1 Νοεμβρίου 2018

Αναγνώσεις

Δημοσιεύτηκε στη στήλη «Ξένος ανταποκριτής» της «Athens Voice» (Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018).

Κυριακή, ημέρα ανάγνωσης. Ο ανταποκριτής σας περπάτησε υπό καταρρακτώδη βροχή μέχρι το περίπτερο για να αγοράσει την Corriere della sera και τη Lettura, το κυριακάτικο ένθετο, και στη συνέχεια πάνω από τη γέφυρα, δίπλα στο κανάλι, μέχρι το Mag, το αγαπημένο του καφέ. Πάνε τα τραπέζια έξω, πάει και ο ήλιος: συνωστισμός στον κλειστό χώρο, βρεγμένα πανωφόρια, ομπρέλες που στάζουν, μυρωδιά μούχλας στην ατμόσφαιρα. Αλλά και ωραία μουσική, θαμώνες Ιταλοί και ξένοι, με την παρέα τους ή μοναχικοί, νεαρά ζευγάρια, γυναίκες με τα παιδιά τους, άνδρες με τα σκυλιά τους, μιλάνε, γελάνε, διαβάζουν. Αισθάνομαι πάντα πολύ οικεία σε τέτοιο πλήθος. Ο σερβιτόρος με το λεπτό μουστάκι και τις τιράντες με υποδέχεται με θερμό χαιρετισμό: "Καλημέρα αγαπητέ. Το συνηθισμένο κρουασάν με φυστίκια;" Δίπλα μου μια νεαρή γυναίκα με γυαλιά μου ζητά την άδεια να ρίξει μια ματιά στο κύριο σώμα της εφημερίδας. "Δεν θα σας τη λερώσω!" Την κοιτάζω λίγο παραξενεμένος: "Τόσο πολύ φαίνεται ότι με ενοχλούν κάτι τέτοια;" Γελάει - "Όχι, αλλά η ανάγνωση της κυριακάτικης εφημερίδας είναι και για μένα ιερή."

Είχα αρκετό καιρό να διαβάσω τη Lettura. Είχα ξεχάσει πόσο απολαυστική είναι. Μέσα στις 64 σελίδες βρήκα τουλάχιστον μια ντουζίνα (μεγάλα) άρθρα με ενδιαφέροντα θέματα και συναρπαστική γραφή. Τα πιο σημαντικά (κατά σειρά εμφάνισης): Παρουσίαση της ιταλικής έκδοσης του βιβλίου του E.O. Wilson "The origins of creativity" (προ ετών είχα κάνει δώρο στη Ρ. το "Letters to a Young Scientist", αφού πρώτα το διάβασα εγώ). Ο Wilson, καθηγητής εντομολογίας στο Harvard, δημοφιλής εκλαϊκευτής της επιστήμης, στοχάζεται στην τεχνητή νοημοσύνη και ποντάρει σε έναν "Διαφωτισμό 4.0" (μετά τον αρχαιοελληνικό του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, τον αραβικό του Αβερρόη και του Αβικέννα, και τον Διαφωτισμό της Αναγέννησης), όπου η φιλοσοφία και οι ανθρωπιστικές επιστήμες συνδιαλέγονται με την τεχνολογία και τις θετικές επιστήμες, αντί να γυρίζουν την πλάτη τους σε αυτές.

Γυρίζω σελίδα και πέφτω πάνω στο άρθρο του Maurizio Ferrera, καθηγητή πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου, για το αποτέλεσμα των εκλογών της Βαυαρίας. Γνώστης της γερμανικής, μελετητής του Max Weber, φιλελεύθερος από το Τορίνο, κοιτίδα του ιταλικού φιλελευθερισμού, μαθητής του Norberto Bobbio, ο Ferrera χαιρετίζει τη νίκη των Πρασίνων ως προάγγελο ενός πανευρωπαϊκού κινήματος αντίστασης στον εθνολαϊκισμό. Στο διπλανό άρθρο μια συντάκτης της εφημερίδας γράφει για ένα άλλο είδος Γερμανών οικολόγων: Völkische Siedler, Umwelt und Aktiv, αλλά στην πραγματικότητα Blut und Boden. Από όλα έχει ο μπαχτσές, μερικές φορές κυριολεκτικά: τα βιολογικά προϊόντα των νέων εποίκων που επέστρεψαν στη φύση καταλήγουν στα ράφια των καταστημάτων του Βερολίνου και του Μονάχου, όπου αγοράζονται από ανυποψίαστους κοσμοπολίτες καταναλωτές που αγνοούν την τοξική ιδεολογία των παραγωγών τους.

Ξαναγυρίζω σελίδα: "Το γέλιο απελευθερώνει, ακόμη και τους ερωτευμένους". Η συντάκτρια, Ilaria Gaspari, (άγνωστή μου) νεαρή συγγραφέας, με πτυχίο φιλοσοφικής από τη φημισμένη Normale της Pisa, αντιπαραθέτει στον "Ρωμαίο και Ιουλιέττα" του Βάρδου το "Much ado about nothing" του ιδίου, όπου - αντί για τραγικούς έρωτες, αυτοκτονίες και άλλες συμφορές - ο μισογύνης Benedick και η πνευματώδης Beatrice πειράζονται, καυγαδίζουν, εκνευρίζουν ο ένας τον άλλο, προτού τελικά αγαπηθούν. Η Gaspari (προβλέψιμα) εξαίρει την αξία του γέλιου στον έρωτα, και (απρόσμενα) προσθέτει μερικές σοφές γραμμές: η ζωή συχνά μας κάνει να υποφέρουμε, και κάθε νίκη του χιούμορ είναι αναγκαστικά προσωρινή - αλλά μας βοηθά να γίνουμε λίγο πιο ελεύθεροι, λίγο λιγότερο δούλοι των παθών μας. Καταλήγει με τον Βοκκάκιο, που στο "Δεκαήμερο" έγραψε σελίδες φαρσοκωμωδίας για να παρωδήσει τα υποκριτικά ήθη της εποχής, αλλά στην ιστορία του Gian di Procida πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα. Ο νεαρός συλλαμβάνεται να ερωτοτροπεί με τη μέλλουσα σύζυγο του βασιλιά. Ο τελευταίος δίνει εντολή να εκτελεστούν και οι δύο, αφού πρώτα διαπομπευθούν στην πλατεία της πόλης. Οι δύο εραστές, αλυσοδεμένοι, προσπαθούν μάταια να καλύψουν τη γύμνια τους. Αλλά ο όχλος που έχει συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσει την εκτέλεση και να εξευτελίσει τους καταδικασμένους, χάνει κάθε όρεξη για κοροϊδίες όταν αντικρίζει τους δύο εραστές, "γυμνούς, όμορφους, και αθώους": σιωπά γεμάτο σεβασμό, και απαιτεί από τον βασιλιά να τους δώσει χάρη. Εκείνος συμμορφώνεται.

Ξαναγυρίζω σελίδα (είμαστε ακόμη στις πρώτες σελίδες της Lettura): O Loris Zanatta, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Bologna, ειδικός στα πολιτικά συστήματα της Λατινικής Αμερικής, ειρωνεύεται τον Noam Chomsky (ο οποίος κάθεται και σε μένα στο στομάχι) που στο νέο του βιβλίο δηλώνει απογοητευμένος από τον Μαδούρο και τους Κίρχνερ. Μήπως κατά τύχη αισθάνεται την ανάγκη να κάνει αυτοκριτική για τους ενθουσιώδεις επαίνους του μόλις πριν λίγα χρόνια; "Όχι βέβαια! Τι φταίει εκείνος που πίστεψε σε αυτούς; Αυτοί φταίνε που αποδείχθηκαν διεφθαρμένοι" γράφει ο Zanatta - και συνεχίζει: "Δεν ξέρω αν νιώθω πιο πολύ θυμό ή οίκτο για τους Αγγλοσάξονες ριζοσπάστες τύπου Chomsky, Michael Moore, Oliver Stone, Ken Loach κ.ά., αφελή εξαπτέρυγα του κάθε Fidel Castro, Rafael Correa, Hugo Chavez: είναι προφανές ότι δεν ξέρουν για τι πράγμα μιλάνε." Με αφορμή την ιταλική έκδοση του τελευταίου βιβλίου του (90χρονου) Chomsky, o Zanatta γράφει ένα μικρό δοκίμιο για την οικονομία, την κοινωνία και την πολιτική της Λατινικής Αμερικής. Το πρόβλημα της τελευταίας δεν είναι ο καπιταλισμός, που πουθενά αλλού δεν έχει τόσους εχθρούς ("εθνικιστές, σοσιαλιστές, καθολικούς, τριτοκοσμικούς"), αλλά η επικράτηση μιας κουλτούρας αυταρχικής, κρατιστικής και κορπορατιβιστικής, με ρίζες στην ισπανική αποικιοκρατία. Στη Λατινική Αμερική οι περισσότεροι επιχειρηματίες "δεν ζητούν ανταγωνισμό αλλά προστασία, δεν θέλουν κανόνες αλλά προνόμια, δεν αναζητούν αγορές αλλά εργολαβίες". "Αξιοκρατία, διαφάνεια, νομιμότητα; Κενές λέξεις." (Θα μπορούσε να μιλάει για την Ελλάδα.) Καταλήγει με μια πιο αισιόδοξη νότα, χαιρετίζοντας την πρόσφατη εμφάνιση νέων μεσοαστικών στρωμάτων με υγιέστερες αξίες. "Ποιος ξέρει αν πρόκειται για φαινόμενα επιφανειακά ή βαθύτερα, παροδικά ή μονιμότερα. Λίγο το ένα και λίγο το άλλο, υποθέτω. Όμως ένα πράγμα είναι βέβαιο: ο αντικαπιταλισμός του Chomsky χαρίζει μια επίστρωση αξιοπιστίας στους χειρότερους κληρονόμους της αποικιοκρατικής παράδοσης. Τίποτε σήμερα δεν είναι προοδευτικότερο από την επιδίωξη ενός υγιούς καπιταλισμού στη Λατινική Αμερική."

