22 Σεπτεμβρίου 2021

Gig Economy: Χρονικό μιας προαναγγελθείσης εμπλοκής

Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2021).

Τα γεγονότα της υπόθεσης e-food είναι πλέον λίγο πολύ γνωστά. Η απόφαση της εταιρείας να ζητήσει από τους οδηγούς-διανομείς της να αποδεχθούν το καθεστώς του «συνεργάτη» (αμοιβή με μπλοκάκι), διαφορετικά θα πρέπει να βρουν αλλού δουλειά, προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις, οι οποίες εκφράστηκαν κυρίως με απενεργοποίηση της εφαρμογής στα κινητά πολλών πελατών της, και την κατακόρυφη πτώση της αξιολόγησης της εταιρείας από τις καταναλωτές. Κατόπιν τούτου, η κυβέρνηση ανακοίνωσε σαρωτικούς ελέγχους στις συνθήκες εργασίας στον κλάδο της διανομής φαγητού.

Οι αντιδράσεις ήταν εύλογες. Η e-food, όπως όλες οι εταιρείες διανομής, είχε πραγματοποιήσει μεγάλα κέρδη στη διάρκεια των lockdown. Οι οδηγοί τους είχαν αναδειχθεί σε «εργαζόμενους της γραμμής του μετώπου» κατά του κορωνοϊού, που ρίσκαραν την ασφάλειά τους για να είμαστε πιο ασφαλείς όλοι οι υπόλοιποι. Σε έναν καλύτερο κόσμο, οι πολίτες θα απαιτούσαν καλύτερες αμοιβές και ασφαλέστερες συνθήκες εργασίας για τους διανομείς (και τους άλλους ζωτικής σημασίας εργαζόμενους), τα συνδικάτα θα έσπευδαν να διεκδικήσουν την εκπροσώπησή τους, οι πολιτικοί θα φρόντιζαν να περάσουν τους σχετικούς νόμους, και οι εταιρείες θα έκαναν θεαματικές κινήσεις διανομής των επιπλέον κερδών τους στους υπαλλήλους τους, διεκδικώντας τους επαίνους (και την προτίμηση) των καταναλωτών.

Στην Ελλάδα του 2021 τίποτε από όλα αυτά δεν συνέβη - ή σχεδόν τίποτε: η απαίτηση της e-food προκάλεσε αίσθηση, ίσως επειδή ξεχώρισε για την απληστία της. Όμως η απληστία αυτή είναι δομική, είναι η κανονική κατάσταση κάθε οικονομίας χωρίς κανόνες, ή με καταφανώς μεροληπτικούς κανόνες, και σε κάθε περίπτωση χαρακτηρίζει και τους ανταγωνιστές της e-food (οι οποίοι μέχρι στιγμής δεν έχουν γίνει αποδέκτες της αγανάκτησης των καταναλωτών, και μπορεί κάλλιστα να βγουν ωφελημένοι από αυτή).

Το ζήτημα – και πρόκειται για βαθιά πολιτικό ζήτημα – είναι ακριβώς οι κανόνες βάσει των οποίων η Πολιτεία μεσολαβεί ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, τιθασεύοντας τα «ζωώδη ένστικτα» του καπιταλισμού χωρίς να καταπνίξει τον δυναμισμό του, αποτρέποντας τον αθέμιτο ανταγωνισμό, και επιβάλλοντας τον σεβασμό των ελάχιστων επιπέδων ασφαλείας καταναλωτών και εργαζομένων.
Οι κανόνες (και φυσικά η τήρησή τους) έχουν σημασία. Διοχετεύουν την επιχειρηματικότητα σε δραστηριότητες και πρακτικές που υποβαθμίζουν ή αναβαθμίζουν το παραγωγικό πρότυπο μιας οικονομίας. Διαμορφώνουν την κατανομή του εισοδήματος με τρόπο που αυξάνει ή μειώνει τις ανισότητες. Οι πολιτικές δυνάμεις εν πολλοίς χαρακτηρίζονται από το πώς τοποθετούνται ως προς αυτές τις επιλογές, και κρίνονται για αυτές στις εκλογές.

Η τελευταία δεκαετία μας έκανε όλους σοφότερους. Η οικονομική κρίση του 2010-14, πρωτοφανούς έντασης και διάρκειας, έκανε σαφή τα αδιέξοδα του προηγούμενου μοντέλου ανάπτυξης, της επίπλαστης ευημερίας μέσω υπερδανεισμού και υπερκατανάλωσης. Η διακυβέρνηση της περιόδου 2015-19 ανέδειξε τους κινδύνους της νοσταλγίας του χρεωκοπημένου παρελθόντος, του διαπλεκόμενου κρατισμού, της δυσανεξίας προς την οικονομία της αγοράς, της αδυναμίας ρύθμισης των κανόνων της με δημιουργικό τρόπο.

Σε αυτές τις συνθήκες, ήταν αναμενόμενη (και σε κάποιο βαθμό δικαιολογημένη) η διορθωτική κίνηση του εκκρεμούς προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η οικονομική πολιτική της νέας κυβέρνησης ήταν αναπόφευκτο να είναι πιο φιλελεύθερη. Αυτό που σταδιακά γίνεται όλο και πιο εμφανές είναι το πόσο δέσμια είναι (και) αυτή η κυβέρνηση στις αγκυλώσεις ενός απελπιστικά παρωχημένου τρόπου άσκησης πολιτικής.

Τι σχέση έχουν όλα αυτά με το θέμα που συζητάμε; Μεγάλη. Ο νόμος 4670 του Φεβρουαρίου 2020 είχε ακυρώσει την ενοποίηση του ασφαλιστικού συστήματος, και την εξίσωση των όρων ασφάλισης όλων των πολιτών, επαναφέροντας τις χαμηλές εισφορές για ελεύθερους επαγγελματίες ανεξαρτήτως εισοδήματος. Από τη σκοπιά της πολιτικής κουλτούρας που οδήγησε τη χώρα στη χρεωκοπία του 2010, η επιλογή αυτή ήταν απολύτως κατανοητή: οι άμεσα ενδιαφερόμενοι πανηγύρισαν, τα μέσα ενημέρωσης χειροκρὀτησαν τις «ελαφρύνσεις», οι δημοσκοπήσεις επιβράβευσαν την κυβερνητική επιλογή. Από τη σκοπιά όμως της πολυπόθητης και πολυδιαφημιζόμενης μετάβασης σε ένα δυναμικότερο μοντέλο ανάπτυξης, για να μην αναφερθώ στη στοιχειώδη αρχή της ίσης μεταχείρισης των πολιτών, η ίδια αυτή επιλογή ήταν εντελώς ακατανόητη. Τι δουλειά έχει το χάιδεμα των μεγαλογιατρών και των μεγαλοδικηγόρων με τις συστάσεις της Έκθεσης Πισσαρίδη για την διευκόλυνση των επιτυχημένων επιχειρήσεων να προσλάβουν προσωπικό και να μεγαλώσουν; Ήταν σαν η νέα κυβέρνηση να στάθηκε για λίγο αναποφάσιστη πάνω στο «αόρατο ρήγμα» του Αρίστου Δοξιάδη (από τη μια η επιδοτούμενη αυτοαπασχόληση της εσωτερικής αγοράς, από την άλλη οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους), για να επιλέξει τελικά την πεπατημένη της θεαματικότερης επιδότησης της αυτοαπασχόλησης από το 1974.

Μεταξύ άλλων, η μεγάλη μείωση των εισφορών αυτοαπασχολουμένων έκανε ακόμη πιο συμφέρουσα τη διαδεδομένη (και παράνομη) πρακτική πολλών εργοδοτών να μεταμφιέζουν τους υπαλλήλους τους σε «συνεργάτες». Η πρακτική αυτή είναι βέβαια πολύ δημοφιλής μεταξύ των εργοδοτών: αμείβοντας τους εργαζόμενους με μπλοκάκι εξοικονομούν εργοδοτικές εισφορές, καθώς και τα κόστη που αφορούν άδειες διακοπών, μητρότητας, ασθένειας κτλ. Προφανώς οι εργαζόμενοι χάνουν όλα τα παραπάνω, καθώς και επιδόματα ανεργίας και αποζημιώσεις σε περίπτωση απόλυσης. Η οικονομία της χώρας χάνει και αυτή: η σχετική πρακτική προάγει την «επιχειρηματικότητα της αρπαχτής», και κάνει αθέμιτο ανταγωνισμό σε πιο μακροπρόθεσμες επιχειρηματικές στρατηγικές που αναζητούν την κερδοφορία μέσω της επένδυσης στις δεξιότητες των εργαζομένων. Μια διορατική φιλελεύθερη πολιτική θα ελάφραινε το μη μισθολογικό εργατικό κόστος με τη μετατόπιση του φορολογικού βάρους από τις ασφαλιστικές εισφορές στη γενική φορολογία (π.χ. ενισχύοντας την κρατική επιδότηση της άδειας μητρότητας ώστε να μην ζημιώνονται οι επιχειρήσεις που προσλαμβάνουν νέες γυναίκες). Η συγκεκριμένη κυβέρνηση, όπως είδαμε, επέλεξε να επιδοτήσει την αυτοαπασχόληση σε βάρος της μισθωτής εργασίας.

