Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2021).
Τα γεγονότα της υπόθεσης e-food είναι πλέον λίγο πολύ γνωστά. Η απόφαση της εταιρείας να ζητήσει από τους οδηγούς-διανομείς της να αποδεχθούν το καθεστώς του «συνεργάτη» (αμοιβή με μπλοκάκι), διαφορετικά θα πρέπει να βρουν αλλού δουλειά, προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις, οι οποίες εκφράστηκαν κυρίως με απενεργοποίηση της εφαρμογής στα κινητά πολλών πελατών της, και την κατακόρυφη πτώση της αξιολόγησης της εταιρείας από τις καταναλωτές. Κατόπιν τούτου, η κυβέρνηση ανακοίνωσε σαρωτικούς ελέγχους στις συνθήκες εργασίας στον κλάδο της διανομής φαγητού.
Οι αντιδράσεις ήταν εύλογες. Η e-food, όπως όλες οι εταιρείες διανομής, είχε πραγματοποιήσει μεγάλα κέρδη στη διάρκεια των lockdown. Οι οδηγοί τους είχαν αναδειχθεί σε «εργαζόμενους της γραμμής του μετώπου» κατά του κορωνοϊού, που ρίσκαραν την ασφάλειά τους για να είμαστε πιο ασφαλείς όλοι οι υπόλοιποι. Σε έναν καλύτερο κόσμο, οι πολίτες θα απαιτούσαν καλύτερες αμοιβές και ασφαλέστερες συνθήκες εργασίας για τους διανομείς (και τους άλλους ζωτικής σημασίας εργαζόμενους), τα συνδικάτα θα έσπευδαν να διεκδικήσουν την εκπροσώπησή τους, οι πολιτικοί θα φρόντιζαν να περάσουν τους σχετικούς νόμους, και οι εταιρείες θα έκαναν θεαματικές κινήσεις διανομής των επιπλέον κερδών τους στους υπαλλήλους τους, διεκδικώντας τους επαίνους (και την προτίμηση) των καταναλωτών.
Στην Ελλάδα του 2021 τίποτε από όλα αυτά δεν συνέβη - ή σχεδόν τίποτε: η απαίτηση της e-food προκάλεσε αίσθηση, ίσως επειδή ξεχώρισε για την απληστία της. Όμως η απληστία αυτή είναι δομική, είναι η κανονική κατάσταση κάθε οικονομίας χωρίς κανόνες, ή με καταφανώς μεροληπτικούς κανόνες, και σε κάθε περίπτωση χαρακτηρίζει και τους ανταγωνιστές της e-food (οι οποίοι μέχρι στιγμής δεν έχουν γίνει αποδέκτες της αγανάκτησης των καταναλωτών, και μπορεί κάλλιστα να βγουν ωφελημένοι από αυτή).
Το ζήτημα – και πρόκειται για βαθιά πολιτικό ζήτημα – είναι ακριβώς οι κανόνες βάσει των οποίων η Πολιτεία μεσολαβεί ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, τιθασεύοντας τα «ζωώδη ένστικτα» του καπιταλισμού χωρίς να καταπνίξει τον δυναμισμό του, αποτρέποντας τον αθέμιτο ανταγωνισμό, και επιβάλλοντας τον σεβασμό των ελάχιστων επιπέδων ασφαλείας καταναλωτών και εργαζομένων.
Οι κανόνες (και φυσικά η τήρησή τους) έχουν σημασία. Διοχετεύουν την επιχειρηματικότητα σε δραστηριότητες και πρακτικές που υποβαθμίζουν ή αναβαθμίζουν το παραγωγικό πρότυπο μιας οικονομίας. Διαμορφώνουν την κατανομή του εισοδήματος με τρόπο που αυξάνει ή μειώνει τις ανισότητες. Οι πολιτικές δυνάμεις εν πολλοίς χαρακτηρίζονται από το πώς τοποθετούνται ως προς αυτές τις επιλογές, και κρίνονται για αυτές στις εκλογές.