21 Οκτωβρίου 2018

Οι λαοί είναι λιγότερο ανόητοι απ' ό,τι οι λαϊκιστές νομίζουν

Συνέντευξη στην Αγγελική Σπανού. Δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική εφημερίδα «news 247» (Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018).

-Η σύγκρουση Ρώμης-Βρυξελλών τρομάζει ολόκληρη την Ευρώπη. Δεν θα έπρεπε;

Τα πράγματα είναι πράγματι ανησυχητικά. Το δημόσιο χρέος της Ιταλίας είναι θεόρατο: 2,3 τρις ευρώ (12 φορές όσο το ΑΕΠ της Ελλάδας). Χωρίς την Ιταλία, είναι δύσκολο να επιβιώσει το κοινό νόμισμα. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που έχει απέναντί της η Ρώμη δεν είναι τόσο οι Βρυξέλλες όσο οι αγορές. Εάν η Ιταλία κατέθετε ένα σχέδιο προϋπολογισμού με τις ίδιες προβλέψεις για το έλλειμμα (2,4% του ΑΕΠ αντί του 0,8% που είχε συμφωνηθεί με την προηγούμενη κυβέρνηση), αλλά πειστικό με την έννοια της βελτίωσης των μεσοπρόθεσμων προοπτικών ανάκαμψης της οικονομίας, είναι πιθανό οι αγορές να αντιδρούσαν θετικά. Αλλά η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Σαλβίνι – Ντι Μάιο δεν ενδιαφέρεται τόσο για την οικονομία όσο για τις ευρωπαϊκές εκλογές του Μαΐου 2019. Οπότε οι αγορές – δηλ. οι καταθέτες, άτομα και οι οργανισμοί – δικαίως δυσπιστούν, και ζητούν ασφάλιση κινδύνου για να αγοράσουν ομόλογα του ιταλικού κράτους. Αυτή η ασφάλιση κινδύνου είναι το spread. Όσο αυτό ανεβαίνει, τόσο αυξάνεται το κόστος εξυπηρέτησης του ιταλικού χρέους, τόσο εξανεμίζονται οι πόροι που συνεισφέρουν οι Ιταλοί φορολογούμενοι, και τόσο στενεύουν τα περιθώρια άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής.

 

-Σαλβίνι και ντι Μάιο κερδίζουν απ αυτή την κόντρα;

Βραχυπρόθεσμα, ίσως. Η γνωστή παντομίμα «εμείς διαπραγματευόμαστε σκληρά, αντίθετα με τους προηγούμενους που ήταν πεσμένοι στα τέσσερα» δεν έχει ακροατήριο μόνο στην Ελλάδα. Φυσικά, αργά ή γρήγορα η πραγματικότητα εκδικείται. Η ελπίδα των Σαλβίνι και Ντι Μάιο είναι η εκδίκηση της πραγματικότητας να μην έρθει πριν από τον επόμενο Μάιο. Πράγμα όχι απίθανο.

 

-Ο ευρωσκεπτικισμός έχει διαβρώσει και την ιταλική κοινωνία πέρα από το πολιτικό σύστημα;

Η Ιταλία είναι ιδρυτικό μέλος της Ενωμένης Ευρώπης (άλλωστε η ιδρυτική Συνθήκη υπογράφηκε στη Ρώμη). Επί πλέον, όπως έδειχναν όλες οι έρευνες γνώμης, οι Ιταλοί για ολόκληρες δεκαετίες εμπιστεύονταν τις Βρυξέλλες περισσότερο από τη Ρώμη. Αυτό τα τελευταία χρόνια άλλαξε. Όχι τόσο εξαιτίας των καταστροφικών επιπτώσεων της πρόσφατης κρίσης (σε σύγκριση με την Ελλάδα ή την Ισπανία, η Ιταλία έπεσε στα μαλακά). Το πρόβλημα είναι ότι από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90 η ιταλική οικονομία έχει πάψει να αναπτύσσεται, με αποτέλεσμα να πνέει ένας άνεμος απαισιοδοξίας, ιδίως μεταξύ των νεότερων γενιών. Επίσης, παραμένουν άλυτες οι ιστορικές παθογένειες της Ιταλίας από την εποχή της Ενοποίησης πριν ενάμιση αιώνα (το χάσμα Βορρά-Νότου, το οργανωμένο έγκλημα, η πολιτική αστάθεια, το χαμηλό επίπεδο δημόσιας διοίκησης, η μυωπία του επιχειρηματικού κόσμου). Όλα αυτά βεβαίως μικρή σχέση έχουν με την Ευρώπη ή με το κοινό νόμισμα.

 

-Μήπως ο λαϊκισμός κυριάρχησε στην Ιταλία επειδή ήταν πολύ αντιλαϊκός ο αντιλαϊκισμός;

Για πολλά πράγματα μπορεί να κατηγορήσει κανείς τις μετριοπαθείς φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις της Ιταλίας, και ιδίως το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα, αλλά η κατηγορία του «αντιλαϊκού» δύσκολα στέκει. Η αδυναμία τους να δώσουν λύσεις στα προβλήματα της χώρας, αυτό ναι.

 

-Υπάρχουν αναλογίες μεταξύ ελληνικής και ιταλικής πραγματικότητας

Για μια ακόμη φορά εμείς οι Έλληνες είμαστε μπροστά από την εποχή μας. Η νίκη των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 2015, με τη Βαρουφάκειο διαπραγμάτευση στο ενδιάμεσο, την οποία θα πληρώνουμε για πολλές δεκαετίες, ήταν η πρώτη πράξη της επιθεώρησης «Τσαρλατάνοι στην κυβέρνηση». Η νίκη της Λέγκα και του Κινήματος Πέντε Αστέρων τον περασμένο Μάρτιο ήταν η τελευταία (μέχρι στιγμής). Η παταγώδης αποτυχία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, μέσα σε ένα κρεσέντο ανικανότητας, κυνισμού και αναξιοκρατίας, δίνει μια γεύση για το τι μπορεί να επακολουθήσει στην Ιταλία. Ήδη τα δείγματα γραφής πληθαίνουν: από τη νέα υπουργό υγείας, που πιστεύει ότι οι εμβολιασμοί βλάπτουν την υγεία, έως τον εκπρόσωπο τύπου του πρωθυπουργού, που γκρίνιαζε στους δημοσιογράφους ότι η κατάρρευση της γέφυρας στη Τζένοβα με δεκάδες νεκρών του χάλασε την αργία του Δεκαπενταύγουστου, όλα φαίνονται τόσο οικεία. Αντιστρόφως, η διαφαινόμενη ήττα των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στις επόμενες εκλογές θα δείξει ότι οι λαοί είναι λιγότερο ανόητοι από ό,τι νομίζουν οι λαϊκιστές.

4 Οκτωβρίου 2018

Είναι δίκαιο να μην περικοπούν οι συντάξεις;

Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018).

Μετά τις περικοπές της περιόδου 2010-2014, είναι άχαρο να υποστηρίζει κανείς ότι οι συντάξεις πρέπει να μειωθούν και άλλο. Ιδίως εάν λάβει κανείς υπόψη ότι οι συνταξιούχοι δεν έχουν περιθώρια προσαρμογής: δεν μπορούν να εργαστούν, ή να εργαστούν περισσότερο, ή να ψάξουν για άλλη δουλειά, δεν μπορούν καν να μεταναστεύσουν. Ίσως αυτό να εξηγεί - εν μέρει - την ομοφωνία κυβέρνησης και αντιπολίτευσης (για να μην αναφερθώ στην απόλυτη συναίνεση των εντύπων και ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης) για το απαράδεκτο της κατάργησης της «προσωπικής διαφοράς».

Εν μέρει όμως. Εάν κάτι δείχνει η συζήτηση για τις συντάξεις είναι ότι μετά από μια δεκαετία σχεδόν κρίσης δεν μάθαμε τίποτε (ούτε ξεχάσαμε τίποτε, όπως οι Βουρβώνοι μετά το 1814). Ας δούμε γιατί.

1. Η «προσωπική διαφορά» επινοήθηκε για να εξασφαλίζει ότι όσοι πρόλαβαν να συνταξιοδοτηθούν πριν από την ψήφιση του Νόμου Κατρούγκαλου θα εξακολουθήσουν να εισπράττουν υψηλότερες συντάξεις από εκείνες που ο ίδιος νόμος θεσμοθέτησε για τους νέους συνταξιούχους.

2. Ανάμεσα στους παλαιούς συνταξιούχους, πολλοί συνταξιοδοτήθηκαν σε νεαρή ηλικία. Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία, το 17% όσων βγήκαν στη σύνταξη τον Δεκέμβριο 2016 (λίγο προτού τεθεί σε ισχύ ο Νόμος Κατρούγκαλου) ήταν έως 55 ετών, ενώ το 41% έως 60 ετών. Στις συντάξεις γήρατος τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 13% και 40%.

3. Απίστευτα μεγάλος αριθμός συνταξιούχων (424 χιλιάδες άνθρωποι σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου) εξακολουθεί να λαμβάνει 3 ή περισσότερες συντάξεις.

4. Παρά τις περικοπές, οι συντάξεις δεν είναι τόσο χαμηλές όσο νομίζεται. Η μέση σύνταξη γήρατος τον Δεκέμβριο 2016 ήταν €972 το μήνα. Οι χαμηλότερες ηλικίες εισπράττουν υψηλότερη σύνταξη: €1.198 κατά μέσο όρο για τους συνταξιούχους κάτω των 55 (και €1.241 για τους κάτω των 60).

