Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 1997)
Το συνέδριο της Εταιρείας Πολιτικού Προβληματισμού ‘Νίκος Πουλαντζάς’ για τις ‘Προοπτικές του κοινωνικού κράτους στη Νότια Ευρώπη’ είναι πλέον από ειδησεογραφικής απόψεως μακρινό παρελθόν (έγινε το τριήμερο 11-13 Δεκεμβρίου), ενώ είναι ακόμη μάλλον νωρίς για μια αναλυτική παρουσίαση των εισηγήσεων: τα πρακτικά του θα δημοσιευτούν στην καλύτερη περίπτωση σε μήνες, ενώ μια εκτεταμένη περίληψη στα ‘Ενθέματα’ θα πρέπει για τεχνικούς λόγους να περιμένει ως τα τέλη Ιανουαρίου. Ανεξάρτητα δε από την επιτυχία του ή όχι ως προς το περιεχόμενο, το συνέδριο δεν τα πήγε ιδιαίτερα καλά ως προς τη δημοσιότητα που του δόθηκε, με τη μερική εξαίρεση της «Αυγής». Συνεπώς, θα ήταν άστοχη μια συζήτηση επί της ουσίας του ζητήματος, αφού αναγκαστικά θα περιοριζόταν σε όσους (ευτυχώς αρκετούς) παρακολούθησαν το συνέδριο.
Με την έννοια αυτή, ίσως έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον να ασχοληθεί κανείς με τα ‘συμφραζόμενα’ του συνεδρίου. Εν συντομία, η Εταιρεία ‘Νίκος Πουλαντζάς’ ιδρύθηκε πρόσφατα με πρωτοβουλία του ‘Συνασπισμού’ και επιχορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 2429/96 περί της χρηματοδότησης των κομμάτων, το δε συνέδριο για τις ‘Προοπτικές του κοινωνικού κράτους στη Νότια Ευρώπη’ ήταν η τρίτη κατά σειρά δημόσια εκδήλωσή της: είχε προηγηθεί το συνέδριο ‘Κοινωνικός αποκλεισμός και ανθρώπινη αξιοπρέπεια: ο ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών’ στις αρχές Οκτωβρίου, καθώς και η ομιλία του ιστορικού Ιταλού συνδικαλιστή Bruno Trentin στα μέσα Νοεμβρίου. Όχι άσχημος απολογισμός για τους τέσσερις πρώτους μήνες ζωής της Εταιρείας.
Η κρατική χρηματοδότηση πολιτικών ινστιτούτων είναι καλή ιδέα, οπωσδήποτε καλύτερη από την ‘εν λευκώ’ ενίσχυση των ίδιων των κομμάτων. Ούτε είναι πειστικό το φιλελεύθερο αντεπιχείρημα περί χρηματοδότησης τέτοιου είδους δραστηριοτήτων δια της εθελοντικής συνδρομής των πολιτών, αφού ο πλούτος των ιδεών σπανίως συμπίπτει με τον άλλο πλούτο. Επί πλέον, η άνοδος του επιπέδου της δημόσιας συζήτησης - περισσότερο παρά ποτέ αναγκαία - είναι αδύνατη χωρίς τη βελτίωση και της ποιότητας του πολιτικού λόγου των κομμάτων.
Φυσικά, το ζητούμενο δεν είναι η δημιουργία μιας ‘σχολής κομματικών στελεχών’ - πράγμα που άλλωστε θα ήταν κακόγουστος αναχρονισμός. Το αντίθετο: είναι η σύνδεση διεργασιών που ούτως ή άλλως γίνονται στο εσωτερικό των κομμάτων γύρω από διάφορα προβλήματα πολιτικής, με την κατά τεκμήριο πιο συστηματική ενασχόληση με αυτά κύκλων διανοουμένων που κινούνται στον ίδιο πολιτικό χώρο. Το αντικείμενο των σχετικών συζητήσεων δεν χρειάζεται να περιοριστεί στα διάφορα θέματα ιστορίας και πολιτικής θεωρίας (τα οποία ανέκαθεν συνάρπαζαν τους αριστερούς), αλλά είναι ανάγκη να επεκταθεί στα περίπλοκα και εν πολλοίς τεχνικά προβλήματα με τα οποία βρίσκονται αντιμέτωπες οι σύγχρονες κοινωνίες και τα οποία καθορίζουν το βιοτικό επίπεδο των πολιτών: και δεν εννοώ μόνο συντάξεις, αλλά και εκπαίδευση, συγκοινωνίες, διαχείριση πόλεων.
Πρόκειται για συνάντηση που μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά γόνιμη - αρκεί να υπερνικηθούν οι σχετικές αντιστάσεις. Το πρώτο είδος αντιστάσεων αφορά τα κόμματα. Η έλλειψη συνοχής όλων χωρίς εξαίρεση των κομμάτων καθιστά δύσκολη την ανοικτή και χωρίς προκαταλήψεις συζήτηση ‘δύσκολων’ θεμάτων. Ακόμη και στο χώρο της ανανεωτικής αριστεράς εντείνονται οι πιέσεις για την ουσιαστική χειραγώγηση των σχετικών αναζητήσεων με σκοπό τη διατήρηση εσωκομματικών ισορροπιών στα μέτρα ενός ιδιότυπου και αταίριαστου ‘καθωσπρεπισμού’. Και όμως, η επίτευξη πραγματικών προγραμματικών συνθέσεων επιβάλλει ακριβώς την ειλικρινή διατύπωση κατ’ αρχήν των διαφορετικών απόψεων και την ελεύθερη αντιπαράθεσή τους στη συνέχεια. Αυτονόητο για τους περισσότερους αναγνώστες των «Ενθεμάτων» είμαι βέβαιος, όχι πια αυτονόητο φοβάμαι για πολλά στελέχη του «Συνασπισμού».
Το δεύτερο είδος αντιστάσεων αφορά τους διανοούμενους - και συγκεκριμένα τους διανοούμενους της αριστεράς. Επιλέγω ηθελημένα έναν όρο φορτισμένο και αντιπαρέρχομαι τα ερωτήματα που αμέσως θέτει (υπάρχουν; ποιοι είναι; με τι στο καλό ασχολούνται τόσο καιρό;). Οι παραδοσιακοί διανοούμενοι της αριστεράς έχουν εκλείψει σχεδόν ολοκληρωτικά ως κοινωνικός τύπος, και πολλοί από εμάς συνειδητοποιούν για πρώτη φορά ότι μαζί τους κινδυνεύει να εκλείψει η ανιδιοτέλεια και αυθεντική αίσθηση κοινωνικής ευθύνης που χαρακτήριζε πολλούς από αυτούς. Αντίθετα, όσοι τους διαδέχθηκαν φαίνεται να διαπνέονται σε επικίνδυνα μεγάλο βαθμό από ένα πομπώδη κομφορμισμό ή στην καλύτερη περίπτωση από απροθυμία να ‘λερώσουν τα χέρια τους’ με πρακτικά προβλήματα. Ο νέος τύπος διανοούμενου που έχει ανάγκη η Αριστερά - έντιμος, ανήσυχος και συγκροτημένος - δεν συνιστά (ακόμη;) κρίσιμη μάζα. Μένει να αποδειχθεί εάν πρόκειται για μόνιμο χαρακτηριστικό της μεταμοντέρνας κατάστασης ή απλώς παροδικό φαινόμενο fin de siècle.
29 Δεκεμβρίου 1997
24 Νοεμβρίου 1997
Εκθέσεις και εκτιθέμενοι
Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 23 Νοεμβρίου 1997)
Η Έκθεση Σπράου έχει ήδη περάσει από τα πρωτοσέλιδα στις ειδικές στήλες και από εκεί ‘εκτός ύλης’ - τουλάχιστον προς το παρόν. Μου φαίνεται, λοιπόν, η κατάλληλη στιγμή για μια νηφάλια αποτίμηση της συμβολής της Έκθεσης στο δημόσιο διάλογο για το μέλλον του ασφαλιστικού μας συστήματος, καθώς και των αντιδράσεων που προκάλεσε η δημοσίευσή της.
Η κεντρική ιδέα της Έκθεσης Σπράου πρέπει να είναι οικεία στους συστηματικούς αναγνώστες των «Ενθεμάτων»: το υπάρχον σύστημα κοινωνικής ασφάλισης δεν είναι ούτε βιώσιμο οικονομικά ούτε δίκαιο κοινωνικά. Όπως έχει τονιστεί κατ’ επανάληψιν στις στήλες αυτές, η Ελλάδα δαπανά το ίδιο ποσοστό του Α.Ε.Π. για συντάξεις όπως και η Σουηδία (12%), παρότι το ποσοστό των ατόμων άνω των 65 στο συνολικό πληθυσμό είναι χαμηλότερο στη χώρα μας (15% έναντι 18%). Και όμως, το ποσοστό φτώχειας των ηλικιωμένων είναι μεγαλύτερο στην Ελλάδα από ό,τι σε όλες τις χώρες της Ευρώπης εκτός από την Πορτογαλία. Συνεπώς, η μεταρρύθμιση είναι αναγκαία όχι μόνο στο όνομα των κριτηρίων του Μάαστριχτ και μιας δήθεν ‘λογιστικής αντίληψης για την πολιτική’, μα ακριβώς στο όνομα της αλληλεγγύης – και δη αυτής ‘των γενεών’ (pace Ελεφάντη, «Αυγή» 2 Νοεμβρίου).
Εκτός, βέβαια, και εάν αλληλεγγύη των γενεών σημαίνει εγωιστική συσσώρευση προκλητικών προνομίων από ένα ευνοημένο τμήμα των σημερινών εργαζομένων - με την πρωτοβουλία ή συνενοχή ενός τμήματος των πολιτικών ελίτ - και αποστολή του λογαριασμού στους αυριανούς εργαζόμενους. Νομίζω όμως ότι εμείς, αριστεροί άνθρωποι, άλλο εννοούμε με τον όρο: ένα σύστημα στο οποίο η μια γενιά χρηματοδοτεί ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης της προηγούμενης που έχει συνταξιοδοτηθεί - και περιμένει από την επόμενη να κάνει το ίδιο για αυτή. Προϋπόθεση της καλής λειτουργίας του συστήματος είναι η εμπιστοσύνη: εάν η επόμενη γενιά βρεθεί μπροστά σε ένα ‘κοινωνικό συμβόλαιο’ με δυσβάσταχτες υποχρεώσεις και αβέβαια δικαιώματα, τότε μπορεί κάλλιστα να αποφασίσει ότι οι προηγούμενες γενεές την εξαπάτησαν. Και τότε; Τότε, απλούστατα, μπορεί να αρνηθεί να τηρήσει τους όρους ενός ‘κοινωνικού συμβολαίου’ το οποίο απέτυχε να λάβει υπ’ όψιν του και τα δικά της συμφέροντα – και για τους οποίους όρους, φυσικά, ποτέ δεν ρωτήθηκε.
