Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018).
Οι αναγνώστες του «Βήματος» δεν περιμένουν ασφαλώς από τους συντάκτες αυτού του πρωτοχρονιάτικου αφιερώματος να προβλέψουν τι θα συμβεί το 2019. Το μέλλον είναι αινιγματικό: το διακρίνουμε θολά μέσα από έναν καθρέφτη που αναπόφευκτα αντανακλά εμάς τους ίδιους και όσα βρίσκονται γύρω μας. Για αυτό δυσκολευόμαστε να το φανταστούμε ως κάτι που δεν είναι απλή προέκταση του παρελθόντος. Όμως εδώ και λίγα χρόνια η πορεία του κόσμου έχει ξεπεράσει την πιο δημιουργική – ή μήπως νοσηρή; - φαντασία. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ εξευτελίζει το εγχώριο σύστημα των θεσμικών αντίβαρων και εξαρθρώνει τη διεθνή τάξη πραγμάτων του «Αμερικανικού αιώνα» (1918-2016). Οι πολιτικοί της Βρετανίας καταρρίπτουν κάθε εθνικό ρεκόρ ανευθυνότητας και δημαγωγίας, σημειώνοντας πλέον επιδόσεις που θα ζήλευε ένας επίδοξος διδακτορίσκος σε κάποια Λατινοαμερικανική χώρα της δεκαετίας του ‘70. Ο φόβος (και το μίσος) για τους ξένους εκτοξεύει πάλαι ποτέ περιθωριακές πολιτικές δυνάμεις, καθιστώντας τες ηγεμονικές. Όχι μόνο στις πρώην κομμουνιστικές χώρες, όπου πρωτόγονα πάθη έμεναν θαμμένα λίγο κάτω από την επιφάνεια. Ούτε μόνο στην Αυστρία ή στη Γερμανία, όπου ο φυλετικός μυστικισμός δεν έπαψε ποτέ να έχει θαυμαστές, φανερούς ή κρυφούς. Αλλά και στις χώρες όπου άνθισε – και ανθεί ακόμη – η φιλελεύθερη ανεκτικότητα και η σοσιαλδημοκρατική ισότητα, όπως η Σουηδία και η Ολλανδία. Για να μην μιλήσουμε για τη Γαλλία, όπου αυτό που ενώνει τους οπαδούς της Λεπέν και του Μελανσόν είναι η μνησικακία και η πεποίθηση ότι μια καλή εξέγερση θεραπεύει πάσα νόσο, από την ανεργία των νέων έως την υποβάθμιση της υπαίθρου. Ή για την Ιταλία, όπου τα «κίτρινα γιλέκα» κυβερνούν από τον περασμένο Μάρτιο, ο υπουργός οικονομίας και ανάπτυξης (και αναπληρωτής πρωθυπουργός) δεν είχε ποτέ κανονική δουλειά, ο υπουργός παιδείας ήταν γυμναστής σε γυμνάσιο, και η υπουργός υγείας καταφέρεται εναντίον των εμβολίων. Στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον ερχόμενο Μάιο οι εθνικιστές και λαϊκιστές κάθε είδους θα επιχειρήσουν ένα ρεσάλτο με έπαθλο την ανάσχεση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και την επανεθνικοποίηση των πολιτικών της ΕΕ. Απέναντί τους θα βρουν σοσιαλδημοκράτες που πασχίζουν να συνέλθουν από τις εκλογικές ήττες, κεντροδεξιούς επιρρεπείς στον πειρασμό της προσχώρησης στην αντιμεταναστευτική δημαγωγία, καθώς και Πράσινους ισχυρούς στο Βορρά αλλά ανύπαρκτους στο Νότο και στην Ανατολή. Η Ευρώπη βρίσκεται σε περιδίνηση, η Δύση δεν αναγνωρίζει τον εαυτό της, το μέλλον δεν είναι πια αυτό που ήταν.
Σε αυτό το ρευστό περιβάλλον αναμετράται η χώρα μας με τα δικά της αδιέξοδα. Το 2019 συμπληρώνονται δέκα χρόνια από το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης - η οποία ακόμη δεν λέει να περάσει. Με την οικονομία να έχει ισορροπήσει σε ένα χαμηλότερο επίπεδο, συρρικνωμένη κατά 25%, με περισσότερα σουβλατζίδικα και καταστήματα περιποίησης νυχιών από ό,τι πριν, με λιγότερες υγιείς επιχειρήσεις, με ένα παραγωγικό μοντέλο πιο «φτηνής ανάπτυξης» από εκείνο που (μαζί με τις υπερφίαλες καταναλωτικές προσδοκίες) μας έφερε στην κρίση. Με την κοινωνία χωρίς δυνάμεις και χωρίς ελπίδες, με τους ανθρώπους θυμωμένους και ματαιωμένους. Και με την πολιτική ανήμπορη να αρθεί πάνω από την καθημερινή μιζέρια, να προσπεράσει τις ανούσιες αντιπαραθέσεις, να οδηγήσει μια ηττημένη χώρα στην έξοδο από την κρίση.