5. Σύμφωνα με προηγούμενη μελέτη μας, για τη συντριπτική πλειοψηφία των συνταξιούχων του ΙΚΑ (98,5% μετά τις μνημονιακές περικοπές) οι συντάξεις είναι υπερ-ανταποδοτικές, δηλ. υπερβαίνουν τις εισφορές που κατέβαλαν οι ίδιοι οι συνταξιούχοι και οι εργοδότες τους (κατά €63.600 σε διά βίου βάση). Για το Δημόσιο και τις ΔΕΚΟ, αυτό ισχύει στο πολλαπλάσιο.

6. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, το 66% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα εισπράττουν μισθούς κάτω από €1.000 το μήνα (50% κάτω από €800).

7. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΟΑΕΔ και της ΕλΣτατ, το ποσοστό των ανέργων που εισπράττουν επίδομα ανεργίας (€360 το μήνα) ήταν 12,8%.

Να μην περικοπούν λοιπόν οι συντάξεις; Κανενός; Ούτε όσων πρόλαβαν να βγουν στη σύνταξη σε ηλικία που οι περισσότεροι δουλεύουν; Ούτε όσων παίρνουν σύνταξη πάνω από το μέσο μισθό των εργαζομένων που τους συντηρούν με τις εισφορές τους; Σύνταξη πολύ υψηλότερη από τις εισφορές που πλήρωσαν οι ίδιοι; Και οπωσδήποτε πολύ υψηλότερη από τις συντάξεις όσων βγαίνουν στη σύνταξη σήμερα;

Είναι θέμα επιλογής. Σε μια χώρα που γερνά, και όπου η ανεργία παραμένει στα ύψη, μπορούμε να συνεχίσουμε να θεωρούμε – όλες! – τις συντάξεις «ιερές αγελάδες». Εναλλακτικά, μπορούμε να δώσουμε προτεραιότητα στο μέλλον, στην απασχόληση και στην ανάπτυξη, προστατεύοντας το εισόδημα (και την περίθαλψη) όσων ηλικιωμένων έχουν ανάγκη. Ποια επιλογή είναι δικαιότερη;

Ένας έρωτας

Δημοσιεύτηκε στη στήλη «Ξένος ανταποκριτής» της «Athens Voice» (Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018).

Κάνει ακόμη αρκετή ζέστη στο Μιλάνο, αλλά κανείς εδώ δεν αμφιβάλλει ότι το φθινόπωρο ήρθε οριστικά. Κιτρινισμένα φύλλα δεν φαίνονται πουθενά, ούτε πρωτοβρόχια, αλλά μερικά πράγματα δεν επηρεάζονται από την κλιματική αλλαγή. Για όσους δεν έχουν (ή δεν είναι οι ίδιοι) παιδιά σχολικής ηλικίας, η καλύτερη απόδειξη είναι η παρουσία εκατοντάδων φωτομοντέλων στους δρόμους της πόλης, που όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή αναπνέει στους ρυθμούς της «Εβδομάδας της μόδας». Ο ανταποκριτής σας κοιτάζει τα νεαρά κορίτσια με το ανέκφραστο βλέμμα και το υπερβολικά αδύνατο σώμα όπως κοιτάζει ο εντομολόγος τους ανωφελείς κώνωπες, συμφωνώντας με τον Έ., που αναγνωρίζει ως μοναδικό προσόν των μοντέλων τα ψηλά ζυγωματικά («δεν είναι και λίγο» απαντά ο πατέρας του, μόνιμο πνεύμα αντιλογίας), και με τη Ρ. που υποψιάζεται ότι η ζωή τους «πρέπει να είναι λίγο θλιβερή».

Χθες, καθισμένος σε ένα παγκάκι στο πάρκο, δίπλα σε μαμάδες που πασάλειβαν μεθοδικά τα πιτσιρίκια τους με αντικουνουπικές κρέμες, παρακολουθώντας με ανησυχία τις φουσκάλες από τα τσιμπήματα να αυξάνονται και να πληθύνονται στο μπράτσο μου, κατάφερα επιτέλους να τελειώσω το «Un amore», το ερωτικό μυθιστόρημα του Dino Buzzati που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1963 προκαλώντας πλήθος αντιδράσεων. Ο πρωταγωνιστής, ένας 50χρονος αρχιτέκτονας στο Μιλάνο, ερωτεύεται ένα λαϊκό κορίτσι με τα μισά του χρόνια ή λιγότερα, που πουλάει το κορμί της σε όποιον δίνει περισσότερα, με την ώρα ή με το μήνα. Ο έρωτάς του γίνεται εμμονικός, παρασύροντάς τον σε ένα σπιράλ εξευτελισμού και ταπείνωσης.

Πρόκειται για ένα είδος «Γαλάζιου Άγγελου» αλά ιταλικά. Στην ταινία του Josef von Sternberg (βασισμένη στο μυθιστόρημα του Heinrich Mann), ο Rath, αξιοσέβαστος καθηγητής Γυμνασίου, ερωτεύεται τη Λόλα, αρτίστα καμπαρέ (την υποδύεται η Marlene Dietrich), στα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Όλο και λιγότερο αξιοσέβαστος, ο καθηγητής Rath έχει άσχημο τέλος. Ο Antonio πάλι, ο πρωταγωνιστής του Buzzati, όχι ακριβώς – αν και εδώ οι γνώμες διίστανται. Η συνέχεια στις σελίδες του βιβλίου.

Δυστυχώς οι μόνες πόρνες και καμπαρετζούδες που έχει γνωρίσει ο ανταποκριτής σας, επίσης καθηγητής, επίσης αξιοσέβαστος (μέχρι αποδείξεως τουναντίον), ήταν στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο. Ειδικά στην Ιταλία, αυτό σχετίζεται εν μέρει με την ψήφιση του «Νόμου Μέρλιν», από το όνομα της σοσιαλίστριας γερουσιαστού που τον εισηγήθηκε, ο οποίος απαγόρευσε τους οίκους ανοχής («case di tolleranza»). Εν μέσω σφοδρής διαμάχης, το νομοσχέδιο εγκρίθηκε το 1958, με τις ψήφους των χριστιανοδημοκρατών, των κομμουνιστών, των ρεπουμπλικάνων, των περισσότερων σοσιαλιστών, και λίγων σοσιαλδημοκρατών. Καταψήφισαν οι φιλελεύθεροι, οι ριζοσπάστες, οι νεοφασίστες, οι μοναρχικοί, πολλοί σοσιαλδημοκράτες, και κάποιοι διαφωνούντες από το σοσιαλιστικό και άλλα κόμματα.

Ο Dino Buzzati, δημοσιογράφος της Corriere della sera από το 1928 έως τον θάνατό του το 1972 (είχε δηλώσει ότι εμπνεύστηκε το αριστούργημά του «Η έρημος των Ταρτάρων» παρακολουθώντας την ρουτίνα των συναδέλφων του στην εφημερίδα), στο θέμα του Νόμου Μέρλιν δεν είχε δίλημμα. Το άρθρο του, την επομένη της ψήφισης του νόμου, ήταν μια μεθοδική και αδιάλλακτη υπεράσπιση των οίκων ανοχής και του επαγγέλματος της «δημόσιας γυναίκας». Ήδη από τη δεύτερη γραμμή του άρθρου ο Buzzati προειδοποιεί τους αναγνώστες ότι δεν πρόκειται να λάβει υπόψη του την «τελετουργική υποκρισία που ευρέως θεωρείται υποχρεωτική κάθε φορά που θίγεται το θέμα». Φτάνει να συγκρίνει τη γερουσιαστή Μέρλιν με τον Ηρόστρατο «που διέταξε να καεί η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, καταστρέφοντας ένα τεράστιο πολιτισμικό κεφάλαιο που χάθηκε για πάντα». Θρηνεί την ανεκτίμητη απώλεια του «ερωτικού πολιτισμού που με λόγια και με έργα μετέδιδαν από γενιά σε γενιά οι οίκοι ανοχής». Και προς αποφυγή παρεξηγήσεων διευκρινίζει: «Δεν έχω καμμία πρόθεση να αστειευτώ».

Ο ανταποκριτής σας, όπως του συμβαίνει συχνά, δεν ξέρει τι ακριβώς να σκεφτεί πάνω στο θέμα. Από τη μια αντιτίθεται στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, και δεν αμφιβάλλει ότι στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων η πορνεία είναι μια θλιβερή συναλλαγή χωρίς ίχνος glamour. Από την άλλη, έχει σχηματίσει την εικόνα - διαβάζοντας μελέτες και συνεντεύξεις, τι άλλο; - ότι για ορισμένες γυναίκες, σε ορισμένες ευνομούμενες χώρες, για μια σύντομη περίοδο ενδεχομένως (όσο διαρκεί η νεότητα), είναι επίσης μια εμπειρία ενδυνάμωσης, όπου ο συσχετισμός ισχύος ευνοεί τη «δημόσια γυναίκα». Οι νόμιμοι οίκοι ανοχής έγερναν την πλάστιγγα υπέρ της ενδυνάμωσης και κατά της εκμετάλλευσης, αντίθετα π.χ. με τα παράνομα σπίτια ή τους σκοτεινούς δρόμους. Και δεδομένου ότι η απαγόρευση των οίκων ανοχής δεν εξάλειψε την πορνεία, αναρωτιέται κανείς πού ακριβώς έγκειται το δημόσιο συμφέρον, και ποια πολιτική θα το διασφάλιζε, ταυτόχρονα με την αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα των «δημόσιων γυναικών».

