Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021).
H Ιταλία επλήγη από την πανδημία νωρίτερα και περισσότερο από άλλες χώρες - ειδικά οι βόρειες περιφέρειες του Βένετο και της Λομβαρδίας που λειτουργούν ως ατμομηχανές της οικονομίας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (11 Φεβρουαρίου 2021), η μείωση του ΑΕΠ ήταν 8,8% το 2020, ενώ η αύξησή του το 2021 θα είναι 3,4%. (Η πρόβλεψη για τη χώρα μας ήταν -10% και +3,5% αντιστοίχως.)
Βέβαια, πίσω από τους μέσους όρους κρύβεται αρκετή ποικιλία. Στην Ιταλία – όπως και στην Ελλάδα – ο τουρισμός κατέρρευσε. Επί πλέον, μαζί του κατέρρευσαν και άλλες οικονομικές δραστηριότητες που εδώ έχουν ιδιαίτερο ειδικό βάρος.
- Οι εκθέσεις (μόδας, επίπλου, design) που μόνο στο Μιλάνο έφερναν μισό εκατομμύριο εύπορους επισκέπτες η κάθε μια, και που με τη σειρά τους έδιναν ώθηση στις εξαγωγές ιταλικών προϊόντων.
- Η κουλτούρα (αρχαιολογικοί χώροι, μουσεία, κινηματογράφος, όπερα) που επίσης προσελκύει εκατομμύρια επισκέπτες.
- Τα πανεπιστήμια: μόνο στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου αυτή τη στιγμή έχουμε 7.300 ξένους φοιτητές, σε σύνολο 47.500 (15,4%), όμως οι περισσότεροι έχουν μείνει στη χώρα τους.
Ωστόσο, άλλοι τομείς της
οικονομίας επέδειξαν αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα. Πέρυσι τέτοια εποχή οι
αναλυτές φοβόντουσαν ότι η ιταλική βιομηχανία θα χάσει θέσεις στις παγκόσμιες
εφοδιαστικές αλυσίδες, ότι παραγωγικές μονάδες της Πολωνίας ή της Σλοβακίας θα έπαιρναν
τη θέση τους. Όμως, την ίδια στιγμή που στο κέντρο της πόλης του Μπέργκαμο στρατιωτικά καμιόνια έκαναν ουρές για να
μαζέψουν τους νεκρούς από τα νοσοκομεία, στη γύρω περιοχή, στα φημισμένα εργοστάσια
βιομηχανικών μηχανημάτων και εργαλείων, εργοδότες και συνδικάτα χωρίς πολλά
ταρατατζούμ επινοούσαν και έθεταν σε εφαρμογή υγειονομικά πρωτόκολλα που
επέτρεπαν την απρόσκοπτη λειτουργία της παραγωγής με ασφάλεια.
Αποτέλεσμα: οι ιταλικές
εξαγωγές αντί να καταρρεύσουν και αυτές, αυξήθηκαν κατά 1,1% το 2020 έναντι του
2019. Σε αναγνώριση αυτής της απρόσμενης επιτυχίας, οι συλλογικές
διαπραγματεύσεις του περασμένου μήνα στέφθηκαν από επιτυχία: η Confindustria (ο ιταλικός ΣΕΒ)
συμφώνησε με τα μαχητικά συνδικάτα των βιομηχανικών εργατών προσλήψεις και
αυξήσεις μισθών (από 63 έως 120 ευρώ το μήνα).
Φυσικά, τώρα η μεγάλη
πρόκληση είναι η ανάκαμψη. Από τη μια, αυτή απαιτεί την αντιμετώπιση των
χρόνιων προβλημάτων της ιταλικής οικονομίας (χαμηλή παραγωγικότητα,
ανελαστικότητες στην αγορά προϊόντων, υψηλό κόστος ενέργειας και συμμόρφωσης με
το ρυθμιστικό πλαίσιο, αργόσυρτη δικαιοσύνη, απελπιστική γραφειοκρατία – με
νησίδες αριστείας πάντως η τελευταία). Από την άλλη, η ανάκαμψη της οικονομίας
προϋποθέτει επίσης μια δύσκολη και οδυνηρή διαδικασία διαχωρισμού της ήρας από
το σιτάρι: Κάποιες επιχειρήσεις είναι κατά βάση βιώσιμες και αξίζουν να
διασωθούν, άλλες θα είναι «ζόμπι» σε έναν κόσμο που όταν περάσει η πανδημία θα
είναι πολύ διαφορετικός – και βέβαια η επιλογή ανάμεσα στις μεν και στις δε
είναι μια σπαζοκεφαλιά γεμάτη παγίδες. Αυτό ισχύει για την Ιταλία, όπως και για
τη Γερμανία, και ισχύει και για τη χώρα μας.
Πριν από έναν χρόνο (25
Μαρτίου 2020), ο Μάριο Ντράγκι – που δεν ήταν πλέον Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και δεν ήταν
ακόμη πρωθυπουργός της Ιταλίας – δημοσίευσε στους Financial Times ένα εξαιρετικό άρθρο που
καλούσε σε «επιστράτευση» εναντίον του κορωνοϊού. Το άρθρο καλούσε τις
κυβερνήσεις να στηρίξουν χωρίς δισταγμό τα δημόσια συστηματα υγείας, να
προστατεύσουν τις θέσεις εργασίας, και να ενισχύσουν τα εισοδήματα των πολιτών.
(«Εάν δεν το κάνουμε, θα βγούμε από την κρίση με σταθερά μειωμένη απασχόληση
και παραγωγική δυναμικότητα».)
Όσον αφορά το δημόσιο
χρέος, το οποίο αναπόφευκτα θα διογκωθεί, ο Ντράγκι εισάγει τη διάκριση ανάμεσα
σε «καλό» και «κακό» χρέος. «Κακό» χρέος είναι αυτό που σπαταλάται για τον
κατευνασμό ομάδων πίεσης, ή σε δημόσια έργα περιορισμένης χρησιμότητας, ή
εντελώς βλαβερά για την κοινωνία και για το περιβάλλον. «Καλό» χρέος είναι αυτό
που επενδύει στο μέλλον: στην καινοτομία, στην ενεργειακή μετάβαση, στην
αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, στον εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων και
της δημόσιας διοίκησης, στη διευκόλυνση των παραγωγικών αναδιαρθρώσεων, στις
δεξιότητες των νέων.
Πολλοί μιλάνε για τον νέο
πρωθυπουργό της Ιταλίας (με περιφρόνηση ή με θαυμασμό, ανάλογα με τα γούστα)
σαν να είναι άλλος ένας τεχνοκράτης. Είναι πράγματι τεχνοκράτης, και μάλιστα
υψηλού επιπέδου και υψηλού κύρους, όμως είναι επίσης ένας άνθρωπος με πολιτικές
ικανότητες – και με αυτό δεν εννοώ μικροπολιτική καπατσοσύνη, αλλά αντίληψη της
κρισιμότητας της στιγμής, διαύγεια στη διάγνωση των εμποδίων, προσήλωση στο
καθήκον. Ο Ντράγκι είναι αυτό που οι Βρετανοί ονομάζουν «statesman».
Για το καλό της Ιταλίας, και της Ευρώπης (και της Ελλάδας), θα πρέπει όλοι να ευχόμαστε να πετύχει.