Κινδυνολογία, θα αντέτεινε κανείς. Κάθε άλλο: σε εποχές οικονομικής κρίσης και χαλάρωσης της κοινωνικής συνοχής, η συναίνεση στο κοινωνικό κράτος δεν είναι δεδομένη αλλά εξαρτάται από τη συγκεκριμένη κατανομή των παροχών αλλά και του βάρους της χρηματοδότησής τους. Θεσμοί κοινωνικής προστασίας που ωφελούν κυρίως τους ευνοημένους και βαρύνουν κυρίως τους απροστάτευτους υπονομεύουν τη συναίνεση στο κοινωνικό κράτος και διευκολύνουν την επίθεση εναντίον του. Ακριβώς για αυτό μια σύγχρονη Αριστερά θα έπρεπε να θεωρεί καθήκον της την επαναδιαπραγμάτευση των όρων του ‘κοινωνικού συμβολαίου’, αντί να παρακολουθεί αμήχανη τις εξελίξεις φοβούμενη να θίξει τις εγωιστικές συντεχνίες που τόσο φιλόξενο έδαφος βρίσκουν στους κόλπους της.
Πρόκειται για την ουσία του προβλήματος: η ριζική αναμόρφωση του συστήματος συντάξεων είναι αναγκαία για την αποτελεσματικότερη προστασία των σημερινών ηλικιωμένων από τη φτώχεια, για την επέκταση της κοινωνικής προστασίας στους άνεργους, στους νέους και τις γυναίκες με ασταθή και επισφαλή σύνδεση με την αγορά εργασίας, για την προστασία των συμφερόντων των αυριανών εργαζομένων που σήμερα είναι στους παιδικούς σταθμούς. Ζωτικά θέματα για τους αριστερούς – υπερβολικά ζωτικά θα έλεγα για να τα εμπιστευθούμε στους συνδικαλιστές μας.
Και οι επ’ αυτού προτάσεις της Έκθεσης Σπράου; Κατ’ επιλογήν των συντακτών της, προτάσεις με τη στενή έννοια του όρου δεν υπάρχουν. Ωστόσο, είναι φανερό ότι ορισμένες από τις ιδέες που προτείνονται για συζήτηση απολαμβάνουν ιδιαίτερης εύνοιας. Μια από αυτές είναι η βαθμιαία μετάβαση από το σημερινό σε ένα σύστημα τριών ‘στυλοβατών’ ή ‘πυλώνων’. Η διατύπωση ανήκει σε μια άλλη Έκθεση, της Διεθνούς Τράπεζας το 1994, όπου προτείνεται η δημιουργία συστήματος συντάξεων με τα εξής συστατικά (1) μια ‘βασική’ σύνταξη χρηματοδοτούμενη από το κράτος, (2) μια υποχρεωτική ‘κύρια’ σύνταξη χρηματοδοτούμενη από εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών και (3) μια προαιρετική ‘πρόσθετη’ σύνταξη χρηματοδοτούμενη από ατομικές εισφορές.
Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια ελαστική συστηματοποίηση, η οποία αποκλείει μεν τα κλασσικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης αλλά χωράει ένα μεγάλο φάσμα άλλων επιλογών, σύμφωνα με τις πολιτικές και κοινωνικές προτιμήσεις κάθε χώρας: από τη Χιλή (όπου η βασική σύνταξη είναι ένα χαμηλό επίδομα για το φτωχότερο μέρος του πληθυσμού, ενώ η κύρια σύνταξη δίνεται από ένα ιδιωτικό-κεφαλαιοποιητικό σύστημα) μέχρι τη Σουηδία (όπου η βασική σύνταξη είναι γενναιόδωρη και δίνεται σε ολόκληρο τον πληθυσμό, ενώ η κύρια σύνταξη είναι ανταποδοτική αλλά στα πλαίσια ενός διανεμητικού-κοινωνικού συστήματος). Πρόκειται για λύσεις εξ ίσου βιώσιμες, αν και κάθε άλλο παρά ουδέτερες πολιτικά. Περιττό να προσθέσω ότι τη δική μου προτίμηση συγκεντρώνει ένα σύστημα όπως το Σουηδικό, ότι το Χιλιανό σύστημα συγκεντρώνει τις προτιμήσεις φιλελεύθερων κύκλων που άλλοτε ονομάζαμε ‘φωτισμένη δεξιά’, ενώ πολλοί συνδικαλιστές προτιμούν το σημερινό μη βιώσιμο σύστημα και χαρακτηρίζουν συλλήβδην ‘νεοφιλελεύθερα’ όλα τα συστήματα τριών πυλώνων. Όσο για την Έκθεση Σπράου, αναφέρει ρητά ότι στις συνθήκες της Ευρώπης το σύστημα της Χιλής δεν είναι ούτε εφικτό ούτε επιθυμητό (στη σελ. 89 για όσους ενδιαφέρονται).
Στο σημείο αυτό συναντάται η στάση πολλών επικριτών της Έκθεσης – μείγμα κακής προαίρεσης και άγνοιας – με την προχειρότητα αλλά και ακατανίκητη ροπή προς εντυπωσιασμό δημοσιογράφων από όλο το φάσμα του Τύπου, ακόμη και ‘σοβαρών’ εφημερίδων. Αντί να προσπαθήσουν να διαβάσουν ένα ογκώδες μεν αλλά προσιτό κείμενο – ειδικά γραμμένο άλλωστε για πολυπράγμονες ανθρώπους με μικρή ικανότητα εμβάθυνσης σε ένα θέμα – προτίμησαν να ακολουθήσουν τη δοκιμασμένη συνταγή της ευθείας διαστρέβλωσης του περιεχομένου με την επιλεκτική παράθεση αποσπασμάτων ώστε να ‘στοιχειοθετηθεί’ η καταγγελία των συντακτών της Έκθεσης. Λίγο βάρυνε στην κρίση των επικριτών ότι ο κ. Σπράος υπήρξε καθηγητής σε ένα από τα καλύτερα αγγλικά πανεπιστήμια, αλλά και Επονίτης στην κατεχόμενη Αθήνα και αργότερα πρωταγωνιστής από την πρώτη μέρα των κινητοποιήσεων της ελληνικής παροικίας του Λονδίνου εναντίον της χούντας των συνταγματαρχών.
Το λυπηρό είναι ότι αυτόν το δρόμο ακολούθησαν και δημοσιογράφοι με επίμονες - και πολύτιμες στις εποχές που ζούμε - ευαισθησίες, οι οποίοι έχουν συχνά αντιταχθεί στις ‘εθνικολαϊκές’ αν όχι ανοιχτά ρατσιστικές κοινοτοπίες της πλειοψηφίας των συναδέλφων τους. Ίσως, εάν οι φωτογραφίες Σπράου-Pinochet στην ‘Ελευθεροτυπία’ αποκαλύπτουν κάτι, αυτό να είναι τα όρια μιας ορισμένης αριστερής κουλτούρας, η οποία δείχνει το χειρότερο εαυτό της (δίκη προθέσεων, επιφανειακή μελέτη των δεδομένων, συνοπτική καταδίκη και δημόσια καταγγελία των αυτουργών) σε θέματα που αντίθετα απαιτούν αναλυτική καθαρότητα, πρωτοτυπία σκέψης, ανοιχτό μυαλό και επινοητικότητα.
Η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, δηλ. η επαναδιαπραγμάτευση του ‘κοινωνικού συμβολαίου’, δεν είναι άλλο από μια επίπονη διαδικασία εξισορρόπησης συμφερόντων, όπου κάποιοι χάνουν και κάποιοι κερδίζουν. Για τη σύγχρονη Αριστερά, η μεταρρύθμιση δεν μπορεί παρά να κριθεί από το κατά πόσον συμβάλλει στην επίτευξη των ιστορικών στόχων του κοινωνικού κράτους στις νέες συνθήκες: μείωση των ανισοτήτων, εξάλειψη της φτώχειας, κοινωνική προστασία για όλους. Εάν αυτό προϋποθέτει την κατάργηση των πελατειακών προνομίων ορισμένων ομάδων μεσαίου και υψηλού εισοδήματος (με μεγάλη επιρροή στη Βουλή, στα συνδικάτα - ακόμη και στα κόμματα της Αριστεράς), κατά τη γνώμη μου πρόκειται για ένα τίμημα αναγκαίο και απολύτως δικαιολογημένο.
Η Έκθεση Σπράου έχει ήδη περάσει από τα πρωτοσέλιδα στις ειδικές στήλες και από εκεί ‘εκτός ύλης’ - τουλάχιστον προς το παρόν. Μου φαίνεται, λοιπόν, η κατάλληλη στιγμή για μια νηφάλια αποτίμηση της συμβολής της Έκθεσης στο δημόσιο διάλογο για το μέλλον του ασφαλιστικού μας συστήματος, καθώς και των αντιδράσεων που προκάλεσε η δημοσίευσή της.
Η κεντρική ιδέα της Έκθεσης Σπράου πρέπει να είναι οικεία στους συστηματικούς αναγνώστες των «Ενθεμάτων»: το υπάρχον σύστημα κοινωνικής ασφάλισης δεν είναι ούτε βιώσιμο οικονομικά ούτε δίκαιο κοινωνικά. Όπως έχει τονιστεί κατ’ επανάληψιν στις στήλες αυτές, η Ελλάδα δαπανά το ίδιο ποσοστό του Α.Ε.Π. για συντάξεις όπως και η Σουηδία (12%), παρότι το ποσοστό των ατόμων άνω των 65 στο συνολικό πληθυσμό είναι χαμηλότερο στη χώρα μας (15% έναντι 18%). Και όμως, το ποσοστό φτώχειας των ηλικιωμένων είναι μεγαλύτερο στην Ελλάδα από ό,τι σε όλες τις χώρες της Ευρώπης εκτός από την Πορτογαλία. Συνεπώς, η μεταρρύθμιση είναι αναγκαία όχι μόνο στο όνομα των κριτηρίων του Μάαστριχτ και μιας δήθεν ‘λογιστικής αντίληψης για την πολιτική’, μα ακριβώς στο όνομα της αλληλεγγύης – και δη αυτής ‘των γενεών’ (pace Ελεφάντη, «Αυγή» 2 Νοεμβρίου).
Εκτός, βέβαια, και εάν αλληλεγγύη των γενεών σημαίνει εγωιστική συσσώρευση προκλητικών προνομίων από ένα ευνοημένο τμήμα των σημερινών εργαζομένων - με την πρωτοβουλία ή συνενοχή ενός τμήματος των πολιτικών ελίτ - και αποστολή του λογαριασμού στους αυριανούς εργαζόμενους. Νομίζω όμως ότι εμείς, αριστεροί άνθρωποι, άλλο εννοούμε με τον όρο: ένα σύστημα στο οποίο η μια γενιά χρηματοδοτεί ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης της προηγούμενης που έχει συνταξιοδοτηθεί - και περιμένει από την επόμενη να κάνει το ίδιο για αυτή. Προϋπόθεση της καλής λειτουργίας του συστήματος είναι η εμπιστοσύνη: εάν η επόμενη γενιά βρεθεί μπροστά σε ένα ‘κοινωνικό συμβόλαιο’ με δυσβάσταχτες υποχρεώσεις και αβέβαια δικαιώματα, τότε μπορεί κάλλιστα να αποφασίσει ότι οι προηγούμενες γενεές την εξαπάτησαν. Και τότε; Τότε, απλούστατα, μπορεί να αρνηθεί να τηρήσει τους όρους ενός ‘κοινωνικού συμβολαίου’ το οποίο απέτυχε να λάβει υπ’ όψιν του και τα δικά της συμφέροντα – και για τους οποίους όρους, φυσικά, ποτέ δεν ρωτήθηκε.