Καλύτερα να σταματήσω εδώ. Εάν το πανεπιστήμιο όπου διδάσκω βρισκόταν στις ΗΠΑ, το κίνημα #metoo θα φρόντιζε να απολυθώ. Στη μεσογειακή Ευρώπη ακόμη όχι – αν και ποτέ κανείς δεν ξέρει.

26 Αυγούστου 2018

Το πολιτικό δίλημμα της μεταμνημονιακής εποχής

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Κυριακή 26 Αυγούστου 2018).

Όσοι αμφέβαλλαν για την παρακμή του «ενδιάμεσου χώρου», το θέαμα των τελευταίων μηνών θα πρέπει να τους έπεισε. Από τη μια, η άρνηση των οργανωμένων δυνάμεων της κεντροαριστεράς να βαδίσουν γρήγορα και αποφασιστικά στο δρόμο της ανανέωσης και της ενότητας (που είναι ο μόνος που οδηγεί στην ανασυγκρότηση). Από την άλλη, ο αποδεκατισμός του χώρου, η εγκατάλειψή του υπέρ της ιδιώτευσης, ή υπέρ της δημόσιας υποστήριξης στη Νέα Δημοκρατία ή ακόμη και στον ΣΥΡΙΖΑ.

Η απόδοση ιδιοτελών κινήτρων στους τελευταίους είναι επίσης ένδειξη παρακμής: του δημόσιου διαλόγου. Τα επιχειρήματα πρέπει να απαντώνται με επιχειρήματα, όποια και να είναι τα πραγματικά - αλλά άγνωστα - κίνητρα όσων τα προβάλλουν. Στο κάτω-κάτω, χωρίς ιδιοτελή κίνητρα (π.χ. δόξα και υστεροφημία) δεν γίνεται πολιτική – ίσως μάλιστα να μην γίνεται τίποτε απολύτως. Το ζήτημα είναι άλλο: εάν η ιδιοτέλεια είναι απόλυτη ή αντίθετα εάν υπηρετεί ευγενέστερες επιδιώξεις συλλογικού συμφέροντος.

Κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν μπορεί να μην ανησυχεί για το ενδεχόμενο μελλοντικής επικράτησης μιας ρεβανσιστικής δεξιάς, που θα δικαιώνει π.χ. όσους με περισσή γενναιότητα (εκατό εναντίον ενός) θεώρησαν επιβεβλημένο να ξυλοκοπήσουν έναν ηλικιωμένο άνθρωπο, τον δήμαρχο Θεσσαλονίκης, επειδή δεν συμμερίζεται τις εθνικιστικές τους φαντασιώσεις. Έχουν άδικο όμως όσοι σήμερα προσεγγίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ να θεωρούν ότι η ενίσχυσή του είναι ο κατάλληλος τρόπος για να αποτραπεί αυτό που απεύχονται.

Αν κάτι έδειξε το διάγγελμα του πρωθυπουργού στην Ιθάκη, που λοιδωρώντας «τον τραπεζίτη που έγινε πρωθυπουργός» έδωσε πολιτική κάλυψη στα διαταραγμένα άτομα που επιχείρησαν να τον δολοφονήσουν, ήταν ότι ο διχαστικός λόγος και η συκοφάντηση του αντιπάλου είναι η μόνη γλώσσα που γνωρίζει καλά ο κ. Τσίπρας και οι γύρω του: αυτή τους έφερε από το πολιτικό περιθώριο στα σαλόνια της Ευρώπης, την ίδια γλώσσα θα επιστρατεύσουν – σε ένα κρεσέντο μίσους – για να γραπωθούν στην εξουσία μέχρι την τελευταία στιγμή. Και τι άλλο ανέδειξε τη Χρυσή Αυγή σε υπολογίσιμη δύναμη, εάν όχι ο εξευτελισμός των θεσμών, η καταρράκωση του κοινοβουλευτισμού, και η νομιμοποίηση της βίας, αυτό το βρώμικο σπορ στο οποίο τόσο εξαιρετικές επιδόσεις σημείωσε το αντιμνημονιακό στρατόπεδο από το «καλοκαίρι των αγανακτισμένων» μέχρι τις μέρες μας;

Επί πλέον, τι νόημα έχει να επικαλείται κανείς την πολιτική γεωγραφία, που τοποθετεί την κεντροαριστερά πλησιέστερα στην αριστερά παρά στη δεξιά, όταν αυτή η αριστερά δεν δίστασε να συμπορευθεί – σε έναν αρραβώνα έρωτα και συναντίληψης, όχι απλώς συμφέροντος – επισήμως με την πιο ψεκασμένη δεξιά, και ανεπισήμως με την άλλη «δεξιά συνιστώσα», ακόμη περισσότερο επικίνδυνη λόγω της επιρροής της στο βαθύ κράτος;

Κανείς κεντροαριστερός δεν επιθυμεί την «εξόντωση του ΣΥΡΙΖΑ». Εάν ήταν στο χέρι μας, η χώρα θα είχε μια αριστερά (και ένα κέντρο, και μια δεξιά) που σέβεται τους κανόνες του δημοκρατικού παιγνιδιού και αναγνωρίζει στους αντιπάλους το δικαίωμα να σκέφτονται διαφορετικά. Το πρόβλημα είναι ότι δεν είναι στο χέρι μας, και η αριστερά που έχουμε κινείται εδώ και πολύ καιρό στην αντίθετη κατεύθυνση.

Σε κάθε περίπτωση, οι επόμενες εκλογές θα κρίνουν το έργο μιας κυβέρνησης που εξαπάτησε τους ψηφοφόρους, εφάρμοσε σχέδια άλωσης της δικαιοσύνης και των μέσων ενημέρωσης, ξεχαρβάλωσε το κράτος (από την αστυνομία έως τις δημόσιες συγκοινωνίες, και από την πολιτική προστασία έως την ανώτατη εκπαίδευση), και καθήλωσε την οικονομία καθυστερώντας και επιβραδύνοντας την ανάκαμψη. Η κατηγορηματική ήττα στις κάλπες του ιδιαίτερου μείγματος ανικανότητας και χυδαιότητας με το οποίο πολιτεύεται αυτή η κυβέρνηση δεν είναι εκδικητικότητα: είναι αναγκαία συνθήκη για να ορθοποδήσει ο τόπος.

Αναγκαία συνθήκη, αλλά όχι ικανή. Η διαμάχη για το «Μακεδονικό» έχει δώσει το φιλί της ζωής στις πιο καθυστερημένες δυνάμεις στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας που είχαν ηττηθεί με την εκλογή του κ. Μητσοτάκη. Οι δυνάμεις αυτές υλοποίησαν τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας την περίοδο 2005-2009, απέρριψαν την εθνική συνεννόηση με πρόσχημα τις ανύπαρκτες εναλλακτικές των Ζαππείων το 2010-2011, δεν έμαθαν τίποτε από την τραυματική εμπειρία της κρίσης, και σήμερα ονειρεύονται διορισμούς και ρουσφέτια. Όλοι αυτοί έχουν περισσότερα κοινά με τον ΣΥΡΙΖΑ (και ιδίως με τους ΑΝΕΛ) από ό,τι οι ίδιοι θέλουν να παραδεχθούν. Η υπερσυντηρητική, εθνικιστική δεξιά που εκπροσωπούν είναι ο αντίπαλος που ονειρεύεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Μια τυχόν επικράτησή της θα ήταν για τον κ. Τσίπρα ο ασφαλέστερος τρόπος για να επιστρέψει στην εξουσία στις μεθεπόμενες εκλογές.

Και το αντίστροφο: ο διχαστικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ ενισχύει τις ακραίες συντηρητικές δυνάμεις, μέσα και έξω από τη Νέα Δημοκρατία. Για αυτό κάνουν τραγικό λάθος όσοι θεωρούν ότι η σύμπυξη ενός δήθεν «προοδευτικού μετώπου» είναι ο καλύτερος τρόπος για την αναχαίτισή τους. Θα είχε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα: εμφυλιοπολεμική πόλωση που θα εξασφάλιζε την καθήλωση της χώρας για πολλές δεκαετίες.

Έχοντας βγει από τα Μνημόνια (χωρίς να βγούμε από τη διεθνή οικονομική επιτήρηση), βρισκόμαστε πλέον αντιμέτωποι με το φάσμα της στασιμότητας. Για να την αποφύγουμε, στις επόμενες εκλογές θα πρέπει όχι απλώς να αλλάξουμε κυβέρνηση αλλά να γυρίσουμε σελίδα. Ο τόπος διαθέτει ακόμη ζωντανές δυνάμεις, παρά τη μετανάστευση μερικών εκατοντάδων χιλιάδων νέων, και παρά την περιθωριοποίηση πολλών από όσους έμειναν στην Ελλάδα. Όσοι ονειρεύονται να ζήσουν σε μια χώρα ευνομούμενη, που προστατεύει όσους έχουν ανάγκη, και που δίνει ευκαιρίες σε όσους (και είναι πολλοί) εργάζονται έντιμα και σκληρά, θα απαιτήσουν από την επόμενη κυβέρνηση να τους εκπροσωπήσει. Άλλα περιθώρια αποτυχίας δεν υπάρχουν.

27 Μαΐου 2018

Φτου ξελεφτερία για όλους;

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Κυριακή 27 Μαΐου 2018).

