26 Σεπτεμβρίου 2022

Η «διάβρωση της μεσαίας τάξης» πίσω από το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ιταλία;











Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2022).

Η νίκη της Δεξιάς στις χθεσινές εκλογές στην Ιταλία είχε προαναγγελθεί τόσο καθαρά από τις δημοσκοπήσεις (και τον «σφυγμό» της κοινής γνώμης) που η επόμενη μέρα προδιαγράφεται το ίδιο υποτονική όπως όλες οι προηγούμενες.

Σημάδι της υποτονικότητας το ρεκόρ αποχής: 36% όσων είχαν δικαίωμα ψήφου έμειναν στο σπίτι τους, έναντι 27% το 2018.

Όπως αναμενόταν, ο συνασπισμός της Κεντροδεξιάς επικράτησε καθαρά (43,9%) έναντι εκείνου της Κεντροαριστεράς (26,5%), χωρίς πάντως να κερδίζει τα δύο τρίτα των εδρών που θα του επέτρεπαν να αλλάξει το Σύνταγμα, όπως τουλάχιστον φαίνεται μέχρι στιγμής.

Όπως μεταδίδουν τα ειδησεογραφικά πρακτορεία, οι πρώτοι που συνεχάρησαν τους νικητές ήταν οι πρωθυπουργοί της Πολωνίας και της Ουγγαρίας.

Σε επίπεδο κομμάτων, οι πρώην νεοφασίστες της Τζόρτζια Μελόνι (26,3%) άφησαν σε απόσταση το Δημοκρατικό Κόμμα του Ενρίκο Λέττα (19,3%). Στο εσωτερικό της Κεντροδεξιάς, η λεπενική (και φιλοπουτινική) Λέγκα του Ματτέο Σαλβίνι καταποντίστηκε (8,9%), η Φόρτσα Ιτάλια του Σίλβιο Μπερλουσκόνι συγκράτησε τον κύριο όγκο των δυνάμεών της (8,0%). Εκτός των δύο συνασπισμών, το Κίνημα Πέντε Αστέρων υπό την ηγεσία του πρώην πρωθυπουργού Τζουζέπε Κόντε ξεπέρασε τις προσδοκίες (15%), ενώ το κεντρώο σχήμα των Κάρλο Καλέντα και Ματτέο Ρέντσι που φιλοδοξούσε να αναδειχθεί σε Τρίτο Πόλο έμεινε τέταρτο (7,8%).

Στις μονοεδρικές περιφέρειες (λίγο πάνω από το ένα τρίτο όλων των εδρών), ο χάρτης βάφτηκε μπλε, με λίγες κόκκινες νησίδες στην Εμίλια-Ρομάνια και στην Τοσκάνη, και ακόμη πιο λίγες κίτρινες (Κ5Α) στην Απουλία και στην Καμπανία.

Στις μικρότερες εκλογικές περιφέρειες, όπου βουλευτές και γερουσιαστές εκλέγονται με απλή αναλογική (εάν το κόμμα τους περάσει το 3%), η εκλογική γεωγραφία παρουσιάζει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Στο κοσμοπολίτικο και δυναμικό Μιλάνο, η Κεντροδεξιά (34%) ηττήθηκε από την Κεντροαριστερά (38%), ενώ οι Καλέντα-Ρέντσι διπλασίασαν το εθνικό ποσοστό τους (16%). Αντίθετα, 770 χιλιόμετρα νοτιότερα, στη Νάπολι, όπου οι βασικοί εργοδότες είναι το Δημόσιο και η Καμόρρα, η Κεντροδεξιά έμεινε στο 21% και η Κεντροαριστερά στο 24%, ενώ το Κίνημα Πέντε Αστέρων θριάμβευσε (43%). Το μυστικό της δημοτικότητας του Κόντε, τον οποίο οι Ναπολιτάνοι υποδέχθηκαν περίπου σαν να ήταν ο μικρός αδελφός του Μαραντόνα, είναι το λαοφιλές «Εισόδημα του Πολίτη», που δίνει μέχρι 780 ευρώ το μήνα σε όσους δεν διαθέτουν (δηλωμένα) εισοδήματα. Ο σοφός Μάριο Ντράγκι είχε αναγνωρίσει ότι το «Εισόδημα του Πολίτη» συνιστούσε βήμα εξευρωπαϊσμού της ιταλικής πολιτικής κατά της φτώχειας, επέμενε όμως ότι έχρηζε επείγοντος ανασχεδιασμού. Μια τέτοια διάκριση παραείναι λεπτή για την Κεντροδεξιά, που έχει υποσχεθεί ότι θα το καταργήσει.