Κινδυνολογία, θα αντέτεινε κανείς. Κάθε άλλο: σε εποχές οικονομικής κρίσης και χαλάρωσης της κοινωνικής συνοχής, η συναίνεση στο κοινωνικό κράτος δεν είναι δεδομένη αλλά εξαρτάται από τη συγκεκριμένη κατανομή των παροχών αλλά και του βάρους της χρηματοδότησής τους. Θεσμοί κοινωνικής προστασίας που ωφελούν κυρίως τους ευνοημένους και βαρύνουν κυρίως τους απροστάτευτους υπονομεύουν τη συναίνεση στο κοινωνικό κράτος και διευκολύνουν την επίθεση εναντίον του. Ακριβώς για αυτό μια σύγχρονη Αριστερά θα έπρεπε να θεωρεί καθήκον της την επαναδιαπραγμάτευση των όρων του ‘κοινωνικού συμβολαίου’, αντί να παρακολουθεί αμήχανη τις εξελίξεις φοβούμενη να θίξει τις εγωιστικές συντεχνίες που τόσο φιλόξενο έδαφος βρίσκουν στους κόλπους της.
Πρόκειται για την ουσία του προβλήματος: η ριζική αναμόρφωση του συστήματος συντάξεων είναι αναγκαία για την αποτελεσματικότερη προστασία των σημερινών ηλικιωμένων από τη φτώχεια, για την επέκταση της κοινωνικής προστασίας στους άνεργους, στους νέους και τις γυναίκες με ασταθή και επισφαλή σύνδεση με την αγορά εργασίας, για την προστασία των συμφερόντων των αυριανών εργαζομένων που σήμερα είναι στους παιδικούς σταθμούς. Ζωτικά θέματα για τους αριστερούς – υπερβολικά ζωτικά θα έλεγα για να τα εμπιστευθούμε στους συνδικαλιστές μας.
Και οι επ’ αυτού προτάσεις της Έκθεσης Σπράου; Κατ’ επιλογήν των συντακτών της, προτάσεις με τη στενή έννοια του όρου δεν υπάρχουν. Ωστόσο, είναι φανερό ότι ορισμένες από τις ιδέες που προτείνονται για συζήτηση απολαμβάνουν ιδιαίτερης εύνοιας. Μια από αυτές είναι η βαθμιαία μετάβαση από το σημερινό σε ένα σύστημα τριών ‘στυλοβατών’ ή ‘πυλώνων’. Η διατύπωση ανήκει σε μια άλλη Έκθεση, της Διεθνούς Τράπεζας το 1994, όπου προτείνεται η δημιουργία συστήματος συντάξεων με τα εξής συστατικά (1) μια ‘βασική’ σύνταξη χρηματοδοτούμενη από το κράτος, (2) μια υποχρεωτική ‘κύρια’ σύνταξη χρηματοδοτούμενη από εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών και (3) μια προαιρετική ‘πρόσθετη’ σύνταξη χρηματοδοτούμενη από ατομικές εισφορές.
Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια ελαστική συστηματοποίηση, η οποία αποκλείει μεν τα κλασσικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης αλλά χωράει ένα μεγάλο φάσμα άλλων επιλογών, σύμφωνα με τις πολιτικές και κοινωνικές προτιμήσεις κάθε χώρας: από τη Χιλή (όπου η βασική σύνταξη είναι ένα χαμηλό επίδομα για το φτωχότερο μέρος του πληθυσμού, ενώ η κύρια σύνταξη δίνεται από ένα ιδιωτικό-κεφαλαιοποιητικό σύστημα) μέχρι τη Σουηδία (όπου η βασική σύνταξη είναι γενναιόδωρη και δίνεται σε ολόκληρο τον πληθυσμό, ενώ η κύρια σύνταξη είναι ανταποδοτική αλλά στα πλαίσια ενός διανεμητικού-κοινωνικού συστήματος). Πρόκειται για λύσεις εξ ίσου βιώσιμες, αν και κάθε άλλο παρά ουδέτερες πολιτικά. Περιττό να προσθέσω ότι τη δική μου προτίμηση συγκεντρώνει ένα σύστημα όπως το Σουηδικό, ότι το Χιλιανό σύστημα συγκεντρώνει τις προτιμήσεις φιλελεύθερων κύκλων που άλλοτε ονομάζαμε ‘φωτισμένη δεξιά’, ενώ πολλοί συνδικαλιστές προτιμούν το σημερινό μη βιώσιμο σύστημα και χαρακτηρίζουν συλλήβδην ‘νεοφιλελεύθερα’ όλα τα συστήματα τριών πυλώνων. Όσο για την Έκθεση Σπράου, αναφέρει ρητά ότι στις συνθήκες της Ευρώπης το σύστημα της Χιλής δεν είναι ούτε εφικτό ούτε επιθυμητό (στη σελ. 89 για όσους ενδιαφέρονται).
Στο σημείο αυτό συναντάται η στάση πολλών επικριτών της Έκθεσης – μείγμα κακής προαίρεσης και άγνοιας – με την προχειρότητα αλλά και ακατανίκητη ροπή προς εντυπωσιασμό δημοσιογράφων από όλο το φάσμα του Τύπου, ακόμη και ‘σοβαρών’ εφημερίδων. Αντί να προσπαθήσουν να διαβάσουν ένα ογκώδες μεν αλλά προσιτό κείμενο – ειδικά γραμμένο άλλωστε για πολυπράγμονες ανθρώπους με μικρή ικανότητα εμβάθυνσης σε ένα θέμα – προτίμησαν να ακολουθήσουν τη δοκιμασμένη συνταγή της ευθείας διαστρέβλωσης του περιεχομένου με την επιλεκτική παράθεση αποσπασμάτων ώστε να ‘στοιχειοθετηθεί’ η καταγγελία των συντακτών της Έκθεσης. Λίγο βάρυνε στην κρίση των επικριτών ότι ο κ. Σπράος υπήρξε καθηγητής σε ένα από τα καλύτερα αγγλικά πανεπιστήμια, αλλά και Επονίτης στην κατεχόμενη Αθήνα και αργότερα πρωταγωνιστής από την πρώτη μέρα των κινητοποιήσεων της ελληνικής παροικίας του Λονδίνου εναντίον της χούντας των συνταγματαρχών.
Το λυπηρό είναι ότι αυτόν το δρόμο ακολούθησαν και δημοσιογράφοι με επίμονες - και πολύτιμες στις εποχές που ζούμε - ευαισθησίες, οι οποίοι έχουν συχνά αντιταχθεί στις ‘εθνικολαϊκές’ αν όχι ανοιχτά ρατσιστικές κοινοτοπίες της πλειοψηφίας των συναδέλφων τους. Ίσως, εάν οι φωτογραφίες Σπράου-Pinochet στην ‘Ελευθεροτυπία’ αποκαλύπτουν κάτι, αυτό να είναι τα όρια μιας ορισμένης αριστερής κουλτούρας, η οποία δείχνει το χειρότερο εαυτό της (δίκη προθέσεων, επιφανειακή μελέτη των δεδομένων, συνοπτική καταδίκη και δημόσια καταγγελία των αυτουργών) σε θέματα που αντίθετα απαιτούν αναλυτική καθαρότητα, πρωτοτυπία σκέψης, ανοιχτό μυαλό και επινοητικότητα.
Η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, δηλ. η επαναδιαπραγμάτευση του ‘κοινωνικού συμβολαίου’, δεν είναι άλλο από μια επίπονη διαδικασία εξισορρόπησης συμφερόντων, όπου κάποιοι χάνουν και κάποιοι κερδίζουν. Για τη σύγχρονη Αριστερά, η μεταρρύθμιση δεν μπορεί παρά να κριθεί από το κατά πόσον συμβάλλει στην επίτευξη των ιστορικών στόχων του κοινωνικού κράτους στις νέες συνθήκες: μείωση των ανισοτήτων, εξάλειψη της φτώχειας, κοινωνική προστασία για όλους. Εάν αυτό προϋποθέτει την κατάργηση των πελατειακών προνομίων ορισμένων ομάδων μεσαίου και υψηλού εισοδήματος (με μεγάλη επιρροή στη Βουλή, στα συνδικάτα - ακόμη και στα κόμματα της Αριστεράς), κατά τη γνώμη μου πρόκειται για ένα τίμημα αναγκαίο και απολύτως δικαιολογημένο.
6 Οκτωβρίου 1997
Κοινωνικό κράτος και ‘tondina’: υπέρ Λεβιάθαν συνηγορία
Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 5 Οκτωβρίου 1997)
Τον περασμένο μήνα η «Καθημερινή» αναδημοσίευσε από τον «European» ένα ενδιαφέρον αρθρίδιο, το οποίο είχε την καλοσύνη να μου ζητήσει να σχολιάσω από το ραδιόφωνο της ΕΡΑ ο Ν. Λιοναράκης. Στο αρθρίδιο πλεκόταν το εγκώμιο της ‘tondina’ ως αντιπροσωπευτικού δείγματος των λύσεων που απαιτούνται εν όψει της αδυναμίας του κοινωνικού κράτους να ανταποκριθεί στο ρόλο του. Σπεύδω να περιγράψω την εν λόγω ‘tondina’: πρόκειται για μια ιδέα του τραπεζίτη Alessandro Tondi στην Ιταλία του 18ου αιώνα, σύμφωνα με την οποία μια ομάδα ατόμων παρόμοιας ηλικίας συμφωνούν να μεταβιβάσουν σε ένα κοινό ταμείο μέρος της περιουσίας τους. Όταν ένα μέλος της ομάδας πεθαίνει η συνεισφορά του παραμένει στο ταμείο, οι πόροι του οποίου χρησιμοποιούνται για την εξασφάλιση μιας άνετης ζωής στα επιζώντα μέλη. Πρόκειται δηλ. για ένα ελαφρώς μακάβριο τυχερό παιγνίδι όπου οι ‘παίκτες’ ποντάρουν στη δική τους μακροβιότητα και την πρώιμη εις Κύριον αποδημίαν των συμπαικτών τους. Κατά τους «European»/«Καθημερινή», μια σύγχρονη μορφή ‘tondina’ θα ήταν η κατάθεση μέρους της σύνταξης στο κοινό ταμείο, ώστε ο θάνατος ενός μέλους να συμπληρώνει τα εισοδήματα των υπολοίπων: μια αξιέπαινη πρωτοβουλία πολιτών για τη διατήρηση της κοινωνικής προστασίας σε συνθήκες κρίσης του κοινωνικού κράτους.