Το επόμενο κεφάλαιο του δράματος που παίχτηκε τις τελευταίες μέρες γράφτηκε το Μάιο 2021, με το νομοσχέδιο για τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας. Ενώ η αντιπολίτευση συγκέντρωσε τα πυρά της (και τα μέσα ενημέρωσης το ενδιαφέρον τους) σε δευτερεύουσας σημασίας ρυθμίσεις, ο μετέπειτα νόμος 4808 του Ιουνίου 2021, άρθρο 69, νομιμοποίησε αυτό που μέχρι τότε ήταν παράνομο (αν και αρκετά διαδεδομένο). Πλέον, οι ψηφιακές πλατφόρμες τύπου Wolt ή e-food έχουν το νομικό δικαίωμα να προσλαμβάνουν διανομείς ως «συνεργάτες», και συνεπώς να μην χρειάζεται να καταβάλλουν εργοδοτικές εισφορές, να μην τους αναγνωρίζουν άδειες, να μην τους πληρώνουν τη βενζίνη, να μην τους καλύπτουν σε περίπτωση ατυχήματος κτλ. κτλ. Οι τυπικές προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος για να είναι τυπικά καλυμμένες οι εταιρείες δείχνουν προσχηματικές: αρκεί ένας οδηγός να βγαίνει από την πλατφόρμα τη νύχτα ή τα Σαββατοκύριακα για να νομιμοποιείται η εταιρεία να τον θεωρεί «freelancer». Η πρόσφατη πρόταση «συνεργασίας» της e-food που προκάλεσε τις γνωστές αντιδράσεις είναι φυσική απόρροια του νέου θερμικού πλαισίου.

Ανακεφαλαιώνοντας: Ο ασφαλιστικός νόμος του 2020 ενίσχυσε το κίνητρο για παρανομία (πρόσληψη με μπλοκάκι). Ο εργασιακός νόμος του 2021 τη νομιμοποίησε. Τα υπόλοιπα ήταν θέμα χρόνου να συμβούν.

Υποθέτω ότι δεν θα αργήσει να ακουστεί ο αντίλογος: «Μα οι εταιρείες δεν βγαίνουν αλλιώς. Να τις διώξουμε από τη χώρα; Με την ανεργία ακόμη στα ύψη;» Ο αντίλογος (μου) στον αντίλογο είναι ως εξής: Από τη σκοπιά της οικονομίας, η επιδίωξη της ανάκαμψης μέσω της μόνιμης μισθολογικής υποτίμησης είναι μάταιη. Τα φτηνά εργατικά χέρια, η αποδυνάμωση της συλλογικής διαπραγμάτευσης, η νομιμοποίηση της υπερεκμετάλλευσης, εθίζουν σε ένα παραγωγικό μοντέλο χαμηλών δυνατοτήτων, εξασφαλίζοντας την κερδοφορία επιχειρηματικών δραστηριοτήτων με ανύπαρκτο ή αμφίβολο αναπτυξιακό αντίκρυσμα. Από τη σκοπιά της κοινωνίας, οι αντιδράσεις των τελευταίων ημερών δείχνουν ότι υπάρχουν όρια ανοχής στην απληστία. Από τη σκοπιά της πολιτικής, οι συνθήκες για τη σημερινή μονοπώληση του μεσαίου χώρου από τη ΝΔ (απωθητικότητα του ΣΥΡΙΖΑ, ανικανότητα του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ) ίσως να διαρκέσουν λιγότερο από ό,τι νομίζαμε.

21 Αυγούστου 2021

Η οικονομία της περιστασιακής απασχόλησης και οι εντάσεις της

Δημοσιεύτηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» (Σάββατο 21 Αυγούστου 2021). 

Ένας χρήσιμος τρόπος αξιολόγησης της συμβολής της οικονομίας περιστασιακής απασχόλησης (gig economy) σε μια ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς αφορά τη διάκριση, που προτείνει η Mariana Mazzucato και άλλοι, μεταξύ της δημιουργίας αξίας και της απόσπασης αξίας. Η πρώτη είναι παίγνιο θετικού αθροίσματος: προσθέτει αξία, αυξάνει τον πλούτο, ανοίγει δρόμους για βελτιώσεις στο βιοτικό επίπεδο των πολλών. Η δεύτερη συνιστά παίγνιο μηδενικού αθροίσματος: η οικονομική επιτυχία ορισμένων επιτυγχάνεται εις βάρος άλλων, χωρίς αύξηση της ευημερίας του συνόλου. (Ορισμένα είδη απόσπασης αξίας μπορούν ακόμη και να συντελέσουν σε συνολική υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου: το οργανωμένο έγκλημα, για παράδειγμα, οδηγεί στον πλουτισμό ορισμένων ανθρώπων με αντίτιμο την καταστροφή ανθρώπινων ζωών, τη λεηλασία ή την υποβάθμιση φυσικών πόρων, τη διάβρωση κοινοτήτων, την υπονόμευση των μακροπρόθεσμων οικονομικών προοπτικών.)

Όπως συμβαίνει συχνά, η διάκριση δεν είναι πάντοτε ξεκάθαρη: οι πλατφόρμες μπορεί να περιλαμβάνουν τόσο τη δημιουργία αξίας όσο και την απόσπαση αξίας. Οι πλατφόρμες ενοικίασης καταλυμάτων δημιουργούν αξία όταν φέρνουν σε επαφή κατοίκους της πόλης, που παραχωρούν το διαμέρισμά τους όταν οι ίδιοι δεν το χρησιμοποιούν, με ταξιδιώτες που προτιμούν τη θαλπωρή ενός σπιτιού αντί το δωμάτιο ξενοδοχείου. Όμως αποσπούν αξία, είτε ηθελημένα είτε όχι, όταν προσελκύουν αδίστακτους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων οι οποίοι μεταφέρουν τα περιουσιακά τους στοιχεία στην πλατφόρμα για να παρακάμψουν τους κανονισμούς ασφαλείας, τη νομοθεσία απασχόλησης ή τις φορολογικές υποχρεώσεις. Οι πλατφόρμες παροχής υπηρεσιών μεταφοράς για ιδιώτες προσδίδουν αξία όταν φέρνουν σε επαφή οδηγούς που διαθέτουν επιπλέον χώρο (και χρόνο), με επιβάτες που εκτιμούν την άνεση της μεταφοράς τους από πόρτα σε πόρτα και τις πληροφορίες που παρέχονται από τις αξιολογήσεις των οδηγών. Ωστόσο, αποσπούν αξία όταν αδυνατούν να αξιολογήσουν την ποιότητα οδηγών και οχημάτων ή, αντίστροφα, όταν διατηρούν χαμηλά τα κόμιστρα συμπιέζοντας τους μισθούς.

Ομοίως, οι πλατφόρμες διανομής φαγητού δημιουργούν αξία όταν συνδέουν κουζίνες εστιατορίων με πελάτες που προτιμούν να τρώνε στο σπίτι (ή δεν μπορούν να βγουν από το σπίτι, όπως κατά τη διάρκεια της πανδημίας). Ωστόσο, αποσπούν αξία όταν διατηρούν τις τιμές χαμηλές μέσω της συμπίεσης των περιθωρίων κέρδους των εστιατορίων, ή όταν μεταχειρίζονται τους εργαζόμενους στην διανομή ως «αυτοαπασχολούμενους», υπεύθυνους για τις δικές τους κοινωνικές εισφορές, την ασφάλιση εργατικού ατυχήματος, ακόμη και για τα έξοδα συντήρησης της μοτοσυκλέτας τους.

Η δημόσια πολιτική έχει σημαντικό ρόλο να διαδραματίσει: μπορεί να εξαλείψει τις πιο ακραίες περιπτώσεις απόσπασης αξίας, να τιμωρήσει άλλες, και να ανταμείψει πρακτικές δημιουργίας αξίας. Στην περίπτωση των πλατφορμών καταλυμάτων, οι κυβερνήσεις (σε κεντρικό ή τοπικό επίπεδο) έχουν θέσει όρια στον αριθμό των ακινήτων που μπορούν να προσφέρουν οι ιδιοκτήτες μέσω της πλατφόρμας ή στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο μπορεί να μισθωθεί ένα διαμέρισμα ή ένα σπίτι. Για παράδειγμα, οι ιδιοκτήτες σπιτιών στο Άμστερνταμ μπορούν να νοικιάσουν το σπίτι τους μόνο για 30 νύχτες ετησίως, εκτός εάν έχουν λάβει ειδική άδεια.

