Δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο του ερευνητικού οργανισμού «διαΝΕΟσις» (Μάιος 2020).
Σε ένα σημείο της
πρόσφατης συνέντευξής του στην Καθημερινή (19/4/2020), σχολιάζοντας
τα μέτρα στήριξης της οικονομίας εν μέσω πανδημίας, ο πρωθυπουργός είπε: «Η
πολιτεία στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Έδωσε πολλά χρήματα κυρίως για να
τονώσει την εργασία και το εισόδημα. Και το έκανε με τρόπο θα έλεγα – και μη σας αιφνιδιάσω εδώ – σχεδόν σοσιαλιστικό:
οριζοντίως 800 ευρώ σε όλους, ασχέτως του εισοδήματος!»
Στην πραγματικότητα, η πολιτική
προέλευση αυτής της μάλλον απλής ιδέας (της οριζόντιας χορήγησης από το κράτος κάποιου
ποσού, ασχέτως εισοδήματος) είναι πιο σύνθετη και νομίζω πιο ενδιαφέρουσα. Όσο
για την ιστορική καταγωγή της, χάνεται στα βάθη των αιώνων.
Να τι έγραφε σχετικά ο Sir Thomas More στην περίφημη «Ουτοπία»
του (1516) – ή μάλλον, τι έβαζε στο στόμα του πρωταγωνιστή του Ραφαήλ Υθλοδαίου
(!), Πορτογάλου περιηγητή που περπατά στην κεντρική πλατεία της Αμβέρσας,
αφηγούμενος παλαιότερη συζήτησή του με τον Αρχιεπίσκοπο του Canterbury και με
Άγγλο δικηγόρο, οι οποίοι του μιλούν με ενθουσιασμό για την αγγλική μέθοδο
τιμωρίας των κλεφτών («τους κρεμάμε παντού»). Ο Υθλοδαίος διαφωνεί: «Η μέθοδος αυτή
είναι άδικη και ανεπιθύμητη. Ως τιμωρία είναι υπερβολικά αυστηρή. Ως μέτρο αποθάρρυνσης
είναι ανεπαρκές. Αντί να επιβάλλονται τέτοιες απαίσιες ποινές, είναι προτιμότερο
να παρέχονται στους πάντες κάποια μέσα διαβίωσης, ώστε κανείς να μην
αντιμετωπίζει την τρομερή ανάγκη να γίνει πρώτα κλέφτης, και μετά πτώμα.»
Στη συναρπαστική ομιλία
του στην Αμβέρσα για τα 500 χρόνια από την έκδοση της «Ουτοπίας», ο Philippe Van Parijs, καθηγητής οικονομικής και
κοινωνικής ηθικής στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Louvain-la-Neuve, υποστήριξε ότι στη φράση «είναι προτιμότερο να παρέχονται
στους πάντες κάποια μέσα διαβίωσης» ανάγεται η σύλληψη της ιδέας ενός βασικού
εισοδήματος για όλους. Ο ίδιος ο Van Parijs, με τα βιβλία του, τις ομιλίες του, και επίσης με
την ευφυΐα του και το χιούμορ του, έχει κάνει όσα κανείς για την διάδοση αυτής
της απλής ιδέας που «πρέπει και μπορεί να διαμορφώσει πρώτα τη συζήτηση, και
μετά την πραγματικότητα».
Όπως έχει εξηγήσει ο Van Parijs, οι ρίζες του βασικού
εισοδήματος εντοπίζονται σε τρεις ιστορικές παραδόσεις. Η πρώτη ξεκινά στις αρχές
του 16ου αιώνα και στοχεύει στην εγγύηση από τη δημόσια αρχή (το κράτος ή την
πόλη) ενός ελάχιστου εισοδήματος. Το 1526, ο Juan Luis Vives, Ισπανός
ανθρωπιστής, υποβάλλει προς τον δήμαρχο της Μπρουζ (οι Κάτω Χώρες ανήκαν στο
ισπανικό στέμμα τότε) υπόμνημα «Περί επιδότησης των απόρων». Την ίδια περίπου
εποχή, στην Αγγλία, εγκρίνονται οι πρώτοι «Νόμοι περί Πτωχών».