Όλες οι πολιτικές δυνάμεις ενδιαφέρονται για την εκλογική τους επιρροή – ή δεν είναι πολιτικές δυνάμεις. Και δεν είναι λίγοι όσοι, όταν το βραχυπρόθεσμο συμφέρον της παράταξης συγκρούεται με το πιο μακροπρόθεσμο συμφέρον του τόπου, δεν διστάζουν να επιλέξουν το πρώτο. Αυτό, άλλωστε, δεν έκανε η κυβέρνηση Καραμανλή, 2004-2009; Μετά από έναν παροξυσμό σπατάλης και κακοδιαχείρισης, χρεωκόπησε τη χώρα και έφυγε νωρίς, παραδίδοντας την καυτή πατάτα στους επόμενους. Κάπως έτσι η ΝΔ διατήρησε τις δυνάμεις της καλύτερα από ό,τι το ΠΑΣΟΚ, κάπως έτσι διατηρεί την επιρροή του το ίδιο το καραμανλικό μπλοκ, με το ένα πόδι στο βαθύ κράτος των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, και με το άλλο έτοιμο να βάλει τρικλοποδιά στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Συχνά ο κυνισμός ανταμείβεται στις κάλπες από τον κυρίαρχο λαό.

Αυτό είναι το καλούπι πάνω στο οποίο υφαίνεται σήμερα η προεκλογική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ. Έξοδος από τα Μνημόνια (έστω με τρία χρόνια καθυστέρηση από την υπόσχεση της άμεσης κατάργησής τους «με ένα άρθρο και έναν νόμο»), απαλλαγή από τον ξένο ζυγό, επιστροφή στη λεωφόρο της ανάπτυξης. Αυτό θα είναι το τρίπτυχο πάνω στο οποίο θα βασιστεί η προεκλογική εκστρατεία του ΣΥΡΙΖΑ, διανθισμένη με δύσοσμους και ατεκμηρίωτους υπαινιγμούς για τη διαφθορά των αντιπάλων. Με στόχο όχι τη νίκη, αλλά την «διατήρηση του κύριου όγκου των δυνάμεων», έτσι ώστε τα επόμενα δύο χρόνια η χώρα να μην μπορεί να κυβερνηθεί από κανέναν. Με την ελπίδα το εκλογικό σώμα, μέσα στην παραζάλη του, να τους δώσει άλλη μια ευκαιρία στις μεθεπόμενες εκλογές, ει δυνατόν το 2020. Σε ένα σκηνικό γεμάτο συντρίμμια, ποιος νοιάζεται; Σημασία έχει να έρθουν ξανά στα πράγματα.

Το ίδιο το τρίπτυχο είναι σαθρό. Αντί για «καθαρή έξοδο από τα Μνημόνια», η σημερινή κυβέρνηση έχει υπογράψει περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων για πολλά ακόμη χρόνια, δεσμεύοντας τις επόμενες κυβερνήσεις. Η αντίθεση στην προληπτική πιστωτική γραμμή που ζητά ανήσυχος ο Διοικητής της ΤτΕ θα έχει μοιραίες συνέπειες: οι αγορές θα μας δανείζουν με πολύ επαχθέστερους όρους από ό,τι τα Μνημόνια, ιδίως όσο η ιταλική κρίση απειλεί να δυνατιμίσει την Ευρωζώνη. Αλλά για τους εγκεφάλους του ΣΥΡΙΖΑ, πολιτικούς και οικονομικούς, όλα αυτά θα συμπέσουν χρονικά με τη «δεξιά παρένθεση», άρα εξυπηρετούν το σχέδιό τους.

Όσο για την ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας, που στο μυαλό του Τσίπρα και του Τσακαλώτου σημαίνει επιστροφή στη χρυσή εποχή της κυβέρνησης Καραμανλή, των ανεξέλεγκτων πελατειακών διορισμών και των θηριωδών ελλειμμάτων, θα παραμείνει φαντασίωση. Το 2004-2009 οι αγορές νόμιζαν ότι τα ελληνικά ομόλογα είναι περίπου το ίδιο ασφαλή όσο και τα γερμανικά. Τώρα πλέον κανείς δεν πιστεύει κάτι τέτοιο. Η εθνική μας κυριαρχία θα είναι πιο περιορισμένη μετά την «καθαρή έξοδο» από όσο ήταν με τα Μνημόνια. Και εάν διαλυθεί η Ευρωζώνη, όπως εύχονται διάφοροι ανόητοι, τα περιθώρια για άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής θα είναι αντίστοιχα με εκείνα της Αργεντινής ή της Τουρκίας.

Κακά τα ψέματα, εθνική κυριαρχία χωρίς ισχυρή οικονομία δεν γίνεται. Και «ισχυρή» σημαίνει «βιώσιμη», χωρίς το ντόπινγκ του υπερδανεισμού ή της εκτύπωσης χρήματος. Όμως ποιος σοβαρός άνθρωπος θέλει να επενδύσει σε μια χώρα όπου η βασική αγωνία της κυβέρνησης είναι το πώς θα χειραγωγήσει τους δήθεν ανεξάρτητους θεσμούς (τη Δικαιοσύνη, τον Τύπο), όπου όσοι έχουν καλές διασυνδέσεις αναρριχώνται σε θέσεις ευθύνης όσο άχρηστοι και εάν είναι, όπου η αριστεία υπονομεύεται και η μετριότητα επιβραβεύεται, όπου η ανομία και η βία κυριαρχούν; Κανείς σοβαρός άνθρωπος. Μόνο το είδος των επενδυτών που ευδοκιμούν στα αποτυχημένα κράτη όλου του κόσμου: τυχοδιώκτες και μαφιόζοι.

Μπορεί να ματαιωθεί το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ; Ναι, αλλά όχι εύκολα. Μια υπερσυντηρητική και εθνικιστική δεξιά θα είναι το ίδιο βλαβερή για τον τόπο (και, παρεμπιπτόντως, ο αντίπαλος που ονειρεύεται ο ΣΥΡΙΖΑ). Το ίδιο και μια κεντροαριστερά αγχωμένη για την εκλογική της επιβίωση, που ανακαλύπτει τις αρετές των ίσων αποστάσεων, και – γιατί όχι; - της υποταγής σε όσους την συκοφάντησαν και την εξευτέλισαν τα τελευταία χρόνια. Όμως η κυβέρνηση που θα βγάλει τη χώρα από την κρίση και θα στείλει τον ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση για πολλά χρόνια δεν αρκεί να στηρίζεται σε αυτές τις δύο παρατάξεις, την κεντροαριστερά και την κεντροδεξιά. Θα πρέπει ταυτόχρονα να τις υπερβαίνει, ενώνοντας όλες τις ζωντανές δυνάμεις, της δουλειάς και της προκοπής, της προόδου και της επινοητικότητας, της συνεννόησης και της μετριοπάθειας. Μια τέτοια Ελλάδα υπάρχει – και απαιτεί εκπροσώπηση.

23 Μαΐου 2018

Η κανονικότητα του ΣΥΡΙΖΑ

Συνυπογράφεται από τους Δημήτρη Σκάλκο και Μάνο Ματσαγγάνη. Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Τετάρτη 23 Μαΐου 2018).

Παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τη ζωηρή συζήτηση των ημερών αναφορικά με το μελλοντικό μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ στην κατεύθυνση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, παρά το γεγονός ότι αυτή η συζήτηση εκπορεύεται περισσότερο από διανοητές της κεντροαριστεράς και δεν αποτελεί ένα διακηρυγμένο στόχο του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό που υπονοείται είναι η αναγκαιότητα να συμβάλει ο ΣΥΡΙΖΑ στην επιστροφή της χώρας σε μία μορφή κανονικότητας. Διότι αν η διαφαινόμενη ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής σηματοδοτεί υπό προϋποθέσεις την έξοδο της χώρας από μία επώδυνη «κατάσταση εξαίρεσης» στο πεδίο της οικονομίας, στο πολιτικό πεδίο συνεχίζουν να κυριαρχούν με σχεδόν αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης, η πολιτική αβεβαιότητα, η κακοποίηση των θεσμών, ο συγκρουσιακός λόγος. Επ’ αυτού λοιπόν του ερωτήματος η απάντησή μας είναι αρνητική, κύρια για τους παρακάτω τρεις λόγους:

Πρώτον, ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ γιγαντώθηκε σε συνθήκες «μη κανονικότητας» της περιόδου της σφοδρής οικονομικής κρίσης, με κορύφωση το τραγικό δημοψήφισμα του 2015. Αγκάλιασε πρόθυμα ιδεοληψίες, νομιμοποίησε αντιδημοκρατικές συμπεριφορές και πρόσφερε φιλόξενο καταφύγιο σε κάθε λογής ανορθολογικά οικονομικά και πολιτικά αιτήματα. Η αρμονική συμπόρευση με το εθνικο-λαϊκιστικό κόμμα των ΑΝΕΛ, καθώς και με εκπροσώπους της καραμανλικής δεξιάς, είναι η πλέον ορατή απόδειξη της απόστασης που χωρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ από την ευρωπαϊκή κανονικότητα. Η μετέπειτα (αναγκαστική) προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ όταν οι «αυταπάτες» του συγκρούστηκαν με την πραγματικότητα οδήγησε σε ταχεία δημοσκοπική συρρίκνωση της απήχησής του. Δεν έχουμε αμφιβολία ότι στην ενδεχόμενη απομάκρυνσή του από την κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιστρέψει τάχιστα στην εμπρηστική ρητορική του πρόσφατου παρελθόντος του. 