Στην περίπτωση των πλατφορμών μεταφορικών υπηρεσιών, οι πλατφόρμες αγωνίστηκαν για να διατηρήσουν το δικαίωμα να μην αντιμετωπίζονται οι οδηγοί ως υπάλληλοι, το οποίο θα ήταν επιζήμιο για το επιχειρηματικό τους μοντέλο. Στις ΗΠΑ, έχουν σημειώσει επιτυχίες. Τον Νοέμβριο του 2020, η πλειοψηφία των ψηφοφόρων στην Καλιφόρνια ενέκρινε την Πρόταση 22, ένα δημοψήφισμα υπό την αιγίδα των Uber, Lyft και άλλων πλατφορμών, οι οποίες φέρονται να δαπάνησαν πάνω από 200 εκατομμύρια δολάρια για την εκστρατεία. Η Πρόταση 22 επιτρέπει στις πλατφόρμες να συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν τους οδηγούς ως ανεξάρτητους συνεργάτες. Παρόλα αυτά, οι εταιρείες υποχρεώθηκαν σε ορισμένες παραχωρήσεις: οι εταιρείες θα καταβάλλουν κατώτατη αμοιβή, επιδότηση ασφάλισης υγείας, καθώς και ιατρικά έξοδα και κάποια αναπλήρωση εισοδήματος σε περίπτωση ατυχήματος.

Στην Ευρώπη, τα δικαστήρια ήταν λιγότερο γενναιόδωρα προς τις πλατφόρμες. Τον Φεβρουάριο του 2021 το ανώτατο δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου επικύρωσε απόφαση του εργατικού δικαστηρίου, που είχε προσβάλει η Uber, σύμφωνα με την οποία οι οδηγοί πρέπει να θεωρούνται «εργαζόμενοι» (μια ενδιάμεση κατηγορία με περισσότερα δικαιώματα από τους ανεξάρτητους συνεργάτες αλλά λιγότερα από τους μισθωτούς). Ως αποτέλεσμα, οι οδηγοί εξασφάλισαν έναν κατώτατο μισθό, άδεια μετ’ αποδοχών, καθώς και δωρεάν ασφάλιση σε περίπτωση ασθένειας ή τραυματισμού.

Στη Νότια Ευρώπη το κύριο ζήτημα των εργασιακών σχέσεων στην οικονομία περιστασιακής εργασίας αφορά τη διανομή φαγητού. Στην Ισπανία η κυβέρνηση εξέδωσε διάταγμα τον Μάιο του 2021, που εφαρμόζει προηγούμενη απόφαση ανώτατου δικαστηρίου, με την οποία ορίζεται ότι 30.000 εργαζόμενοι στον τομέα διανομής (delivery) πρέπει να αντιμετωπίζονται ως υπάλληλοι. Στην Ιταλία η εισαγγελία του Μιλάνου αποφάσισε τον Φεβρουάριο του 2021 ότι τέσσερις πλατφόρμες διανομής φαγητού πρέπει να πληρώσουν συνολικά πρόστιμα ύψους 733 εκατ. ευρώ και στη συνέχεια να προσλάβουν ως μισθωτούς τους 60.000 εργαζομένους τους. Και στις δύο χώρες ορισμένες πλατφόρμες ανακοίνωσαν ότι θα εγκαταλείψουν την αγορά, ενώ άλλες θα προσπαθήσουν να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα αναδεικνύοντας την «ηθική» μεταχείριση των εργαζομένων τους. Ο τρόπος με τον οποίο θα εξελιχθούν τα πράγματα θα αποτελέσει μια δοκιμή για το κατά πόσον η οικονομία περιστασιακής εργασίας μπορεί να είναι βιώσιμη με τη δημιουργία αξίας και όχι απλώς με την απόσπασή της.

Στην Ελλάδα η κυβέρνηση εξέδωσε πρόσφατα (Μάιος 2021) ένα νομοσχέδιο για τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας, το οποίο στη συνέχεια θα κατατεθεί στην Βουλή. Το νομοσχέδιο έχει επικριθεί από την αντιπολίτευση και τα συνδικάτα επειδή εισάγει μεγαλύτερη ευελιξία σε μια αγορά εργασίας η οποία έχει ήδη απορρυθμιστεί σε μεγάλο βαθμό βάσει των διατάξεων των Μνημονίων της δεκαετίας του 2010. Όσον αφορά την οικονομία περιστασιακής απασχόλησης, το νομοσχέδιο καθορίζει ένα σύνολο προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται για να αντιμετωπίζονται οι εργαζόμενοι ως υπάλληλοι με εξαρτημένη σχέση εργασίας. Εάν οι οδηγοί μπορούν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους και σε άλλες πλατφόρμες, συμπεριλαμβανομένων των ανταγωνιστών τους, ή να προσλαμβάνουν υπεργολάβους ή να αποφασίζουν πότε και πόσο χρόνο θα εργαστούν ή να επιλέγουν ποιες διαδρομές θα δέχονται και ποιες όχι – εάν πληρούνται μία ή περισσότερες από αυτές τις προϋποθέσεις, οι εργοδότες μπορούν να μεταχειρίζονται τους εργαζομένους ως ανεξάρτητους συνεργάτες. Επιπλέον, το νομοσχέδιο παρέχει σε όλους τους εργαζομένους πλατφόρμας, ανεξάρτητα από το καθεστώς τους, το δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι, καθώς και πρόσβαση σε «προστατευτικά μέτρα στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας, της υγείας και της ασφάλειας» (τα οποία δεν έχουν ακόμη προσδιοριστεί).

Απομένει να δούμε με ποιον τρόπο η μεταρρύθμιση της κυβέρνησης θα βελτιώσει τις συνθήκες των εργαζομένων που εργάζονται στη διανομή φαγητού. Προς το παρόν, οι πλατφόρμες πληρώνουν λίγο περισσότερο από ό,τι τα μεμονωμένα εστιατόρια, αλλά οι εργαζόμενοι δυσκολεύονται να καλύψουν τις ανάγκες διαβίωσης, πρέπει να καλύπτουν οι ίδιοι έξοδα βενζίνης και δαπάνες συντήρησης των οχημάτων τους, και, σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, με κίνδυνο θανάτου ή τραυματισμού, αναλαμβάνουν οι ίδιοι τα ιατρικά τους έξοδα, επιπρόσθετα των χαμένων αποδοχών τους για όσες μέρες δεν μπορούν να εργαστούν. Εάν δεν αλλάξει αυτό, θα είναι δύσκολο να δούμε τη διανομή φαγητού ως κάτι άλλο από μια απεχθή περίπτωση απόσπασης αξίας.

10 Ιουλίου 2021

Μπροστά στον τελικό του Euro 2020

Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Σάββατο 10 Ιουλίου 2021).

Ζηλεύω τους ανθρώπους που δεν έχουν αμφιβολίες. Εγώ έχω, πολλές. Μπορεί να είναι τα γονίδια του παλιού Ρηγά – προτού υποστεί τη γνωστή αξιοθρήνητη μετάλλαξη. Να, για παράδειγμα: την Κυριακή το βράδυ δεν είμαι βέβαιος ποια από τις δύο «δεύτερες πατρίδες» μου πρέπει να υποστηρίζω: την Αγγλία ή την Ιταλία;

Στην Αγγλία έζησα μερικά από τα πιο δημιουργικά χρόνια της ζωής μου, συνέχισα τις σπουδές μου, άρχισα να δουλεύω σε ένα απίθανο πανεπιστήμιο, έμαθα ότι μπορώ να κάνω επάγγελμα τα πράγματα που έτσι κι αλλιώς με συναρπάζουν και με παθιάζουν, και ότι αυτή θα είναι πάντοτε η μεγαλύτερη τύχη μου. Και εν τω μεταξύ, αγάπησα βαθιά την παράξενη αυτή χώρα με τους παράξενους ανθρώπους, με τις άλλοτε εκνευριστικές και άλλοτε αξιαγάπητες παραξενιές. Τόσο που πήρα το Brexit προσωπικά, σαν προδομένος εραστής: «Σε εμένα το κάνουν αυτό, που τους αγάπησα τόσο;» Πέντε χρόνια μετά, είμαι έτοιμος να τους συγχωρέσω – αρκεί βέβαια να μου ζητήσουν ταπεινά συγγνώμη (το γονάτισμα προαιρετικό).

Ούτε κι εγώ καλά-καλά δεν ξέρω γιατί συγκινούμαι τόσο όταν βλέπω το φιλμάκι του ανεπίσημου ποδοσφαιρικού τους ύμνου, «The Three lions». Ίσως γιατί συμπυκνώνει όλα όσα αγάπησα στην Αγγλία: την υπερηφάνια για τα περασμένα μεγαλεία, τη συναίσθηση της παρακμής, την αφοσίωση στην ομάδα (και στη χώρα) στις καλές στιγμές και στις κακές, τον αυτοσαρκασμό. ΟΚ – και επίσης επειδή το 1990, στο σπίτι μου στο Λονδίνο, κολλημένος στο γυαλί, είδα κι εγώ τον Λίνεκερ, δέκα λεπτά πριν τελειώσει ο ημιτελικός, με τη Γερμανία να προηγείται 1-0, να χορεύει πιρουέτες γύρω από τη γερμανική άμυνα, να στέλνει με διαγώνιο συρτό σουτ τη μπάλα στα δίχτυα, να πανηγυρίζει σαν μικρό χαρούμενο παιδί, και να μας κάνει όλους ευτυχισμένους.

