Μια προηγούμενη εκδοχή του κειμένου παρουσιάστηκε στην εκδήλωση της Κίνησης Πολιτών για μια Ανοικτή Κοινωνία με θέμα «Οι νέες ανισότητες» (Αθήνα 18 Οκτωβρίου 2018). Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Νοέμβριος 2018).
1.
Μου ζητήθηκε να παρουσιάσω εν συντομία τα βασικά ευρήματα της μελέτης μας για την ακραία φτώχεια. Η μελέτη εκπονήθηκε για λογαριασμό της διαΝΕΟσις, με τη συνεργασία τριών νεαρών ερευνητριών: Χρύσα Λεβέντη (Πανεπιστήμιο Essex), Μαρία Φλεβοτόμου (Τράπεζα της Ελλάδος), Ελένη Καναβιτσά (Οικονομικό Πανεπιστήμιο). Οι δύο πρώτες εκπόνησαν τη διδακτορική τους διατριβή στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, η τρίτη την εκπονεί τώρα.
Πώς εκτιμήσαμε το ποσοστό ακραίας φτώχειας; Θεωρήσαμε ότι το σχετικό όριο είναι ίσο με το κόστος απόκτησης του καλαθιού αγαθών και υπηρεσιών που αντιστοιχεί στις ελάχιστες ανάγκες διαβίωσης μιας οικογένειας. Υπολογίσαμε το κόστος αυτό χωριστά για κάθε τύπο οικογένειας και για διαφορετικές τοποθεσίες. Για παράδειγμα, για μια τετραμελή οικογένεια που διέμενε στην Αθήνα και δεν βαρυνόταν με έξοδα ενοικίου ή στεγαστικού δανείου: €622 το μήνα (το 2016). Στη συνέχεια εκτιμήσαμε το ποσοστό του πληθυσμού που σύμφωνα με τα δεδομένα της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης (EU-SILC) εμφανίζει εισόδημα κάτω από το όριο ακραίας φτώχειας (ανάλογα φυσικά με την τοποθεσία και τον τύπο οικογένειας). Το ποσοστό ακραίας φτώχειας είναι απλώς το ποσοστό του πληθυσμού με εισόδημα χαμηλότερο από το κόστος απόκτησης του βασικού καλαθιού με τα απολύτως αναγκαία προς το ζην.
Πόσο ήταν αυτό το ποσοστό; Εκτιμήσαμε ότι ήταν χαμηλό προ κρίσης (2,2% το 2009), μετά αυξήθηκε απότομα (σε 17,1% το 2013), για να υποχωρήσει στη συνέχεια (σε 13,6% το 2016).
Το μέγεθος αυτό αντιστοιχεί σε σχεδόν ενάμισι εκατομμύριο άτομα. Πώς επιβιώνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Εικάζουμε ότι οι περισσότεροι καταφέρνουν – με όλο και μεγαλύτερη δυσκολία – να διατηρούν ακόμη ένα ελάχιστο επίπεδο κατανάλωσης είτε αντλώντας από αποταμιεύσεις του παρελθόντος, είτε ρευστοποιώντας περιουσιακά στοιχεία (π.χ. χρυσαφικά), είτε χρεώνοντας πιστωτικές κάρτες, είτε απλώς συσσωρεύοντας χρέη (π.χ. στην εφορία, στα ασφαλιστικά ταμεία, στην τράπεζα για στεγαστικά δάνεια), είτε αφήνοντας απλήρωτους άλλους λογαριασμούς (π.χ. ενοίκια, κοινόχρηστα κτλ).
Ποιοι είναι οι «ακραία φτωχοί»; Οι ομάδες που πλήττονται μακράν περισσότερο είναι οι οικογένειες με αρχηγό άνεργο, καθώς και τα νοικοκυριά χαμηλής έντασης εργασίας. Κατά τα άλλα, οι οικογένειες με παιδιά αντιμετωπίζουν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά ακραίας φτώχειας από ό,τι τα νοικοκυριά χωρίς παιδιά. Επίσης από αυξημένο κίνδυνο ακραίας φτώχειας χαρακτηρίζονται οι οικογένειες που κατοικούν στις βόρειες ηπειρωτικές περιφέρειες, στην Αθήνα και στις άλλες πόλεις, καθώς και τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιαζόμενη κατοικία. Αντίθετα, σε ό,τι αφορά τη γεωγραφική κατανομή, η ακραία φτώχεια κυμαίνεται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα στην Κρήτη, στις νησιωτικές περιφέρειες, καθώς και στις αγροτικές περιοχές. Στον αντίποδα επίσης βρίσκονται επαγγελματικές ομάδες που εμφανίζονται ανεπηρέαστες από την παρατεταμένη οικονομική ύφεση και τα μέτρα λιτότητας, εξακολουθώντας να καταγράφουν πολύ χαμηλά ποσοστά ακραίας φτώχειας. Πρόκειται για τους υπαλλήλους Δημοσίου, ΔΕΚΟ και Τραπεζών, καθώς και τους ελεύθερους επαγγελματίες (ειδικά ιατρούς, νομικούς, μηχανικούς και δημοσιογράφους). Το ίδιο ισχύει για τα νοικοκυριά με δύο εργαζόμενους (ιδίως όταν είναι και οι δύο πλήρους απασχόλησης). Τέλος, πολύ χαμηλά εμφανίζονται τα ποσοστά ακραίας φτώχειας για τους συνταξιούχους και τους ηλικιωμένους.
