Δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο του ερευνητικού οργανισμού «διαΝΕΟσις» (Απρίλιος 2020).
Εάν η πανδημία
του κορωνοϊού είναι μια δοκιμασία για όλους, εμείς δικαιούμαστε να αισθανόμαστε
ικανοποίηση. Πολιτική ηγεσία, ειδικοί, επαγγελματίες υγείας και πολίτες αντέδρασαν
στην απειλή με αποφασιστικότητα, υπευθυνότητα και ωριμότητα. Ένα από τα θύματα
των τελευταίων εβδομάδων ήταν το γνωστό στερεότυπο περί Μεσογειακών λαών αθεράπευτα
ατομιστών, παρορμητικών και αναξιόπιστων, ανήμπορων να αξιολογήσουν με
ψυχραιμία τα προβλήματά τους, και να συνεργαστούν μεταξύ τους για να τα
αντιμετωπίσουν με σοβαρότητα. Το διέψευσαν οι γιατροί του Μπέργκαμο και της
Μπρέσια, που δεν δίστασαν να διακόψουν την άνεση και την ασφάλεια της
συνταξιοδότησης για να ριχτούν εθελοντές στη μάχη (και αρκετοί από αυτούς να
αφήσουν την τελευταία τους πνοή δίπλα στους ασθενείς τους). Όπως έκαναν και οι
συνάδελφοί τους στη Μαδρίτη, ή στην Αθήνα. Η πανδημία μας θύμισε κάτι που
είχαμε ξεχάσει μέσα στο τοξικό κλίμα της τελευταίας δεκαετίας. Δεν είμαστε μόνο
ικανοί για το χειρότερο. Παραμένουμε ικανοί για το καλύτερο. Ας το κρατήσουμε
αυτό, θα μας χρησιμεύσει.
Όμως τώρα δεν
είναι ώρα για εφησυχασμό. Όχι μόνο γιατί εάν ξεχυθούμε πρόωρα στις εξοχές και
στις παραλίες θα μηδενίσουμε τις προσπάθειες και τις θυσίες των τελευταίων
εβδομάδων. Αλλά και επειδή από την υπερηφάνεια στον εφησυχασμό, και από εκεί
στην επόμενη καταστροφή, η απόσταση είναι μικρή. Αυτή δεν ήταν η διαδρομή που
διανύσαμε υπνοβατώντας από το μαγικό 2004 στο ταπεινωτικό 2010 (τηρουμένων των
αναλογιών);
Τώρα είναι η
κατάλληλη στιγμή για μια ανελέητη ματιά σε όσα μας κάνουν ευάλωτους σε
δοκιμασίες σαν αυτή που περνάμε τώρα. Χωρίς αυταπάτες μεγαλείου, αλλά και χωρίς
συμπλέγματα κατωτερότητας. Γιατί δεν χρειάζεται να είναι κανείς Κασσάνδρα για
να διακινδυνεύσει την πρόβλεψη ότι έχουμε πλέον μπει σε μια ιστορική φάση
μεγάλης αβεβαιότητας. Η Ελλάδα δεν πρόλαβε να συνέλθει από την οικονομική ύφεση
της προηγούμενης δεκαετίας και βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με μια νέα ύφεση,
άγνωστων ακόμη διαστάσεων. Ελπίζουμε ότι, όταν περάσει και αυτή, η μοίρα θα μας
χαρίσει μερικά χρόνια οικονομικής προόδου, κοινωνικής ειρήνης, και πολιτικής
σταθερότητας. Αλλά για να συμβεί αυτό θα πρέπει – τώρα – να εντοπίσουμε τις
ρωγμές στο οικοδόμημα, τις δομικές αδυναμίες που μας καθιστούν ευάλωτους στον
επόμενο κλυδωνισμό. Και να προετοιμαστούμε.
Ένα παράδειγμα.