Η τελευταία δεκαετία μας έκανε όλους σοφότερους. Η οικονομική κρίση του 2010-14, πρωτοφανούς έντασης και διάρκειας, έκανε σαφή τα αδιέξοδα του προηγούμενου μοντέλου ανάπτυξης, της επίπλαστης ευημερίας μέσω υπερδανεισμού και υπερκατανάλωσης. Η διακυβέρνηση της περιόδου 2015-19 ανέδειξε τους κινδύνους της νοσταλγίας του χρεωκοπημένου παρελθόντος, του διαπλεκόμενου κρατισμού, της δυσανεξίας προς την οικονομία της αγοράς, της αδυναμίας ρύθμισης των κανόνων της με δημιουργικό τρόπο.
Σε αυτές τις συνθήκες, ήταν αναμενόμενη (και σε κάποιο βαθμό δικαιολογημένη) η διορθωτική κίνηση του εκκρεμούς προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η οικονομική πολιτική της νέας κυβέρνησης ήταν αναπόφευκτο να είναι πιο φιλελεύθερη. Αυτό που σταδιακά γίνεται όλο και πιο εμφανές είναι το πόσο δέσμια είναι (και) αυτή η κυβέρνηση στις αγκυλώσεις ενός απελπιστικά παρωχημένου τρόπου άσκησης πολιτικής.
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με το θέμα που συζητάμε; Μεγάλη. Ο νόμος 4670 του Φεβρουαρίου 2020 είχε ακυρώσει την ενοποίηση του ασφαλιστικού συστήματος, και την εξίσωση των όρων ασφάλισης όλων των πολιτών, επαναφέροντας τις χαμηλές εισφορές για ελεύθερους επαγγελματίες ανεξαρτήτως εισοδήματος. Από τη σκοπιά της πολιτικής κουλτούρας που οδήγησε τη χώρα στη χρεωκοπία του 2010, η επιλογή αυτή ήταν απολύτως κατανοητή: οι άμεσα ενδιαφερόμενοι πανηγύρισαν, τα μέσα ενημέρωσης χειροκρὀτησαν τις «ελαφρύνσεις», οι δημοσκοπήσεις επιβράβευσαν την κυβερνητική επιλογή. Από τη σκοπιά όμως της πολυπόθητης και πολυδιαφημιζόμενης μετάβασης σε ένα δυναμικότερο μοντέλο ανάπτυξης, για να μην αναφερθώ στη στοιχειώδη αρχή της ίσης μεταχείρισης των πολιτών, η ίδια αυτή επιλογή ήταν εντελώς ακατανόητη. Τι δουλειά έχει το χάιδεμα των μεγαλογιατρών και των μεγαλοδικηγόρων με τις συστάσεις της Έκθεσης Πισσαρίδη για την διευκόλυνση των επιτυχημένων επιχειρήσεων να προσλάβουν προσωπικό και να μεγαλώσουν; Ήταν σαν η νέα κυβέρνηση να στάθηκε για λίγο αναποφάσιστη πάνω στο «αόρατο ρήγμα» του Αρίστου Δοξιάδη (από τη μια η επιδοτούμενη αυτοαπασχόληση της εσωτερικής αγοράς, από την άλλη οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους), για να επιλέξει τελικά την πεπατημένη της θεαματικότερης επιδότησης της αυτοαπασχόλησης από το 1974.
Μεταξύ άλλων, η μεγάλη μείωση των εισφορών αυτοαπασχολουμένων έκανε ακόμη πιο συμφέρουσα τη διαδεδομένη (και παράνομη) πρακτική πολλών εργοδοτών να μεταμφιέζουν τους υπαλλήλους τους σε «συνεργάτες». Η πρακτική αυτή είναι βέβαια πολύ δημοφιλής μεταξύ των εργοδοτών: αμείβοντας τους εργαζόμενους με μπλοκάκι εξοικονομούν εργοδοτικές εισφορές, καθώς και τα κόστη που αφορούν άδειες διακοπών, μητρότητας, ασθένειας κτλ. Προφανώς οι εργαζόμενοι χάνουν όλα τα παραπάνω, καθώς και επιδόματα ανεργίας και αποζημιώσεις σε περίπτωση απόλυσης. Η οικονομία της χώρας χάνει και αυτή: η σχετική πρακτική προάγει την «επιχειρηματικότητα της αρπαχτής», και κάνει αθέμιτο ανταγωνισμό σε πιο μακροπρόθεσμες επιχειρηματικές στρατηγικές που αναζητούν την κερδοφορία μέσω της επένδυσης στις δεξιότητες των εργαζομένων. Μια διορατική φιλελεύθερη πολιτική θα ελάφραινε το μη μισθολογικό εργατικό κόστος με τη μετατόπιση του φορολογικού βάρους από τις ασφαλιστικές εισφορές στη γενική φορολογία (π.χ. ενισχύοντας την κρατική επιδότηση της άδειας μητρότητας ώστε να μην ζημιώνονται οι επιχειρήσεις που προσλαμβάνουν νέες γυναίκες). Η συγκεκριμένη κυβέρνηση, όπως είδαμε, επέλεξε να επιδοτήσει την αυτοαπασχόληση σε βάρος της μισθωτής εργασίας.