Λίγους μήνες μετά άρχισε η μακρόχρονη σχέση μου με την Ιταλία, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν για μένα απλώς («απλώς») η χώρα του Λουκίνο Βισκόντι, του Φεντερίκο Φελλίνι, των αδελφών Ταβιάνι – και του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ. Και φυσικά η χώρα της Ίντερ, με την οποία η σχέση των οπαδών της μοιάζει πολύ με εκείνη των Άγγλων με την Εθνική τους: πολλές πίκρες, λίγες χαρές, με τις τελευταίες να κάνουν τις πρώτες να αξίζουν τον κόπο. (Τώρα που το σκέφτομαι, και η σχέση των οπαδών της ΑΕΚ με την ομάδα τους αυτή είναι. Δεν θα είναι τυχαίο ...)  Έκτοτε ο δεσμός μας δυνάμωσε, και εάν για αυτό δεν είναι αρκετή απόδειξη ότι τα τελευταία 5 χρόνια ζω μόνιμα εκεί, μάλλον είναι ότι έχω δύο παιδιά που μιλάνε μεταξύ τους ιταλικά, λένε ότι νιώθουν «100% Ιταλοί και 100% Έλληνες», και αντιμετωπίζουν με επιείκια και τις δυο τους πατρίδες. Κι εγώ όλα αυτά τα χρόνια, και ειδικά τα τελευταία, έχω σιγά-σιγά αναπτύξει μια αμφίσημη στάση προς τη χώρα που με φιλοξενεί: από τη μια εξοργίζομαι με τη γραφειοκρατία, τον επαρχιωτισμό, τη στενομυαλιά, την έλλειψη αξιοκρατίας, από την άλλη ενθουσιάζομαι με τη φαντασία, την επινοητικότητα, την πραότητα, την αβίαστη κομψότητα. Με άλλα λόγια, πρόκειται για την ίδια αμφίσημη στάση που εδώ και δεκαετίες έχω με την πρώτη πατρίδα μου, την αληθινή. Και εάν αυτό δεν δείχνει ότι έχω αρχίσει κι εγώ να γίνομαι λίγο Ιταλός, δεν ξέρω τι το δείχνει.

Θα τη χρειαστεί στον τελικό τη φαντασία και την επινοητικότητα η Εθνική Ιταλίας. (Όσο για την κομψότητα, δείτε ξανά τα γκολ του Κιέζα με το Βέλγιο και με την Ισπανία.) Έγραψε στην Corriere della sera ο Beppe Severgnini, που κι αυτός γνωρίζει καλά και αγαπά την Αγγλία: «Εμείς οι Ιταλοί πιστεύουμε ότι μπορεί να χάσουμε, οι Άγγλοι σκέφτονται ότι πρέπει να κερδίσουν. Έτσι, συχνά, εμείς τα καταφέρνουμε καλύτερα.»

Ας κερδίσει ο καλύτερος!

1 Ιουλίου 2021

Οι μάταιες προφυλάξεις

Το διήγημα του Dino Buzzati "Le precauzioni inutili" δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα Corriere della Sera (15 Ιουνίου 1955), και στη συνέχεια στη συλλογή "Sessanta racconti". Milano: Εκδόσεις Mondadori (1958). Η μετάφραση δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Ιούλιος 2021).

Τώρα που εκείνος έφυγε, και δεν θα φανεί ποτέ πια, εξαφανισμένος, σβησμένος από το πλαίσιο της ζωής της ακριβώς σαν να ήταν νεκρός, σε εκείνη, την Ιρένε, δεν μένει παρά να εξοπλιστεί με όλο το κουράγιο που μια γυναίκα μπορεί να ζητήσει από το Θεό και να ξεριζώσει όλα τα κλαδιά που συνδέουν εκείνον τον άτυχο έρωτα με τα σπλάχνα της. Υπήρξε πάντοτε δυνατή κοπέλλα, η Ιρένε, δεν θα λιποψυχήσει τώρα.

Τα κατάφερε! Λιγότερο τρομερό από ό,τι νόμιζε. Και πιο σύντομο. Δεν πέρασαν ούτε τέσσερις μήνες, και να που απαλλάχθηκε τελείως. Είναι λίγο πιο αδύνατη, πιο χλωμή, πιο διαφανής, αλλά ελαφριά, με τη γλυκειά χαύνωση της ανάρρωσης που μέσα της αναρριγούν νέες ασαφείς ψευδαισθήσεις. Ω, υπήρξε γενναία, ηρωική υπήρξε, μπόρεσε να φανεί σκληρή με τον εαυτό της, απώθησε αποφασιστικά όλες τις σειρήνες των αναμνήσεων, στις οποίες θα ήταν εύκολο να αφεθεί νωχελικά.

Να καταστρέψει ό,τι είχε μείνει στα χέρια της, ακόμη και καρφίτσα, να κάψει γράμματα και φωτογραφίες, να πετάξει τα ρούχα που φόραγε όταν ήταν εκείνος, που ίσως πάνω τους το βλέμμα του είχε αφήσει ίχνη αόρατα, να ξεφορτωθεί τα βιβλία που και εκείνος είχε διαβάσει, που η κοινή τους γνώση διαμόρφωνε μια μυστική συνενοχή, να πουλήσει τον σκύλο που είχε πια μάθει να τον αναγνωρίζει και έτρεχε να τον υποδεχθεί στην καγκελόπορτα του κήπου, να εγκαταλείψει τις φιλίες που ανήκαν και στους δύο, ακόμη και να αλλάξει σπίτι επειδή σε αυτό το τζάκι εκείνος ένα βράδυ είχε ακουμπήσει με τον αγκώνα, επειδή ένα πρωί αυτή η πόρτα είχε ανοίξει, και πίσω της είχε εμφανιστεί εκείνος, επειδή το κουδούνι της πόρτας συνέχιζε να βγάζει τον ίδιο ήχο όπως τότε που εκείνος ερχόταν, και σε κάθε δωμάτιο της φαινόταν ότι αναγνώριζε κάποιο δικό του μυστηριώδες αποτύπωμα. Επίσης: να συνηθίσει να σκέφτεται άλλα πράγματα, να λυώνει στη δουλειά ώστε τα βράδυα όταν ο κίνδυνος παρουσιαζόταν πιο απειλητικός να την ισοπεδώνει ένας ύπνος βαρύς, να γνωρίσει νέους ανθρώπους, να συχνάζει σε νέα περιβάλλοντα, να αλλάξει ακόμη και το χρώμα των μαλλιών της.

Όλα αυτά είχε κατορθώσει να κάνει, με απελπισμένη αποφασιστικότητα, μην αφήνοντας αφύλαχτη καμμιά γωνία, καμμιά ρωγμή μέσα από την οποία να μπορεί να εισχωρήσει κάποια ανάμνηση. Και γιατρεύτηκε. Τώρα είναι πρωί, και η Ιρένε ετοιμάζεται να βγει από το σπίτι, φορώντας ένα ωραίο γαλάζιο φόρεμα που της έχει μόλις στείλει η μοδίστρα. Έξω ο ήλιος λάμπει. Αισθάνεται υγιής, νεανική, πεντακάθαρη μέσα, φρέσκια όπως τότε που ήταν δεκαέξη χρονών. Και ευτυχισμένη; Σχεδόν.

Αλλά από ένα γειτονικό σπίτι φθάνει ένα μικρό ηχητικό κύμα. Κάποιος άναψε το ραδιόφωνο ή έβαλε κάποιον δίσκο, ένα παράθυρο άνοιξε. Άνοιξε και αμέσως έκλεισε πάλι.

Ήταν αρκετό. Έξη ή επτά νότες, ένα παλιό ρεφραίν, το τραγούδι του. Έλα, γενναία Ιρένε, μην χάνεσαι για τόσο λίγο, τρέχα στη δουλειά, μην σταματάς, γέλα! Όμως ένα απαίσιο κενό έχει σχηματιστεί μέσα στο στήθος της, ένα χαντάκι έχει ήδη σκαφτεί. Για μήνες ολόκληρους ο έρωτας, αυτή η παράξενη καταδίκη, παρίστανε ότι κοιμόταν, ξεγελώντας την Ιρένε. Αρκούσε ένα τίποτα για να ξεχυθεί.

Έξω περνάνε τα αυτοκίνητα, οι άνθρωποι ζουν, κανείς δεν ξέρει για αυτή τη γυναίκα, που κάθεται σαν χαμένη στο πεζοδρόμιο, μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της, σαν κοριτσάκι που το έβαλαν τιμωρία, τσαλακώνοντας το ωραίο της καινούριο φόρεμα, και κλαίει με λυγμούς. Εκείνος είναι μακριά, δεν θα γυρίσει ποτέ πια, και ήταν όλα μάταια.

