Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 21 Ιουλίου 2024).
Το 1974 οι συνταγματάρχες αποχώρησαν από την εξουσία αφήνοντας πίσω τους μια κοινωνία με μεγάλες ανισότητες μεταξύ πλουσίων και φτωχών, και ένα κράτος πρόνοιας κατακερματισμένο και άνισο. Η έκρηξη των μαζικών διεκδικήσεων που ακολούθησε εγκαινίασε μια περίοδο επέκτασης του κοινωνικού κράτους. Η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ το 1980 ερμηνεύθηκε ως εγγύηση πολιτικής σταθερότητας και νομιμοποίησε τις προσδοκίες για αποδοχές και παροχές συγκρίσιμες με αυτές των άλλων Ευρωπαίων.
Μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1981 η κοινωνική δαπάνη απογειώθηκε. Χωρίς αμφιβολία, η επέκταση της κοινωνικής προστασίας ανέβασε το βιοτικό επίπεδο εκατομμυρίων Ελλήνων. Όμως πολλές από τις νέες παροχές ήταν χαριστικές, δημιουργούσαν νέες ανισότητες, ή αναπαρήγαγαν ήδη υπάρχουσες. Επιπλέον, η απογείωση της κοινωνικής δαπάνης έγινε σε συνθήκες οικονομικής επιβράδυνσης. Ο ρυθμός ανάπτυξης έπεσε σε 0,7% το 1981-1990, από 3,0% το 1974-1980 (ήταν 7,8% το 1953-1973). Η ανισότητα και η (σχετική) φτώχεια υποχώρησαν μεταξύ 1974 και 1982, ενώ στη συνέχεια αυξήθηκαν ελαφρά.
Η σύντομη διακυβέρνηση της χώρας από τη ΝΔ (1990-1993) σημαδεύτηκε από την πρώτη σοβαρή απόπειρα μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού. Εξαιτίας και των σφοδρών αντιδράσεων, ο Ν2084/1992 μετέφερε το βάρος της προσαρμογής στους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας, επιτρέποντας στους ήδη ασφαλισμένους να διατηρήσουν τα προνόμιά τους. Η κοινωνική δαπάνη συγκρατήθηκε, όμως η φτώχεια και η ανισότητα έπεσαν μεταξύ 1988 και 1994.
Η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση συνέβαλε στη φθορά της κυβέρνησης της ΝΔ. Το ΠΑΣΟΚ επέστρεψε στην εξουσία το 1993, και κέρδισε τις εκλογές του 1996 υπό νέα ηγεσία. Η μεταρρύθμιση των συντάξεων ήταν προτεραιότητα για τη νέα κυβέρνηση, αλλά οι αντιδράσεις που προκάλεσε η δημοσίευση της «Έκθεσης Σπράου» το 1997 ανέβαλαν κάθε νομοθετική πρωτοβουλία μέχρι το τέλος της τετραετίας. Οι «Προτάσεις Γιαννίτση» (2001) κινήθηκαν στο πλαίσιο ενός πιο νοικοκυρεμένου και λιγότερο ανομοιογενούς συστήματος συντάξεων, όμως η σφοδρότητα των διαμαρτυριών υποχρέωσαν σε αναδίπλωση. Η συνθηκολόγηση στις διεκδικήσεις των συνδικάτων απέτυχε να αντιμετωπίσει τα ελλείμματα και τις αδικίες του ασφαλιστικού (αλλά και να συγκρατήσει την εκλογική φθορά του κυβερνώντος κόμματος). Με φόντο την επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης (3,5% το 1996-2000 και 4,5% το 2000-2004), η κοινωνική δαπάνη ξεπέρασε το 20% του ΑΕΠ. Η ανισότητα και η φτώχεια έπεσαν σημαντικά.
Η περίοδος διακυβέρνησης της χώρας από τη ΝΔ που ακολούθησε (2004-2009) χαρακτηρίστηκε από αναβολή της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, διεύρυνση των πολυτεκνικών επιδομάτων σε οικογένειες με τρία παιδιά, περαιτέρω αύξηση της κοινωνικής δαπάνης, και διόγκωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Όσο για την ανισότητα και τη φτώχεια, δεν παρουσίασαν αξιόλογη μεταβολή.