Σύμφωνα με την ανάλυση του Federico Fubini, οικονομικού συντάκτη της Corriere della sera, το εκλογικό αποτέλεσμα αντανακλά την παρακμή της μεσαίας τάξης σε μια στάσιμη οικονομία. Η ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ τόνωσε την αξία των περιουσιακών στοιχείων, και κατά συνέπεια τα εισοδήματα όσων διαθέτουν περιουσία, κινητή και ακίνητη. Στην άλλη άκρη της εισοδηματικής κατανομής, το «Εισόδημα του Πολίτη» βελτίωσε τη θέση των φτωχών. Οι υπόλοιποι έμειναν πίσω. Η παρακμή της μεσαίας τάξης συμπαρέσυρε το Κέντρο, η κοινωνική πόλωση ενίσχυσε την εκλογική.

Τι θα γίνει τώρα; Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλλα θα δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στη 45χρονη Τζόρτζια Μελόνι, που όταν γίνει πρωθυπουργός θα είναι η πρώτη γυναίκα στην ιστορία της χώρας. (Στο νεαρόν της ηλικίας την είχε ξεπεράσει ο Ματτέο Ρέντσι, ο οποίος το 2014 ήταν 39 ετών.)

Κατά τα άλλα, αντίθετα με ό,τι είχε συμβεί το 2018, όταν κυβέρνηση είχαν σχηματίσει η Λέγκα και το Κίνημα Πέντε Αστέρων, και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλλα είχε αναγκαστεί να βάλει βέτο στην επιλογή για τη θέση του υπουργού οικονομικών ενός οπαδού της εξόδου της Ιταλίας από το ευρώ, οι αγορές έχουν προεξοφλήσει τις εξελίξεις: το περιθώριο κινδύνου (spread) στα ιταλικά ομόλογα έχει ήδη αυξηθεί, και δεν προβλέπεται να αυξηθεί άλλο βραχυπρόθεσμα. Σε λίγους μήνες όμως, όταν η ΕΚΤ αρχίσει να εκχωρεί ομόλογα, το δυσθεώρητο χρέος της Ιταλίας (2 τρις 770 δις ευρώ, περίπου 15 φορές το ΑΕΠ της Ελλάδας) θα ξαναμπεί στο μικροσκόπιο των αγορών, που ως γνωστόν έχουν την τάση να υπεραντιδρούν σε ο,τιδήποτε εκλαμβάνουν ως απειλή στη δανειοληπτική ικανότητα των κυβερνήσεων. Η συνέχεια αναμένεται με ενδιαφέρον.

25 Σεπτεμβρίου 2022

Η Ιταλία μπροστά στις κάλπες










Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022).

Όταν την περασμένη Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου τέθηκε σε ψηφοφορία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η έκθεση της ειδικής επιτροπής για την κατάσταση στην Ουγγαρία – η οποία κατέληγε ότι αυτή η χώρα δεν μπορεί πλέον να θεωρείται δημοκρατική, και για αυτό η χρηματοδότησή της από το Ταμείο Ανάκαμψης θα πρέπει να ανασταλεί έως ότου αποκατασταθεί το κράτος δικαίου στο εσωτερικό της – εγκρίθηκε πανηγυρικά: 433 ευρωβουλευτές ψήφισαν υπέρ, 123 κατά, ενώ 28 απείχαν. Όμως τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της ιταλικής Δεξιάς, που αναμένεται να κερδίσει τις εκλογές της Κυριακής 25 Σεπτεμβρίου, οι πρώην νεοφασίστες της Τζόρτζια Μελόνι, και η λεπενική Λέγκα του Ματτέο Σαλβίνι, ψήφισαν κατά.