Ή όχι; Αντιλαμβάνομαι ότι μια συστηματική ανάλυση της ‘tondina’ κινδυνεύει να εξαντλήσει την υπομονή ακόμη και των δοκιμασμένων αναγνωστών των «Ενθεμάτων». Ωστόσο, παρακινούμενος από ένα μείγμα πνευματικής οκνηρίας και επαγγελματικής διαστροφής, θα το επιχειρήσω. Άλλωστε, νομίζω ότι τα συμπεράσματα παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον.
Κατ’ αρχήν, δεν είναι τυχαίο ότι σε μια ‘tondina’ τα μέλη της ομάδας έχουν την ίδια ηλικία. Για να σταθεί ένα τέτοιο σχήμα η πιθανότητα θανάτου πρέπει να είναι (α) κοινή για όλους, (β) τυχαία και (γ) εξωγενής.
Ισχύουν αυτές οι προϋποθέσεις; Η ημερομηνία λήξης της ζωής κάθε ατόμου χωριστά είναι ευτυχώς άγνωστη. Όμως, είναι γνωστή η μέση διάρκεια ζωής ενός πληθυσμού. Είναι επίσης γνωστό ότι η μέση διάρκεια ζωής διαφέρει για υποσύνολα του ίδιου πληθυσμού: οι γυναίκες ζουν περισσότερο από τους άνδρες, οι πλούσιοι από τους φτωχούς, οι υπάλληλοι γραφείου από τους ανθρακωρύχους κ.ο.κ. Ακριβώς επειδή οι πιθανότητες δεν είναι τυχαίες αλλά συστηματικές, η κοινή ηλικία δεν αρκεί για να τις εξισώσει: είναι απαραίτητη επίσης η προσεκτική επιλογή των μελών της ομάδας. Από την άλλη, για να είναι η πιθανότητα θανάτου εξωγενής πρέπει να μην επηρεάζεται από τα συμβαλλόμενα μέρη. Όπως αντιλαμβάνονται ακόμη και εκείνοι που δεν διαβάζουν αστυνομικά μυθιστορήματα, αυτό εξηγεί το γιατί η ‘tondina’ στις περισσότερες χώρες είναι παράνομη.
Παρεμπιπτόντως, παρόμοιοι υπολογισμοί της ηλικίας θανάτου δεν είναι μονοπώλιο των νοσηρών τζογαδόρων μιας ιδεατής ‘tondina’: αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της καθημερινής λειτουργίας των ασφαλιστικών εταιρειών. Το ποσόν που έχει συσσωρευτεί στο λογαριασμό κάθε ασφαλισμένου στα πλαίσια ενός κεφαλαιοποιητικού συνταξιοδοτικού προγράμματος μετατρέπεται σε διά βίου μηνιαίες πληρωμές εν είδει σύνταξης σύμφωνα με ένα μαθηματικό τύπο που περιλαμβάνει ως βασική παράμετρο το ‘προσδόκιμο επιβίωσης’. Όσοι ασφαλισμένοι πεθαίνουν νωρίτερα από το αναμενόμενο αποφέρουν κέρδη στην εταιρεία, οι υπόλοιποι τη ζημιώνουν: η ασφάλιση μεγάλου αριθμού ατόμων επιτρέπει συμψηφισμό του ασφαλιζομένου κινδύνου.
Κατά τα άλλα, η ‘tondina’ ως σύλληψη δεν διαφέρει από τα σχήματα αυτασφάλισης του 19ου αιώνα τα οποία προηγήθηκαν του μοντέρνου κοινωνικού κράτους και τελικά αντικαταστάθηκαν από αυτό. Το γεγονός ότι τέτοιοι θεσμοί αυτασφάλισης δεν κατάφεραν να εξελιχθούν και να επιβιώσουν στο νέο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον των αρχών του αιώνα είναι κάθε άλλο παρά ασήμαντο. Το κοινωνικό κράτος δεν υπάρχει μόνο επειδή το επέβαλαν οι εργαζόμενοι με τους αγώνες τους - άλλωστε, σε ορισμένες περιπτώσεις η δημιουργία του ήταν μέρος μιας στρατηγικής εξουδετέρωσης του εργατικού κινήματος, όπως π.χ. στη Γερμανία του Βίσμαρκ. Το κοινωνικό κράτος υπάρχει κυρίως επειδή είναι σε θέση να επιτελεί ορισμένες λειτουργίες αποτελεσματικά – και μάλιστα πολύ αποτελεσματικότερα από ό,τι τα άτομα σε μια ελεύθερη αγορά.
Πράγματι, η υπεροχή του κοινωνικού κράτους έναντι της αυτασφάλισης των ατόμων ή των ομάδων μπορεί να εντοπιστεί στο ότι παρέχει ευρύτερη βάση συμψηφισμού των κοινωνικών κινδύνων, δηλ. ολόκληρο τον πληθυσμό. Στη βάση αυτή είναι δυνατή η θεμελίωση της κοινωνικής αλληλεγγύης, έννοιας αντίθετης τόσο με την ατομιστική λογική της ιδιωτικής ασφάλισης όσο και με την ελάχιστα λιγότερο εγωιστική ‘αλληλεγγύη της ομάδας’. Η πρακτική έκφραση της κοινωνικής αλληλεγγύης είναι η αποσύνδεση των ατομικών εισφορών από την ατομική πιθανότητα κινδύνου, ώστε να μην πληρώνουν περισσότερο οι ηλικιωμένοι από τους νέους, ούτε οι ασθενείς από τους υγιείς, αλλά μόνο οι πλούσιοι από τους φτωχούς. Είναι, επίσης, η κάλυψη έναντι κινδύνων οι οποίοι για τεχνικούς λόγους δεν είναι ασφαλίσιμοι από την αγορά - όπως συμβαίνει στην περίπτωση της ασφάλισης ανεργίας ή των ατόμων με ειδικές ανάγκες.
Είναι αλήθεια ότι ο καλοπροαίρετος αναγνώστης θα δυσκολεύεται να συμβιβάσει την προηγηθείσα υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους ως καλοπροαίρετου Λεβιάθαν με την αντίληψη που ο ίδιος θα έχει διαμορφώσει για το σύστημα κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα. Το ότι αυτό το σύστημα είναι τουλάχιστον αναντίστοιχο με τις κοινωνικές ανάγκες βρίσκεται πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Προτού, όμως, διαπιστώσουμε με συνοπτικές διαδικασίες την αποτυχία του κοινωνικού κράτους και στραφούμε προς την αναζήτηση λύσεων έξω από αυτό, αξίζει να θυμηθούμε ότι αυτό που στη χώρα μας ονομάζεται ‘κοινωνικό κράτος’ είναι στην πραγματικότητα ένα κράτος πελατειακών παροχών, το οποίο βασίζεται όχι στην κοινωνική αλληλεγγύη αλλά στην περίφημη ‘αλληλεγγύη της ομάδας’. Και επειδή εδώ είναι Βαλκάνια, η ούτως ή άλλως εγωιστική αυτή έννοια (μα τόσο προσφιλής σε αριστερούς κατά τα άλλα συνδικαλιστές), συμπυκνώνεται στην ικανότητα ορισμένων ομάδων να αξιοποιούν την πολιτική τους ισχύ ώστε να εξασφαλίζουν τη χρηματοδότηση των υψηλών παροχών που απολαμβάνουν όχι μέσω δικών τους εισφορών αλλά από ‘κοινωνικούς πόρους’.
Πράγματι, το ότι οι συντάξεις και άλλες παροχές π.χ. των μηχανικών χρηματοδοτούνται κυρίως από τον προϋπολογισμό δημοσίων έργων, αυτές των ιατρών από τις δαπάνες φαρμακευτικής περίθαλψης του ΙΚΑ και άλλων λαϊκών ταμείων, των δικηγόρων από διάφορες επιβαρύνσεις στα ένδικα μέρη κ.ο.κ. δεν είναι απλώς παράλογο: είναι βαθύτατα άδικο, αφού οι ομάδες που επωμίζονται το κόστος των παροχών έχουν σε κάθε περίπτωση χαμηλότερο εισόδημα από τις ομάδες που επωφελούνται.
Ανακεφαλαιώνοντας: στην Ελλάδα δεν έχουμε κοινωνικό κράτος, αλλά ένα άδικο και σπάταλο κράτος πελατειακών παροχών. Η υπεράσπιση του υπάρχοντος συστήματος (σε κάθε περίπτωση ασυγχώρητη από όσους αυτοχαρακτηρίζονται ως αριστεροί) βασίζεται μόνο στην ιδιοτέλεια όσων επωφελούνται από αυτό, κατά παράβαση των στοιχειωδέστερων κανόνων όχι μόνο της κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά και της απλής λογικής. Η οικοδόμηση ενός πραγματικού κοινωνικού κράτους άξιου του ονόματος δεν προσκρούει σε δήθεν ανυπέρβλητους οικονομικούς περιορισμούς, αφού σε πολλές περιπτώσεις ένα τέτοιο σύστημα θα κόστιζε λιγότερο από το σημερινό. Τα εμπόδια είναι κυρίως πολιτικά: η αντίσταση των ομάδων που ωφελούνται, αλλά και η αδράνεια τμήματος των πολιτικών ελίτ που δημιούργησαν και λειτούργησαν το πελατειακό κράτος, καθώς και η ατολμία όσων αποδέχονται την ανάγκη μεταρρύθμισης αλλά διστάζουν να αναλάβουν το ‘πολιτικό κόστος’. Αυτό, όμως, είναι μια άλλη συζήτηση.
Τον περασμένο μήνα η «Καθημερινή» αναδημοσίευσε από τον «European» ένα ενδιαφέρον αρθρίδιο, το οποίο είχε την καλοσύνη να μου ζητήσει να σχολιάσω από το ραδιόφωνο της ΕΡΑ ο Ν. Λιοναράκης. Στο αρθρίδιο πλεκόταν το εγκώμιο της ‘tondina’ ως αντιπροσωπευτικού δείγματος των λύσεων που απαιτούνται εν όψει της αδυναμίας του κοινωνικού κράτους να ανταποκριθεί στο ρόλο του. Σπεύδω να περιγράψω την εν λόγω ‘tondina’: πρόκειται για μια ιδέα του τραπεζίτη Alessandro Tondi στην Ιταλία του 18ου αιώνα, σύμφωνα με την οποία μια ομάδα ατόμων παρόμοιας ηλικίας συμφωνούν να μεταβιβάσουν σε ένα κοινό ταμείο μέρος της περιουσίας τους. Όταν ένα μέλος της ομάδας πεθαίνει η συνεισφορά του παραμένει στο ταμείο, οι πόροι του οποίου χρησιμοποιούνται για την εξασφάλιση μιας άνετης ζωής στα επιζώντα μέλη. Πρόκειται δηλ. για ένα ελαφρώς μακάβριο τυχερό παιγνίδι όπου οι ‘παίκτες’ ποντάρουν στη δική τους μακροβιότητα και την πρώιμη εις Κύριον αποδημίαν των συμπαικτών τους. Κατά τους «European»/«Καθημερινή», μια σύγχρονη μορφή ‘tondina’ θα ήταν η κατάθεση μέρους της σύνταξης στο κοινό ταμείο, ώστε ο θάνατος ενός μέλους να συμπληρώνει τα εισοδήματα των υπολοίπων: μια αξιέπαινη πρωτοβουλία πολιτών για τη διατήρηση της κοινωνικής προστασίας σε συνθήκες κρίσης του κοινωνικού κράτους.