25 Μαΐου 2021

Παραλία με πετραδάκια


Απόσπασμα από το βιβλίο Trieste sottosopra («Τεργέστη άνω-κάτω»), του Mauro Covacich (σελίδα 88). Αναρτήθηκε στον ιστότοπο για τον πολιτισμό «dimart» (Τρίτη 25 Μαΐου 2021).


Ανάμεσα στην όγδοη και στην ένατη δημοτική πλαζ –μετρώντας πάντα όπως ερχόμαστε από το Miramare–, υπάρχει μια παραλία με πετραδάκια, γεμάτη από μυξιάρικα με κουβαδάκι και φτυάρι. Αυτό το σημείο της ακτής μαζεύει νεαρά ζευγάρια με παιδιά, και πρόσφατα προτιμάται από όλο και περισσότερους Σέρβους, ίσως επειδή τα ρηχά νερά ταιριάζουν με την όχι πολύ μεγάλη εξοικείωση αυτού του λαού με τη θάλασσα και με το κολύμπι γενικά. Η κοινότητά τους παγιώθηκε στην πόλη κυρίως τα τελευταία χρόνια. Σχεδόν όλες οι οικοδομικές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν Σέρβους εργάτες. Κατά τις έξι ή επτά το απόγευμα καταφθάνουν με τα λιγοστά τους πράγματα. Οι γυναίκες κρατούν τα παιδιά από το χέρι. Οι άνδρες έχουν ακόμη υπολείμματα σοβάδων στα μαλλιά, περπατάνε φουσκώνοντας μπρατσάκια για τα πιο μικρά. Εδώ, ανάμεσα στην τονωτική ομορφιά των νεαρών μαμάδων της Τεργέστης, έχουν φτιάξει μια ωραία παρέα τακτικών θαμώνων. Κάθονται κοντά ο ένας στον άλλον, γελάνε, αστειεύονται, δείχνουν την ίδια χαρά που πρέπει να δείχναμε εμείς οι Ιταλοί στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Ένας από αυτούς έχει ξεχάσει το μαγιώ, και ανάμεσα στα γέλια των φίλων του πέφτει στο νερό με τα εσώρουχα, με την έκφραση του αόρατου ανθρώπου. Ένας άλλος πληρώθηκε τα αναδρομικά και κερνάει μπύρες από το περίπτερο. Είναι περίπου τριάντα χρονών, αλλά είναι τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτεροι από τους δικούς μας τριαντάρηδες. Αδύνατον να μην ζηλέψεις τα χαλασμένα τους δόντια, την ευτυχία τους.

13 Μαΐου 2021

Το αθέατο κόστος του φαγητού σε πακέτο

Δημοσιεύθηκε στο ενημερωτικό δελτίο του «K Report» (Πέμπτη 13 Μαΐου 2021). 

Το νέο εργασιακό νομοσχέδιο δίνει δύναμη στον εργαζόμενο;

Αυτό ισχυρίζεται το φιλμάκι της κυβέρνησης που δόθηκε στη δημοσιότητα σήμερα. Αρκετές από τις διατάξεις του (για το δικαίωμα της αποσύνδεσης, την προστασία της άδειας πατρότητας, την καταγγελία της σεξουαλικής παρενόχλησης) αυτό πράγματι κάνουν - υπό την αίρεση βέβαια της συμμόρφωσης των εργοδοτών στο νόμο. Άλλες, όπως η ευελιξία κατανομής του 40ώρου την εβδομάδα σε τέσσερα 10ωρα αντί για πέντε οκτάωρα, εάν συγκατατίθεται ο εργαζόμενος, δεν δείχνουν να δικαιολογούν τη φασαρία που γίνεται.

Σε ένα κρίσιμο όμως σημείο, διαιωνίζεται η άγρια εκμετάλλευση μιας κατηγορίας εργαζομένων: των διανομέων στον τομέα της εστίασης. Το νομοσχέδιο δίνει τη δυνατότητα στις ψηφιακές πλατφόρμες (Wolt κ.ά.) να τους απασχολούν είτε ως μισθωτούς είτε ως ανεξάρτητους συνεργάτες. Δύσκολα οι εργοδότες θα επιλέξουν το πρώτο: είναι μεγάλο το όφελος της μεταμφίεσης των υπαλλήλων σε «συνεργάτες», και έχει γίνει μεγαλύτερο με το Ν4670/2020 που επανέφερε τις χαμηλές εισφορές ασφάλισης για ελεύθερους επαγγελματίες ανεξαρτήτως εισοδήματος.

Βέβαια, το νομοσχέδιο μιλά για εφαρμογή των κριτηρίων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου – το οποίο όμως στην απόφασή του (Απρίλιος 2020) ρητά αναφέρει ότι η ανεξαρτησία των εργαζομένων δεν πρέπει να είναι πλασματική, προτού παραπέμψει το θέμα στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων. Τα τελευταία αποφαίνονται ότι οι διανομείς δεν είναι «συνεργάτες». Στην Ιταλία, η Εισαγγελία του Μιλάνου καταδίκασε (Φεβρουάριος 2021) τέσσερις πλατφόρμες εστίασης να πληρώσουν πρόστιμα συνολικής αξίας 733 εκατ. ευρώ και να προσλάβουν τους 60.000 υπαλλήλους τους ως μισθωτούς. Στην Ισπανία, μετά την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου (Σεπτέμβριος 2020), χθες η κυβέρνηση πέρασε νόμο που ορίζει ότι 30.000 διανομείς πρέπει να προσληφθούν ως μισθωτοί. Είχε προηγηθεί απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου (Φεβρουάριος 2021) που επέβαλε στην Uber να αναγνωρίσει στους οδηγούς της κάποια από τα δικαιώματα των μισθωτών: κατώτατο μισθό, ασφάλιση εργατικού ατυχήματος, άδειες ασθενείας, μητρότητας και διακοπών. Ακόμη και στις ΗΠΑ, όπου η Uber και άλλες εταιρείες δαπάνησαν 224 εκατ. δολάρια για να ακυρωθεί (Proposition 22) στο δημοψήφισμα του περασμένου Νοεμβρίου σχετικός νόμος της Πολιτείας της Καλιφόρνιας, έγιναν κάποιες παραχωρήσεις στους εργαζόμενους: συμμετοχή στα ασφάλιστρα υγείας, ασφάλιση οχήματος, κατώτατες αμοιβές.

Στην Ελλάδα οι διανομείς πληρώνονται με το κομμάτι, άδειες δεν δικαιούνται, η βενζίνη και το σέρβις της μηχανής είναι δικά τους, και όταν ένας τρακάρει οι υπόλοιποι κάνουν έρανο για τα έξοδα του νοσοκομείου – ενώ οι εργοδότες δηλώνουν αμέτοχοι. Αυτό είναι το αθέατο κόστος του φαγητού σε πακέτο.

Θα τα αλλάξει όλα αυτά το νομοσχέδιο της κυβέρνησης;

Και αν όχι, πώς τότε «δίνει δύναμη στον εργαζόμενο»;

30 Απριλίου 2021

Για την ιθαγένεια

Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Παρασκευή 30 Απριλίου 2021).

Με την υπουργική απόφαση που εξέδωσε προ δύο εβδομάδων ο Υπουργός Εσωτερικών κ. Βορίδης, για να πολιτογραφηθεί ένας ξένος ως Έλληνας πολίτης θα πρέπει να αποδείξει ότι διέθετε ετήσιο εισόδημα 9.100 ευρώ (συν 10% για κάθε εξαρτώμενο μέλος της οικογένειας) κάθε έτος συνεχώς από το 2015 έως το 2020. Ο όρος αυτός προστίθεται στις ισχύουσες διατάξεις του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, που προβλέπουν γραπτές εξετάσεις ιστορίας, γεωγραφίας, πολιτικών θεσμών και πολιτισμού, καθώς και ελληνικής γλώσσας (με ερωτήσεις απίστευτης δυσκολίας). Οι εξετάσεις θα γίνονται κάθε έξη μήνες, σε επτά συνολικά πόλεις ( ή και λιγότερες αν δεν συμπληρώνονται 25 τουλάχιστον αιτήσεις ενδιαφερομένων).

Δεν βλέπω πώς μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η πραγματική στόχευση της πολιτικής του Υπουργού Εσωτερικών για την ιθαγένεια είναι να διατηρήσει τυπικά την δυνατότητα πολιτογράφησης των μεταναστών, καθιστώντας την αδύνατη στην πράξη. Εάν ο Κώδικας προέβλεπε περιοδική επανεξέταση (όπως γίνεται π.χ. με το δίπλωμα οδήγησης), η εφαρμογή των παραπάνω όρων μαθηματικά θα οδηγούσε στην αφαίρεση της ιθαγένειας από την συντριπτική πλειονότητα όσων είμαστε ήδη Έλληνες πολίτες.