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόκειται για στάση αρχής: η απροκάλυπτη δυσανεξία απέναντι στα συνταγματικά αντίβαρα (ανεξάρτητος Τύπος, ανεξάρτητη δικαιοσύνη), η επιθετική ξενοφοβία, η υστερική υπεράσπιση της «φυσικής οικογένειας» διά της αποκατάστασης των διακρίσεων κατά των γυναικών και κατά των ομοφυλοφίλων, καθώς και η περιφρόνηση των ευρωπαϊκών θεσμών (όχι όμως των ευρωπαϊκών κονδυλίων), δηλ. όσα χαρακτηρίζουν την «ανελεύθερη δημοκρατία» του Βίκτωρ Όρμπαν, απηχούν επίσης τις πιο μύχιες επιθυμίες της ιταλικής – και όχι μόνο - Δεξιάς.

Πώς βρέθηκαν όλοι αυτοί στα πρόθυρα της εξουσίας σε μια χώρα που, μετά την καταστροφική εικοσαετία του μουσολινικού καθεστώτος, έγραψε τον αντιφασισμό στο σύνταγμά της; Καλή ερώτηση. Η απάντηση θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στη σταδιακή φθορά των δημοκρατικών θεσμών από την κομματοκρατία, το οργανωμένο έγκλημα, την μαύρη και κόκκινη τρομοκρατία, τη διάβρωση του κράτους - και κυρίως από την πρωτοφανή στασιμότητα της ιταλικής οικονομίας εδώ και 30 σχεδόν χρόνια, που έχει εμπεδώσει μια αίσθηση παρακμής και στενών οριζόντων.

Μέσα σε ένα γενικευμένο κλίμα ανυποληψίας και χαμηλής εμπιστοσύνης, σημαντική μερίδα του εκλογικού σώματος αδιαφορεί, ή είναι έτοιμο να δοκιμάσει κάποιον «νέο και άφθαρτο» πολιτικό - Μπερλουσκόνι (43% στις εθνικές εκλογές του 1994), και πιο πρόσφατα: Ρέντσι (41% στις ευρωεκλογές του 2014), Γκρίλλο (32% στις εθνικές εκλογές του 2018), Σαλβίνι (34% στις ευρωεκλογές του 2019) – και αμέσως μετά να απογοητευθεί από αυτόν και να του γυρίσει την πλάτη. (Στις εκλογές της Κυριακής, οι παραπάνω τέσσερις αναμένεται να κινηθούν στο 10% ή και παρακάτω.)

Θα τα καταφέρει καλύτερα η Μελόνι; Όχι, εκτός και εάν πιστεύετε ότι οι εθνικοποιήσεις (π.χ. της Αλιτάλια), ο «ναυτικός αποκλεισμός» (που θα κρατήσει μακριά τους πρόσφυγες), η επιβολή έκτακτης φορολογίας στις ξένες επιχειρήσεις (!), και η επαναδιαπραγμάτευση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (191,5 δις ευρώ, περίπου όσο το ΑΕΠ της Ελλάδας) θα βάλουν την ιταλική οικονομία σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης. 

Στην πόλη όπου ζω, στο κοσμοπολίτικο και δυναμικό Μιλάνο, όπου ο πρώτος κινέζος μετανάστης άρχισε να πουλάει μεταξωτές γραβάτες στους φιλοπερίεργους αστούς με ρεντιγκότα και ημίψηλο καπέλο στην Πλατεία Ντουόμο στις αρχές του Εικοστού Αιώνα, όπου το 18% του πληθυσμού είναι ξένοι (ανάμεσά τους οι περισσότεροι φοιτητές μου), και όπου η εξωστρέφεια είναι το μυστικό της οικονομικής επιτυχίας, οι μουχλιασμένες συνταγές της Δεξιάς αντιμετωπίζονται με θυμηδία. Για αυτό άλλωστε, οι εύποροι αστοί της πόλης σνομπάρουν τον άξεστο Σαλβίνι, και πιθανότατα και τη Μελόνι, και είναι έτοιμοι να στραφούν προς το κεντρώο σχήμα των Κάρλο Καλέντα και Ματτέο Ρέντσι, καθώς και στο Δημοκρατικό Κόμμα του Ενρίκο Λέττα (οι οποίοι βέβαια απέτυχαν να συνεργαστούν μεταξύ τους, σε άλλη μια θεαματική επίδειξη έλλειψης ενστίκτου αυτοσυντήρησης). Αντίθετα, οι λιγότερο μορφωμένοι (και φτωχότεροι) μικροαστοί και εργάτες θα εμπιστευθούν τη Δεξιά.