Ή όχι; Αντιλαμβάνομαι ότι μια συστηματική ανάλυση της ‘tondina’ κινδυνεύει να εξαντλήσει την υπομονή ακόμη και των δοκιμασμένων αναγνωστών των «Ενθεμάτων». Ωστόσο, παρακινούμενος από ένα μείγμα πνευματικής οκνηρίας και επαγγελματικής διαστροφής, θα το επιχειρήσω. Άλλωστε, νομίζω ότι τα συμπεράσματα παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον.
Κατ’ αρχήν, δεν είναι τυχαίο ότι σε μια ‘tondina’ τα μέλη της ομάδας έχουν την ίδια ηλικία. Για να σταθεί ένα τέτοιο σχήμα η πιθανότητα θανάτου πρέπει να είναι (α) κοινή για όλους, (β) τυχαία και (γ) εξωγενής.
Ισχύουν αυτές οι προϋποθέσεις; Η ημερομηνία λήξης της ζωής κάθε ατόμου χωριστά είναι ευτυχώς άγνωστη. Όμως, είναι γνωστή η μέση διάρκεια ζωής ενός πληθυσμού. Είναι επίσης γνωστό ότι η μέση διάρκεια ζωής διαφέρει για υποσύνολα του ίδιου πληθυσμού: οι γυναίκες ζουν περισσότερο από τους άνδρες, οι πλούσιοι από τους φτωχούς, οι υπάλληλοι γραφείου από τους ανθρακωρύχους κ.ο.κ. Ακριβώς επειδή οι πιθανότητες δεν είναι τυχαίες αλλά συστηματικές, η κοινή ηλικία δεν αρκεί για να τις εξισώσει: είναι απαραίτητη επίσης η προσεκτική επιλογή των μελών της ομάδας. Από την άλλη, για να είναι η πιθανότητα θανάτου εξωγενής πρέπει να μην επηρεάζεται από τα συμβαλλόμενα μέρη. Όπως αντιλαμβάνονται ακόμη και εκείνοι που δεν διαβάζουν αστυνομικά μυθιστορήματα, αυτό εξηγεί το γιατί η ‘tondina’ στις περισσότερες χώρες είναι παράνομη.
Παρεμπιπτόντως, παρόμοιοι υπολογισμοί της ηλικίας θανάτου δεν είναι μονοπώλιο των νοσηρών τζογαδόρων μιας ιδεατής ‘tondina’: αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της καθημερινής λειτουργίας των ασφαλιστικών εταιρειών. Το ποσόν που έχει συσσωρευτεί στο λογαριασμό κάθε ασφαλισμένου στα πλαίσια ενός κεφαλαιοποιητικού συνταξιοδοτικού προγράμματος μετατρέπεται σε διά βίου μηνιαίες πληρωμές εν είδει σύνταξης σύμφωνα με ένα μαθηματικό τύπο που περιλαμβάνει ως βασική παράμετρο το ‘προσδόκιμο επιβίωσης’. Όσοι ασφαλισμένοι πεθαίνουν νωρίτερα από το αναμενόμενο αποφέρουν κέρδη στην εταιρεία, οι υπόλοιποι τη ζημιώνουν: η ασφάλιση μεγάλου αριθμού ατόμων επιτρέπει συμψηφισμό του ασφαλιζομένου κινδύνου.
Κατά τα άλλα, η ‘tondina’ ως σύλληψη δεν διαφέρει από τα σχήματα αυτασφάλισης του 19ου αιώνα τα οποία προηγήθηκαν του μοντέρνου κοινωνικού κράτους και τελικά αντικαταστάθηκαν από αυτό. Το γεγονός ότι τέτοιοι θεσμοί αυτασφάλισης δεν κατάφεραν να εξελιχθούν και να επιβιώσουν στο νέο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον των αρχών του αιώνα είναι κάθε άλλο παρά ασήμαντο. Το κοινωνικό κράτος δεν υπάρχει μόνο επειδή το επέβαλαν οι εργαζόμενοι με τους αγώνες τους - άλλωστε, σε ορισμένες περιπτώσεις η δημιουργία του ήταν μέρος μιας στρατηγικής εξουδετέρωσης του εργατικού κινήματος, όπως π.χ. στη Γερμανία του Βίσμαρκ. Το κοινωνικό κράτος υπάρχει κυρίως επειδή είναι σε θέση να επιτελεί ορισμένες λειτουργίες αποτελεσματικά – και μάλιστα πολύ αποτελεσματικότερα από ό,τι τα άτομα σε μια ελεύθερη αγορά.
Πράγματι, η υπεροχή του κοινωνικού κράτους έναντι της αυτασφάλισης των ατόμων ή των ομάδων μπορεί να εντοπιστεί στο ότι παρέχει ευρύτερη βάση συμψηφισμού των κοινωνικών κινδύνων, δηλ. ολόκληρο τον πληθυσμό. Στη βάση αυτή είναι δυνατή η θεμελίωση της κοινωνικής αλληλεγγύης, έννοιας αντίθετης τόσο με την ατομιστική λογική της ιδιωτικής ασφάλισης όσο και με την ελάχιστα λιγότερο εγωιστική ‘αλληλεγγύη της ομάδας’. Η πρακτική έκφραση της κοινωνικής αλληλεγγύης είναι η αποσύνδεση των ατομικών εισφορών από την ατομική πιθανότητα κινδύνου, ώστε να μην πληρώνουν περισσότερο οι ηλικιωμένοι από τους νέους, ούτε οι ασθενείς από τους υγιείς, αλλά μόνο οι πλούσιοι από τους φτωχούς. Είναι, επίσης, η κάλυψη έναντι κινδύνων οι οποίοι για τεχνικούς λόγους δεν είναι ασφαλίσιμοι από την αγορά - όπως συμβαίνει στην περίπτωση της ασφάλισης ανεργίας ή των ατόμων με ειδικές ανάγκες.
Είναι αλήθεια ότι ο καλοπροαίρετος αναγνώστης θα δυσκολεύεται να συμβιβάσει την προηγηθείσα υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους ως καλοπροαίρετου Λεβιάθαν με την αντίληψη που ο ίδιος θα έχει διαμορφώσει για το σύστημα κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα. Το ότι αυτό το σύστημα είναι τουλάχιστον αναντίστοιχο με τις κοινωνικές ανάγκες βρίσκεται πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Προτού, όμως, διαπιστώσουμε με συνοπτικές διαδικασίες την αποτυχία του κοινωνικού κράτους και στραφούμε προς την αναζήτηση λύσεων έξω από αυτό, αξίζει να θυμηθούμε ότι αυτό που στη χώρα μας ονομάζεται ‘κοινωνικό κράτος’ είναι στην πραγματικότητα ένα κράτος πελατειακών παροχών, το οποίο βασίζεται όχι στην κοινωνική αλληλεγγύη αλλά στην περίφημη ‘αλληλεγγύη της ομάδας’. Και επειδή εδώ είναι Βαλκάνια, η ούτως ή άλλως εγωιστική αυτή έννοια (μα τόσο προσφιλής σε αριστερούς κατά τα άλλα συνδικαλιστές), συμπυκνώνεται στην ικανότητα ορισμένων ομάδων να αξιοποιούν την πολιτική τους ισχύ ώστε να εξασφαλίζουν τη χρηματοδότηση των υψηλών παροχών που απολαμβάνουν όχι μέσω δικών τους εισφορών αλλά από ‘κοινωνικούς πόρους’.
Πράγματι, το ότι οι συντάξεις και άλλες παροχές π.χ. των μηχανικών χρηματοδοτούνται κυρίως από τον προϋπολογισμό δημοσίων έργων, αυτές των ιατρών από τις δαπάνες φαρμακευτικής περίθαλψης του ΙΚΑ και άλλων λαϊκών ταμείων, των δικηγόρων από διάφορες επιβαρύνσεις στα ένδικα μέρη κ.ο.κ. δεν είναι απλώς παράλογο: είναι βαθύτατα άδικο, αφού οι ομάδες που επωμίζονται το κόστος των παροχών έχουν σε κάθε περίπτωση χαμηλότερο εισόδημα από τις ομάδες που επωφελούνται.
Ανακεφαλαιώνοντας: στην Ελλάδα δεν έχουμε κοινωνικό κράτος, αλλά ένα άδικο και σπάταλο κράτος πελατειακών παροχών. Η υπεράσπιση του υπάρχοντος συστήματος (σε κάθε περίπτωση ασυγχώρητη από όσους αυτοχαρακτηρίζονται ως αριστεροί) βασίζεται μόνο στην ιδιοτέλεια όσων επωφελούνται από αυτό, κατά παράβαση των στοιχειωδέστερων κανόνων όχι μόνο της κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά και της απλής λογικής. Η οικοδόμηση ενός πραγματικού κοινωνικού κράτους άξιου του ονόματος δεν προσκρούει σε δήθεν ανυπέρβλητους οικονομικούς περιορισμούς, αφού σε πολλές περιπτώσεις ένα τέτοιο σύστημα θα κόστιζε λιγότερο από το σημερινό. Τα εμπόδια είναι κυρίως πολιτικά: η αντίσταση των ομάδων που ωφελούνται, αλλά και η αδράνεια τμήματος των πολιτικών ελίτ που δημιούργησαν και λειτούργησαν το πελατειακό κράτος, καθώς και η ατολμία όσων αποδέχονται την ανάγκη μεταρρύθμισης αλλά διστάζουν να αναλάβουν το ‘πολιτικό κόστος’. Αυτό, όμως, είναι μια άλλη συζήτηση.
13 Ιουλίου 1997
Να μοιράσουμε τη φτώχεια ;
Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 13 Ιουλίου 1997)
Η συζήτηση για τα θέματα του κοινωνικού διαλόγου αποδεικνύεται αποκαλυπτική. Βέβαια, είναι ακόμη πρόωρο να κρίνουμε το καλοπροαίρετο ή όχι της συμμετοχής των κοινωνικών εταίρων και τη σοβαρότητα ή όχι των προτάσεων τους - αν και οι πρώτες ενδείξεις δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές. Αυτό που διαφαίνεται με σχετική σαφήνεια είναι η ‘στάση’ των συνομιλητών, παραδείγματος χάριν η τοποθέτηση μιας ορισμένης αριστεράς απέναντι στα προβλήματα της κοινωνικής προστασίας και των εργασιακών σχέσεων στη χώρα μας.