Το 2009, το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα συνέκλινε ποσοτικά στον ευρωπαϊκό κανόνα. Ποιοτικά όμως όχι. Παρά την άνετη χρηματοδότηση, παρέμενε αναποτελεσματικό: με έναν υπερ-σπάταλο τομέα υγείας, σύστημα συντάξεων άδικο και χρεωκοπημένο, επιδόματα ανεργίας που σύντομα έμελλε να αποδειχθούν δομικά ανεπαρκή, με κοινωνικές υπηρεσίες υπανάπτυκτες, χωρίς προγράμματα στήριξης του εισοδήματος των φτωχών. Το ξέσπασμα της κρίσης βρήκε εντελώς απροετοίμαστο αυτό το κάπως ασυνάρτητο, θεσμικά καθυστερημένο σύστημα κοινωνικής προστασίας. Όσα επακολούθησαν ήταν το θλιβερό χρονικό μιας προαναγγελθείσης αποτυχίας. Ενώ η κρίση αύξανε η «ζήτηση» για κοινωνική προστασία, η λιτότητα περιόριζε τους διαθέσιμους πόρους και μείωνε την «προσφορά» κοινωνικής προστασίας.
Όμως, τα μέτρα των Μνημονίων δεν περιείχαν μόνο περικοπές, ούτε ήταν όλες οι περικοπές «κοινωνικά ανάλγητες». Η ενοποίηση των κανόνων και η καταπολέμηση της σπατάλης στις συντάξεις και στην υγεία, παρά τις κάποιες υπερβολές, υπήρξαν υπερώριμα μέτρα εξυγίανσης. Επίσης, έγιναν αξιόλογα βήματα ενδυνάμωσης του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας (με σημαντικούς σταθμούς τη θεσμοθέτηση ενιαίου επιδόματος στήριξης τέκνων το 2013 και ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος το 2017), αν και υπερβολικά αργά για να προλάβουν τη γενικευμένη αίσθηση ότι το κράτος απουσίαζε τη στιγμή ακριβώς που οι πολίτες το χρειάστηκαν περισσότερο παρά ποτέ, γεγονός που συνέβαλε στην πτώση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς της δημοκρατικής πολιτείας. Τέλος, εμφανίστηκαν σημαντικά κενά προστασίας (με σπουδαιότερα τα εμπόδια πρόσβασης στις παροχές υγείας και την ελλειματική εισοδηματική στήριξη των ανέργων).
Η διακυβέρνηση της ΝΔ από το 2019 δεν έφερε σοβαρές αλλαγές, με την εξαίρεση του «ξηλώματος» των μέτρων ενοποίησης και βιωσιμότητας του συστήματος συντάξεων στα οποία είχαν επιμείνει οι δανειστές. Η επαναφορά (επί το ευνοϊκότερο) του παλαιού συστήματος κοινωνικών εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες, οι οποίοι πλέον πληρώνουν στο κράτος ό,τι έχουν ευχαρίστηση, είναι το σοβαρότερο ατόπημα της σημερινής κυβέρνησης στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής. Αντίθετα, αξιόλογο βήμα εξισορρόπησης των κοινωνικών δικαιωμάτων προς όφελος των νεώτερων γενεών συνιστά η θεσμοθέτηση επικουρικής κεφαλαιοποιητικής ασφάλισης, υποχρεωτικής για τους νέους ασφαλισμένους. Κατά τα άλλα, εκκρεμμεί η κάλυψη των κενών κοινωνικής προστασίας, ιδίως στην περίθαλψη.
Όμως, το κρισιμότερο πρόβλημα σήμερα είναι «προδιανεμητικής» φύσης: κανένα σύστημα παροχών δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τη φτώχεια όσο υπερβολικά πολλές γυναίκες και πολλοί νέοι δεν εργάζονται, και όσο οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται είναι υπερβολικά επισφαλείς ή/και πληρώνουν απελπιστικά χαμηλές αποδοχές. Παρά τις διακηρύξεις, η αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου είναι ακόμη ζητούμενο – και αυτή απαιτεί ένα κοινωνικό κράτος που επενδύει στο ανθρώπινο κεφάλαιο και στις δεξιότητες των εργαζομένων και των ανέργων, και τους διευκολύνει να ανταπεξέρχονται επιτυχώς στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της αγοράς εργασίας.