Αυτή δεν είναι η νέα πολιτική γεωγραφία της Δύσης; Νέα Υόρκη εναντίον Μεσοδυτικών Πολιτειών, Παρίσι εναντίον «Βαθιάς Γαλλίας», Μιλάνο εναντίον επαρχιακής Ιταλίας. Το χωριό περικυκλώνει την πόλη.

Αυτό είναι και το δράμα των οπαδών της ανοιχτής κοινωνίας. Εάν οι προοδευτικές και φιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις δεν καταφέρουν να εκπροσωπήσουν όσους μένουν πίσω - να τους υποστηρίξουν ώστε να μπορέσουν και αυτοί να γευθούν τους καρπούς της οικονομικής επιτυχίας, και να προστατεύσουν όσους δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τις αλλαγές –, ας ετοιμαστούν να υποστούν τις συνέπειες. Και μαζί τους και εμείς.

22 Σεπτεμβρίου 2022

Ενότητα και εξιλέωση

Δημοσιεύθηκε ως ανάρτηση στο fb (Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2022).

Ευχαριστώ τον Νίκο Μπίστη για την αναφορά του στο άρθρο μου, και στη συζήτησή μας στο περιθώριο της παρουσίασης του ωραίου βιβλίου του Γιάννη Μπαλαμπανίδη "Οι ιδέες της προόδου και της συντήρησης: Δοκίμιο για την πολιτική σε ρευστούς καιρούς" (εκδόσεις Πόλις).

Είναι ενδιαφέρουσα η αναφορά του Νίκου Μπίστη στη "λήθη", που φυσικά θυμίζει το σύνθημα του Κέντρου (κυρίως) την πρώτη μετεμφυλιακή περίοδο.

Η χώρα μας βίωσε μια βαθιά διαίρεση την προηγούμενη δεκαετία, και τώρα προσπαθεί να γιατρέψει τις πληγές της. Για να συμβεί αυτό, η πρώτη προϋπόθεση είναι να πέσουν οι τόνοι. (Ας είναι αυτή η ανταλλαγή απόψεων, και ελπίζω και τα σχόλια όσων μπουν στον κόπο να σχολιάσουν, μια συμβολή σε αυτό.)

Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η ειλικρινής αυτοκριτική όλων των πλευρών. Φοβάμαι ότι αυτό, όπως σημείωσε και ο Παντελής Καψής στη δική του ανάρτηση, σημαίνει πριν από κάθε τι άλλο, αυτοκριτική του ΣΥΡΙΖΑ, αφού η διχαστική ρητορική, η απαξίωση του αντιπάλου, τα "Ή εμείς ή αυτοί", από αυτό το κόμμα προήλθαν.

Δεν εκπροσωπώ παρά μόνο τον εαυτό μου - και αυτόν όχι πάντα, όπως θα έλεγε ο Μαρξ (Γκράουτσο) - αλλά για μένα το ζητούμενο δεν είναι η ευκαιριακή ενότητα της αριστεράς και της κεντροαριστεράς εν όψει των εκλογών ή και μετά. Στην ισπανική Δεύτερη Δημοκρατία (1931-1936), η ενότητα αυτή ήταν ευρύτατη: από τους αναρχικούς έως τους ρεπουμπλικάνους, συστρατεύθηκαν όλοι στο Λαϊκό Μέτωπο - όμως η χώρα βυθίστηκε στο μίσος, και τελικά οδηγήθηκε σε εμφύλιο πόλεμο.