Το επόμενο κεφάλαιο του δράματος που παίχτηκε τις τελευταίες μέρες γράφτηκε το Μάιο 2021, με το νομοσχέδιο για τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας. Ενώ η αντιπολίτευση συγκέντρωσε τα πυρά της (και τα μέσα ενημέρωσης το ενδιαφέρον τους) σε δευτερεύουσας σημασίας ρυθμίσεις, ο μετέπειτα νόμος 4808 του Ιουνίου 2021, άρθρο 69, νομιμοποίησε αυτό που μέχρι τότε ήταν παράνομο (αν και αρκετά διαδεδομένο). Πλέον, οι ψηφιακές πλατφόρμες τύπου Wolt ή e-food έχουν το νομικό δικαίωμα να προσλαμβάνουν διανομείς ως «συνεργάτες», και συνεπώς να μην χρειάζεται να καταβάλλουν εργοδοτικές εισφορές, να μην τους αναγνωρίζουν άδειες, να μην τους πληρώνουν τη βενζίνη, να μην τους καλύπτουν σε περίπτωση ατυχήματος κτλ. κτλ. Οι τυπικές προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος για να είναι τυπικά καλυμμένες οι εταιρείες δείχνουν προσχηματικές: αρκεί ένας οδηγός να βγαίνει από την πλατφόρμα τη νύχτα ή τα Σαββατοκύριακα για να νομιμοποιείται η εταιρεία να τον θεωρεί «freelancer». Η πρόσφατη πρόταση «συνεργασίας» της e-food που προκάλεσε τις γνωστές αντιδράσεις είναι φυσική απόρροια του νέου θερμικού πλαισίου.
Ανακεφαλαιώνοντας: Ο ασφαλιστικός νόμος του 2020 ενίσχυσε το κίνητρο για παρανομία (πρόσληψη με μπλοκάκι). Ο εργασιακός νόμος του 2021 τη νομιμοποίησε. Τα υπόλοιπα ήταν θέμα χρόνου να συμβούν.
Υποθέτω ότι δεν θα αργήσει να ακουστεί ο αντίλογος: «Μα οι εταιρείες δεν βγαίνουν αλλιώς. Να τις διώξουμε από τη χώρα; Με την ανεργία ακόμη στα ύψη;» Ο αντίλογος (μου) στον αντίλογο είναι ως εξής: Από τη σκοπιά της οικονομίας, η επιδίωξη της ανάκαμψης μέσω της μόνιμης μισθολογικής υποτίμησης είναι μάταιη. Τα φτηνά εργατικά χέρια, η αποδυνάμωση της συλλογικής διαπραγμάτευσης, η νομιμοποίηση της υπερεκμετάλλευσης, εθίζουν σε ένα παραγωγικό μοντέλο χαμηλών δυνατοτήτων, εξασφαλίζοντας την κερδοφορία επιχειρηματικών δραστηριοτήτων με ανύπαρκτο ή αμφίβολο αναπτυξιακό αντίκρυσμα. Από τη σκοπιά της κοινωνίας, οι αντιδράσεις των τελευταίων ημερών δείχνουν ότι υπάρχουν όρια ανοχής στην απληστία. Από τη σκοπιά της πολιτικής, οι συνθήκες για τη σημερινή μονοπώληση του μεσαίου χώρου από τη ΝΔ (απωθητικότητα του ΣΥΡΙΖΑ, ανικανότητα του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ) ίσως να διαρκέσουν λιγότερο από ό,τι νομίζαμε.