Παρά τις εξαγγελίες (και κάποιες αξιόλογες επεξεργασίες) για την ανάγκη να περάσουμε σε ένα νέο μοντέλο
ανάπτυξης, προς το παρόν είμαστε σταθερά προσκολλημένοι στο παλιό. Όμως αυτό το
παλιό παραγωγικό μοντέλο, βασισμένο στον τουρισμό και στη ναυτιλία, κλάδους ευπαθείς,
ευάλωτους στις διακυμάνσεις της γεωπολιτικής (και, όπως ανακαλύψαμε πρόσφατα,
της επιδημιολογίας), συμβαίνει να είναι το περισσότερο εκτεθειμένο στην τωρινή
ύφεση. Οι εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ για τη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας
εξαιτίας της καραντίνας σε 47 χώρες τοποθετούν την Ελλάδα στην 47η και
τελευταία θέση (μείωση ΑΕΠ σχεδόν 35%, ανάλογα με τη διάρκεια του λουκέτου στη
οικονομία). Άλλες μελέτες, όπως αυτή του Oxford Economics, εξηγούν ότι οικονομίες που εξειδικεύονται στις προσωπικές υπηρεσίες, με
χαμηλή ικανότητα είσπραξης φόρων, μεγάλο ποσοστό αυτοαπασχόλησης, και κενά στο
σύστημα υγείας, είναι πιο ευάλωτες τόσο στην ίδια την πανδημία όσο και στις
οικονομικές της συνέπειες. Σε παγκόσμια κλίμακα, τα θλιβερά πρωτεία σε αυτό το
διαγωνισμό ευπάθειας κατέχουν αρκετές χώρες της Λατινικής Αμερικής και της
Αφρικής. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ελλάδα πλασάρεται στις πρώτες θέσεις.
Το θέμα είναι πώς
μπορούμε ρεαλιστικά να θωρακίσουμε τη χώρα. Δύσκολα, είναι η γρήγορη απάντηση.
Και οπωσδήποτε όχι ανώδυνα. Όμως, τι άλλο μπορούμε να κάνουμε; Εάν δεν τα
καταφέρουμε, το μόνο που μας απομένει είναι να προσευχηθούμε ότι η επόμενη
δοκιμασία θα φανεί το ίδιο επιεικής μαζί μας όσο μέχρι τώρα ο κορωνοϊός.
Ο λόγος που είναι
δύσκολο να θωρακιστούμε απέναντι στην επόμενη δοκιμασία είναι ότι είμαστε όλοι δέσμιοι
των εμπειριών μας, κοιτάζουμε το μέλλον με τους φακούς του παρελθόντος, οι
προηγούμενες επιλογές μας δεσμεύουν τις επόμενες.
Κάτι παρόμοιο
συμβαίνει με τις επιχειρήσεις, τους κλάδους της οικονομίας, τα κοινωνικά
συστήματα, τα μοντέλα ανάπτυξης. Είναι σαν σιδηρόδρομοι: κινούνται πάνω σε
ράγες. Εάν κάποια στιγμή διαπιστώσουν ότι απαιτείται στροφή, αναγκάζονται να περιμένουν
μέχρι τον επόμενο κόμβο, αλλιώς εκτροχιάζονται.
Για να
περιγράψουν το φαινόμενο, οι ιστορικοί και κοινωνικοί επιστήμονες χρησιμοποιούν τον όρο της «πεπατημένης» (path dependency). Σε
κρίσιμες συγκυρίες, όταν η έκβαση μιας αναμέτρησης ή ενός διλήμματος είναι
αβέβαιη, προς ποια μεριά θα γείρει η πλάστιγγα μπορεί να έχει δυσανάλογα
μεγάλες επιπτώσεις μακροπρόθεσμα. Ένα κλασσικό παράδειγμα είναι η παράδοξη
επικράτηση του πληκτρολογίου «QWERTY», στους υπολογιστές που χρησιμοποιούμε σήμερα,
και νωρίτερα στις γραφομηχανές. Πράγματι, το σύστημα QWERTY επικράτησε όχι επειδή ήταν καλύτερο, αλλά παρότι ήταν χειρότερο.
