Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018).
Οι πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας φέρνουν τη χώρα ένα βήμα από την χρεωκοπία. Δεν πρόκειται για σχήμα λόγου: σύμφωνα με εκτιμήσεις, η ακύρωση των «μνημονιακών περικοπών» στις συντάξεις και στους μισθούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα συνεπάγεται επιβάρυνση του προϋπολογισμού από 9 έως 15 δις ευρώ. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης: 9 δις είναι όλη η δημόσια δαπάνη για την υγεία (του κράτους και των ταμείων), ενώ η δαπάνη για υγεία και παιδεία μαζί δεν φτάνει τα 15 δις. Είναι προφανές ότι η υλοποίηση των αποφάσεων αυτών είναι εφικτή μόνο εάν χρεωκοπήσουμε επισήμως, ώστε η Τράπεζα της Ελλάδος (σε ένα κατεστραμμένο κράτος) να μπορεί να τυπώνει όσα χαρτονομίσματα θέλει, με πολλά μηδενικά και αξία κουρελόχαρτων, όπως στην Κατοχή. Πώς απαντά η κυβέρνηση σε αυτή την εξέλιξη; Με έναν κουτοπόνηρο ελιγμό («τα αναδρομικά θα επιστραφούν σε όσους κάνουν προσφυγή»), ο οποίος επί πλέον είναι προορισμένος να πέσει στο κενό (προσφυγή κάνουν σχεδόν όλοι).
Πώς φτάσαμε μέχρι εδώ; Οκτώμισι χρόνια μετά από το πρώτο Μνημόνιο, η αντίληψη που έχει σχηματίσει η κοινή γνώμη για τις αιτίες της δυσπραγίας μας είναι αυτή που έχει επιβάλει ο πανίσχυρος «συνασπισμός της χρεωκοπίας» που μας έφερε στην κρίση και που έκτοτε κρατά την χώρα καθηλωμένη. Στην πολιτική εκπροσωπείται από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αλλά και από τη «λαϊκή δεξιά» του Σαμαρά και των καραμανλικών, από το παλιό ΠΑΣΟΚ, και φυσικά από το ΚΚΕ και την Χρυσή Αυγή. Στα μέσα ενημέρωσης, από τις λιγότερο σοβαρές εφημερίδες, και κυρίως από τους τηλεοπτικούς αστέρες των πρωινών εκπομπών και των βραδινών δελτίων. Στην οικονομία, από τις κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις και τα εμπορικά επιμελητήρια, που αναπολούν τις παλιές καλές εποχές και απαιτούν από τις κυβερνήσεις «να ρίξουν χρήμα στην αγορά».
Για όλους αυτούς – και για πολλούς άλλους – για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό που έφερε την Τρόικα φταίει ο Παπακωνσταντίνου και ο Παπαντωνίου, παρότι η ενοχή του πρώτου δεν αποδείχθηκε ποτέ, ενώ του δεύτερου δεν έχει αποδειχθεί ακόμη. Φταίνε οι πολιτικοί που «τα φάγανε», δεν φταίνε ούτε οι 800.000 προσλήψεις συμβασιούχων το 2004-2009, ούτε οι επιχορηγήσεις του κράτους στα ασφαλιστικά ταμεία, συνολικού ύψους 200 δις – δύο τρίτα του συνολικού δημόσιου χρέους! – την περίοδο 2000-2015. Για αυτό άλλωστε ο τότε υπουργός εσωτερικών ανταμείφθηκε για τις υπηρεσίες του από τη σημερινή κυβέρνηση με το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Όσο για τις συντάξεις της ΔΕΗ και της Εθνικής Τράπεζας, και των δικαστικών και των στρατιωτικών και πολλών άλλων, που μειώθηκαν με τους μνημονιακούς νόμους, αυτές «πληρώθηκαν με τις εισφορές των συνταξιούχων», συνεπώς είναι ιερές.
