15 Ιανουαρίου 2025

Πρώτος μεταξύ ίσων: Εκσυγχρονισμός και μεταρρυθμίσεις με «το σαθρό υλικό του ανθρώπου»

Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Ιανουάριος 2025).


Η φιγούρα του Κώστα Σημίτη φάνταζε αταίριαστη μέσα στο κόμμα που σφράγισε με την παρουσία του ο Ανδρέας Παπανδρέου. Πράγματι, οι διαφορές του με το ανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ ήταν από την αρχή ορατές σε όλους. Πολιτεύθηκε ως Ευρωπαίος σοσιαλδημοκράτης σε ένα κόμμα (ή μάλλον «κίνημα») λαϊκιστικό και τριτοκοσμικό. Η συνεργασία του Σημίτη με τον Ανδρέα βασιζόταν στην αναγνώριση της διαφοράς τους, και στον αμοιβαίο σεβασμό, που δεν εμπόδιζε τον πρώτο να υπηρετεί την πολιτική του από όποια θέση ευθύνης στο κόμμα και στην κυβέρνηση αναλάμβανε, ούτε τον δεύτερο να τον αποπέμπει από αυτήν όταν οι διαφορές ξεπερνούσαν κάποιο όριο. Αυτό συνέβη το 1979, όταν ο Σημίτης εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από το Εκτελεστικό Γραφείο μετά το σάλο που προκάλεσε η δικής του έμπνευσης αφίσα με τίτλο «Όχι στην Ευρώπη των μονοπωλίων, ναι στην Ευρώπη των λαών», ενώ το ΠΑΣΟΚ μαζί με το ΚΚΕ διαδήλωνε ζητώντας να αποχωρήσει η Ελλάδα από την (τότε) ΕΟΚ. Ή το 1987, όταν πάλι ο Σημίτης εξαναγκάστηκε σε παραίτηση, αυτή τη φορά από την κυβέρνηση, ως Υπουργός Εθνικής Οικονομίας, παρά την αναμφισβήτητη επιτυχία του σταθεροποιητικού προγράμματος της προηγούμενης διετίας, ή μάλλον εξαιτίας της.

Όμως οι διαφορές του Σημίτη με το ανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ δεν ήταν μόνο πολιτικές – ήταν επίσης πολιτισμικές. Όταν ο Ανδρέας (με τον Τσοχατζόπουλο, και με τα άλλα πρωτοκλασάτα στελέχη) στροβιλιζόταν στην πίστα χορεύοντας ζεϊμπέκικο και πίνοντας ουίσκυ, ο Σημίτης έμενε στο τραπέζι, και από μακριά παρακολουθούσε όσα διαδραματίζονταν με το γνωστό στραβό χαμόγελο, κρατώντας ένα ποτήρι πορτοκαλάδα. Και ενώ ο Ανδρέας ξεκινούσε τις ομιλίες του σαν τον πατέρα του («Λαέ της Αθήνας» κτλ.), φιλοτεχνώντας μια διονυσιακή σχεδόν συνεύρεση με το πλήθος που παραληρούσε στην πλατεία, ο Σημίτης στην πρώτη του προεκλογική ομιλία ως αρχηγός του ΠΑΣΟΚ (στη Μυτιλήνη, τον Σεπτέμβριο 1996), έβγαλε τα χαρτιά του, φόρεσε τα γυαλιά του, κοίταξε τους πολίτες που είχαν έρθει να τον ακούσουν, και είπε με κανονική φωνή: «Κυρίες και κύριοι καλησπέρα».

Είναι γνωστό ότι ο Σημίτης βρισκόταν στη μειοψηφία της Κοινοβουλευτικής Ομάδας που τον εξέλεξε πρωθυπουργό τον Ιανουάριο 1996, με τον Ανδρέα ανήμπορο πια να ασκήσει τα καθήκοντά του. Στην πρώτη ψηφοφορία, οι τρεις υποψήφιοι (Σημίτης, Τσοχατζόπουλος, Αρσένης) είχαν υποστηριχθεί από σχεδόν ένα τρίτο των βουλευτών ο καθένας. Στην δεύτερη ψηφοφορία, ο Σημίτης επικράτησε οριακά έναντι του Τσοχατζόπουλου: 86-75 με 5 λευκά. Το ίδιο οριακά εκλέχτηκε πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ μετά τον θάνατο του Ανδρέα: στο 4ο συνέδριο (Ιούνιος 1996) υπερψηφίστηκε από μόλις 53,8% των συνέδρων. 