Συνεπώς, το ζητούμενο (πάντα για μένα) είναι πώς θα αποκατασταθεί ένα κλίμα συνεννόησης των πολιτικών δυνάμεων, για τα πολλά που έμειναν άλυτα μετά την κρίση, και για τα δύσκολα που έρχονται. Και κάτι τέτοιο μου φαίνεται δύσκολο χωρίς την "εξιλέωση" του ΣΥΡΙΖΑ. (Και, στη συνέχεια, χωρίς την απομόνωση των ακραίων φωνών στη ΝΔ.)

Είμαι βέβαιος ότι οι σκεπτόμενοι άνθρωποι στο χώρο αυτό (και στους άλλους χώρους) καταλαβαίνουν τι εννοώ.

17 Σεπτεμβρίου 2022

Η ιταλική Δεξιά ετοιμάζεται να κυβερνήσει


















Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2022).

Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, ο δεξιός συνασπισμός των πρώην νεοφασιστών της Giorgia Meloni, της λεπενικής Λέγκας του Matteo Salvini, και του παρηκμασμένου «Φόρτσα Ιτάλια» του Silvio Berlusconi, θα κερδίσει τις εκλογές της Κυριακής 25 Σεπτεμβρίου στην Ιταλία.

Όλα δείχνουν ότι η νίκη της ιταλικής Δεξιάς θα είναι καθαρή. Οι πολιτικοί επιστήμονες χρησιμοποιούν τον όρο «bandwagon effect» για να περιγράψουν τη στοίχιση των αναποφάσιστων (ή των αδιάφορων, ή των απληροφόρητων) πίσω από το άρμα εκείνου που παίρνει αέρα νίκης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό ενισχύεται από την πελατειακή συναλλαγή: ομάδες συμφερόντων, στη νόμιμη οικονομία ή και όχι, στο Νότο αλλά όχι μόνο, προσφέρουν στον διαφαινόμενο νικητή τα πακέτα ψήφων που διατείνονται ότι ελέγχουν, με αντάλλαγμα κάποια χαριστική σύμβαση ή ευνοϊκή ρύθμιση μετά τις εκλογές.

Το προβάδισμα της Δεξιάς οριστικοποιήθηκε στις αρχές Αυγούστου, όταν η συμφωνία του Enrico Letta, ηγέτη του Δημοκρατικού Κόμματος, και του Carlo Calenda, επικεφαλής ενός κεντρώου σχηματισμού, να συνεργαστούν στις μονοεδρικές περιφέρειες, κατέρρευσε μετά την ξαφνική αποχώρηση του τελευταίου. Είχε προηγηθεί η άρνηση του Letta να συνεργαστεί με τον Matteo Renzi, πρώην ηγέτη του Δημοκρατικού Κόμματος, και νυν επικεφαλής άλλου κεντρώου κόμματος, επειδή το 2014 ο δεύτερος είχε ανατρέψει τον πρώτο για να γίνει πρωθυπουργός στη θέση του. Επιβεβαιώθηκε ένα φαινόμενο που επαναλαμβάνεται υπερβολικά συχνά σε διάφορες χώρες για να είναι τυχαίο: στα δεξιά του πολιτικού φάσματος ακόμη και οι βαρύτερες προσβολές παραμερίζονται προκειμένου οι πρώην αντίδικοι να συνεργαστούν προς το κοινό τους συμφέρον (την κατάληψη της εξουσίας), ενώ αντίθετα στα αριστερά οι πολιτικές στρατηγικές επικαθορίζονται από προσωπικές αντιπάθειες.