Η δεύτερη ιστορική παράδοση ξεκινά στα τέλη του 18ου αιώνα και
αφορά την ιδέα της χορήγησης σε όλους τους πολίτες ενός περιουσιακού κεφαλαίου
τη στιγμή της ενηλικίωσής τους. Ο Μαρκήσιος ντε Κοντορσέ, γνωστός μας
Εγκυκλοπαιδιστής, στο «Ανθρώπινο Πνεύμα» του (1795) προτείνει «να δίνεται σε
εκείνα τα παιδιά που έχουν μεγαλώσει αρκετά ώστε να μπορούν να εργαστούν και να
δημιουργήσουν οικογένεια το πλεονέκτημα ενός κεφαλαίου για την ανάπτυξη των
δραστηριοτήτων τους». Μετά τη Γαλλική Επανάσταση, ο Thomas Paine, Αμερικανός
φιλόσοφος επαναστάτης, καταθέτει υπόμνημα προς το Διευθυντήριο (1796) το οποίο
αναφέρει: «Η γη ανήκει σε όλους. Κάθε ιδιοκτήτης οφείλει στην κοινότητα μια
γαιοπρόσοδο. Τα έσοδά της να κατατίθενται σε ένα ταμείο, και κάθε άτομο που
φτάνει στην ηλικία των 21 ετών να λαμβάνει 15 στερλίνες (και άλλες 10 στερλίνες
στην ηλικία των 50 ετών). Όλοι να ωφελούνται, πλούσιοι και φτωχοί.»
Δύο αιώνες μετά, ο Bruce Ackerman και η Anne Alstott,
καθηγητές στο Πανεπιστήμιο του Yale, στο βιβλίο τους «The
Stakeholder Society» (2000), προτείνουν να χορηγείται κεφάλαιο 80.000 δολαρίων σε
κάθε Αμερικανό που συμπληρώνει τα 21 έτη. Παραλλαγή αυτής της ιδέας είναι τα Child
Trust Funds που (από το 2005) εισάγει η Βρετανική κυβέρνηση των Νέων Εργατικών,
ανοίγοντας έναν προθεσμιακό λογαριασμό για κάθε παιδί και πιστώνοντάς το με ένα
ποσό 250 στερλίνων (500 για παιδιά από οικογένειες χαμηλού εισοδήματος). Γονείς
και παππούδες μπορούν να προσθέτουν στο λογαριασμό, αλλά όχι να αφαιρούν. Το
πρόγραμμα έχει απρόσμενη επιτυχία – για πρώτη φορά παιδιά από φτωχότερες
οικογένειες «εθίζονται» στην αποταμίευση και συσσωρεύουν μια μικρή περιουσία.
Όμως η επόμενη κυβέρνηση Συντηρητικών-Φιλελεύθερων το καταργεί στο όνομα της
λιτότητας (2011). Σε άρθρο του στην εφημερίδα Guardian, ο Julian Le
Grand – ο
οποίος, εκτός από καθηγητής στη London School of Economics και σύμβουλος του Tony Blair όταν ήταν
πρωθυπουργός, έχει διακριθεί και ως επιβλέπων καθηγητής της διδακτορικής
διατριβής μου – επικρίνει με δριμύτητα την πρόταση των Συντηρητικών να θεσπιστούν
εισοδηματικά κριτήρια: «Ο περιορισμός των Child Trust Funds στα φτωχά παιδιά
και μόνο θα είναι διχαστικός, και θα έχει ως αποτέλεσμα χαμηλή συμμετοχή και
στίγμα. Αντίθετα, ένα καθολικό κληροδότημα είναι σήμα της ιδιότητας του
πολίτη».