Εκτός απροόπτου, οι εκλογές του 2019 θα σημάνουν το τέλος της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Θα είναι η δίκαιη κατάληξη μιας από κάθε άποψη απογοητευτικής εμπειρίας. Με βάση τα έως τώρα επιτεύγματά της, η σημερινή κυβέρνηση διεκδικεί με αξιώσεις τον τίτλο της χειρότερης κυβέρνησης της Μεταπολίτευσης. Με υπουργούς χωρίς συναίσθηση της ανεπάρκειάς τους, με επικεφαλής έναν ακαλλιέργητο άνθρωπο μακριά από τις απαιτήσεις του αξιώματός του, και με ένα πρωθυπουργικό περιβάλλον αδίστακτο και αδιάντροπο. Μια κυβέρνηση με αυταρχικά ένστικτα, που εκμεταλλεύεται τους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας αλλά τους εχθρεύεται ανοιχτά και τους υποσκάπτει συστηματικά, με αντιδημοκρατικό ήθος και ύφος, που πολιτεύεται στον αστερισμό του κυνισμού και της χυδαιότητας. Η ήττα της θα αφήσει μια πικρή γεύση σε όσους πίστεψαν τις παραφουσκωμένες υποσχέσεις του αντιμνημονιακού μπλοκ, αλλά επίσης θα ενισχύσει τη διαδεδομένη δυσπιστία των πολιτών για την πολιτική. Όταν οι ενδείξεις για τα σκάνδαλα του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ γίνουν αποδείξεις δεν θα έχει υποστεί πλήγμα μόνο ο μύθος του «ηθικού πλεονεκτήματος», αλλά και η δυνατότητά μας να φανταζόμαστε πολιτικούς με ευγενέστερα κίνητρα και δημόσια ζωή με λιγότερη διαφθορά.
«Δώρο» της σημερινής κυβέρνησης στην επόμενη, ένα πρόβλημα του 19ου αιώνα κινδυνεύει να συνεχίσει να μας εμποδίζει να βρούμε τον βηματισμό μας στη σύγχρονη εποχή. Άλλες χώρες έχουν εξωτερική πολιτική, εμείς έχουμε «εθνικά θέματα». Ο χειρισμός τους από τον Τσίπρα και τον Καμμένο έσπασε το μονοπώλιο της ανευθυνότητας που μέχρι πρόσφατα ανήκε δικαιωματικά στους εθνοσωτήρες της άλλης πλευράς. Αντίθετα με τις προσδοκίες του Μαξίμου, το Μακεδονικό δεν μπόρεσε τελικά να διασπάσει τη ΝΔ. Κατάφερε όμως να ενισχύσει τα χειρότερα ανακλαστικά των οπαδών της, και να ενισχύσει τη μερίδα της ηγεσίας της που είχε ηττηθεί στις εσωκομματικές εκλογές του Νοεμβρίου 2015. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο από υπολογισμό όσο και από πεποίθηση, προτιμά να έχει αντίπαλο μια παραδοσιακή και συντηρητική ΝΔ. Αντίθετα, δεν ξέρει πώς να αντιμετωπίσει μια μοντέρνα και φιλελεύθερη ΝΔ, ούτε μια εκσυγχρονιστική και μεταρρυθμιστική κεντροαριστερά. Θα ήταν τραγική ειρωνία οι αντίπαλοι του ΣΥΡΙΖΑ να μπουν μόνοι τους στο καλούπι που τους ετοιμάζουν οι σημερινοί ένοικοι του Μαξίμου προτού εγκαταλείψουν την εξουσία.
Σε όσους από εμάς σε αυτήν την εκσυγχρονιστική και μεταρρυθμιστική κεντροαριστερά εξακολουθούν να ανήκουν, παρά τις άοκνες προσπάθειες των πολιτικών φορέων που διεκδικούν να μας εκπροσωπήσουν, η τελευταία δεκαετία επεφύλαξε αμέτρητες πίκρες και απογοητεύσεις – και δύο μόνο (διπλές) επιτυχίες: την εκλογή του Γιώργου Καμίνη και του Γιάννη Μπουτάρη στη δημαρχία των δύο μεγάλων πόλεων της χώρας το 2010, και την επανεκλογή τους το 2014. Τώρα που η θητεία τους ολοκληρώνεται, οι επόμενοι δήμαρχοι θα κληρονομήσουν τοπικές κυβερνήσεις που δεν έλυσαν τα προβλήματα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, αλλά έμαθαν να προσφέρουν περισσότερες και καλύτερες υπηρεσίες με λιγότερο προσωπικό και το μισό προϋπολογισμό. Η υποδειγματική και χωρίς ταρατατζούμ μεταφορά των 620 παιδιών της δημοτικής κατασκήνωσης του Αγίου Ανδρέα, την ώρα που στο Μάτι ο μηχανισμός της κεντρικής κυβέρνησης και της Περιφέρειας Αττικής είχε παραλύσει, θα μας θυμίζει πάντοτε ότι με την κατάλληλη καθοδήγηση μπορούμε ακόμη να γίνουμε «μια άλλη χώρα». Ας μην το ξεχάσουμε αυτό το μάθημα.