Εναλλακτικά πληκτρολόγια που επέτρεπαν στους χρήστες να δακτυλογραφούν
γρηγορότερα και με λιγότερα λάθη ήταν από καιρό διαθέσιμα. Το σύστημα «DSK» πήρε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το 1932, αλλά δεν
κατάφερε ποτέ να εκτοπίσει το QWERTY, αν και υπερείχε
κατά κράτος (σύμφωνα και με τις μετρήσεις του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ). Παρότι
υποδεέστερο, το σύστημα QWERTY επικράτησε επειδή προηγήθηκε, και έτσι ευνοήθηκε από τρεις παράγοντες:
τεχνικές συνέργειες (σε αυτό βασίστηκε η τεχνολογία πληκτρολόγησης αφής της Remington), οικονομίες κλίμακος (το χαμηλό μέσο κόστος το προστάτευσε από τον ανταγωνισμό εναλλακτικών
συστημάτων), και αναντιστρεψιμότητα (το κόστος εκμάθησης ενός καλύτερου
συστήματος αποδείχθηκε απαγορευτικό για όσους είχαν επενδύσει στο σύστημα που
επικρατούσε). Η επικράτηση του QWERTY, που έδειχνε εξαιρετικά αβέβαιη το 1873, ολοκληρώθηκε το 1984. Όταν η Apple ενσωμάτωσε στο μοντέλο IIC τη δυνατότητα του χρήστη
να επιλέγει μεταξύ QWERTY και DSK, διαφημίζοντας μάλιστα το τελευταίο ως «20-40% ταχύτερο» από το πρώτο,
διαπίστωσε ότι ελάχιστοι το υιοθετούσαν.
Το «κλείδωμα»
υποδεέστερων ρυθμίσεων φαίνεται παράδοξο αλλά είναι στην πραγματικότητα αρκετά
συνηθισμένο. Σε πολλές κοινωνίες, η ισορροπία που επικρατεί στον ένα ή στον
άλλο τομέα δημόσιας πολιτικής είναι ταυτόχρονα αντιπαραγωγική και εξαιρετικά
σταθερή. Ας πάρουμε το επίκαιρο παράδειγμα του τομέα υγείας στις ΗΠΑ. Είναι
δύσκολο να φανταστούμε τους Ιδρυτικούς Πατέρες ή οποιουσδήποτε εχέφρονες
ανθρώπους να σχεδιάζουν ένα σύστημα με τόσο δυσβάσταχτο κόστος για τις
επιχειρήσεις και τόσο τρομακτικά κενά πρόσβασης για δεκάδες εκατομμύρια
πολίτες. Όμως τα κοινωνικά συστήματα δεν σχεδιάζονται, τουλάχιστον όχι απόλυτα:
μοιάζουν περισσότερο με ζωντανούς οργανισμούς, εξελίσσονται, καταλήγοντας συχνά
πολύ διαφορετικά από ό,τι φαντάζονταν όσοι συνέβαλαν στη δημιουργία τους.
Το πρόβλημα με
την πεπατημένη είναι ότι ενισχύει τις δυνάμεις που ωφελούνται από την διαιώνιση
της σημερινής δομής, περιθωριοποιώντας όσες έχουν συμφέρον να υποστηρίξουν
εναλλακτικές ρυθμίσεις (επωφελέστερες από τη σκοπιά του συλλογικού συμφέροντος).
Στο παράδειγμα του τομέα υγείας των ΗΠΑ, μπορεί το σύστημα να είναι
ελαττωματικό (οικονομικά ασύμφορο και κοινωνικά άδικο), αλλά τρέφει – αρκετά
πλουσιοπάροχα – ένα οικοσύστημα επιχειρήσεων και επαγγελματιών που ανθίσταται
με νύχια και με δόντια σε κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης, ακόμη και τις πιο
δειλές. Κάπως έτσι ματαιώθηκε η μεταρρύθμιση Κλίντον στη δεκαετία του 1990, και
τώρα υπονομεύεται η μεταρρύθμιση Ομπάμα.