Βρισκόμαστε λοιπόν στα πρόθυρα της φασιστικής παλινόρθωσης; Όχι ακριβώς – παρά την ανατριχιαστική σύμπτωση της συμπλήρωσης ενός αιώνα από την Πορεία στη Ρώμη και άνοδο του Mussolini στην εξουσία (28 Οκτωβρίου 1922). Η Meloni (που προαλείφεται για πρωθυπουργός) και το κόμμα της (που σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις προηγείται με 25%) δεν είναι φασίστες, δεν ετοιμάζονται να βάλουν λουκέτο στο Κοινοβούλιο, ούτε να στείλουν τους αντιφρονούντες στα ξερονήσια. Δεν θα κάνουν χωριστή συμφωνία αγοράς αερίου από τη Ρωσία, παρότι ο Πούτιν είναι παλιός φίλος του Berlusconi (και έχει φιλοξενηθεί επανειλημμένως στη βίλα του στη Σαρδηνία), ενώ ο Salvini είναι φανατικός οπαδός του Ρώσου δικτάτορα (και μεγάλου χορηγού τη Λέγκας, σύμφωνα με αρκετές ενδείξεις). Δεν θα βγάλουν καν την Ιταλία από την ΕΕ, αντίθετα θα καταπιούν γρήγορα τις ανοησίες περί «ανάγκης αποκατάστασης της πρωτοκαθεδρίας των εθνικών έναντι των κοινοτικών κανόνων δικαίου» στις οποίες δείχνουν να πιστεύουν, τουλάχιστον μέχρι το 2026 που θα εισπραχθεί το τελευταίο από τα 191,5 δις ευρώ που αναλογούν στην Ιταλία από επιχορηγήσεις και δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης.

Με τι θα ασχοληθεί λοιπόν μια πιθανή κυβέρνηση Meloni; Βραχυπρόθεσμα, με αυτά που αρέσουν στους απανταχού δεξιούς: επαναπροωθήσεις γυναικοπαίδων, διακρίσεις κατά μεταναστών, περιορισμούς στην πρόσβαση των γυναικών σε αντισύλληψη και εκτρώσεις, άρνηση αναγνώρισης αστικών δικαιωμάτων σε ζευγάρια ομοφυλοφίλων. Μεσοπρόθεσμα, με την πολιτειακή αλλαγή, από την Προεδρευομένη στην Προεδρική Δημοκρατία, ώστε να εκλέγεται απευθείας ο ισχυρός ανήρ (ή η ισχυρά γυνή), έτσι ώστε να κυβερνά με πυγμή, χωρίς τις περιττές δεσμεύσεις των ασφαλιστικών δικλείδων και των θεσμικών αντίβαρων του κοινοβουλευτισμού. Το μέλλον θα έχει ενδιαφέρον – και πολλή ξηρασία.

1 Σεπτεμβρίου 2022

«Εξοδόχαρτο»

Δημοσιεύθηκε ως πρόλογος στο βιβλίο του Βαγγέλη Σιαφάκα «Εξοδόχαρτο / Μοναστηράκι» (εκδόσεις «Πόλις», Σεπτέμβριος 2022).

Τα κείμενα που απαρτίζουν το «Εξοδόχαρτο» του Βαγγέλη Σιαφάκα είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση στον κύκλο των αναγνωστών του από την αρχή, όταν τα δημοσίευε ένα-ένα στο fb, τους μήνες του εγκλεισμού, από τα μέσα του 2020 έως τα μέσα του 2021. Υπήρξα ένας από εκείνους που τον ενθάρρυναν να τα δημοσιεύσει σε βιβλίο. Με μοναδικό προσόν αυτό, βρέθηκα να το προλογίζω.