Ως πρωθυπουργός, κυβέρνησε ως πρώτος μεταξύ ίσων, με απόλυτο σεβασμό στις συλλογικές διαδικασίες. Ο Σημίτης δεν ήταν τεχνοκράτης: ήταν ένας προοδευτικός πολιτικός, ένας μεταρρυθμιστής διανοούμενος, με το βλέμμα στραμμένο στη μακρά διάρκεια – τον ενδιέφερε η ετυμηγορία των βιβλίων της Ιστορίας, όχι των πρωτοσέλιδων της επόμενης μέρας. Οι μεταρρυθμίσεις που πρότεινε προϋπέθεταν τη συναίνεση, καταρχάς του υπουργικού συμβουλίου, και στη συνέχεια της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Στην κατανόηση των ζητημάτων βρισκόταν πάντοτε ένα βήμα μπροστά από τα υπόλοιπα στελέχη, και για αυτό τον ξένιζε η ένταση των αντιδράσεων. Όπως τον Απρίλιο 2001, όταν μαζί με τον αρμόδιο υπουργό κατέθεσε τις περίφημες «Προτάσεις Γιαννίτση» για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, οι οποίες πολεμήθηκαν λυσσαλέα, παρότι συνιστούσαν μια ήπια και λελογισμένη μεταρρυθμιστική πρόταση, όπως άλλωστε ταίριαζε σε μια προοδευτική ηγετική ομάδα που επιζητούσε τις συναινέσεις. Λέγεται ότι στην κρίσιμη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου πήραν το λόγο μόνο ο Ευάγγελος Βενιζέλος («Πρόεδρε αυτά δεν περνάνε») και ο Αλέκος Παπαδόπουλος («Τα μέτρα που προτείνετε είναι αντιδημοφιλή αλλά αναγκαία»). Οι υπόλοιποι απλώς ενέκριναν – για να διαχωρίσουν τη θέση τους αμέσως μετά, μιλώντας στα μικρόφωνα των καναλιών που τους περίμεναν έξω.

Με τον ίδιο τρόπο πολιτεύθηκε και ως Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Σε ένα κόμμα μαθημένο στην αυθαιρεσία του χαρισματικού ηγέτη (από το 1974 έως το 1994 το ΠΑΣΟΚ διοργάνωσε μόνο τρία συνέδρια, στα οποία ο Ανδρέας Παπανδρέου εκλεγόταν πάντοτε διά βοής), η επανεκλογή του Σημίτη στην προεδρία του κόμματος, αν και χωρίς αντίπαλο, δεν ήταν ποτέ θριαμβευτική: στο 5ο συνέδριο (Μάρτιος 1999) υποστηρίχθηκε από το 64,7% των συνέδρων, στο 6ο (Οκτώβριος 2001) από το 71,2%.

Παρά τη σκανδαλολογία, κανείς ποτέ δεν κατηγόρησε τον ίδιο τον Σημίτη για διαφθορά. Ούτε καν ο Κώστας Καραμανλής, ο πρωθυπουργός της χρεωκοπίας, που τον απεκάλεσε «αρχιερέα της διαπλοκής». Δίχως αμφιβολία, η διαφθορά των δημόσιων αξιωματούχων, και των κυβερνητικών στελεχών, δεν έπαψε να υφίσταται το 1996-2004, πόσω μάλλον που επί πρωθυπουργίας Σημίτη οι δημόσιες επενδύσεις (στην εθνική άμυνα, και στις υποδομές) αυξήθηκαν πολύ. Όμως τον τόνο τον έδινε πάντοτε η δωρική λιτότητα του ίδιου του πρωθυπουργού, του Νίκου Θέμελη, και των άλλων στενών συνεργατών του. Και κάθε φορά που γινόταν γνωστό κάποιο νέο κρούσμα διαφθοράς, το θέμα έπαιρνε το δρόμο του στη Δικαιοσύνη, ενώ η ηγετική ομάδα συνέχιζε τη δουλειά της με σύνθημα: «προχωράμε παρά τα βαρίδια». Ο εκσυγχρονισμός και οι μεταρρυθμίσεις δεν μπορούσαν παρά να προχωρήσουν (όπως προχώρησαν) με το μόνο έμψυχο υλικό που ήταν διαθέσιμο: «το σαθρό υλικό του ανθρώπου».

Και όταν το 2004 ο Σημίτης αποχώρησε από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, και στη συνέχεια από την πρωθυπουργία, εκείνοι που τον διαδέχθηκαν απέφυγαν να υπερασπιστούν το έργο των κυβερνήσεών του. Ο δε άμεσος διάδοχός του, ο Γιώργος Παπανδρέου, διέγραψε τον Σημίτη από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ, με αφορμή μια απλή πολιτική διαφωνία (ο πρώτος ζητούσε δημοψήφισμα για την επικύρωση της Συνθήκης της Λισαβόνας, ο δεύτερος επεσήμανε ότι τέτοια θέματα δεν προσφέρονται για δημοψήφισμα αλλά για κοινοβουλευτική συζήτηση και απόφαση).