Τα δεδομένα του προβλήματος έχουν εκτεθεί σε προηγούμενα άρθρα στα ‘Ενθέματα’. Εν συντομία, η αγορά εργασίας στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από έναν ‘δυϊσμό’: δίπλα στο προστατευμένο τμήμα της (εργαζόμενοι με μονιμότητα, συγκριτικά ικανοποιητικές αμοιβές και υψηλές κοινωνικές παροχές), είναι όσοι εργάζονται σε επισφαλείς θέσεις εργασίας, στην καλύτερη περίπτωση με όρους απλώς προσβλητικούς (π.χ. γυναίκες υπάλληλοι ιδιωτικών εταιρειών υποχρεώνονται να υπογράψουν ρήτρα παραίτησης από τα νόμιμα δικαιώματα τους σε περίπτωση εγκυμοσύνης), στη χειρότερη σε συνθήκες πραγματικού ‘εργασιακού μεσαίωνα’ (π.χ. ξένοι εργάτες στη μαύρη οικονομία).
Το κοινωνικό κράτος στη χώρα μας δεν αίρει αλλά αναπαράγει αυτή τη διάκριση: όχι μόνο δεν είναι προσανατολισμένο προς τις ανάγκες των ‘απροστάτευτων’ της αγοράς εργασίας, παρέχοντας τους προστασία και διευκολύνοντας την κοινωνική τους ενσωμάτωση, αλλά συχνά μοιάζει (και είναι) ειδικά σχεδιασμένο ώστε να εντείνει την κοινωνική διαίρεση, προσφέροντας γενναιόδωρες παροχές και ιδιαίτερα προνόμια στους ήδη προστατευμένους. Το ότι π.χ. οι υπάλληλοι του Δημοσίου, των ΔΕΚΟ και των Τραπεζών συνταξιοδοτούνται από τα ευγενή τους Ταμεία νωρίτερα και με ευνοϊκότερους όρους από τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ και άλλων λαϊκών Ταμείων δεν είναι παρά ένα ανάμεσα στα πολλά τεκμήρια του παραπάνω συλλογισμού, αν και από πολλές απόψεις ίσως το πιο χαρακτηριστικό.
Το δεύτερο τμήμα της αγοράς εργασίας είναι απροστάτευτο και με την πολιτική έννοια: το ποσοστό των συνδικαλισμένων εργατών σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα είναι χαμηλό (κάτω από 26%), ενώ εκεί όπου ο συνδικαλισμός γίνεται εκ του ασφαλούς είναι υψηλό (82% στις ΔΕΚΟ). Το ότι αυτό παραμορφώνει τη σύνθεση των αντιπροσωπευτικών οργάνων των εργαζομένων είναι προφανές: η ΓΣΕΕ π.χ. δεν εκπροσωπεί ακριβώς την εργατική τάξη της χώρας, αλλά κυρίως το ευνοημένο τμήμα της. Επίσης προφανές είναι ότι ως ένα βαθμό αυτό είναι αναπόφευκτο και όχι κατ’ ανάγκην αρνητικό - υπό μια κρίσιμη, όμως, προϋπόθεση: ότι οι συνδικαλιστές με τη δράση τους και συμπεριφορά τους εκπροσωπούν τα συμφέροντα του συνόλου των εργαζομένων, όχι των ευνοημένων ομάδων από τις οποίες προέρχονται.
Τι από τα δύο συμβαίνει; Όπως λέγαμε προηγουμένως είναι ακόμη νωρίς, εξάλλου η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Όμως, για να επανέλθουμε στο σημείο από το οποίο ξεκινήσαμε, η στάση μιας ορισμένης αριστεράς δεν επιτρέπει ιδιαίτερη αισιοδοξία. Απέναντι σε κάθε πρόταση αναδιανομής (δικαιωμάτων, εγγυήσεων, παροχών, εισοδήματος) μεταξύ των δύο τμημάτων της αγοράς εργασίας σε όφελος του ασθενέστερου, η απάντηση των εκφραστών της είναι στερεότυπα αρνητική: ‘μα θα μοιράσουμε τη φτώχεια;’
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς κοινωνιοψυχολόγος για να διαβλέψει το σχήμα ερμηνείας του κόσμου που κρύβεται πίσω από αυτή τη στάση. Απλουστεύοντας, όχι πολύ όμως, είναι περίπου το εξής: ‘ναι, να επεκταθεί η κοινωνική προστασία, γιατί όχι, αρκεί να πληρώσει ο Λάτσης, τα μονοπώλια, οι 200 οικογένειες, οι τσιφλικάδες, κάποιος άλλος τέλος πάντων, όχι οι εργαζόμενοι, ο λαός, οι μη προνομιούχοι’ κτλ.
Κατ’ αρχήν να διευκρινήσουμε ότι η συνταξιοδότηση π.χ. των εργαζομένων του ΟΤΕ και της ΔΕΗ στην ηλικία των 65 (όπως δηλ. ισχύει στο ΙΚΑ) αντί σε αυτή των 55 κάθε άλλο παρά μοίρασμα της φτώχειας είναι: η επανένταξη στο εργατικό δυναμικό ενισχύει την οικονομία γενικώς και το συνταξιοδοτικό σύστημα ειδικώς - πέραν, βέβαια, του ότι η βαθμιαία σύγκλιση και τελική εξίσωση των ορίων ηλικίας αποκαθιστά μια στοιχειώδη δικαιοσύνη στο σύστημα κοινωνικής προστασίας.
Ωστόσο, η ρητορική απόρριψη του ‘μοιράσματος της φτώχειας’ προδίδει κάτι βαθύτερο: μια αντίθεση σε κάθε αναδιανεμητική πολιτική που βαρύνει όχι απλώς ‘τα μονοπώλια’ αλλά π.χ. και τους υψηλόμισθους υπαλλήλους. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι, καλώς ή κακώς, η Ελλάδα του 1990 δεν είναι Λατινική Αμερική του 1930: δεν υπάρχει πόλωση μεταξύ μιας χούφτας εκμεταλλευτών και του εξαθλιωμένου λαού, το εθνικό εισόδημα διανέμεται άνισα μεν, αλλά με την ‘ευρωπαϊκή’ έννοια του όρου. Συνεπώς, η καταπολέμηση της φτώχειας π.χ. δεν μπορεί παρά να στηριχτεί και στη συμβολή των μεσαίων και υψηλών στρωμάτων.
Η πεισματική άρνηση της απλής αυτής αλήθειας, όσο κι αν επενδύεται με μια ‘αγωνιστική’ περί ‘κεκτημένων’ φρασεολογία, φανερώνει έναν κοινωνικό εγωισμό μάλλον ακατάλληλο για αριστερούς. Εκτός από το ‘είσαι ό,τι δηλώσεις’, υπάρχει και το ‘κρίνε για να κριθείς’.
Η συζήτηση για τα θέματα του κοινωνικού διαλόγου αποδεικνύεται αποκαλυπτική. Βέβαια, είναι ακόμη πρόωρο να κρίνουμε το καλοπροαίρετο ή όχι της συμμετοχής των κοινωνικών εταίρων και τη σοβαρότητα ή όχι των προτάσεων τους - αν και οι πρώτες ενδείξεις δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές. Αυτό που διαφαίνεται με σχετική σαφήνεια είναι η ‘στάση’ των συνομιλητών, παραδείγματος χάριν η τοποθέτηση μιας ορισμένης αριστεράς απέναντι στα προβλήματα της κοινωνικής προστασίας και των εργασιακών σχέσεων στη χώρα μας.
Τα δεδομένα του προβλήματος έχουν εκτεθεί σε προηγούμενα άρθρα στα ‘Ενθέματα’. Εν συντομία, η αγορά εργασίας στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από έναν ‘δυϊσμό’: δίπλα στο προστατευμένο τμήμα της (εργαζόμενοι με μονιμότητα, συγκριτικά ικανοποιητικές αμοιβές και υψηλές κοινωνικές παροχές), είναι όσοι εργάζονται σε επισφαλείς θέσεις εργασίας, στην καλύτερη περίπτωση με όρους απλώς προσβλητικούς (π.χ. γυναίκες υπάλληλοι ιδιωτικών εταιρειών υποχρεώνονται να υπογράψουν ρήτρα παραίτησης από τα νόμιμα δικαιώματα τους σε περίπτωση εγκυμοσύνης), στη χειρότερη σε συνθήκες πραγματικού ‘εργασιακού μεσαίωνα’ (π.χ. ξένοι εργάτες στη μαύρη οικονομία).
Το κοινωνικό κράτος στη χώρα μας δεν αίρει αλλά αναπαράγει αυτή τη διάκριση: όχι μόνο δεν είναι προσανατολισμένο προς τις ανάγκες των ‘απροστάτευτων’ της αγοράς εργασίας, παρέχοντας τους προστασία και διευκολύνοντας την κοινωνική τους ενσωμάτωση, αλλά συχνά μοιάζει (και είναι) ειδικά σχεδιασμένο ώστε να εντείνει την κοινωνική διαίρεση, προσφέροντας γενναιόδωρες παροχές και ιδιαίτερα προνόμια στους ήδη προστατευμένους. Το ότι π.χ. οι υπάλληλοι του Δημοσίου, των ΔΕΚΟ και των Τραπεζών συνταξιοδοτούνται από τα ευγενή τους Ταμεία νωρίτερα και με ευνοϊκότερους όρους από τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ και άλλων λαϊκών Ταμείων δεν είναι παρά ένα ανάμεσα στα πολλά τεκμήρια του παραπάνω συλλογισμού, αν και από πολλές απόψεις ίσως το πιο χαρακτηριστικό.
Το δεύτερο τμήμα της αγοράς εργασίας είναι απροστάτευτο και με την πολιτική έννοια: το ποσοστό των συνδικαλισμένων εργατών σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα είναι χαμηλό (κάτω από 26%), ενώ εκεί όπου ο συνδικαλισμός γίνεται εκ του ασφαλούς είναι υψηλό (82% στις ΔΕΚΟ). Το ότι αυτό παραμορφώνει τη σύνθεση των αντιπροσωπευτικών οργάνων των εργαζομένων είναι προφανές: η ΓΣΕΕ π.χ. δεν εκπροσωπεί ακριβώς την εργατική τάξη της χώρας, αλλά κυρίως το ευνοημένο τμήμα της. Επίσης προφανές είναι ότι ως ένα βαθμό αυτό είναι αναπόφευκτο και όχι κατ’ ανάγκην αρνητικό - υπό μια κρίσιμη, όμως, προϋπόθεση: ότι οι συνδικαλιστές με τη δράση τους και συμπεριφορά τους εκπροσωπούν τα συμφέροντα του συνόλου των εργαζομένων, όχι των ευνοημένων ομάδων από τις οποίες προέρχονται.