Ο λόγος που είχα σκεφτεί ότι αυτά τα κείμενα πρέπει να κυκλοφορήσουν σε βιβλίο δεν είναι (τόσο) ότι για τους ανθρώπους μιας κάποιας ηλικίας ο τυπωμένος λόγος έχει πάντοτε μεγαλύτερη αξία από τα έπεα πτερόεντα του ψηφιακού. Είναι ότι μου είχαν φανεί «μικρά κοσμήματα», πρωτότυπα και απολαυστικά, με πρώτες ύλες μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων (τον έρωτα και το θάνατο, την πολιτική και το ποδόσφαιρο, την πόλη και το χωριό, το ευτελές και το πολύτιμο της ανθρώπινης κωμωδίας), με αναγνωρίσιμους ήρωες που μένουν μαζί μας αφού έχουν αποχωρήσει από τη σκηνή, και με ενοποιητική ουσία τη μοναδική φωνή του αφηγητή-συγγραφέα, αυτοσαρκαστική και επιεική, κυνική και τρυφερή. Έχοντας μόλις ξαναδιαβάσει ολόκληρη τη συλλογή, αισθάνομαι ότι όσοι γοητεύτηκαν από αυτά τα κείμενα και προέτρεψαν τον συγγραφέα να τα τυπώσει δικαιώνονται διπλά: αφενός η γοητεία τους αντέχει στο χρόνο, αφετέρου το σύνολο έχει μεγαλύτερη αξία από το άθροισμα των μερών.

Ας ξεκινήσουμε από τη μορφή. Το «Εξοδόχαρτο», χωρίς να το επιδιώκει, διαφημίζει τα θέλγητρα της βραχείας φόρμας. «Χωρίς να το επιδιώκει», επειδή εύκολα μπορεί κανείς να υποθέσει ότι το μέγεθος των κειμένων (500 περίπου λέξεις το καθένα) δεν υπαγορεύθηκε από προγραμματικές φιλοδοξίες, τις οποίες ο ίδιος ο συγγραφέας μάλλον θα απέρριπτε ειρωνικά, αλλά κυρίως από το ένστικτο του παλιού δημοσιογράφου, παρότι το μέσο στο οποίο πρωτοεμφανίστηκαν (fb) καλλιεργεί πολύ λιγότερο την αυτοπειθαρχία από ό,τι η εφημερίδα ή το δελτίο ειδήσεων. Όπως και να έχει, ανεξαρτήτως προθέσεων, τη σπουδαία και κάπως παραγνωρισμένη παράδοση των «μικροδιηγημάτων» ακολουθεί το «Εξοδόχαρτο», παράδοση στην οποία διέπρεψαν ο Μπόρχες και άλλοι Λατινοαμερικάνοι συγγραφείς. Πόσο βραχεία μπορεί να είναι αυτή η φόρμα το έδειξε ο Αουγκούστο Μοντερόσο με τον περίφημο «Δεινόσαυρο», ένα μικροδιήγημα επτά μόλις λέξεων: «Όταν ξύπνησε, ο δεινόσαυρος ήταν ακόμη εκεί». Μεταξύ των θαυμαστών του ήταν και ο Ίταλο Καλβίνο, που γνώριζε καλά την ισπανόφωνη λογοτεχνία, και είχε έφεση στα λογοτεχνικά πειράματα (όπως άλλωστε δείχνει η δραστηριοποίησή του στο OuLiPo, το «Εργαστήριο Δυνητικής Λογοτεχνίας», μαζί με τον Ρεϊμόν Κενώ και άλλους). Τόσο πολύ θαύμαζε τον Μοντερόσο ο Καλβίνο που για να τον τιμήσει αφιέρωσε στο ίδιο θέμα ένα από τα κεφάλαια των «Κοσμοκωμικών» του («Οι δεινόσαυροι»).