Δεύτερον, oι ιδέες και τα πρόσωπα ασκούν τη δική τους καταλυτική επίδραση στις πολιτικές επιλογές και τα πολιτικά κόμματα εξελίσσονται βαθμιαία και οι οβιδιακές μεταμορφώσεις σπανίζουν. Σε αυτό το πλαίσιο κάθε σύγκριση του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80 είναι ατυχής. Αν στο ΠΑΣΟΚ χρειάστηκαν δύο δεκαετίες για να εγκαταλείψει το ριζοσπαστικό παρελθόν του σε ένα εντελώς διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο, πόσος χρόνος άραγε θα απαιτηθεί για  το μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού του ΣΥΡΙΖΑ που αγκάλιασε ηγέτες αυταρχικών και νεοκομμουνιστικών καθεστώτων τριάντα χρόνια έπειτα από την κατάρρευση του κομμουνιστικού συστήματος;

Τρίτον, η καθημερινή άσκηση της διακυβέρνησης της χώρας δείχνει το πώς αντιλαμβάνεται η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ την κανονικότητα. Σε κάθε τομέα όπου η κυβέρνηση διατηρεί ελευθερία κινήσεων και οι οποίοι δεν ρυθμίζονται από το ακολουθούμενο πλαίσιο οικονομικής προσαρμογής (Μνημόνιο), αναπαράγονται ορισμένες από τις χειρότερες όψεις της μεταπολίτευσης (πελατειακές λογικές, οπισθοδρομικές επιλογές, αφόρητος λαϊκισμός). Ακόμη χειρότερα, όπως καταδεικνύεται από τη διαρκή υποβάθμιση των θεσμών του κράτους δικαίου (βλ. παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη), η κυβέρνηση δεν δείχνει να συμμερίζεται το πλαίσιο του πολιτικού φιλελευθερισμού που συνιστά τον πυρήνα του ευρωπαϊκού μοντέλου διακυβέρνησης.

Συμπερασματικά, ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε θέλει ούτε μπορεί να μετεξελιχθεί σε ένα σύγχρονο πολιτικό φορέα που να αποδέχεται τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας και τις θέσεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που προέχει είναι η επιστροφή της χώρας στην πολιτική κανονικότητα – και αυτό προϋποθέτει την άμεση επιστροφή και μακρόχρονη παραμονή του ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση.

17 Μαΐου 2018

Κυβέρνηση τσαρλατάνων

Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Πέμπτη 17 Μαΐου 2018).

Όπως όλα δείχνουν, πάμε προς σχηματισμό κυβέρνησης στην Ιταλία. Η Λέγκα (πρώην του Βορρά), αδελφό κόμμα του γαλλικού Εθνικού Μετώπου της Μαρίν Λεπέν, και το Κίνημα Πέντε Αστέρων, που ίδρυσε ο κωμικός Μπέππε Γκρίλλο, οι δύο νικητές των εκλογών του περασμένου Μαρτίου, θα ενώσουν τις δυνάμεις τους. Τι κοινό έχουν τα δύο κόμματα; Όχι πολλά. Απέχθεια για το «κατεστημένο», για την κεντροαριστερά, για την Τράπεζα της Ιταλίας, για την ανεξάρτητη δημοσιογραφία, για την Ευρώπη. Συμπάθεια για τη Ρωσία του Πούτιν. Και δίψα για εξουσία: μεγάλη και απροσχημάτιστη.

Φυσικά, επειδή οι δύο μελλοντικοί εταίροι δεν εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον, συμφώνησαν να συνάψουν γραπτό σύμφωνο συμβίωσης, με (αντισυνταγματικές) διαδικασίες επίλυσης διαφωνιών. Και με κυβερνητικό πρόγραμμα: κατάργηση του νόμου για τις συντάξεις, πιο αναλογική φορολογία (ιδέα της Λέγκα), επίδομα 780 ευρώ σε εκατομμύρια ανέργους και υποαπασχολούμενους (ιδέα του Κ5Α). Πώς θα χρηματοδοτηθούν όλα αυτά; Προσχηματική απάντηση: Από την περικοπή των βουλευτικών αποζημιώσεων και των «χρυσών συντάξεων» (άνω των 5.000 ευρώ το μήνα), και από την πάταξη της φοροδιαφυγής. Αληθινή απάντηση: Δεν θα χρηματοδοτηθούν. Θα αυξηθεί το έλλειμμα. Και όταν οι Βρυξέλλες τους ρωτήσουν τι σκέπτονται να κάνουν για να επαναφέρουν τα δημοσιονομικά υπό έλεγχο, θα καταγγείλουν την ανάμειξη στα εσωτερικά της χώρας. Εξ άλλου και τα δύο κόμματα έχουν στο παρελθόν υποστηρίξει την έξοδο από το ευρώ. Ο δε Γκρίλλο προχθές επανήλθε ζητώντας άμεσο δημοψήφισμα και διπλό νόμισμα. Κατά τα άλλα, άμεση επαναδιαπραγμάτευση των Συνθηκών της ΕΕ (δεν πρόκειται να συμβεί), άμεση εκτόπιση μεταναστών χωρίς χαρτιά (ιδέα της Λέγκα), και φυσικά άρση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας (ιδέα και των δύο).

Ποιες θα είναι οι συνέπειες από μια κυβέρνηση Λέγκα-Κ5Α; Νέα πτώση του διεθνούς κύρους της Ιταλίας, προς επιβεβαίωση του στερεότυπου των φανφαρόνων που δεν έχουν καταλάβει πόσο ανήμποροι είναι. Άνοδος των spreads των κρατικών ομολόγων, που σε μια χώρα με θηριώδες δημόσιο χρέος (το οποίο είχε συσσωρευθεί κυρίως στις δεκαετίες του ‘70 και του ’80) απειλεί να τινάξει στον αέρα τα δημοσιονομικά του κράτους. Ενίσχυση των θέσεων του Πούτιν, ο οποίος αποκτά νέο προγεφύρωμα – πέρα από τη μικρή και ασήμαντη Ελλάδα, ή τις «ανελεύθερες δημοκρατίες» της ανατολικής Ευρώπης. Στην καρδιά της δυτικής Ευρώπης αυτή τη φορά, σε ένα ιδρυτικό μέλος της ενωμένης Ευρώπης, σε μια από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου.

Δικαιολογημένη, συνεπώς, η ανησυχία των πολιτικών ελίτ στις Βρυξέλλες, στο Παρίσι, στο Βερολίνο (και στην Ουάσινγκτον, στο βαθμό που έχουν απομείνει εχέφρονες άνθρωποι εκεί). Φυσικά, η αδιαφορία της Ευρώπης (πλην Γερμανίας και Σουηδίας) για την ισόρροπη κατανομή των προσφύγων και των μεταναστών, οι οποίοι φτάνουν στην Ιταλία και παγιδεύονται εκεί, ή για μια οικονομική διακυβέρνηση στην Ευρωζώνη που να δίνει ελπίδες και μέλλον σε όλες τις χώρες, όχι μόνο σε εκείνες του Βορρά, συνέβαλαν καθοριστικά στην διάβρωση του φιλοευρωπαϊσμού στην Ιταλία, και στην αποτυχία των μεταρρυθμιστικών κυβερνήσεων που – παρά τα ελαττώμματά τους  - προσπάθησαν να βρουν λύσεις στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών κανόνων.

Και τώρα; Δεν είναι δύσκολο να απαριθμήσει κανείς τις πολιτικές προϋποθέσεις για την εξουδετέρωση της ισχυρής πρόκλησης στην ευρωπαϊκή ομαλότητα που εκπροσωπεί μια κυβέρνηση Λέγκα-Κ5Α στην Ιταλία. Αλλαγή πορείας της ίδιας της Ευρώπης: νέα πολιτική για το μεταναστευτικό, νέα οικονομική διακυβέρνηση, κυρώσεις σε όσες κυβερνήσεις δεν σέβονται το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Και στην Ιταλία: ανασυγκρότηση του χώρου αριστερά από το κέντρο, για την προγραμματική αντιπολίτευση στη διαφαινόμενη κυβέρνηση τσαρλατάνων, και για την προετοιμασία της επανόδου στην εξουσία στις επόμενες εκλογές. Το δύσκολο είναι να εντοπίσει κανείς τις πολιτικές δυνάμεις, και τους πολιτικούς ηγέτες, που θα φανούν αντάξιοι των περιστάσεων.

10 Μαΐου 2018

Μια αστραφτερή πόλη

Δημοσιεύτηκε στη στήλη «Ξένος ανταποκριτής» της «Athens Voice» (Πέμπτη 10 Μαΐου 2018).

Η «Εβδομάδα του design», η φημισμένη διεθνής έκθεση του Μιλάνου, που πραγματοποιήθηκε την τρίτη εβδομάδα του Απριλίου, είχε φέτος μεγαλύτερη επιτυχία παρά ποτέ: πάνω από μισό εκατομμύριο επισκέπτες, 26% περισσότεροι από πέρυσι, οι περισσότεροι από την Ευρώπη και την Αμερική, +1,2 δισεκατομμύρια ευρώ έσοδα για την οικονομία της πόλης – όλα αυτά μέσα σε μια μόνο εβδομάδα.

Αλλά τι ακριβώς είναι αυτή η «Εβδομάδα του design»; Τυπικά πρόκειται για το άθροισμα δύο διακριτών εκδηλώσεων. Από τη μια, της επίσημης έκθεσης με την ονομασία «Σαλόνι του Επίπλου», που γίνεται στον εκθεσιακό χώρο του Rho, λίγο έξω από το Μιλάνο, στην οποία συμμετέχουν επιχειρήσεις (από τη Βόρεια Ιταλία, την υπόλοιπη χώρα, και τον υπόλοιπο κόσμο) στον κλάδο του επίπλου – αλλά και του φωτισμού, της εσωτερικής διακόσμησης κτλ. Μια βιομηχανία που, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των εκπροσώπων της, συνεισφέρει στην ιταλική οικονομία 5% του ΑΕΠ (και ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό των εξαγωγών).