2.
Πώς εξηγείται η εκτίμησή μας για το χαμηλό ποσοστό ακραίας φτώχειας των ηλικιωμένων (2,4% το 2016), καθώς και των συνταξιούχων ανεξαρτήτως ηλικίας (2,9%, έναντι 13,6% για το σύνολο του πληθυσμού); Πολύ απλά, επειδή ακόμη και η χαμηλότερη σύνταξη αρκεί για να καλύψει το κόστος απόκτησης των βασικών αγαθών που θεωρήσαμε απαραίτητα για την εξασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα εισοδήματα των ηλικιωμένων έχουν υποστεί σημαντικές μειώσεις τα τελευταία χρόνια. Όμως, η θέση τους στην κατανομή εισοδήματος έχει βελτιωθεί. Γιατί συνέβη αυτό; Πρώτον, επειδή οι συντάξεις περικόπηκαν λιγότερο από τους μισθούς. Δεύτερον, επειδή οι χαμηλές συντάξεις μειώθηκαν λιγότερο από τις άλλες συντάξεις (και λιγότερο από τους κατώτατους μισθούς). Τρίτον, επειδή οι συντάξεις – έστω και μειωμένες - συνέχισαν να καταβάλλονται, ενώ βέβαια κάτι τέτοιο δεν συνέβη με τους μισθούς όσων έχασαν τη δουλειά τους. Τέταρτον, επειδή οι συνταξιούχοι που βγήκαν πρόσφατα στη σύνταξη λαμβάνουν υψηλότερες συντάξεις από όσους είχαν συνταξιοδοτηθεί στο πιο μακρινό παρελθόν.
Όσο και αν φαίνεται παράξενο, το βασικό πρόβλημα των ηλικιωμένων δεν είναι το χαμηλό εισόδημα αυτό καθεαυτό. Είναι η υποβάθμιση της δημόσιας περίθαλψης, που έχει αυξήσει το κόστος των φαρμάκων και της νοσηλείας, καθιστώντας το απαγορευτικό για τους οικονομικά αδύναμους. Πράγματι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, στην Ελλάδα το ποσοστό των ηλικιωμένων στο φτωχότερο 20% της κατανομής εισοδήματος οι οποίοι παρότι είχαν ανάγκη περίθαλψης δεν έκαναν χρήση των υπηρεσιών υγείας για οικονομικούς λόγους έφτανε το 30,0% το 2017 (έναντι 11,4% το 2010). Το ποσοστό αυτό ήταν μακράν το χειρότερο στην ΕΕ, ενώ ήταν υπερδεκαπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (2,8%).
3.
Ενώ η θέση των ηλικιωμένων και των συνταξιούχων στην εισοδηματική πυραμίδα βελτιώθηκε, η θέση των ανέργων, των χαμηλομίσθων και των οικογενειών τους επιδεινώθηκε. Κατά συνέπεια, τα τελευταία χρόνια η σύνθεση του πληθυσμού των φτωχών έχει αλλάξει δραματικά.
Πώς ανταποκρίθηκε σε αυτή τη μεταβολή η πολιτική κατά της φτώχειας;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα τελευταία χρόνια σημειώθηκαν σημαντικά (αν και καθυστερημένα) βήματα εκσυγχρονισμού του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας, και ευθυγράμμισης του εγχώριου κοινωνικού κράτους με τον ευρωπαϊκό κανόνα. Ενδεικτικά αναφέρω (α) τη θεσμοθέτηση ενιαίου επιδόματος στήριξης τέκνων το 2013, και την αύξησή του με αυστηρότερα εισοδηματικά κριτήρια από το 2018, (γ) την πιλοτική εφαρμογή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος το 2014 και ξανά το 2016, με γενικευμένη εφαρμογή του σε εθνική κλίμακα από το 2017, και (γ) τη νομοθετική πρόβλεψη για εισαγωγή επιδόματος στέγης για τους δανειολήπτες και ενοικιαστές χαμηλού εισοδήματος από το 2019.