Η τρίτη ιστορική παράδοση ξεκινά στα μέσα του 19ου αιώνα και
αναφέρεται στη σύγχρονη πρόταση για ένα βασικό εισόδημα για όλους χωρίς
προϋποθέσεις. Στο βιβλίο του για τη Βιομηχανία (1836), ο Charles Fourier, Γάλλος
ουτοπικός σοσιαλιστής, υποστηρίζει ότι «ο πολιτισμός παραβιάζει το θεμελιώδες
φυσικό δικαίωμα κάθε ατόμου να ζει από τη γη», και για αυτό οφείλει σε κάθε
άτομο ένα ελάχιστο διαβίωσης ισοδύναμο με το κόστος «ενός δωματίου σε
ξενοδοχείο έκτης κατηγορίας και τριών λιτών γευμάτων την ημέρα». Όπως γράφει ο John
Stuart Mill, Βρετανός φιλόσοφος στις «Αρχές πολιτικής οικονομίας» (2η έκδοση
1849): «Ο πιο επιδέξιος συνδυασμός όλων των μορφών Σοσιαλισμού είναι ο
Φουριερισμός. Κατά τη διανομή, ένα ορισμένο ελάχιστο χορηγείται σε όλα τα μέλη
της κοινότητας, είτε είναι ικανά για εργασία είτε όχι. Το υπόλοιπο προϊόν
διανέμεται σε προκαθορισμένες αναλογίες μεταξύ των τριών στοιχείων, της
Εργασίας, του Κεφαλαίου και του Ταλέντου.»
Έκτοτε, διάφοροι στοχαστές από ευρύ φάσμα απόψεων υιοθετούν
το βασικό εισόδημα. Από τον Bertrand Russell, που στο βιβλίο του «Roads to
Freedom» (1918) προτείνει «ένα μικρό εισόδημα, επαρκές για τα αναγκαία, σε
όλους, είτε εργάζονται είτε όχι – και ένα μεγαλύτερο εισόδημα σε όσους είναι
διατεθειμένοι να αναλάβουν κάποια εργασία που η κοινότητα αναγνωρίζει ως
χρήσιμη». Έως τον Milton Friedman, που στο «Καπιταλισμός και ελευθερία» (1962),
Βίβλο των απανταχού νεοφιλελεύθερων, συνηγορεί υπέρ ενός «αρνητικού φόρου
εισοδήματος» ως λιγότερο στρεβλωτική εναλλακτική λύση στο υπάρχον μωσαϊκό
κοινωνικών προγραμμάτων. Λίγα χρόνια μετά, το σωτήριον έτος 1968, ο James Tobin (κάτοχος του
Βραβείου Νόμπελ, όπως και ο Friedman), μαζί με τον John Kenneth Galbraith και άλλους 1200
οικονομολόγους, καλούν με διακήρυξή τους το Κογκρέσο να υιοθετήσει πρόγραμμα
εισοδηματικών παροχών σε όλους τους Αμερικανούς μέσω του φορολογικού συστήματος.
Η πρότασή τους (που ονομάστηκε «demogrant»), διαφέρει από αυτή του Friedman, ο
οποίος αρνείται να υπογράψει τη διακήρυξη. Το demogrant δεν θα υποκαθιστούσε το
σύστημα κοινωνικής προστασίας, αλλά θα ενίσχυε τα καθαρά εισοδήματα των
περισσότερων Αμερικανών, διευκολύνοντας την ένταξη στην αγορά εργασίας των πιο φτωχών.
Τελικά το demogrant δεν εγκρίθηκε από το Κογκρέσο, ενώ όπως
είδαμε και τα Child Trust Funds της Βρετανίας καταργήθηκαν και αυτά. Από τις
τρεις ιστορικές παραδόσεις που αναφέραμε, η μόνη που ευδοκίμησε ήταν η πρώτη.