Από την άλλη, της ανεπίσημης έκθεσης «Fuorisalone»: ένα σύνολο 1.372 εγκαταστάσεων, συζητήσεων, δεξιώσεων και άλλων «δρώμενων», διάχυτων σε έξη περιοχές της πόλης. Φέτος η zona Tortona, το παλιό βιοτεχνικό κέντρο κοντά στα κανάλια της πόλης και στον σιδηροδρομικό σταθμό της Porta Genova (κοντά στην κατοικία του ανταποκριτή σας), που ζει μια δεύτερη νεότητα – η περιοχή, όχι ο ανταποκριτής σας – ως cluster δεκάδων μικρών επιχειρήσεων που φιλοξενούνται στα παλιά βιομηχανικά κτίρια, δέχθηκε 180.000 επισκέπτες. Ξεπεράστηκε όμως σε αριθμό προσελεύσεων από τις εγκαταστάσεις του περιοδικού Interni στο προαύλιο της ιστορικής έδρας του Κρατικού Πανεπιστημίου της πόλης, με την απίθανη διεύθυνση «Οδός Εορτής της Συγχώρεσης» (ελαφρυντικό: ήταν μοναστήρι παλιά), που δέχθηκε 200.000 επισκέψεις. Άλλα περίπτερα φιλοξένησαν τις πιο ποικίλες εκθέσεις, από παρκέ έως αυτοκίνητα, και από μικροσκοπικές κρεβατοκάμαρες έως γωνίες ανάγνωσης για τον σύγχρονο άνδρα (και γυναίκα).

Ένας θρίαμβος, που χτίστηκε πάνω στην παραδοσιακή φινέτσα και εφευρετικότητα της τόσο αξιαγάπητης (και, μερικές φορές, τόσο εκνευριστικής) γειτονικής φυλής, η οποία λατρεύει – με τη θρησκευτική σημασία της λέξης – την ομορφιά σε όλες της τις εκφάνσεις, έχοντας την αναγορεύσει σε απόλυτη αξία, ακόμη και αδιαφορώντας, στην ανάγκη, για την οσμή σήψης που κάποτε τη συνοδεύει (όπως αξέχαστα έδειξε ο Paolo Sorrentino στην ταινία του «La grande bellezza»). Αλλά επίσης, μια επιτυχία που έγινε εφικτή χάρη στην εργατικότητα των Μιλανέζων, και των πιο ακατέργαστων εξαδέλφων τους στις κοιλάδες της Λομβαρδίας, καθώς και στη συνεργασία κράτους, επιχειρήσεων, και κοινωνίας των πολιτών. Όπου εδώ κράτος ίσον Δήμος του Μιλάνου (όπου κυβερνά η κεντροαριστερά), συν τα πανεπιστήμια της πόλης (το προαναφερθέν λεγόμενο «Κρατικό», για να μην το μπερδεύουν με το Καθολικό, αλλά και το Πολυτεχνείο, 5ο στον κόσμο στο design σύμφωνα με την τελευταία κατάταξη QS World University Rankings, day job του ανταποκριτή σας), συν δημοτική επιχείρηση συγκοινωνιών (που αύξησε τα δρομολόγια κόβοντας 700.000 εισιτήρια παραπάνω σε μια εβδομάδα). Όσο για την κοινωνία των πολιτών, εννοώ κυρίως τους κατοίκους των ιστορικών κτιρίων, που άνοιξαν για μια εβδομάδα τις περίκλειστες αυλές τους (από τα καλύτερα κρυμμένα μυστικά της πόλης) στις επιχειρήσεις που νοίκιασαν κάποιον χώρο, συνήθως έναντι εξωφρενικού τιμήματος, καθώς και στους χιλιάδες επισκέπτες. Οι υπόλοιποι κάτοικοι διχάστηκαν – μερικές φορές, και εσωτερικά – ανάμεσα στη μεταδοτική ευφορία εκατοντάδων χιλιάδων χαρούμενων και (κατά κανόνα) εμφανίσιμων επισκεπτών από τη μια, και στη σνομπ δυσφορία του τύπου «άντε να περάσει επιτέλους αυτή η εβδομάδα να πάψουμε να στριμωχνόμαστε έτσι» από την άλλη.

Στο μάθημα της Παρασκευής, με θέμα την ακμή και την παρακμή των πόλεων, εκείνων που δεν μπόρεσαν να συνέλθουν από την έκλειψη της βασικής τους δραστηριότητας (όπως το Detroit, τέως Motown νυν Murder Town, και όπως σε λιγότερο δραματικό τόνο το Τορίνο), και εκείνων αντίθετα που κατάφεραν να επινοήσουν μια νέα ταυτότητα (όπως η Βοστώνη, που ακμάζει χάρη στη συνέργεια των επιχειρήσεων τεχνολογίας ή βιοιατρικής έρευνας και των κορυφαίων πανεπιστημίων όπου παράγεται η απαραίτητη γνώση, και όπως το Μιλάνο), οι ιταλοί φοιτητές μου ήταν λιγότερο ενθουσιώδεις από ό,τι εγώ. Ο Μ. είναι λίγο αντιεξουσιαστής, οπότε όλη αυτή η καπιταλιστική φιέστα του κάθεται λίγο στο στομάχι. Ο Ε. είναι από την Τοσκάνη, οπότε πόσο να τον εντυπωσιάσει η ομορφιά του Μιλάνου; Επίσης, είναι καλλιεργημένος και στοχαστικός: παρατηρεί ότι «οι πόλεις χάνουν τη γοητεία τους όταν αρχίζουν να μιλάνε για αυτήν». Η παγκόσμια πρωτοκαθεδρία του Μιλάνου στον τομέα της μόδας βασίστηκε στις εκατοντάδες μικρές βιοτεχνίες όπου οι ιδιοκτήτες δούλευαν από το πρωί μέχρι το βράδυ, μαζί με τους τεχνίτες και τις μοδίστρες, παράγοντας ρούχα και παπούτσια που αρχικά φορούσαν οι ίδιοι, μετά η υπόλοιπη πόλη, και μετά ο υπόλοιπος κόσμος. Σήμερα οι βιοτεχνίες αυτές ή δεν υπάρχουν ή αντίθετα έχουν γιγαντωθεί ως πολυεθνικές, και έχουν μεταφέρει την παραγωγή έξω από την πόλη, συνήθως έξω από τη χώρα, μέχρι την Κίνα και το Βιετνάμ. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με το design: «είναι ένα άδειο κέλυφος». Η G., η βοηθός μου, οικονομολόγος με Μάστερ από το Bocconi, έτοιμη να φύγει για διδακτορικό στο Cornell, συμφωνεί. Αλλά κατάγεται από μια μικρή πόλη του Πιεμόντε, το Μιλάνο της φαίνεται ακριβό και «δήθεν», και το χειρότερο: υποψιάζομαι ότι είναι οπαδός της Γιουβέντους. Μάλλον κακώς της έδωσα το λόγο. Όσο για τους υπόλοιπους φοιτητές μου, από τη Γαλλία, τη Σουηδία, τη Σερβία, την Αίγυπτο, την Ινδία και την Κίνα, που είναι και η πλειοψηφία, παρακολουθούν με ενδιαφέρον, συγκρίνοντας όσα ακούν με τις δικές τους αρκετά επιφανειακές ακόμη εμπειρίες από τη ζωή στο Μιλάνο, αναλογιζόμενοι τις πόλεις που άφησαν πίσω (τη Μασσαλία, το Γκαίτεμποργκ, το Βελιγράδι, το Κάιρο ή το Νέο Δελχί), στις οποίες ελπίζουν μετά την αποφοίτηση να επιστρέψουν για να εργαστούν ως αρχιτέκτονες ή πολεοδόμοι.

Μιλάω στα παιδιά για τις πόλεις όπου έζησα, τις πόλεις που αγάπησα. Το Μιλάνο, οπωσδήποτε. Αλλά και το Λονδίνο, τον προηγούμενο αιώνα, τότε που υπήρχαν ακόμη μαγειρεία όπου μπορούσες να φας αυγά με μπέηκον (και με τομάτες και με φασόλια, όλα τηγανισμένα σε λάδια αγνώστου προελεύσεως), και όπου για να πιεις καφέ της προκοπής έπρεπε να πας στο Bar Italia στο Soho. Και φυσικά μιλώ για την Αθήνα, αυτή την αντιφατική πόλη, υπέροχη και εχθρική, ζωτική και καταθλιπτική, που στη μακρά ιστορία της (πιο Αιώνια Πόλη από τη Ρώμη) έχει γνωρίσει την πιο αστραφτερή ακμή και την πιο σκοτεινή παρακμή, και που σήμερα ταλαντεύεται ανάμεσα στη μιζέρια και στην αισιοδοξία, ανάμεσα στην αναδίπλωση και στην εξωστρέφεια.

Αλλά αυτή, όπως λένε, είναι μια άλλη ιστορία.

5 Μαΐου 2018

Η ανάκαμψη απαιτεί μια ενιαία αγορά εργασίας

Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Σάββατο 5 Μαΐου 2018).

Ένα άρθρο με θέμα την πολιτική της σημερινής κυβέρνησης για την απασχόληση θα μπορούσε να είναι πραγματικά σύντομο. Η κυβέρνηση δεν διαθέτει κάτι τέτοιο. Η προσπάθεια απορρόφησης κοινοτικών πόρων, όχι ιδιαίτερα επιτυχής εξ άλλου, δεν συνιστά πολιτική. Όσο για τις εκθέσεις ιδεών περί «κοινωνικής οικονομίας», ως λύση για την απορρόφηση ενός εκατομμυρίου ανέργων, μόνο ως ανέκδοτα μπορούν να εκληφθούν: το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να συκοφαντήσουν ανεπανόρθωτα και αυτή την συμπαθητική αλλά περιορισμένου βεληνεκούς πρόταση.

