza»). Αλλά επίσης, μια επιτυχία που έγινε εφικτή χάρη στην εργατικότητα των Μιλανέζων, και των πιο ακατέργαστων εξαδέλφων τους στις κοιλάδες της Λομβαρδίας, καθώς και στη συνεργασία κράτους, επιχειρήσεων, και κοινωνίας των πολιτών. Όπου εδώ κράτος ίσον Δήμος του Μιλάνου (όπου κυβερνά η κεντροαριστερά), συν τα πανεπιστήμια της πόλης (το προαναφερθέν λεγόμενο «Κρατικό», για να μην το μπερδεύουν με το Καθολικό, αλλά και το Πολυτεχνείο, 5ο στον κόσμο στο design σύμφωνα με την τελευταία κατάταξη QS World University Rankings, day job του ανταποκριτή σας), συν δημοτική επιχείρηση συγκοινωνιών (που αύξησε τα δρομολόγια κόβοντας 700.000 εισιτήρια παραπάνω σε μια εβδομάδα). Όσο για την κοινωνία των πολιτών, εννοώ κυρίως τους κατοίκους των ιστορικών κτιρίων, που άνοιξαν για μια εβδομάδα τις περίκλειστες αυλές τους (από τα καλύτερα κρυμμένα μυστικά της πόλης) στις επιχειρήσεις που νοίκιασαν κάποιον χώρο, συνήθως έναντι εξωφρενικού τιμήματος, καθώς και στους χιλιάδες επισκέπτες. Οι υπόλοιποι κάτοικοι διχάστηκαν – μερικές φορές, και εσωτερικά – ανάμεσα στη μεταδοτική ευφορία εκατοντάδων χιλιάδων χαρούμενων και (κατά κανόνα) εμφανίσιμων επισκεπτών από τη μια, και στη σνομπ δυσφορία του τύπου «άντε να περάσει επιτέλους αυτή η εβδομάδα να πάψουμε να στριμωχνόμαστε έτσι» από την άλλη.
Στο μάθημα της Παρασκευής, με θέμα την ακμή και την παρακμή των πόλεων, εκείνων που δεν μπόρεσαν να συνέλθουν από την έκλειψη της βασικής τους δραστηριότητας (όπως το Detroit, τέως Motown νυν Murder Town, και όπως σε λιγότερο δραματικό τόνο το Τορίνο), και εκείνων αντίθετα που κατάφεραν να επινοήσουν μια νέα ταυτότητα (όπως η Βοστώνη, που ακμάζει χάρη στη συνέργεια των επιχειρήσεων τεχνολογίας ή βιοιατρικής έρευνας και των κορυφαίων πανεπιστημίων όπου παράγεται η απαραίτητη γνώση, και όπως το Μιλάνο), οι ιταλοί φοιτητές μου ήταν λιγότερο ενθουσιώδεις από ό,τι εγώ. Ο Μ. είναι λίγο αντιεξουσιαστής, οπότε όλη αυτή η καπιταλιστική φιέστα του κάθεται λίγο στο στομάχι. Ο Ε. είναι από την Τοσκάνη, οπότε πόσο να τον εντυπωσιάσει η ομορφιά του Μιλάνου; Επίσης, είναι καλλιεργημένος και στοχαστικός: παρατηρεί ότι «οι πόλεις χάνουν τη γοητεία τους όταν αρχίζουν να μιλάνε για αυτήν». Η παγκόσμια πρωτοκαθεδρία του Μιλάνου στον τομέα της μόδας βασίστηκε στις εκατοντάδες μικρές βιοτεχνίες όπου οι ιδιοκτήτες δούλευαν από το πρωί μέχρι το βράδυ, μαζί με τους τεχνίτες και τις μοδίστρες, παράγοντας ρούχα και παπούτσια που αρχικά φορούσαν οι ίδιοι, μετά η υπόλοιπη πόλη, και μετά ο υπόλοιπος κόσμος. Σήμερα οι βιοτεχνίες αυτές ή δεν υπάρχουν ή αντίθετα έχουν γιγαντωθεί ως πολυεθνικές, και έχουν μεταφέρει την παραγωγή έξω από την πόλη, συνήθως έξω από τη χώρα, μέχρι την Κίνα και το Βιετνάμ. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με το design: «είναι ένα άδειο κέλυφος». Η G., η βοηθός μου, οικονομολόγος με Μάστερ από το Bocconi, έτοιμη να φύγει για διδακτορικό στο Cornell, συμφωνεί. Αλλά κατάγεται από μια μικρή πόλη του Πιεμόντε, το Μιλάνο της φαίνεται ακριβό και «δήθεν», και το χειρότερο: υποψιάζομαι ότι είναι οπαδός της Γιουβέντους. Μάλλον κακώς της έδωσα το λόγο. Όσο για τους υπόλοιπους φοιτητές μου, από τη Γαλλία, τη Σουηδία, τη Σερβία, την Αίγυπτο, την Ινδία και την Κίνα, που είναι και η πλειοψηφία, παρακολουθούν με ενδιαφέρον, συγκρίνοντας όσα ακούν με τις δικές τους αρκετά επιφανειακές ακόμη εμπειρίες από τη ζωή στο Μιλάνο, αναλογιζόμενοι τις πόλεις που άφησαν πίσω (τη Μασσαλία, το Γκαίτεμποργκ, το Βελιγράδι, το Κάιρο ή το Νέο Δελχί), στις οποίες ελπίζουν μετά την αποφοίτηση να επιστρέψουν για να εργαστούν ως αρχιτέκτονες ή πολεοδόμοι.
Μιλάω στα παιδιά για τις πόλεις όπου έζησα, τις πόλεις που αγάπησα. Το Μιλάνο, οπωσδήποτε. Αλλά και το Λονδίνο, τον προηγούμενο αιώνα, τότε που υπήρχαν ακόμη μαγειρεία όπου μπορούσες να φας αυγά με μπέηκον (και με τομάτες και με φασόλια, όλα τηγανισμένα σε λάδια αγνώστου προελεύσεως), και όπου για να πιεις καφέ της προκοπής έπρεπε να πας στο Bar Italia στο Soho. Και φυσικά μιλώ για την Αθήνα, αυτή την αντιφατική πόλη, υπέροχη και εχθρική, ζωτική και καταθλιπτική, που στη μακρά ιστορία της (πιο Αιώνια Πόλη από τη Ρώμη) έχει γνωρίσει την πιο αστραφτερή ακμή και την πιο σκοτεινή παρακμή, και που σήμερα ταλαντεύεται ανάμεσα στη μιζέρια και στην αισιοδοξία, ανάμεσα στην αναδίπλωση και στην εξωστρέφεια.
Αλλά αυτή, όπως λένε, είναι μια άλλη ιστορία.