Πράγματι, πολλές ανεπτυγμένες χώρες και όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης
(με τελευταίες προσθήκες την Ελλάδα το 2017 και την Ιταλία το 2018) εφαρμόζουν
σήμερα κάποιο πρόγραμμα ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.
Όμως, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα απευθύνεται στους
φτωχούς, με στόχο να συμπληρώσει τους πενιχρούς πόρους τους μέχρι κάποιο χαμηλό
εγγυημένο όριο. Αντίθετα, το βασικό εισόδημα για το οποίο μιλούσε ο Van Parijs
καταβάλλεται από μια πολιτική κοινότητα σε όλα τα μέλη της, σε ατομική βάση,
χωρίς εισοδηματικά κριτήρια ή υποχρέωση εργασίας. Με άλλα λόγια, το βασικό
εισόδημα πηγαίνει ένα (μεγάλο) βήμα πέρα από το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, το
απορροφά και το υπερβαίνει.
Επειδή είναι και αυτό εγγυημένο, το βασικό εισόδημα συμβάλλει
στην καταπολέμηση της φτώχειας – και μάλιστα ακόμη πιο αποτελεσματικά, αφού ως
«σήμα της ιδιότητας του πολίτη» είναι απαλλαγμένο από οποιοδήποτε στίγμα, και
για αυτό εισπράττεται από όλους. Είναι γνωστό ότι σήμερα πολλοί δικαιούχοι των
προνοιακών επιδομάτων δεν τα λαμβάνουν παρότι πληρούν τις προϋποθέσεις, συνήθως
επειδή βιώνουν ως εξουθενωτική και εξευτελιστική τη διαδικασία συγκέντρωσης και
υποβολής δικαιολογητικών. Στη Γερμανία, δύο διαφορετικές μελέτες, του Joachim Frick και της Regina Riphahn, υπολόγισαν
ότι μόνο το 33% των δικαιούχων όντως ελάμβαναν Sozialhilfe, όπως λεγόταν
στο παρελθόν το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Αντίθετα, το ποσοστό ανάληψης
καθολικών επιδομάτων, όπως το Child Benefit στη Βρετανία, είναι 100%.
Επί πλέον, επειδή καταβάλλεται σε όλους, χωρίς προϋποθέσεις, το
βασικό εισόδημα αποφεύγει τις συνήθεις «παγίδες της φτώχειας» και έτσι αφήνει
άθικτα τα κίνητρα για απασχόληση. Κάθε πρόγραμμα ελάχιστου εγγυημένου
εισοδήματος ορίζει ότι η επιδότηση που προσφέρει μειώνεται καθώς αυξάνεται το
εισόδημα των δικαιούχων (π.χ. επειδή βρήκαν δουλειά). Στο παρελθόν, στη Βρετανία, οι
κανόνες του προγράμματος Supplementary Benefit συνεπάγονταν ότι για κάθε 100 στερλίνες που κέρδιζε από
τη δουλειά του ένας δικαιούχος έχανε από επιδόματα έως 140 στερλίνες! Αυτό
αργότερα διορθώθηκε. Σήμερα τα περισσότερα προγράμματα ελάχιστου εγγυημένου
εισοδήματος στην Ευρώπη επιτρέπουν στους δικαιούχους να κρατούν το 20% του
εισοδήματος που αποκτούν από εργασία. Πάλι καλά. Όμως, τις τελευταίες δεκαετίες
οι απανταχού νεοφιλελεύθεροι έχουν προτείνει – και πετύχει – τη μείωση των ανώτατων
φορολογικών συντελεστών: στις ΗΠΑ από 70% (που ήταν επί Ronald Reagan) σε 37%, στη Βρετανία από 90% (έως το 1971) σε 45%. Το
επιχείρημα ήταν ότι έτσι προστατεύεται το κίνητρο για απασχόληση (των
πλουσίων). Εν τω μεταξύ,
ο υποδηλούμενος φορολογικός συντελεστής που αντιμετωπίζουν οι δικαιούχοι των