Το παράδειγμα μας
αφορά. Η χώρα μας έχει τον πιο «αμερικανικό» τομέα υγείας στην Ευρώπη. Με
υποχώρηση της δημόσιας παροχής, ντε φάκτο ιδιωτικοποίηση της εξωνοσοκομειακής
περίθαλψης (και των επικερδέστερων τμημάτων της νοσοκομειακής), σοβαρή
οικονομική επιβάρυνση των ασθενών όταν χρειαστούν νοσηλεία, αδυναμία πολλών
πολιτών να λάβουν τις υπηρεσίες υγείας που έχουν ανάγκη. Ένα σύστημα ανήμπορο
να σχεδιάσει και να εφαρμόσει οποιαδήποτε πολιτική υγείας. Και που στον
«πόλεμο» κατά του κορωνοϊού μοιάζει λιγότερο με οργανωμένο στρατό, ιεραρχικά
οργανωμένο, με σαφείς γραμμές μεταβίβασης εντολών, και περισσότερο με ασκέρι
οπλαρχηγών που αναγκάζονται να συμμαχήσουν ενώ εχθρεύονται ο ένας τον άλλον. Ο
ηρωισμός και η αυτοθυσία δεν αρκούν. Εάν τελικά αποφύγουμε τη μοίρα της Ιταλίας
ή της Ισπανίας θα είναι αποκλειστικά εξαιτίας της έγκαιρης λήψης μέτρων περιορισμού
των μετακινήσεων. Στην επόμενη επιδημία ίσως να μην είμαστε
τόσο τυχεροί.
Θα μπορούσαμε να
προσθέσουμε και άλλα παραδείγματα. Παρά τη φιλοτιμία πολλών δασκάλων και
καθηγητών που αγνόησαν τη γκρίνια των συνδικαλιστών για να διατηρήσουν ζωντανή
την εκπαιδευτική διαδικασία, έστω και από απόσταση, ο υποχρεωτικός εγκλεισμός
των μαθητών λόγω επιδημίας διευρύνει τις εκπαιδευτικές ανισότητες. Το χάσμα
μεταξύ ιδιωτικών και δημόσιων σχολείων, μεταξύ οικογενειών υψηλού και χαμηλού
μορφωτικού επιπέδου, και σε τελευταία ανάλυση μεταξύ πλούσιων και φτωχών είναι
ήδη μεγάλο, και κινδυνεύει να μεγαλώσει και άλλο. Σε μια χώρα που διεθνώς
υστερεί δραματικά στις δεξιότητες των μαθητών (βλ. στοιχεία PISA) και των ενηλίκων (βλ. στοιχεία PIAAC), η διεύρυνση του μορφωτικού χάσματος μας καθιστά
ακόμη πιο ευάλωτους στην τεχνολογική μεταβολή, που επιταχύνει την ψηφιοποίηση
της οικονομίας, αχρηστεύοντας παλιές συνήθειες και καθιερωμένες πρακτικές. Επί
πλέον, η υστέρηση της εκπαίδευσης – και η χρόνια παραμέληση της έρευνας –
υπονομεύουν τον εθνικό στόχο της αναβάθμισης του παραγωγικού μοντέλου: χωρίς
αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων (και των επιχειρηματιών), είμαστε
καταδικασμένοι να πορευόμαστε με το παλιό μοντέλο, αυτό που μας εκθέτει σε κινδύνους.
Το ίδιο ισχύει με
τους φορολογικούς κανόνες και τις ασφαλιστικές εισφορές. Η ευνοϊκή μεταχείριση
της αυτοαπασχόλησης, και τα αντικίνητρα για την πρόσληψη μισθωτών (που
ενισχύθηκαν και άλλο με την τελευταία ασφαλιστική μεταρρύθμιση της σημερινής
κυβέρνησης), βαθαίνουν το «αόρατο ρήγμα»: δίνουν το φιλί της ζωής στο μοντέλο φτηνής
ανάπτυξης που μας οδήγησε στη χρεωκοπία του 2010, με ατομικές ή μικροσκοπικές
επιχειρήσεις που ειδικεύονται σε «μη εμπορεύσιμους» κλάδους, και παράγουν αγαθά
και υπηρεσίες χαμηλής προστιθέμενης αξίας.