Το δικαστικό σώμα έχει αναδειχθεί σε στυλοβάτη του αντιμνημονιακού «αφηγήματος», αυτού του χοντροκομμένου παραμυθιού που έχει επικρατήσει επειδή χαϊδεύει τις εθνικές μας αυταπάτες, και ας μην περιέχει ίχνος αλήθειας. Με τα δακρύβρεχτα διαβήματα προς τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, γεμάτα από αναφορές στα αρχαία κλέη μας, και στα πνευματικά δικαιώματα που μας οφείλει η υπόλοιπη ανθρωπότητα ως απογόνους του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Με την απίστευτη δίωξη του πρώην προέδρου της ΕλΣτατ επειδή έκανε τη δουλειά του, αντί να στέλνει στις Βρυξέλλες ψεύτικα νούμερα όπως επέβαλλε το εθνικό φρόνημα. Και με το συστηματικό σαμποτάζ στις απεγνωσμένες (όσο και απρόθυμες) προσπάθειες των κυβερνήσεων να συμμαζέψουν κάπως τα δημοσιονομικά της χώρας.
Με το αζημίωτο εννοείται. Η παγερή αδιαφορία των δικαστικών για το πού θα βρούμε τα χρήματα να εφαρμόσουμε τις αποφάσεις τους ξεκινά από τους μισθούς τους, τους οποίους πρακτικά απονέμουν οι ίδιοι στους εαυτούς τους, και που σύμφωνα με στοιχεία που είχαν διαρρεύσει από το Υπουργείο Οικονομικών το 2012 (δηλαδή μετά τις μνημονιακές περικοπές) έφταναν τα 6.500 ευρώ μεικτά το μήνα - κατά μέσο όρο, δηλαδή συνυπολογίζοντας τις αποδοχές όλων των δικαστικών, από έναν πρωτοδιορισμένο ειρηνοδίκη έως τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου. Δύομιση φορές πάνω από τις αντίστοιχες αποδοχές π.χ. των ερευνητών, από τους οποίους περιμένουμε την καινοτομία που θα βγάλει την οικονομία μας από το τέλμα.
Ο ένας στους δύο εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα παίρνει μισθούς κάτω από 800 ευρώ το μήνα, αλλά για τους δικαστικούς μας δεν υπάρχει πρόβλημα – ή δεν είναι δικό τους πρόβλημα. Ας φρόντιζαν και αυτοί να ενταχθούν στα «ειδικά μισθολόγια», μαζί με τους υπαλλήλους ΔΕΚΟ, τους στρατιωτικούς, τους κληρικούς, και φυσικά τους ίδιους τους δικαστικούς. Οι περικοπές των ειδικών μισθολογίων κρίθηκαν παράνομες, αντίθετα των απλών εργαζομένων εξακολουθούν να είναι νόμιμες.
Το αξιοσημείωτο δεν είναι η ιδιοτέλεια των δικαστικών. Παρά τους πομπώδεις τόνους, αυτή δεν διαφέρει από την ιδιοτέλεια όλων των άλλων συντεχνιών που βούλιαξαν τη χώρα, με τη συναίνεση των περισσότερων πολιτικών, και υπό τις ενθουσιώδεις επευφημίες των περισσότερων δημοσιογράφων. Είναι ο αντιμνημονιακός ακτιβισμός της κορυφής της ιεραρχίας, από τον πρώην πρόεδρο του ΣτΕ (που κρατούσε στο συρτάρι τις αιτήσεις ακύρωσης που δεν βόλευαν την σημερινή κυβέρνηση) έως την πρώην πρόεδρο του Αρείου Πάγου και σημερινή σύμβουλο του πρωθυπουργού (αναρωτιέται κανείς εάν οι αρμοδιότητες της αφορούν την παροχή τεχνογνωσίας σε θέματα διώξεων πολιτικών αντιπάλων).
Το πολίτευμα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, που μέχρι νεωτέρας ισχύει στη χώρα μας, προβλέπει τη διάκριση των εξουσιών: η Βουλή νομοθετεί, η κυβέρνηση κυβερνά, τα δικαστήρια ελέγχουν. Με τις πρόσφατες αποφάσεις τους οι δικαστές διεκδικούν το προνόμιο να νομοθετούν και να χαράζουν οικονομική πολιτική. Ο δρόμος προς τη χρεωκοπία περνά από την αλλοίωση του πολιτεύματος.