Αυτό που περισσότερο με ενοχλεί με αυτή την υπουργική απόφαση δεν είναι η κουτοπονηριά της (θα ήταν εντιμότερο να πει «Έλληνας δεν γίνεσαι, γεννιέσαι»). Ούτε η αναχρονιστική μούχλα που αναδίνει χωρίς να το ομολογεί (Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών, χωρίς τον αναγεννώμενο φοίνικα), παρότι και αυτή μου είναι εντελώς απεχθής. Δεν είναι καν ότι μας υπενθυμίζει το αυτονόητο, ότι η ΝΔ παραμένει αυτό που ήταν πάντοτε, δηλαδή ένας συνασπισμός φιλελεύθερων και εθνικοφρόνων, με τους δεύτερους πάντοτε να καιροφυλακτούν, έτοιμοι να υπονομεύσουν τους πρώτους.

Είναι ότι το «όραμα» που αντιπροσωπεύει η υπουργική απόφαση – μιας χώρας περίκλειστης, εχθρικής και φοβισμένης – βρίσκεται στους αντίποδες της ιδέας μιας Ελλάδας γεμάτης αυτοπεποίθησης με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, το οποίο (αν δεν έχω καταλάβει λάθος) θέλει να εκφράζει συλλογικά η κυβέρνηση, και το οποίο έχουν αποδείξει ότι υπηρετούν άλλα κυβερνητικά στελέχη.

Δεν μιλώ ως πονόψυχος «δικαιωματιστής», ούτε ως κατά συρροήν μετανάστης - παρότι θα μπορούσε ευλόγως κανείς να μου καταλογίσει και το ένα και το άλλο. Μιλώ ως οικονομολόγος, που γνωρίζει τα βασικά: ότι οι χώρες που ενσωματώνουν τους ξένους ανανεώνονται και προκόβουν – ενώ οι χώρες που τους απορρίπτουν μένουν στάσιμες και παρακμάζουν.

28 Απριλίου 2021

Για το νέο εργασιακό νομοσχέδιο

Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Τετάρτη 28 Απριλίου 2021).

Δεν θα σχολιάσω τον υστερικό τρόπο με τον οποίο συζητώνται τα σοβαρά ζητήματα στη χώρα μας («Σαρωτικές αλλαγές στα εργασιακά» / «Σεισμός στην εργατική νομοθεσία»). Υποθέτω ότι κάποτε θα γραφτεί η ιστορία του πώς χαμηλού επιπέδου δημοσιογράφοι και διευθυντές ειδήσεων στο κυνήγι του εντυπωσιασμού συνέβαλαν καθοριστικά στο να γίνει η ελληνική κρίση πιο οδυνηρή και πιο παρατεταμένη από ό,τι ήταν από μόνη της.

Ξεκινώ από την παραδοχή ότι ο στόχος μιας καλής ρύθμισης της αγοράς εργασίας είναι να εξασφαλίζει ευελιξία στις επιχειρήσεις και ασφάλεια στους εργαζόμενους. Και τα δύο χρειάζονται: Χωρίς ευελιξία οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να προσαρμοστούν στις αλλαγές της αγοράς, με δυσμενείς συνέπειες για την κερδοφορία τους και για την δημιουργία ευκαιριών απασχόλησης. Χωρίς ασφάλεια οι εργαζόμενοι δεν γίνονται μόνο πιο αγχωμένοι (για να μην πω πιο δυστυχισμένοι), αλλά σε τελευταία ανάλυση λιγότερο παραγωγικοί.

Τη δεκαετία του '90 που άρχισα να ασχολούμαι με το θέμα, το βασικό πρόβλημα της ρύθμισης της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα ήταν το χάσμα μεταξύ Δημοσίου-τραπεζών-ΔΕΚΟ από τη μια, και υπόλοιπου ιδιωτικού τομέα από την άλλη. Οι μεν είχαν τόση ασφάλεια που και να μην δούλευαν καθόλου δεν τους έδιωχνε κανείς. Το επίπεδο ασφάλειας των δε κυμαινόταν από χαμηλό (στις πιο νομοταγείς επιχειρήσεις) έως μηδενικό (στις υπόλοιπες). Ήταν μια αρρωστημένη κατάσταση. Οι (δειλές) προσπάθειες της κυβέρνησης Σημίτη να βάλει μια τάξη έπεσαν στο κενό. Ήταν μεγάλες οι ευθύνες πολλών βουλευτών και αρκετών υπουργών του ΠΑΣΟΚ, που τότε έτρεμαν το πολιτικό κόστος αλλά σήμερα δεν τους θυμάται κανείς (ή αν τους θυμάται δεν είναι με νοσταλγία). Για τις ευθύνες των μέσων ενημέρωσης μίλησα παραπάνω. Για τις ευθύνες των συνδικαλιστών (πλήρως ταυτισμένων με τις προνομιούχες συντεχνίες, πλήρως αδιάφορων για τους κανονικούς εργαζόμενους, παρά τις ρητορείες), όπως και για τις ευθύνες της ΝΔ και των ΣΥΝ-ΚΚΕ, καλύτερα να μην μιλήσω.

Ένα τέταρτο του αιώνα μετά, οι μισθοί όλων έχουν πέσει, αλλά το χάσμα μεταξύ των «από μέσα» και των «απέξω» είναι το ίδιο μεγάλο (αν και τώρα περνάει μέσα από τις τράπεζες και τις ΔΕΚΟ, όπου συνυπάρχουν παλιοί με γενναιόδωρες παροχές και νέοι με συνθήκες παρόμοιες με αυτές στις άλλες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα - και μαντέψτε ποιοι από τους δύο «βγάζουν τη δουλειά».)

Επί πλέον, φαίνεται να έχει διευρυνθεί αυτό που έχει ονομαστεί «επιχειρηματικότητα της αρπαχτής»: η θλιβερή προσπάθεια πολλών επιχειρηματιών να πλουτίσουν ή απλώς να επιβιώσουν δια της παραβίασης της εργασιακής, φορολογικής, περιβαλλοντικής, πολεοδομικής κ.ά. νομοθεσίας. Προ κρίσης, όταν η ανεργία ήταν χαμηλή και τα συνδικάτα πιο ισχυρά, ο εργοδότης της Κούνεβα έστειλε μπράβους να της επιτεθούν με βιτριόλι (αυτό τουλάχιστον έκρινε το πρωτοβάθμιο δκαστήριο, για να ανατραπεί στη συνέχεια η απόφαση στο Εφετείο). Τώρα που η ανεργία είναι στα ύψη, και τα συνδικάτα πιο ανίσχυρα, η παραβίαση των εργασιακών δικαιωμάτων είναι καθημερινό φαινόμενο που δεν εκπλήσσει πλέον κανέναν.

Με αυτά τα δεδομένα, θεωρώ απολύτως λογική τη ρύθμιση που επιχειρείται με την κατανομή των υπερωριών (10 ώρες επί 4 ημέρες = 8 ώρες επί 5 ημέρες, εάν το ζητήσει ο εργαζόμενος ή εάν συμφωνηθεί από το συνδικάτο). Το ερώτημα είναι πώς θα εξασφαλιστεί η τήρηση του νόμου. Σήμερα σε πολλές επιχειρήσεις οι υπερωρίες δεν καταγράφονται και δεν αμείβονται. Με υψηλή ανεργία και αδύναμα (ή αδιάφορα) συνδικάτα, η θέση των εργαζομένων παραμένει μειονεκτική. Θα ήθελα να ελπίζω ότι η ψηφιακή κάρτα εργασίας θα βοηθήσει. Ας κρατήσουμε την ειλικρίνεια της κυβέρνησης και την διάθεσή της να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.

Αντίθετα, θεωρώ άστοχη τη λύση που επελέγη για τη ρύθμιση των εργασιακού καθεστώτος των εργαζομένων στις πλατφόρμες (Wolt και λοιπών). Το νομοσχέδιο αναγνωρίζει δύο τρόπους συνεργασίας των «παρόχων υπηρεσιών» με τις πλατφόρμες: συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ή ανεξάρτητων υπηρεσιών/ έργου, και δίνει το δικαίωμα στους διανομείς που απασχολούνται με τον δεύτερο τρόπο να συστήνουν συνδικαλιστικές οργανώσεις, να διαπραγματεύονται, να καταρτίζουν συλλογικές συμβάσεις, καθώς και να απεργούν.

Η ένστασή μου είναι ότι αυτό δεν θα εμποδίσει τη Wolt και τις άλλες επιχειρήσεις διανομής να υποκρίνονται - νομότυπα πλέον - ότι τα παιδιά με τις στολές δεν είναι υπάλληλοί τους αλλά «συνεργάτες», και έτσι να μην καταβάλλουν εργοδοτικές εισφορές, να μην τους αναγνωρίζουν άδειες, να μην τους καλύπτουν σε περίπτωση ατυχήματος, να μην τους πληρώνουν τη βενζίνη κτλ. κτλ.