Βέβαια ούτε οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν να επιδείξουν αξιόλογο έργο: η απασχόληση ήταν σχεδόν πάντοτε ένας από τους τομείς πολιτικής όπου η κυβερνητική δράση στη χώρα μας παρακολουθούσε τις εξελίξεις χωρίς να θέλει ή να μπορεί να τις επηρεάσει. Με αυτή την έννοια, η σημερινή κυβέρνηση – που υποτίθεται ότι θα «ξεμπέρδευε με το παλιό» – ακολουθεί την πεπατημένη, απλώς σε πιο ανερμάτιστη εκδοχή.

Κακά τα ψέματα, η μόνη άξια λόγου πολιτική απασχόλησης των τελευταίων ετών ήταν και πάλι αυτή των Μνημονίων. Θυμίζουμε συνοπτικά τη συνταγή: εσωτερική υποτίμηση, χαλάρωση της νομοθεσίας για την προστασία της απασχόλησης, περιορισμός της ισχύος των συλλογικών διαπραγματεύσεων (και των συνδικάτων). Μια στρατηγική φιλελευθεροποίησης και απορρύθμισης της αγοράς εργασίας.

Απέδωσε η στρατηγική αυτή στη χώρα μας; Βραχυπρόθεσμα, ενδεχομένως ναι. Η ευχέρεια των εργοδοτών να μειώνουν προσωρινά και νόμιμα τις δαπάνες μισθοδοσίας σε εποχές αναδουλειάς μπορεί να σώσει επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας. Είναι πολύ πιθανό χωρίς τη μείωση των μισθών η ανεργία να είχε αυξηθεί ακόμη περισσότερο. (Άλλωστε, στις επιχειρήσεις όπου εργοδότες και εργαζόμενοι μπόρεσαν να συνεννοηθούν, η αναγκαιότητα των περικοπών για να μην χαθούν οι δουλειές αναγνωρίστηκε τελικά από όλους.)

Όμως μακροπρόθεσμα η στρατηγική της εσωτερικής υποτίμησης δεν αποδίδει. Ας μην ξεχνάμε ότι η λογική της Τρόικας ήταν η στροφή προς ένα εξαγωγικό μοντέλο ανάπτυξης: φτηνή εργασία = φτηνά προϊόντα = ανάκτηση μεριδίου στις διεθνείς αγορές = αύξηση της κερδοφορίας των ελληνικών επιχειρήσεων = αύξηση της παραγωγής = προσλήψεις = πτώση της ανεργίας. Ένας ενάρετος κύκλος. Συνέβη αυτό; Σε απελπιστικά μικρό βαθμό. Μέχρι πολύ πρόσφατα, η αξία των εξαγωγών σε ευρώ ήταν χαμηλότερη από ό,τι προ κρίσης. Εάν αφαιρέσει κανείς τα πετρελαιοειδή (που εισάγονται και επανεξάγονται διϋλισμένα) και τον τουρισμό (που είναι ευάλωτος σε γεωπολιτικές αναταράξεις), η εξαγωγική επίδοση της ελληνικής οικονομίας ήταν χαμηλή – ιδίως σε σύγκριση με αυτή άλλων μικρών χωρών που επλήγησαν από την κρίση όπως π.χ. η Πορτογαλία. Όσο για την απασχόληση, επί πέντε ολόκληρα χρόνια μετά τη μείωση των κατώτατων μισθών και τα υπόλοιπα μέτρα απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, ο αριθμός απασχολουμένων συνέχισε να μειώνεται: το επίπεδο του Φεβρουαρίου 2012 (όταν οι εργαζόμενοι ήταν 3,7 εκατομμύρια) ξεπεράστηκε μόλις τον Απρίλιο του 2017!

Γιατί ποιο λόγο; Επειδή η ελληνική οικονομία παραμένει εγκλωβισμένη σε ένα παραγωγικό μοντέλο φτηνής ανάπτυξης - δηλ. χαμηλής τεχνολογίας, μικρού μεγέθους επιχειρήσεων, χαμηλών διαχειριστικών ικανοτήτων (των εργοδοτών), και χαμηλών δεξιοτήτων (των εργαζομένων). Η εσωτερική υποτίμηση δεν έλυσε κανένα από αυτά τα προβλήματα, ούτε μπορούσε. Η αναγκαιότητα αναβάθμισης του παραγωγικού μοντέλου (η στροφή προς επενδύσεις στη γνώση και στο ανθρώπινο κεφάλαιο των εργαζομένων) δεν ήταν καν στην agenda της Τρόικας. Ακόμη χειρότερα, απουσίαζε από την οπτική των ελληνικών κυβερνήσεων, κομμάτων, συνδικάτων και εργοδοτικών οργανώσεων (με ορισμένες αξιοσημείωτες εξαιρέσεις).

Συνεπώς; Έχουν δίκιο οι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ που στις επαφές με τους δανειστές ψελλίζουν διάφορα περί επιστροφής στη χρυσή εποχή προ κρίσης; Όχι, επειδή η εποχή εκείνη ήταν χρυσή μόνο για εργαζομένους σε επιχειρήσεις τύπου ΔΕΗ, ΟΤΕ και Εθνικής Τράπεζας (από όπου άλλωστε προέρχονταν οι ηγέτες της ΓΣΕΕ και τα «εργατικά» στελέχη των κομμάτων). Αυτό που χρειάζεται η χώρα δεν είναι η αποκατάσταση των απαράδεκτων προνομίων μιας μικρής ομάδας καλοπληρωμένων εργαζομένων (οι οποίοι, παρεμπιπτόντως, έχασαν λιγότερα στα χρόνια της κρίσης από ό,τι οι υπόλοιποι εργαζόμενοι). Είναι η επικράτηση ενιαίων κανόνων για όλους τους εργαζόμενους, είτε εργάζονται σε ΔΕΚΟ είτε στην Pizza Domino.

Πράγματι, το (άλλο) λάθος της Τρόικας ήταν ότι διάβασε λαθεμένα το πρόβλημα της ελληνικής αγοράς εργασίας: «σκληρωτικό» και «υπερ-ρυθισμένο» ήταν και παραμένει ένα μόνο τμήμα της (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΤΕ – και μάλιστα για τους παλιούς μόνο υπαλλήλους). Η πλειοψηφία των εργαζομένων της χώρας, ιδίως όσοι απασχολούνται στον εμπορεύσιμο τομέα της οικονομίας (από όπου ελπίζουμε να προέλθει η εξαγωγική ώθηση) στερούνται τα προνόμια των καλών πελατών του ΣΥΡΙΖΑ, συχνά μάλιστα στερούνται τα στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα.

Η κατάτμηση της αγοράς εργασίας δεν είναι μόνο άδικη, είναι επίσης τροχοπέδη για τη βιώσιμη ανάκαμψη. Εργαζόμενοι χωρίς δικαιώματα σημαίνει επιχειρηματικότητα χωρίς σχέδιο και χωρίς μέλλον (ή και εντελώς της αρπαχτής). Ένα δυναμικό παραγωγικό μοντέλο στηριγμένο στις εξαγωγές προϋποθέτει ένα κεφάλαιο «υπομονετικό», που σέβεται τους εργαζομένους και ποντάρει σε αυτούς. Προϋποθέτει επίσης έναν κρατικό τομέα που να παρέχει υπηρεσίες υψηλού επιπέδου στους πολίτες και στις επιχειρήσεις, αντί να είναι καταφύγιο αργόσχολων που έχουν προσληφθεί με μέσον.

Για αυτό η λύση δεν μπορεί να είναι γενικώς και αορίστως «περισσότερη προστασία» ή «περισσότερη ελαστικότητα». Αυτό που χρειάζεται η αγορά εργασίας είναι περισσότερη προστασία στο απροστάτευτο κομμάτι της (π.χ. για τα νεαρά παιδιά που κάνουν ντελίβερυ ή δουλεύουν με μπλοκάκι), και ταυτόχρονα περισσότερη ελαστικότητα στο εντελώς σκληρωτικό (π.χ. στο Δημόσιο).

Γίνονται τέτοια πράγματα; Φυσικά γίνονται. Έχουν γίνει σε άλλες χώρες. Δεν γίνονται χωρίς κόπο όμως, αυτό όχι. Απαιτούν συνδικαλιστικές ηγεσίες μακράς πνοής, που να καταλαβαίνουν ότι τα συμφέροντα των εργαζομένων μπορούν να εξυπηρετηθούν καλά μόνο σε δυναμικές επιχειρήσεις που ακμάζουν, και που να φιλοδοξούν να εκπροσωπήσουν ολόκληρη την εργατική τάξη της χώρας, όχι μόνο τις ευνοημένες συντεχνίες από τις οποίες προέρχονται. Απαιτούν εκπροσώπους του επιχειρηματικού κόσμου που να αναγνωρίζουν ότι η διατηρήσιμη ανάκαμψη της οικονομίας προϋποθέτει την αξιοποίηση των ταλέντων και ενίσχυση των ικανοτήτων των εργαζομένων, και σχέσεις δημιουργικής συνεργασίας με τους εκπροσώπους τους. Και επίσης απαιτούν διορατικούς πολιτικούς σε όλους τους χώρους, και ιδίως στη φιλελεύθερη κεντροδεξιά και στην εκσυγχρονιστική κεντροαριστερά, που να αφήσουν πίσω τους τις άγονες διαμάχες που οδήγησαν στα σημερινά αδιέξοδα, επιβάλλοντας λύσεις θετικού αθροίσματος.

Αυτή είναι η λογική της νέας πολιτικής απασχόλησης που χρειαζόμαστε: συντονισμένα βήματα μετάβασης προς μια ενιαία αγορά εργασίας, που να συνδυάζει την ελαστικότητα με την προστασία, την ευελιξία με την ασφάλεια. Για μια ανάκαμψη δίκαια και βιώσιμη.