Η αύξηση του κατώτατου μισθού σε 830 ευρώ τον μήνα επισφραγίζει τη ροπή της κυβέρνησης υπέρ προοδευτικών μέτρων στα κοινωνικά θέματα. Σε αυτή συνηγορούν υπολογισμοί τόσο «υψηλής» όσο και «χαμηλής» πολιτικής. Από τη μια, η έγνοια για προστασία των αδύναμων και για υπεράσπιση της κοινωνικής συνοχής. Από την άλλη, η επιλογή της σημερινής ηγεσίας του κυβερνώντος κόμματος να τοποθετηθεί πολιτικά καταλαμβάνοντας τον απέραντο χώρο που εκτείνεται από την Κεντροαριστερά έως τις παρυφές της άκρας Δεξιάς. Δεν έχει νόημα να κάνει κανείς δίκη προθέσεων για να ερμηνεύσει την κοινωνική ευαισθησία της κυβέρνησης. Όλοι παρακινούμαστε από ανάμεικτα κίνητρα στην καθημερινότητά μας. Το σημαντικό είναι ευγενή και λιγότερο ευγενή κίνητρα να ευθυγραμμίζονται. Στην περίπτωση της αύξησης του κατώτατου μισθού αυτό συμβαίνει.
Πράγματι, η προχθεσινή απόφαση της κυβέρνησης προστατεύει με το παραπάνω την αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων από τον πληθωρισμό: η σωρευτική αύξηση του γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή τα τελευταία πέντε χρόνια (15,9%) υπολείπεται σημαντικά της αύξησης του κατώτατου μισθού (27,7%, από 650 ευρώ τον μήνα το 2019). Βέβαια, η αγοραστική αξία των κατώτατων μισθών απέχει ακόμη από το σημείο όπου βρισκόταν προ κρίσης και μνημονίων, το μακρινό 2009: έκτοτε, το κόστος ζωής έχει αυξηθεί κατά 24,6%, ενώ ο κατώτατος μισθός μόνο κατά το μισό (12,2%, από 740 ευρώ τον μήνα). Η υποχώρηση των μέσων μισθών, σε πραγματικούς όρους, σε σχέση με 15 χρόνια πριν, είναι ακόμη μεγαλύτερη.
Γιατί όμως οι μισθοί είναι τόσο χαμηλοί στη χώρα μας, παρά τις προθέσεις των κυβερνώντων; Κάθε θέση εργασίας δημιουργεί ένα πλεόνασμα αξίας, ίσο με τη διαφορά μεταξύ της τιμής του προϊόντος ή της υπηρεσίας που παράγεται, και όλων των άλλων στοιχείων του κόστους παραγωγής εκτός από τους μισθούς και τα κέρδη. Το πώς μοιράζεται αυτό το πλεόνασμα εξαρτάται από τον συσχετισμό ισχύος μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Τα τελευταία 15 χρόνια ο συσχετισμός αυτός έχει μεταβληθεί εις βάρος των εργαζομένων: σε αυτό συνέβαλαν η υψηλή ανεργία, η εξασθένηση των συνδικάτων και η αποδυνάμωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Όμως μακροπρόθεσμα το ύψος των μισθών καθορίζεται εξίσου ή και περισσότερο από το μέγεθος του πλεονάσματος, παρά από το πώς αυτό επιμερίζεται μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Σε μια οικονομία χαμηλής τεχνολογίας και χαμηλής προστιθέμενης αξίας, με θέσεις εργασίας χαμηλής ειδίκευσης, σε επιχειρήσεις υπερβολικά μικρές για να καινοτομήσουν και να εξαγάγουν, με διευθυντές χαμηλών ικανοτήτων, που συχνά εξασφαλίζουν την κερδοφορία πληρώνοντας χαμηλούς μισθούς (και παραβιάζοντας τη νομοθεσία, εργατική, φορολογική, πολεοδομική ή περιβαλλοντική), οι μισθοί δεν θα είναι ποτέ ικανοποιητικοί, ή θα είναι μόνο για κάποιες συντεχνίες ή για σύντομα χρονικά διαστήματα, μέχρι να σκάσει η φούσκα.
Μια τέτοια οικονομία είναι η ελληνική. Παρά τις εξαγγελίες για «αναβάθμιση παραγωγικού μοντέλου» και τα κάποια δειλά βήματα προς μια τέτοια κατεύθυνση, η χώρα παραμένει ακόμη καθηλωμένη σε μια χαμηλή ισορροπία. Για να ξεφύγουμε από αυτήν θα χρειαστούν πολύ περισσότερα από την αύξηση του κατώτατου μισθού, όσο καλοδεχούμενη και αν είναι. Μεγαλύτερες επιχειρήσεις, με μάνατζερ και προσωπικό υψηλότερων δεξιοτήτων, που παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες υψηλότερης ποιότητας, σε υψηλότερες τιμές, που όμως παραμένουν ελκυστικές για τους καταναλωτές, ιδίως στις διεθνείς αγορές.
Το πώς θα φτάσουμε στο σημείο αυτό, από εδώ όπου βρισκόμαστε σήμερα, είναι το κρίσιμο ερώτημα. Είναι ευθύνη της κυβέρνησης να σχεδιάσει τη μετάβαση. Και ευθύνη όλων των υπολοίπων να συνεισφέρουν εποικοδομητικά σε αυτήν, αντί να την εμποδίσουν.