Σε όλες τις
παραπάνω περιπτώσεις, η χώρα φαίνεται να είναι εγκλωβισμένη σε μια ισορροπία εξόφθαλμα
αντιπαραγωγική αλλά εξαιρετικά σταθερή. Η πεπατημένη αυξάνει την οικονομική και
πολιτική ισχύ των κοινωνικών ομάδων τα συμφέροντα των οποίων εξυπηρετούνται από
την προσκόλληση στις σημερινές (αντιπαραγωγικές) ρυθμίσεις. Αντιστρόφως,
εμποδίζει την ανάδειξη υγιέστερων δυνάμεων, οι οποίες θα ωφελούνταν από ένα δυναμικότερο
μοντέλο ανάπτυξης, και για αυτό θα το υποστήριζαν. Η κεκτημένη ταχύτητα
δυσκολεύει την «αλλαγή παραδείγματος».
Συνεπώς; Το
μέλλον μας είναι προκαθορισμένο από τις επιλογές του παρελθόντος; Τίποτε δεν
μπορούμε να κάνουμε; (Αυτό φέρεται να ρώτησε αποκαρδιωμένος ένας Ιταλός
περιφερειάρχης τους συγγραφείς του διάσημου βιβλίου που εξηγούσε ότι οι εμφανείς διαφορές στην
οικονομική επίδοση και στην κοινωνική συμπεριφορά μεταξύ π.χ. Βένετο και
Καλαβρίας ανάγονται στον Ύστερο Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση.)
Ευτυχώς για όλους
μας, τίποτε δεν είναι προκαθορισμένο. Γράφουμε την ιστορία μας, αν και (όπως
έλεγε και κάποιος) τη γράφουμε μέσα σε συνθήκες που δεν διαλέγουμε
οι ίδιοι αλλά μας κληρονομήθηκαν από το παρελθόν. Οι προηγούμενες επιλογές μπορεί
να περιορίζουν τις επόμενες, δεν τις προκαταλαμβάνουν όμως. Η έξοδος από την πεπατημένη
είναι δύσκολη, αλλά όχι αδύνατη. Οι κρίσεις επιταχύνουν τον ιστορικό χρόνο, εκθέτουν
ανεπανόρθωτα τις επικρατούσες ρυθμίσεις αποκαλύπτοντας την χρεωκοπία τους,
ωριμάζουν τις αλλαγές καθιστώντας αναπόφευκτο ό,τι μέχρι χθες φαινόταν
ουτοπικό.
Αυτό δείχνει η
ενδιαφέρουσα συζήτηση που έχει ανοίξει για τον κόσμο στον οποίο θα βρεθούμε
όταν βγούμε από την απομόνωση. Πληθαίνουν οι φωνές, κάποιες μάλλον απρόσμενες, υπέρ ενός ριζικά ανανεωμένου κοινωνικού
συμβολαίου, που να αξιοποιεί τον δυναμισμό της οικονομίας της αγοράς για το
κοινό συμφέρον, προστατεύοντας τα συλλογικά αγαθά, και προσφέροντας προοπτικές
σε όλους, ακόμη και στους πιο αδύναμους.
Έτσι, αν και η
επέκταση της δημόσιας ασφάλισης υγείας στις ΗΠΑ απέχει ακόμη από το να
θεωρείται πιθανή, η πανδημία του κορωνοϊού την έχει κάνει πολύ λιγότερο
απίθανη. Θα ξέρουμε το Νοέμβριο.
Εν τω μεταξύ, η
γερμανική κυβέρνηση αποφάσισε με συνοπτικές διαδικασίες να παραβιάσει το ταμπού
του «Μαύρου Μηδέν», και να δεσμεύσει ιλιγγιώδη ποσά (πάνω από 1 τρις ευρώ,
σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ) για την καταπολέμηση του κορωνοϊού και των
οικονομικών του επιπτώσεων.
Αυτό μας φέρνει πίσω στο αρχικό ερώτημα: μπορούμε ρεαλιστικά να ξεφύγουμε από την πεπατημένη, για να θωρακίσουμε τη χώρα για τις δοκιμασίες που μας περιμένουν, σε έναν κόσμο όλο και πιο αβέβαιο; Και εάν ναι, πώς;