προγραμμάτων ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος παραμένει 80% ή και παραπάνω. Σε
αυτές τις συνθήκες, και με δεδομένο ότι για να εργαστεί κάποιος πρέπει να
υποστεί κάποια έξοδα (π.χ. για ρούχα, εισιτήρια λεωφορείου, baby sitter), είναι παράξενο
που πολλοί φτωχοί καταλήγουν ότι τους συμφέρει να μην εργάζονται καθόλου και να
εισπράττουν το επίδομα; Αυτή είναι η παγίδα της φτώχειας: τα προνοιακά
επιδόματα προστατεύουν μεν τους δικαιούχους από την απόλυτη ανέχεια, τους
παγιδεύουν δε σε ένα λίγο υψηλότερο επίπεδο χαμηλού εισοδήματος, από το οποίο
δυσκολεύονται να ξεφύγουν. Δεν θα έπρεπε με την ίδια λογική να προστατεύεται το
κίνητρο για απασχόληση των φτωχών;
Αυτός είναι ο λόγος που
πολλοί βρίσκουν ελκυστική την ιδέα του Philippe Van Parijs («Ας δώσουμε σε όλους τους πολίτες
ένα μέτριο αλλά άνευ όρων εισόδημα, και ας τους αφήσουμε να το συμπληρώσουν
κατά βούληση με εισοδήματα από άλλες πηγές»). Δεν είναι όλοι τους σοσιαλιστές –
εξ άλλου, πολλοί συνδικαλιστές σε διάφορες χώρες φρικάρουν με τη σκέψη ότι «θα
δίνουμε λεφτά σε κάποιους για να κάθονται». Μερικοί υποστηρικτές του βασικού
εισοδήματος είναι φιλελεύθεροι, όπως ο Samuel Britten, επί σειρά ετών editor
της εφημερίδας Financial Times (ο αδελφός του Leon υπήρξε υπουργός εσωτερικών της Margaret Thatcher), στον οποίο μάλιστα ανήκει
το απόφθεγμα: «το πρόβλημα δεν είναι ότι το βασικό εισόδημα δεν έχει αποκτηθεί
με την εργασία – είναι ότι υπερβολικά λίγοι από εμάς διαθέτουν τέτοιο εισόδημα
σήμερα» (π.χ. η τάξη των πλούσιων κληρονόμων στην οποία και ο ίδιος ανήκει).
Γενικά, αυτό που ο
καθένας βρίσκει ελκυστικό στο βασικό εισόδημα ποικίλλει. Πολλοί σημειώνουν τις
ανυπέρβλητες δυσκολίες των εναλλακτικών στρατηγικών για την αντιμετώπιση του
«νέου κοινωνικού ζητήματος»: τόσο οι παραδοσιακές κοινωνικές πολιτικές όσο και
οι πρόσφατες προσεγγίσεις τύπου workfare αποτυγχάνουν ακριβώς στο κρίσιμο
σημείο της ταυτόχρονης καταπολέμησης και της ανεργίας και της φτώχειας. Άλλοι
τονίζουν τα πλεονεκτήματα μιας ορθολογικότερης ενοποίησης του συστήματος
κοινωνικών παροχών με το σύστημα φορολογίας εισοδήματος, χωρίς τα αντικίνητρα,
τις ανωμαλίες, τη γραφειοκρατία και το διοικητικό κόστος του σημερινού
καθεστώτος. Μερικοί θεωρούν την απλότητα, αμεσότητα και ευελιξία μιας δίχως
όρους εισοδηματικής μεταβίβασης ιδεώδες προσόν στις συνθήκες ρευστότητας και
κινητικότητας που έχουμε συνηθίσει να ταυτίζουμε με την παγκοσμιοποίηση.
Κάποιοι τέλος το εντάσσουν στο πλαίσιο μιας οικολογικής κριτικής του
παραγωγισμού, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να μετατραπεί η μείωση (λόγω
τεχνολογικής προόδου) του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας σε μείωση του
χρόνου εργασίας όλων, παρά σε αλόγιστη ανάπτυξη και μαζική ανεργία.