Από την άλλη, διατηρούνται δραματικά κενά κοινωνικής προστασίας, με σημαντικότερο από όλα την απίστευτα χαμηλή κάλυψη των επιδομάτων ανεργίας. Το 2010, όταν ο αριθμός των ανέργων ήταν ακόμη 639.000, οι δικαιούχοι του τακτικού επιδόματος ανεργίας ήταν 224.000 (ποσοστό κάλυψης 35%). Πέρυσι, οι άνεργοι έφταναν σε 1.030.000, αλλά ο αριθμός όσων ελάμβαναν τακτικό επίδομα ανεργίας είχε μειωθεί σε 121.000 (ποσοστό κάλυψης 12%). Με άλλα λόγια, καθώς η ανάγκη για κοινωνική προστασία αυξανόταν, η εισοδηματική στήριξη των ανέργων υποχωρούσε. Η παρακμή των επιδομάτων ανεργίας – την εποχή που η ανάγκη για αυτά ήταν μεγαλύτερη παρά ποτέ – υπήρξε το χειρότερο παράδειγμα αταραξίας της κοινωνικής πολιτικής στις έκτακτες συνθήκες της κρίσης. Εν μέσω της εκκωφαντικής σιωπής των εγχώριων πολιτικών ελίτ, της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, της δημόσιας διοίκησης, των εργατικών συνδικάτων, των εργοδοτικών οργανώσεων, των επιστημόνων, των διαμορφωτών της κοινής γνώμης του Τύπου, ολόκληρης της κοινωνίας.
4.
Η παραπάνω ανάλυση υποδεικνύει τις κατευθύνσεις μιας κοινωνικής πολιτικής άξιας του ονόματός της:
- Κάλυψη των κενών του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας, με προτεραιότητα στην εισοδηματική ενίσχυση των ανέργων και στην εφαρμογή του νόμου για τη θεσμοθέτηση επιδόματος στέγης.
- Προστασία των συντάξεων των φτωχών ηλικιωμένων, αλλά όχι αδιακρίτως όλων των παλαιών συνταξιούχων.
- Αναβάθμιση της δημόσιας περίθαλψης με στόχο τη βελτίωση της πρόσβασης των φτωχών ηλικιωμένων (και όλων όσων έχουν ανάγκη) σε φάρμακα και νοσηλεία.
- Προετοιμασία ενός πλέγματος κοινωνικών παροχών και υπηρεσιών που να συμβάλλει στην ανάκαμψη της οικονομίας αντί να τη δυσχεραίνει.
Όπως είναι προφανές, η δημόσια συζήτηση στη χώρα μας δεν ασχολείται με αυτά. Το κύριο ερώτημα που απασχολεί τους πάντες είναι πώς δεν θα εφαρμοστεί η πρόβλεψη (νομοθετημένη από την κυβέρνηση) για την περικοπή της διαβόητης «προσωπικής διαφοράς», που επιτρέπει σε όσους πρόλαβαν να βγουν στη σύνταξη μέχρι το 2016 (προτού ψηφιστεί ο «Νόμος Κατρούγκαλου») να εξακολουθούν να εισπράττουν ποσά πολύ υψηλότερα από τις εισφορές που είχαν καταβάλει, και φυσικά πολύ υψηλότερα από τις συντάξεις όσων πρόκειται να βγουν στη σύνταξη από εδώ και πέρα.
Για αυτό άλλωστε, το προσχέδιο προϋπολογισμού που κατατέθηκε πρόσφατα προβλέπει δύο σενάρια. Το πρώτο είναι το «εθνικά υπερήφανο»: αφήνει όλες τις παλιές συντάξεις στην ησυχία τους, παραβαίνοντας τη δέσμευση για κατάργηση της προσωπικής διαφοράς που η ίδια η κυβερνητική πλειοψηφία ψήφισε. Βέβαια, επειδή η εθνική υπερηφάνεια έχει κόστος, μετά δεν θα περισσεύουν χρήματα για άλλα μέτρα, όπως π.χ. είναι το επίδομα στέγης που επίσης ψήφισε η κυβερνητική πλειοψηφία. Το δεύτερο σενάριο είναι αυτό που θέλουν οι κακοί ξένοι και τα εγχώρια φερέφωνά τους: εφαρμογή των δεσμεύσεων που έχουν νομοθετηθεί, δηλ. μερική κατάργηση της προσωπικής διαφοράς (με πλαφόν μείωση 18%) και χορήγηση επιδόματος στέγης.
Το ενδιαφέρον είναι ότι το προσχέδιο προϋπολογισμού περιλαμβάνει μια υποδειγματική ανάλυση των διανεμητικών επιπτώσεων των δύο σεναρίων. Το «εθνικά υπερήφανο» σενάριο ωφελεί κυρίως τους πιο πλούσιους: όσους βρίσκονται στο πάνω μέρος της κατανομής εισοδήματος. Το «προδοτικό» σενάριο ωφελεί κυρίως τους πιο φτωχούς: όσους βρίσκονται στο κάτω μέρος της εισοδηματικής κατανομής.
Σε μια νορμάλ χώρα, η συζήτηση για το ποιο από τα δύο σενάρια πρέπει να εφαρμοστεί θα σταματούσε κάπου εδώ. Στη χώρα μας, τίποτε δεν φαίνεται να ταράζει την εθνική ομοψυχία – για τη λάθος επιλογή.