Στη Βρετανία, στην Ισπανία, στην Ιταλία και αλλού τα δικαστήρια έχουν υποχρεώσει τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην οικονομία της πλατφόρμας, από την Uber έως την Deliveroo, να προσλάβουν με σχέση εξαρτημένης εργασίας τους εργαζόμενους που απασχολούν. Οι πιο διορατικές από τις εταιρείες αυτές θεωρούν ότι είναι και πάλι βιώσιμες, και επιχειρούν να προσελκύσουν επενδυτές και καταναλωτές προβάλλοντας το σεβασμό των εργαζομένων τους και των δικαιωμάτων τους. Οι λιγότερο διορατικές - ή λιγότερο ανταγωνιστικές - αποχωρούν.

Η οικονομία της πλατφόρμας είναι συχνά καινοτόμα, καλύπτει υπαρκτές ανάγκες των καταναλωτών, και προσφέρει ευκαιρίες απασχόλησης. Η ρύθμιση του εργασιακού καθεστώτος που διαφαίνεται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες δεν προστατεύει τους εργαζόμενους «πνίγοντας» τις επιχειρήσεις: κάνει απαιτητικότερη την καινοτομία, ανεβάζει τον πήχυ της ανταγωνιστικότητας, καταπολεμά τον αθέμιτο ανταγωνισμό.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, κάθε προσπάθεια να περιοριστεί η παραβατικότητα στην αγορά εργασίας είναι καλοδεχούμενη - τουλάχιστον από εμένα. Καταλαβαίνω ότι αυτό σε κάποιο βαθμό απαιτεί κάποιον πραγματισμό. Όμως ο πραγματισμός δεν μπορεί να εκτείνεται έως την συνθηκολόγηση με τις απαιτήσεις της μιας πλευράς, που στην προκειμένη περίπτωση είναι η «επιχειρηματικότητα της αρπαχτής».

19 Μαρτίου 2021

Η επόμενη μέρα στην Ιταλία του Ντράγκι

Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021).

H Ιταλία επλήγη από την πανδημία νωρίτερα και περισσότερο από άλλες χώρες - ειδικά οι βόρειες περιφέρειες του Βένετο και της Λομβαρδίας που λειτουργούν ως ατμομηχανές της οικονομίας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (11 Φεβρουαρίου 2021), η μείωση του ΑΕΠ ήταν 8,8% το 2020, ενώ η αύξησή του το 2021 θα είναι 3,4%. (Η πρόβλεψη για τη χώρα μας ήταν -10% και +3,5% αντιστοίχως.)

Βέβαια, πίσω από τους μέσους όρους κρύβεται αρκετή ποικιλία. Στην Ιταλία – όπως και στην Ελλάδα – ο τουρισμός κατέρρευσε. Επί πλέον, μαζί του κατέρρευσαν και άλλες οικονομικές δραστηριότητες που εδώ έχουν ιδιαίτερο ειδικό βάρος.

- Οι εκθέσεις (μόδας, επίπλου, design) που μόνο στο Μιλάνο έφερναν μισό εκατομμύριο εύπορους επισκέπτες η κάθε μια, και που με τη σειρά τους έδιναν ώθηση στις εξαγωγές ιταλικών προϊόντων.

- Η κουλτούρα (αρχαιολογικοί χώροι, μουσεία, κινηματογράφος, όπερα) που επίσης προσελκύει εκατομμύρια επισκέπτες.

- Τα πανεπιστήμια: μόνο στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου αυτή τη στιγμή έχουμε 7.300 ξένους φοιτητές, σε σύνολο 47.500 (15,4%), όμως οι περισσότεροι έχουν μείνει στη χώρα τους.

Ωστόσο, άλλοι τομείς της οικονομίας επέδειξαν αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα. Πέρυσι τέτοια εποχή οι αναλυτές φοβόντουσαν ότι η ιταλική βιομηχανία θα χάσει θέσεις στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, ότι παραγωγικές μονάδες της Πολωνίας ή της Σλοβακίας θα έπαιρναν τη θέση τους. Όμως, την ίδια στιγμή που στο κέντρο της πόλης του Μπέργκαμο στρατιωτικά καμιόνια έκαναν ουρές για να μαζέψουν τους νεκρούς από τα νοσοκομεία, στη γύρω περιοχή, στα φημισμένα εργοστάσια βιομηχανικών μηχανημάτων και εργαλείων, εργοδότες και συνδικάτα χωρίς πολλά ταρατατζούμ επινοούσαν και έθεταν σε εφαρμογή υγειονομικά πρωτόκολλα που επέτρεπαν την απρόσκοπτη λειτουργία της παραγωγής με ασφάλεια.

Αποτέλεσμα: οι ιταλικές εξαγωγές αντί να καταρρεύσουν και αυτές, αυξήθηκαν κατά 1,1% το 2020 έναντι του 2019. Σε αναγνώριση αυτής της απρόσμενης επιτυχίας, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις του περασμένου μήνα στέφθηκαν από επιτυχία: η Confindustria (ο ιταλικός ΣΕΒ) συμφώνησε με τα μαχητικά συνδικάτα των βιομηχανικών εργατών προσλήψεις και αυξήσεις μισθών (από 63 έως 120 ευρώ το μήνα).

Φυσικά, τώρα η μεγάλη πρόκληση είναι η ανάκαμψη. Από τη μια, αυτή απαιτεί την αντιμετώπιση των χρόνιων προβλημάτων της ιταλικής οικονομίας (χαμηλή παραγωγικότητα, ανελαστικότητες στην αγορά προϊόντων, υψηλό κόστος ενέργειας και συμμόρφωσης με το ρυθμιστικό πλαίσιο, αργόσυρτη δικαιοσύνη, απελπιστική γραφειοκρατία – με νησίδες αριστείας πάντως η τελευταία). Από την άλλη, η ανάκαμψη της οικονομίας προϋποθέτει επίσης μια δύσκολη και οδυνηρή διαδικασία διαχωρισμού της ήρας από το σιτάρι: Κάποιες επιχειρήσεις είναι κατά βάση βιώσιμες και αξίζουν να διασωθούν, άλλες θα είναι «ζόμπι» σε έναν κόσμο που όταν περάσει η πανδημία θα είναι πολύ διαφορετικός – και βέβαια η επιλογή ανάμεσα στις μεν και στις δε είναι μια σπαζοκεφαλιά γεμάτη παγίδες. Αυτό ισχύει για την Ιταλία, όπως και για τη Γερμανία, και ισχύει και για τη χώρα μας.

Πριν από έναν χρόνο (25 Μαρτίου 2020), ο Μάριο Ντράγκιπου δεν ήταν πλέον Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και δεν ήταν ακόμη πρωθυπουργός της Ιταλίας – δημοσίευσε στους Financial Times ένα εξαιρετικό άρθρο που καλούσε σε «επιστράτευση» εναντίον του κορωνοϊού. Το άρθρο καλούσε τις κυβερνήσεις να στηρίξουν χωρίς δισταγμό τα δημόσια συστηματα υγείας, να προστατεύσουν τις θέσεις εργασίας, και να ενισχύσουν τα εισοδήματα των πολιτών. («Εάν δεν το κάνουμε, θα βγούμε από την κρίση με σταθερά μειωμένη απασχόληση και παραγωγική δυναμικότητα».)

Όσον αφορά το δημόσιο χρέος, το οποίο αναπόφευκτα θα διογκωθεί, ο Ντράγκι εισάγει τη διάκριση ανάμεσα σε «καλό» και «κακό» χρέος. «Κακό» χρέος είναι αυτό που σπαταλάται για τον κατευνασμό ομάδων πίεσης, ή σε δημόσια έργα περιορισμένης χρησιμότητας, ή εντελώς βλαβερά για την κοινωνία και για το περιβάλλον. «Καλό» χρέος είναι αυτό που επενδύει στο μέλλον: στην καινοτομία, στην ενεργειακή μετάβαση, στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, στον εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων και της δημόσιας διοίκησης, στη διευκόλυνση των παραγωγικών αναδιαρθρώσεων, στις δεξιότητες των νέων.

Πολλοί μιλάνε για τον νέο πρωθυπουργό της Ιταλίας (με περιφρόνηση ή με θαυμασμό, ανάλογα με τα γούστα) σαν να είναι άλλος ένας τεχνοκράτης. Είναι πράγματι τεχνοκράτης, και μάλιστα υψηλού επιπέδου και υψηλού κύρους, όμως είναι επίσης ένας άνθρωπος με πολιτικές ικανότητες – και με αυτό δεν εννοώ μικροπολιτική καπατσοσύνη, αλλά αντίληψη της κρισιμότητας της στιγμής, διαύγεια στη διάγνωση των εμποδίων, προσήλωση στο καθήκον. Ο Ντράγκι είναι αυτό που οι Βρετανοί ονομάζουν «statesman».

Για το καλό της Ιταλίας, και της Ευρώπης (και της Ελλάδας), θα πρέπει όλοι να ευχόμαστε να πετύχει.