Κάπως έτσι φτάσαμε στο
σημείο σήμερα στις ΗΠΑ οι θιασώτες του βασικού εισοδήματος να εκτείνονται από
την Alexandria
Ocasio-Cortez, Αντιπρόσωπο στο Κογκρέσο και ελπίδα της
αμερικανικής αριστεράς, έως τον Elon
Musk, ιδρυτή και διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας
ηλεκτρικών αυτοκινήτων Tesla – ενώ από τον περασμένο μήνα εκατομμύρια Αμερικανοί
εισπράττουν 1.200 δολάρια ανά άτομο το μήνα (συν 500 δολάρια για κάθε παιδί),
στο πλαίσιο των μέτρων στήριξης της οικονομίας που πλήττεται από την πανδημία.
Ή στο βοήθημα των 800 ευρώ στην Ελλάδα (που δίνεται χωρίς εισοδηματικά
κριτήρια, αλλά μόνο σε εργαζόμενους υπό αναστολή σύμβασης εργασίας και μόνο σε κλάδους
που πλήττονται). Ή σε αντίστοιχα μέτρα σε άλλες χώρες. Η στήριξη του
εισοδήματος όλων, χωρίς προϋποθέσεις, με ένα ενιαίο ποσό, είναι γρήγορη και
αποτελεσματική. Αυτό το καθιστά ιδεώδες για καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης όπως η
σημερινή.
Και όταν η πανδημία
περάσει; Μπορεί να υπάρξει ένα βασικό εισόδημα για όλους; Ή, ακόμη και αν
μπορεί να υπάρξει, πρέπει; Και, ακόμη και αν μπορεί και πρέπει, θα υπάρξει
ποτέ;
Σύμφωνα με τη γνωστή
ρήση, οι οικονομολόγοι είναι καλοί στο να προβλέπουν το παρελθόν (και αυτό όχι
πάντα). Οπότε ας περιοριστούμε στα δύο πρώτα ερωτήματα. Η μεγαλύτερη ένσταση
κατά της υιοθέτισης ενός βασικού εισοδήματος είναι ότι οι δικαιούχοι θα μείωναν
την εργασιακή τους προσπάθεια και θα ζούσαν με το επίδομα. Αυτό θεωρείται από
πολλούς ηθικά καταδικαστέο. (Όχι από όλους: το απολαυστικότερο ίσως άρθρο του Philippe Van Parijs έχει
τίτλο: «Γιατί το κοινωνικό σύνολο θα πρέπει να τρέφει όσους κάνουν σερφ», και
υπότιτλο: «Το φιλελεύθερο επιχείρημα υπέρ ενός βασικού εισοδήματος χωρίς
προϋποθέσεις».) Σε κάθε περίπτωση, η μείωση της εργασιακής προσπάθειας θα
μείωνε τα φορολογικά έσοδα, και συνεπώς τη δυνατότητα του κράτους να χρηματοδοτεί
το βασικό εισόδημα.