Εάν όμως η μορφή «ιντριγκάρει» τον αναγνώστη, αυτό που τον συναρπάζει είναι το περιεχόμενο. Στην ταινία «Μπάρτον Φινκ» των αδελφών Κοέν, ο ομώνυμος ήρωας (τον υποδύεται ο Τζον Τορτούρο), συγγραφέας το επάγγελμα, άσημος ακόμη, συναντιέται με τον νέο του εργοδότη, έναν κινηματογραφικό παραγωγό, που τον υποδέχεται δίπλα στην πισίνα, λέγοντάς του: «Ένα μόνο πράγμα μας ενδιαφέρει, Μπαρτ. Μπορείς να πεις μια ιστορία; Μπορείς να μας κάνεις να γελάσουμε; Μπορείς να μας κάνεις να κλάψουμε;» Το «Εξοδόχαρτο» δείχνει ότι ο Βαγγέλης Σιαφάκας ξέρει να κάνει και τα τρία. Είναι fabulator: έμαθε να λέει ιστορίες με τον τρόπο του τεχνίτη, όπως οι «πετράδες» της Ηπείρου (και της Αλβανίας) έμαθαν να σμιλεύουν την πέτρα και οι ιστορίες που λέει είναι αστείες και συγκινητικές, διασκεδαστικές και σπαραχτικές, εναλλάξ και ταυτοχρόνως. Ο αναγνώστης του «Απαγορευμένο σεξ στον ΡΗΓΑ ΦΕΡΑΙΟ», ή του «Ετοιμάζω ταξίδι μοναχά για πάρτη μου», ή του «Δεν ανέχομαι τις ανορθογραφίες: με ταράζουν» διατρέχει τον κίνδυνο να αρχίσει ξαφνικά να γελάει φωναχτά, κάνοντας τους γύρω του να στραφούν προς το μέρος του απορημένοι. Και όταν φτάσει να διαβάζει το «Μη φοβηθείς», ή το «Το τελευταίο όνειρο», ή το «Εξοδόχαρτο» (που δίνει το όνομα στη συλλογή), πάλι θα πρέπει να προσέχει αν βρίσκεται σε δημόσιο χώρο εκτός αν φοράει γυαλιά ηλίου, ή έχει πρόχειρα χαρτομάντηλα. Όσο για «Το κλάμα του πατέρα», ή για το «Κατηγορώ» (με το οποίο κλείνει η συλλογή), αφήνουν τον αναγνώστη άναυδο, συγκλονισμένο, σαν να έχει γίνει μόλις μάρτυρας ενός οδυνηρού τραύματος, που ο συγγραφέας δεν έχει διστάσει να αποκαλύψει, και που έχει καταφέρει να μιλήσει για αυτό με μαστοριά, διαύγεια και εντιμότητα, χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν (αρχίζοντας από τον εαυτό του), μετατρέποντας έτσι με τρόπο σχεδόν αλχημικό κάτι προσωπικό σε κάτι άλλο οικουμενικό. Αυτή δεν είναι η μαγεία της μεγάλης λογοτεχνίας;

Όλα αυτά και πολλά ακόμη με την αμίμητη αφηγηματική φωνή του συγγραφέα, η οποία είναι ανευλαβής (με την έννοια ότι δεν έχει ιερό και όσιο), αμείλικτα αυτοσαρκαστική, δυσανεκτική ως προς τα πολλά «δήθεν» του κόσμου γύρω μας, επιεικής με τους χαρακτήρες που επινοεί, φιγούρες της διπλανής πόρτας, παρά την ευτέλειά τους (ή μήπως εξαιτίας της;), με μια λέξη: μοναδική. Μια φωνή που μιλάει μια γλώσσα ζωντανή, αληθινή, χωρίς φτιασίδια, όπως οι γοητευτικές γυναίκες του συγγραφέα, που δεν νοιάζονται καθόλου αν έχουν λίγη κυτταρίτιδα παραπάνω, ξέροντας άλλωστε καλά ότι ούτε οι άνδρες νοιάζονται.

Δεν θα επεκταθώ στα άλλα που με συνδέουν με τους κόσμους που πλάθει ο Βαγγέλης Σιαφάκας, και που με κάνουν να τον αισθάνομαι σαν δικό μου άνθρωπο, παρότι δεν είχαμε γνωριστεί (και βέβαια τώρα δεν θα γνωριστούμε ποτέ): ο Ρήγας, η Ιταλία, η Ήπειρος, ο κινηματογράφος, το ποδόσφαιρο είναι το (σαθρό) υλικό από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι. Δεν θα επεκταθώ επειδή το «Εξοδόχαρτο» πάει πολύ πέρα από όλα αυτά, τα μεταχειρίζεται απλώς ως αφορμή, για να πει κάτι μεγαλύτερο, που «μιλάει» σε κάθε αναγνώστη, όποια και αν είναι η καταγωγή του, η ηλικία του, το φύλο του, τα πολιτικά ή ποδοσφαιρικά του φρονήματα.