2 Μαρτίου 2021

Ασφαλιστικό: Με χαριστικές ρυθμίσεις και χωρίς συναινέσεις η μεταρρύθμιση δεν θα πετύχει

Το κείμενο της παρέμβασής μου στη δημόσια συζήτηση του ερευνητικού οργανισμού «διαΝΕΟσις» για τις συντάξεις (Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2021). Δημοσιεύτηκε με αυτό τον τίτλο στην ηλεκτρονική εφημερίδα «Liberal» (Τρίτη 2 Μαρτίου 2021).

Προτού αρχίσουμε να μιλάμε για τη μεταρρύθμιση που μας παρουσίασε ο κ. Τσακλόγλου, θα πρέπει να αναρωτηθούμε για το εάν είναι καλή ιδέα να αφιερώσουμε πρόσθετους πόρους στο σύστημα συντάξεων; Νομίζω πως όχι, νομίζω πως πρέπει να σταματήσουμε να ρίχνουμε έξτρα χρήματα στο ασφαλιστικό. Και αυτό για τουλάχιστον τρεις λόγους: 

(1) Η συνταξιοδοτική δαπάνη είναι ήδη στα ύψη, στερώντας όλες τις άλλες δημόσιες πολιτικές από πολύτιμους πόρους. Ανέφερε ο κ. Νεκτάριος τις μελλοντικές ανάγκες για μακροχρόνια φροντίδα ηλικιωμένων. Για να φέρω άλλο ένα παράδειγμα κοινωνικής πολιτικής: Το 80% και πάνω των ανέργων δεν δικαιούνται επίδομα ανεργίας. Για να φέρω ένα διαφορετικό παράδειγμα: Το επίπεδο δεξιοτήτων στην Ελλάδα είναι το χαμηλότερο στην Ευρώπη. Χωρίς μια σοβαρή επένδυση στο εκπαιδευτικό σύστημα και στο σύστημα κατάρτισης με σκοπό την αναβάθμιση των δεξιοτήτων, θα αποδειχθεί απλώς αδύνατο να περάσουμε σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, όπως προτείνει η Επιτροπή Πισσαρίδη και όπως συμμερίζονται οι περισσότεροι από εμάς.

(2) Οι συνταξιούχοι υπέστησαν τις γνωστές περικοπές συντάξεων την περίοδο 2010-15, όμως άλλες ομάδες του πληθυσμού είδαν τα εισοδήματά τους να μειώνονται περισσότερο ή και να μηδενίζονται. Αυτό ενισχύθηκε από όσα συνέβησαν τον τελευταίο χρόνο: η πανδημία δεν επηρέασε τις συντάξεις, αλλά μείωσε και άλλο τα εισοδήματα εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα.

(3) Μέχρι το 2010 είχαμε το χειρότερο ασφαλιστικό της Ευρώπης – το πιο άδικο και το πιο χρεωκοπημένο. Στη συνέχεια, υπό την πίεση των δανειστών, έγιναν σοβαρές προσπάθειες συμμαζέματος του. Παρά τα ελαττώματά του, ο λεγόμενος νόμος Κατρούγκαλου περιέγραφε ένα συνταξιοδοτικό σύστημα λιτότερο (όπως είναι επιβεβλημένο, για να μην επιβαρύνουμε υπέρμετρα τη γενιά των παιδιών μας) και πιο ομοιόμορφο. Αυτό αποτυπώθηκε στις προβολές που επικαλέστηκε η κ. Αχτσιόγλου, που δείχνουν ότι το «αφανές χρέος» του ασφαλιστικού έχει σημαντικά περιοριστεί. Όμως οι προβολές βασίστηκαν στην υπόθεση ότι η κυβέρνηση (και οι επόμενες κυβερνήσεις) θα εφάρμοζαν τις ρυθμίσεις που είχαν ψηφιστεί. Είναι εύλογη η υπόθεση ότι μια χώρα τηρεί τους κανόνες που έχει νομοθετήσει, αλλά στην περίπτωσή μας δυστυχώς δεν ισχύει. Από το 2018, τόσο η προηγούμενη όσο και η σημερινή κυβέρνηση έχουν βαλθεί να ακυρώσουν τη μεγάλη διόρθωση που έγινε τα προηγούμενα χρόνια. Η προηγούμενη κυβέρνηση αρνήθηκε να εφαρμόσει την «προσωπική διαφορά», και (μετά τις σχετικές αποφάσεις των δικαστηρίων) μείωσε το ποσοστό εισφοράς των ελευθέρων επαγγελματιών και των αγροτών. Η σημερινή κυβέρνηση κατάργησε τη σύνδεση της εισφοράς ελευθέρων επαγγελματιών και αγροτών με το εισόδημα – πλέον ένας μεγαλογιατρός μπορεί νομίμως να πληρώνει λιγότερα για σύνταξη και ασθένεια από ό,τι μια καθαρίστρια. Στη συνέχεια επανέφερε (και διαφήμισε με πολλά ταρατατζούμ) το δικαίωμα πρόωρης συνταξιοδότησης των μητέρων και πατέρων. Με αυτό το ρυθμό, σε λίγο καιρό θα είμαστε πάλι στο σημείο που βρισκόμαστε το αξέχαστο 2010, έτοιμοι να ζήσουμε ξανά όσα ακολούθησαν.

Με δεδομένα τα παραπάνω, φοβάμαι ότι το σχέδιο που μας παρουσίασε ο κ. Τσακλόγλου δεν θα μπορέσει από μόνο του να πετύχει το στόχο του. Παρά τα αναμφίβολα χαρίσματα του σχεδίου. Δεν αμφιβάλλω, για παράδειγμα, ότι εάν σχεδιάζαμε το σύστημα συντάξεων μιας καινούριας χώρας (του κουτιού) μάλλον θα φροντίζαμε να θεσμοθετήσουμε ότι ένα μέρος του θα είναι κεφαλαιοποιητικό. Επειδή η Ελλάδα δεν είναι ακριβώς καινούρια χώρα, η μετάβαση από το ένα είδος επικουρικής ασφάλισης στο άλλο θα προκαλέσει ένα «δημοσιονομικό κενό». Με απλά λόγια: εάν οι εισφορές των νέων ασφαλισμένων αποταμιεύονται, κάποιος πρέπει να πληρώνει τις επικουρικές συντάξεις των ήδη συταξιούχων, όσων είναι σήμερα άνω των 35 ετών, καθώς και όσων παρότι νεώτεροι επιλέξουν να μην ενταχθούν στο νέο σύστημα. Το «δημοσιονομικό κενό» θα προστεθεί στο 10% του ΑΕΠ που είναι το έλλειμμα του σημερινού ασφαλιστικού – και αυτό είναι βέβαιο. Οι θετικές επιδράσεις στην οικονομία είναι αβέβαιες, και σε μια γερασμένη κοινωνία που δραστηριοποιείται σε μια ανοιχτή οικονομία μπορεί να αποδειχθούν περιορισμένες.

Επί πλέον, τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα συντάξεων έχουν και αυτά τους κινδύνους τους και τα μειονεκτήματά τους. Θα αντιπαρέλθω τις συνήθεις ενστάσεις, που ανέφερε η κ. Αχτσιόγλου (κάποιες τις θεωρώ βάσιμες, άλλες λιγότερο), για να αναφερθώ σε ένα πρόβλημα που με ανησυχεί ιδιαίτερα. Είναι το πρόβλημα του πολιτικού κινδύνου που είναι ιδιαίτερα μεγάλος σε πολιτικά συστήματα χαμηλής συναίνεσης.

Με βάση το σχέδιο που μας παρουσίασε ο κ. υφυπουργός, οι πρώτες επικουρικές συντάξεις του νέου συστήματος θα καταβληθούν μετά το 2050. Μέχρι τότε, ο κουμπαράς των εισφορών θα γεμίζει. Τι θα εμποδίσει μια μελλοντική κυβέρνηση «να βάλει χέρι» σε αυτό τον κουμπαρά, για να καλύψει άλλες ανάγκες; Αυτο έχει συμβεί επανειλημμένως: στην Αργεντινή (2008), στη Βολιβία (2010), στην Ουγγαρία (2011), στο Καζακστάν (2013) και αλλού. Σε άλλες χώρες (Πολωνία, Σλοβακία, Ρουμανία, στις χώρες της Βαλτικής) το μέγεθος του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα περιορίστηκε, με μείωση των αντίστοιχων εισφορών.

Θα ζητούσα λοιπόν από την κυβέρνηση να κάνει δύο πράγματα: Πρώτον, όσο και εάν αυτό σήμερα ακούγεται εξωπραγματικό, να αναζητήσει ευρύτερες συναινέσεις με τα πολιτικά κόμματα, τις οργανώσεις των εργαζομένων και των εργοδοτών. Δεύτερον, να σεβαστεί τα μέτρα εξυγίανσης που θεσμοθετήθηκαν την περίοδο 2010-16, ακυρώνοντας όλες τις χαριστικές ρυθμίσεις της τελευταίας τριετίας υπέρ μεγαλογιατρών, μεγαλοδικηγόρων, πατέρων ανηλίκων και άλλων αναξιοπαθούντων.