Έχει βάση η ένσταση; Στην
πραγματικότητα, δεν γνωρίζουμε: το βασικό εισόδημα δεν υφίσταται ακόμη σε καμιά
χώρα. (Μια εξαίρεση, μερική,
είναι η Πολιτεία της Αλάσκας, που πληρώνει 1.000 με 2.000 δολάρια το χρόνο σε
κάθε κάτοικο, ενώ μια άλλη, ακόμη πιο εξωτική, είναι το Καζίνο που
διαχειρίζεται μια φυλή Ινδιάνων στη Β. Καρολίνα, που τα τελευταία χρόνια έχει πληρώσει έως και 12.000 δολάρια το χρόνο σε
κάθε μέλος της φυλής.) Στην Ευρώπη, το 2004, δύο ερευνητές του Καθολικού
Πανεπιστημίου της Leuven είχαν μια καταπληκτική
ιδέα για το πώς θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε πώς συμπεριφέρονται τα άτομα που
κάθε μήνα εισπράττουν ένα σταθερό («βασικό») εισόδημα. Σκέφτηκαν ότι μια τέτοια
ομάδα είναι οι νικητές του πρώτου λαχνού στο «Win for Life», το λαχείο που αντί να δίνει π.χ. 1 εκατομμύριο ευρώ, δίνει 1.000 ευρώ το
μήνα εφ’ όρου ζωής. (Σήμερα στο Βέλγιο το «Win for Life» δίνει 2.000 ευρώ
το μήνα, εφ’ όρου ζωής. Στην Ιταλία, έως 3.000 ευρώ το μήνα επί 20 χρόνια. Έχω παίξει δύο
φορές. Δεν έχω κερδίσει ποτέ.) Στο ωραίο άρθρο τους, οι δύο Βέλγοι ερευνητές
περιγράφουν πώς από τα 66 άτομα που εργάζονταν τη στιγμή που κέρδισαν το λαχείο,
μόνο ένας 44χρονος μηχανικός αυτοκινήτων σταμάτησε εντελώς, ενώ μια 45χρονη
νοσοκόμα άρχισε να δουλεύει part-time.
Παρόμοιες ενδείξεις ότι
το βασικό εισόδημα ασκεί ελάχιστη επίδραση στην εργασιακή συμπεριφορά παρείχε
το φινλανδικό πείραμα (Νοέμβριος 2017
– Οκτώβριος 2018), το τελικό πόρισμα του οποίου δόθηκε στη
δημοσιότητα πριν λίγες μέρες (6 Μαΐου 2020). Στο διάστημα αυτό, περισσότεροι
δικαιούχοι βασικού εισοδήματος εργάστηκαν από ό,τι στην ομάδα ελέγχου όσων εισέπρατταν προνοιακά
επιδόματα και συμμετείχαν σε προγράμματα απασχόλησης (28% έναντι 25%, επί 78
ημέρες έναντι 73). Πρόκειται για μικρή βελτίωση – απογοητευτικά μικρή, για τους
υποστηρικτές της ιδέας.
Η βασικότερη επίδραση του
βασικού εισοδήματος στη Φινλανδία σημειώθηκε στην ψυχική υγεία (22% ανέφεραν
κατάθλιψη έναντι 32% στην ομάδα ελέγχου), καθώς και στην ικανοποίηση από τη ζωή
(μέσο σκορ 7,3 με άριστα το 10 έναντι 6,8). Δεν είναι και λίγο αυτό. Σε μελέτη
που δημοσιεύτηκε το 2013 στο περιοδικό Science, οικονομολόγοι και ψυχολόγοι από τέσσερα πανεπιστήμια – Warwick (ΗΒ), Harvard, Princeton (ΗΠΑ) και British Columbia (Καναδάς) – διαπίστωσαν ότι η φτώχεια δεν κάνει τους
ανθρώπους απλώς δυστυχείς, αλλά τους ωθεί επίσης να κάνουν λάθη, τα οποία
φυσικά τους βυθίζουν περισσότερο στη φτώχεια. Αντιστρόφως, η οικονομική
ασφάλεια (ακόμη και υποτυπώδης) βελτιώνει την διανοητική τους λειτουργία. Δεν είναι εντυπωσιακό;
Κατά τα άλλα, σε μια
ανεπτυγμένη οικονομία, το κράτος ήδη δαπανά τεράστια ποσά για επιδόματα και
άλλες παροχές (για τους φτωχούς και όχι μόνο), ενώ ταυτόχρονα χορηγεί φορολογικές
απαλλαγές αμφιβόλου σκοπιμότητας (για τους πλούσιους κυρίως). Ο ούτως ή άλλως
ευεργετικός εξορθολογισμός της φορολογίας και των κοινωνικών παροχών θα
επέτρεπε από σήμερα κιόλας τη θεσμοθέτηση ενός χαμηλού βασικού εισοδήματος. Η
επίσης ευεργετική καταπολέμηση της φοροαποφυγής των μεγάλων πολυεθνικών
εταιρειών, καθώς και της φοροδιαφυγής των μικρών, θα τροφοδοτούσε τον κουμπαρά από
τον οποίο χρηματοδοτείται το βασικό εισόδημα. Το ίδιο και η ορθολογικότερη
φορολόγηση της κινητής και ακίνητης περιουσίας, των ρυπογόνων δραστηριοτήτων
κτλ. Συνεπώς, κάποιο βασικό εισόδημα είναι ήδη εφικτό, και νομίζω ότι θα ήταν
καλή ιδέα να κινηθούμε προς τα εκεί.