Τι από τα δύο συμβαίνει; Όπως λέγαμε προηγουμένως είναι ακόμη νωρίς, εξάλλου η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Όμως, για να επανέλθουμε στο σημείο από το οποίο ξεκινήσαμε, η στάση μιας ορισμένης αριστεράς δεν επιτρέπει ιδιαίτερη αισιοδοξία. Απέναντι σε κάθε πρόταση αναδιανομής (δικαιωμάτων, εγγυήσεων, παροχών, εισοδήματος) μεταξύ των δύο τμημάτων της αγοράς εργασίας σε όφελος του ασθενέστερου, η απάντηση των εκφραστών της είναι στερεότυπα αρνητική: ‘μα θα μοιράσουμε τη φτώχεια;’
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς κοινωνιοψυχολόγος για να διαβλέψει το σχήμα ερμηνείας του κόσμου που κρύβεται πίσω από αυτή τη στάση. Απλουστεύοντας, όχι πολύ όμως, είναι περίπου το εξής: ‘ναι, να επεκταθεί η κοινωνική προστασία, γιατί όχι, αρκεί να πληρώσει ο Λάτσης, τα μονοπώλια, οι 200 οικογένειες, οι τσιφλικάδες, κάποιος άλλος τέλος πάντων, όχι οι εργαζόμενοι, ο λαός, οι μη προνομιούχοι’ κτλ.
Κατ’ αρχήν να διευκρινήσουμε ότι η συνταξιοδότηση π.χ. των εργαζομένων του ΟΤΕ και της ΔΕΗ στην ηλικία των 65 (όπως δηλ. ισχύει στο ΙΚΑ) αντί σε αυτή των 55 κάθε άλλο παρά μοίρασμα της φτώχειας είναι: η επανένταξη στο εργατικό δυναμικό ενισχύει την οικονομία γενικώς και το συνταξιοδοτικό σύστημα ειδικώς - πέραν, βέβαια, του ότι η βαθμιαία σύγκλιση και τελική εξίσωση των ορίων ηλικίας αποκαθιστά μια στοιχειώδη δικαιοσύνη στο σύστημα κοινωνικής προστασίας.
Ωστόσο, η ρητορική απόρριψη του ‘μοιράσματος της φτώχειας’ προδίδει κάτι βαθύτερο: μια αντίθεση σε κάθε αναδιανεμητική πολιτική που βαρύνει όχι απλώς ‘τα μονοπώλια’ αλλά π.χ. και τους υψηλόμισθους υπαλλήλους. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι, καλώς ή κακώς, η Ελλάδα του 1990 δεν είναι Λατινική Αμερική του 1930: δεν υπάρχει πόλωση μεταξύ μιας χούφτας εκμεταλλευτών και του εξαθλιωμένου λαού, το εθνικό εισόδημα διανέμεται άνισα μεν, αλλά με την ‘ευρωπαϊκή’ έννοια του όρου. Συνεπώς, η καταπολέμηση της φτώχειας π.χ. δεν μπορεί παρά να στηριχτεί και στη συμβολή των μεσαίων και υψηλών στρωμάτων.
Η πεισματική άρνηση της απλής αυτής αλήθειας, όσο κι αν επενδύεται με μια ‘αγωνιστική’ περί ‘κεκτημένων’ φρασεολογία, φανερώνει έναν κοινωνικό εγωισμό μάλλον ακατάλληλο για αριστερούς. Εκτός από το ‘είσαι ό,τι δηλώσεις’, υπάρχει και το ‘κρίνε για να κριθείς’.
2 Ιουνίου 1997
Η μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους στην Ιταλία και οι ‘εντιμότατοι φίλοι’ μας
Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 1 Ιουνίου 1997)
Πριν από λίγες εβδομάδες παραδόθηκε στην ιταλική κυβέρνηση το τελικό κείμενο της Έκθεσης της Επιτροπής Onofri, η οποία είχε συσταθεί με εντολή του πρωθυπουργού Prodi για να προτείνει κατευθύνσεις για τη μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους στην Ιταλία. Μέλη της επιτροπής ήταν γνωστοί ειδικοί (Maurizio Ferrera, Massimo Paci, Nicola Rossi, Chiara Saraceno κτλ.), αναγνωρισμένοι διεθνώς για την πρωτοτυπία των αναλύσεων τους αλλά και για την ανοιχτή τους τοποθέτηση ή φανερή τους συμπάθεια με τις ιδέες της ευρωπαϊκής αριστεράς.
Το κείμενο της επιτροπής υιοθετεί πολλές από τις σύγχρονες θεωρητικές επεξεργασίες για την καταπολέμηση της ανεργίας: επιβεβαιώνει την ανάγκη ‘προσαρμογής’ της αγοράς εργασίας, προτείνει στροφή προς τις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, δίνει έμφαση στην κατάρτιση ως επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο κτλ.
Το κείμενο εισηγείται την αποτελεσματική προστασία (ανεπαρκής ή ανύπαρκτη στο σημερινό σύστημα) από κοινωνικούς κινδύνους όπως είναι η πτώση του εισοδήματος κάτω από το όριο της φτώχειας, η μακροχρόνια ανεργία και η απώλεια ‘αυτοδυναμίας’. Για το σκοπό αυτό προτείνεται η καθιέρωση ‘ελάχιστου ζωτικού εισοδήματος’ στο οποίο να ενσωματωθεί το πλήθος ασύνδετων παροχών και επιδομάτων που είναι σήμερα σε ισχύ.
Παράλληλα, το κείμενο της επιτροπής δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις ανισορροπίες του ιταλικού συστήματος κοινωνικής προστασίας και, ιδίως, του συστήματος συντάξεων. Η επιτροπή αναδεικνύει ως κομβικό το πρόβλημα των ανισοτήτων: ‘Η διαδοχική αποτυχία προηγουμένων μεταρρυθμιστικών προσπαθειών οφείλεται στο ότι αυτές δεν αντιμετώπισαν το πρόβλημα της ανομοιομορφίας των συνταξιοδοτικών καθεστώτων. Μόνο αφού πρώτα όλοι οι ασφαλισμένοι τοποθετηθούν σε ένα πλαίσιο ισοτιμίας θα είναι δυνατό (και πρέπον) να ζητηθούν από αυτούς θυσίες αναλογικές’.
Γι αυτό, υποστηρίζει την ολοκλήρωση της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης του ‘95, την ενοποίηση των διαφορετικών συστημάτων, την ευθυγράμμιση εισφορών και παροχών, καθώς και την εναρμόνιση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης - συμπεριλαμβανομένων των ορίων ηλικίας, τα οποία ‘πρέπει βαθμιαία να συγκλίνουν προς τα ευρωπαϊκά επίπεδα’. Το κείμενο της επιτροπής καταλήγει με τη διαπίστωση, ενδεικτική της ‘επιθετικής’ στάσης των συντακτών του και της πεποίθησης τους για την αναγκαιότητα της μεταρρύθμισης, ότι η πορεία της μεταρρύθμισης θα αποδειχθεί ευκολότερη όσο πιο καταιγιστικοί (tempestivi) είναι οι ρυθμοί εφαρμογής της και όσο πιο αποφασιστικά είναι τα πρώτα μέτρα για την υλοποίηση της’.
Οι ομοιότητες της ιταλικής και της ελληνικής περίπτωσης είναι προφανείς: και οι δύο χώρες ανήκουν στη ‘νοτιοευρωπαϊκή παραλλαγή’ κοινωνικού κράτους, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη σημαντικών κενών στην κοινωνική προστασία, αλλά και από τη συμβίωση τους με ‘νησίδες υπερπροστασίας’. Η κυριαρχία ενός υπερτροφικού και άνισου συστήματος συντάξεων το καθιστά υποχρεωτικό στόχο κάθε σχεδίου μεταρρύθμισης που στοχεύει στην επιβεβαίωση των ιστορικών στόχων του κοινωνικού κράτους στις νέες συνθήκες.
Το ίδιο χαρακτηριστικές είναι και οι διαφορές: η αριστερή διανόηση, τα κόμματα της αριστεράς, ακόμη και τα συνδικάτα της γειτονικής μας χώρας έχουν από καιρό ξεπεράσει το εγωιστικό σύνδρομο της ‘υπεράσπισης των κεκτημένων’, το οποίο στην Ελλάδα ακόμη αποτελεί για ορισμένους το Α και το Ω μιας ‘αριστερής’ πολιτικής. Για τους Ιταλούς συντρόφους μας, από την εποχή του Pci που δήλωνε ότι υπεράσπιζε την απασχόληση, όχι κατ’ ανάγκη τις υπάρχουσες θέσεις εργασίας, το ζητούμενο δεν είναι η περιφρούρηση των προνομίων των ‘υπερ-προστατευμένων’, αλλά η ίση προστασία όλων και, φυσικά, πρώτα απ’ όλα των απροστάτευτων.
Έπειτα, ο ίδιος ο τίτλος της επιτροπής είναι εύγλωττος: ‘Επιτροπή για την ανάλυση των μακρο-οικονομικών συμβατοτήτων της κοινωνικής δαπάνης’. Βλέπετε, η ιταλική αριστερά δεν θεωρεί την αναθεώρηση της συνθήκης του Μάαστριχτ προϋπόθεση για τη συμμετοχή της στον κοινωνικό διάλογο. Σύμφωνα με τη διατύπωση των συντακτών του κειμένου: ‘Η καθυστερημένη ένταξη στην ΟΝΕ και η συνακόλουθη αύξηση των επιτοκίων όχι μόνο θα εμπόδιζε το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, αλλά και θα καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολη τη διατήρηση του σημερινού επιπέδου κοινωνικής προστασίας, όσο ανεπαρκές και άδικο και αν είναι’.
Η ιταλική αριστερά εργάζεται στην υπόθεση της ανάγκης συμφιλίωσης ενός ανανεωμένου κοινωνικού κράτους με μια δυναμική οικονομία που θα προσεγγίζει το στόχο της πλήρους απασχόλησης. Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε στην εκ νέου αναζήτηση του ‘τετραγωνισμού του κύκλου’ κατά Dahrendorf, μισό αιώνα μετά την εγκαινίαση του συνδυασμού κεϋνσιανής οικονομίας και κοινωνικού κράτους που χάρισε στην ευρωπαϊκή ήπειρο τη μακρύτερη περίοδο οικονομικής ευημερίας, πολιτικής ελευθερίας και κοινωνικής συνοχής που είχε μέχρι τότε γνωρίσει. Σ’ εμάς δεν μένει παρά να ευχηθούμε στην ιταλική αριστερά ‘καλή επιτυχία’ και στην καθ’ ημάς ομόλογη της ‘καλή φώτιση’.
Πριν από λίγες εβδομάδες παραδόθηκε στην ιταλική κυβέρνηση το τελικό κείμενο της Έκθεσης της Επιτροπής Onofri, η οποία είχε συσταθεί με εντολή του πρωθυπουργού Prodi για να προτείνει κατευθύνσεις για τη μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους στην Ιταλία. Μέλη της επιτροπής ήταν γνωστοί ειδικοί (Maurizio Ferrera, Massimo Paci, Nicola Rossi, Chiara Saraceno κτλ.), αναγνωρισμένοι διεθνώς για την πρωτοτυπία των αναλύσεων τους αλλά και για την ανοιχτή τους τοποθέτηση ή φανερή τους συμπάθεια με τις ιδέες της ευρωπαϊκής αριστεράς.