Παρότι η απόσταση (πολιτική και πολιτισμική) που τον χώριζε από τον Ανδρέα Παπανδρέου, από όσους τον διαδέχθηκαν, και από τα περισσότερα μέλη και στελέχη του Κινήματος, υπήρξε οφθαλμοφανής, ο Κώστας Σημίτης δεν ήταν «ξένο σώμα στο ΠΑΣΟΚ»: αντίθετα, υπήρξε συνιδρυτής του, και παρέμεινε μέχρι τέλους ψυχικά ταυτισμένος με το κόμμα αυτό. Υπό αυτή την έννοια, ίσως το αξιοπερίεργο, αυτό που πρέπει να εξηγηθεί, να μην είναι τόσο το γιατί «το ΠΑΣΟΚ δεν αγάπησε ποτέ τον Σημίτη», αλλά το πώς ένας Ευρωπαίος σοσιαλδημοκράτης από τη μειοψηφία του κόμματος αναδείχθηκε στην ηγεσία του, και στη συνέχεια κέρδισε δύο βουλευτικές εκλογές, και μάλιστα τη δεύτερη (το 2000) με 2,3 ποσοστιαίες μονάδες και 200.000 ψήφους παραπάνω από ό,τι την πρώτη (το 1996), εξαντλώντας δύο φορές την τετραετία.

Πράγματι, σε μια οικονομία χωρίς μεγάλες επιχειρήσεις και σοβαρά συνδικάτα, δεν είναι παράξενο που η μη κομμουνιστική αριστερά υπήρξε ιστορικά περισσότερο μαξιμαλιστική παρά ρεφορμιστική. Σε μια τέτοια χώρα, η σοσιαλδημοκρατική κουλτούρα μπορούσε να είναι κτήμα μόνο κάποιων διανοουμένων, που η σκέψη τους ξεπερνούσε τα στενά όρια της ελληνικής πολιτικής. Ένας τέτοιος ήταν ο Κώστας Σημίτης.

Το σημερινό ΠΑΣΟΚ δεν έχει αφομοιώσει καλά τα μαθήματα της ιστορίας, και για αυτό δεν ξέρει πάντα πώς να σταθεί στη σύγχρονη Ελλάδα. Η αφαίμαξη του στελεχιακού δυναμικού και της δεξαμενής ψήφων του από τον ΣΥΡΙΖΑ στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας έγινε ακριβώς επειδή είχε ξεχάσει αυτά τα μαθήματα, είχε αρνηθεί να υπερασπιστεί τη συνετή δημοσιονομική διαχείριση του 1996-2004, και είχε αγνοήσει τις προειδοποιήσεις του ίδιου του Σημίτη για την επερχόμενη χρεωκοπία.

Όμως η αφαίμαξη είχε και κάτι θετικό: οι εναπομείναντες ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ είναι πλέον κατά κανόνα αντιλαϊκιστές, «μνημονιακοί», και «μενουμευρωπαίοι». Όχι επειδή νοσταλγούν τη λιτότητα και την ανεργία της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά επειδή αναγνώρισαν εγκαίρως ότι ο μόνος τρόπος για να απαλλαγούμε από τα Μνημόνια ήταν να τα εφαρμόσουμε, και για αυτό στάθηκαν απέναντι στον αντιμνημονιακό συρφετό που παραλίγο να μεταμορφώσει την Ελλάδα σε Βενεζουέλα.

Το σημερινό ΠΑΣΟΚ δεν έχει μεγάλη σχέση με εκείνο του Ανδρέα Παπανδρέου. Η εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών συνέβαλε στην ενηλικίωσή του. Η Λιβύη του Καντάφι και η Γιουγκοσλαβία του Τίτο, σταθερές πηγές έμπνευσης για το τριτοκοσμικό και αυτοδιαχειριστικό ΠΑΣΟΚ αντιστοίχως της δεκαετίας του ’70 (και πιο μετά), έχουν πάψει να υφίστανται στο φαντασιακό των στελεχών του, όπως άλλωστε έχουν πάψει να υφίστανται στην πραγματικότητα. Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός είναι απόλυτο κεκτημένο για τη χώρα, και το ΠΑΣΟΚ (μαζί με τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη) είναι εγγυητής του.

Σε έναν παρατηρητή που το παρακολουθεί από απόσταση, αλλά με συμπάθεια, φαίνεται προφανές τι πρέπει να κάνει ένα προοδευτικό μεταρρυθμιστικό κόμμα για να είναι χρήσιμο στη χώρα και στον εαυτό του. Να προετοιμάσει ένα επικαιροποιημένο εγχείρημα προοδευτικού εκσυγχρονισμού στις νέες συνθήκες. Να προτείνει λύσεις θετικού αθροίσματος που αυξάνουν την απασχόληση και βελτιώνουν τις αμοιβές προστατεύοντας την κερδοφορία των υγιών επιχειρήσεων. Να ανανεώσει το κράτος ώστε να μπορεί να παράγει υψηλής ποιότητας κοινωνικά αγαθά προσιτά σε όλους (υγεία, παιδεία, κατοικία, μεταφορές).

Το ερώτημα είναι αν η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, σημερινή και μελλοντική, θα μπορέσει να ανταποκριθεί σε αυτό το ιστορικό καθήκον.