Βέβαια, κάποιες από τις
σημερινές κοινωνικές παροχές δεν μπορούν και δεν πρέπει να αντικατασταθούν από
ένα βασικό εισόδημα. Π.χ. η περίθαλψη, η σχολική εκπαίδευση, η κοινωνική
φροντίδα παιδιών και ηλικιωμένων πρέπει να εξακολουθήσουν παρέχονται «σε
είδος», δωρεάν ή σχεδόν. Και αυτό για λόγους οικονομικής αποδοτικότητας, όχι
μόνο κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η σταδιακή θεσμοθέτηση
ενός βασικού εισοδήματος για όλους θα μπορούσε να γίνει κατά ηλικίες. Ένα πρώτο
βήμα θα ήταν το βασικό εισόδημα παιδιών, δηλ. το καθολικό επίδομα παιδιού, όπως ισχύει σε 18 από τα 27 κράτη μέλη
της ΕΕ. Ένα δεύτερο βήμα θα ήταν το βασικό εισόδημα ηλικιωμένων, δηλ. η καθολική
βασική σύνταξη, όπως εφαρμόζεται στη Δανία, στην Ολλανδία, στον Καναδά και
αλλού.
Τα τελευταία χρόνια, η
συζήτηση για το βασικό εισόδημα έχει αναζωπυρωθεί εξαιτίας της απρόσμενης
υποστήριξής του από τον Elon Musk και άλλους επιχειρηματίες της Silicon Valley, οι οποίοι το
φαντάζονται ως αναγκαία λύση σε έναν κόσμο όπου τα ρομπότ έχουν αχρηστεύσει
δισεκατομμύρια θέσεις εργασίας. Η προοπτική αυτή μου φαίνεται υπερβολικά ζοφερή,
και ταυτόχρονα υπερβολικά απαισιόδοξη. Ζοφερή, επειδή ένα εγγυημένο εισόδημα
μπορεί να κάνει τους ανθρώπους λιγότερο δυστυχισμένους, αλλά από μόνο του δεν
αρκεί για να τους κάνει ευτυχισμένους. Μια καλή δουλειά προσφέρει πολύ περισσότερα
από ένα καλό εισόδημα: ικανοποίηση, αυτοπεποίθηση, νόημα ύπαρξης. Απαισιόδοξη, επειδή
η μαζική ανεργία δεν είναι αναπόφευκτη, ούτε καν ιδιαίτερα πιθανή. Προς το
παρόν, η τεχνολογική εξέλιξη δημιουργεί περισσότερες θέσεις εργασίας από όσες
καταστρέφει. Άλλο είναι το πρόβλημα: υπερβολικά πολλές από τις νέες θέσεις
εργασίας είναι επισφαλείς και κακοπληρωμένες. Όμως αυτό το πρόβλημα δεν είναι
τεχνικό, είναι πολιτικό και κοινωνικό. Άρα είναι στο χέρι της ανθρωπότητας να
το αντιμετωπίσει.
Να ένας ωραίος στόχος για
την περίοδο που ανοίγεται μπροστά μας μετά την πανδημία.