Το κείμενο της επιτροπής υιοθετεί πολλές από τις σύγχρονες θεωρητικές επεξεργασίες για την καταπολέμηση της ανεργίας: επιβεβαιώνει την ανάγκη ‘προσαρμογής’ της αγοράς εργασίας, προτείνει στροφή προς τις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, δίνει έμφαση στην κατάρτιση ως επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο κτλ.
Το κείμενο εισηγείται την αποτελεσματική προστασία (ανεπαρκής ή ανύπαρκτη στο σημερινό σύστημα) από κοινωνικούς κινδύνους όπως είναι η πτώση του εισοδήματος κάτω από το όριο της φτώχειας, η μακροχρόνια ανεργία και η απώλεια ‘αυτοδυναμίας’. Για το σκοπό αυτό προτείνεται η καθιέρωση ‘ελάχιστου ζωτικού εισοδήματος’ στο οποίο να ενσωματωθεί το πλήθος ασύνδετων παροχών και επιδομάτων που είναι σήμερα σε ισχύ.
Παράλληλα, το κείμενο της επιτροπής δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις ανισορροπίες του ιταλικού συστήματος κοινωνικής προστασίας και, ιδίως, του συστήματος συντάξεων. Η επιτροπή αναδεικνύει ως κομβικό το πρόβλημα των ανισοτήτων: ‘Η διαδοχική αποτυχία προηγουμένων μεταρρυθμιστικών προσπαθειών οφείλεται στο ότι αυτές δεν αντιμετώπισαν το πρόβλημα της ανομοιομορφίας των συνταξιοδοτικών καθεστώτων. Μόνο αφού πρώτα όλοι οι ασφαλισμένοι τοποθετηθούν σε ένα πλαίσιο ισοτιμίας θα είναι δυνατό (και πρέπον) να ζητηθούν από αυτούς θυσίες αναλογικές’.
Γι αυτό, υποστηρίζει την ολοκλήρωση της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης του ‘95, την ενοποίηση των διαφορετικών συστημάτων, την ευθυγράμμιση εισφορών και παροχών, καθώς και την εναρμόνιση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης - συμπεριλαμβανομένων των ορίων ηλικίας, τα οποία ‘πρέπει βαθμιαία να συγκλίνουν προς τα ευρωπαϊκά επίπεδα’. Το κείμενο της επιτροπής καταλήγει με τη διαπίστωση, ενδεικτική της ‘επιθετικής’ στάσης των συντακτών του και της πεποίθησης τους για την αναγκαιότητα της μεταρρύθμισης, ότι η πορεία της μεταρρύθμισης θα αποδειχθεί ευκολότερη όσο πιο καταιγιστικοί (tempestivi) είναι οι ρυθμοί εφαρμογής της και όσο πιο αποφασιστικά είναι τα πρώτα μέτρα για την υλοποίηση της’.
Οι ομοιότητες της ιταλικής και της ελληνικής περίπτωσης είναι προφανείς: και οι δύο χώρες ανήκουν στη ‘νοτιοευρωπαϊκή παραλλαγή’ κοινωνικού κράτους, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη σημαντικών κενών στην κοινωνική προστασία, αλλά και από τη συμβίωση τους με ‘νησίδες υπερπροστασίας’. Η κυριαρχία ενός υπερτροφικού και άνισου συστήματος συντάξεων το καθιστά υποχρεωτικό στόχο κάθε σχεδίου μεταρρύθμισης που στοχεύει στην επιβεβαίωση των ιστορικών στόχων του κοινωνικού κράτους στις νέες συνθήκες.
Το ίδιο χαρακτηριστικές είναι και οι διαφορές: η αριστερή διανόηση, τα κόμματα της αριστεράς, ακόμη και τα συνδικάτα της γειτονικής μας χώρας έχουν από καιρό ξεπεράσει το εγωιστικό σύνδρομο της ‘υπεράσπισης των κεκτημένων’, το οποίο στην Ελλάδα ακόμη αποτελεί για ορισμένους το Α και το Ω μιας ‘αριστερής’ πολιτικής. Για τους Ιταλούς συντρόφους μας, από την εποχή του Pci που δήλωνε ότι υπεράσπιζε την απασχόληση, όχι κατ’ ανάγκη τις υπάρχουσες θέσεις εργασίας, το ζητούμενο δεν είναι η περιφρούρηση των προνομίων των ‘υπερ-προστατευμένων’, αλλά η ίση προστασία όλων και, φυσικά, πρώτα απ’ όλα των απροστάτευτων.
Έπειτα, ο ίδιος ο τίτλος της επιτροπής είναι εύγλωττος: ‘Επιτροπή για την ανάλυση των μακρο-οικονομικών συμβατοτήτων της κοινωνικής δαπάνης’. Βλέπετε, η ιταλική αριστερά δεν θεωρεί την αναθεώρηση της συνθήκης του Μάαστριχτ προϋπόθεση για τη συμμετοχή της στον κοινωνικό διάλογο. Σύμφωνα με τη διατύπωση των συντακτών του κειμένου: ‘Η καθυστερημένη ένταξη στην ΟΝΕ και η συνακόλουθη αύξηση των επιτοκίων όχι μόνο θα εμπόδιζε το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, αλλά και θα καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολη τη διατήρηση του σημερινού επιπέδου κοινωνικής προστασίας, όσο ανεπαρκές και άδικο και αν είναι’.
Η ιταλική αριστερά εργάζεται στην υπόθεση της ανάγκης συμφιλίωσης ενός ανανεωμένου κοινωνικού κράτους με μια δυναμική οικονομία που θα προσεγγίζει το στόχο της πλήρους απασχόλησης. Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε στην εκ νέου αναζήτηση του ‘τετραγωνισμού του κύκλου’ κατά Dahrendorf, μισό αιώνα μετά την εγκαινίαση του συνδυασμού κεϋνσιανής οικονομίας και κοινωνικού κράτους που χάρισε στην ευρωπαϊκή ήπειρο τη μακρύτερη περίοδο οικονομικής ευημερίας, πολιτικής ελευθερίας και κοινωνικής συνοχής που είχε μέχρι τότε γνωρίσει. Σ’ εμάς δεν μένει παρά να ευχηθούμε στην ιταλική αριστερά ‘καλή επιτυχία’ και στην καθ’ ημάς ομόλογη της ‘καλή φώτιση’.
17 Μαρτίου 1997
Η πολιτική οικονομία της εθνικής σύνταξης
Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 16 Μαρτίου 1997)
Οι λόγοι που επιβάλλουν όχι την παθητική συναίνεση αλλά την ενθουσιώδη συμμετοχή της Αριστεράς στο διάλογο για τη μεταρρύθμιση του συστήματος συντάξεων είχαν εκτεθεί εν συντομία σε προηγούμενο σημείωμα στα «Ενθέματα» (2 και 9 Φεβρουαρίου 1997). Το σημερινό σύστημα δεν είναι ούτε βιώσιμο οικονομικά ούτε δίκαιο κοινωνικά: το ποσοστό του εθνικού εισοδήματος που δαπανά η χώρα μας για συντάξεις είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, παρ’ ότι το ποσοστό των ηλικιωμένων στον πληθυσμό της είναι από τα χαμηλότερα, ενώ ταυτόχρονα, η φτώχεια είναι πολύ πιο εκτεταμένη μεταξύ των ηλικιωμένων από ό,τι σε άλλες ηλικιακές ομάδες.
Μια εναλλακτική πρόταση, άξια, κατά τη γνώμη μου, υιοθέτισης από την Αριστερά, είναι η θεσμοθέτηση εθνικής σύνταξης, χρηματοδοτούμενης από τον κρατικό προϋπολογισμό (αξίας π.χ. 10 ημερομισθίων ανειδίκευτου εργάτη), η οποία θα δίνεται με τη συμπλήρωση των 65 ετών χωρίς άλλες προϋποθέσεις, σε συνδυασμό με μια συμπληρωματική σύνταξη, η οποία θα χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών, θα συνδέεται με την αξία των εισφορών που έχει πληρώσει στη διάρκεια της εργάσιμης ζωής του κάθε εργαζόμενος και οι εκάστοτε εργοδότες του, ενώ θα μειώνεται αναλογικά σε περίπτωση πρόωρης συνταξιοδότησης. Η εισαγωγή ενός τέτοιου συστήματος συντάξεων θα έπρεπε, ασφαλώς, να συνδυαστεί με την κατάργηση των κρατικών επιχορηγήσεων προς τους ασφαλιστικούς οργανισμούς (και βεβαίως των ‘κοινωνικών πόρων’, που σήμερα κατανέμονται με κριτήρια κάθε άλλο παρά ορθολογικά), πράγμα που θα επιτρέψει τη συγκέντρωση της κρατικής υποστήριξης στη χρηματοδότηση της εθνικής σύνταξης.
Το ακριβές ύψος της απαιτούμενης δαπάνης για τη χρηματοδότηση της εθνικής σύνταξης εξαρτάται από τη συγκεκριμένη μορφή της. Η πρόταση που κατατίθεται εδώ για συζήτηση εννοεί τη εθνική σύνταξη ως οικουμενική παροχή, μοναδική προϋπόθεση της οποίας είναι η ηλικία. Με άλλα λόγια, δεν θα συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό των δικαιούχων ούτε το ιστορικό απασχόλησης, ούτε η προηγούμενη καταβολή εισφορών, ούτε το εισόδημα από συντάξεις ή άλλους πόρους.
Ο αντίλογος θα ανακαλούσε τα τυπικά επιχειρήματα εναντίον των οικουμενικών και υπέρ των επιλεκτικών παροχών: υψηλό κόστος, σπατάλη πόρων σε άτομα που δεν έχουν ανάγκη κρατικής υποστήριξης. Η φαινομενική στερεότητα μιας τέτοιας επιχειρηματολογίας είναι, στην πραγματικότητα, λιγότερο ακλόνητη. Ο περιορισμός της εθνικής σύνταξης σε άτομα χαμηλού εισοδήματος θα ανέβαζε το διοικητικό της κόστος, αφού θα απαιτούσε την εισαγωγή διαδικασιών εξακρίβωσης του εισοδήματος ή πολύ περισσότερο της περιουσίας των υποψηφίων δικαιούχων. Η θέσπιση κριτηρίων θα οδηγούσε, όπως συμβαίνει πάντοτε σε αυτές τις περιπτώσεις, στη μη διεκδίκηση της εθνικής σύνταξης από άτομα που βάσει των κριτηρίων τη δικαιούνται και στην απόδοση της σε άτομα που αποκρύπτουν μέρος του εισοδήματος ή της περιουσίας τους. Επιπλέον, ενώ μια οικουμενική εθνική σύνταξη θα ενίσχυε τα κίνητρα για την πληρωμή εισφορών και τη συσσώρευση ‘ενσήμων’ εν όψει της συμπληρωματικής σύνταξης, η επιλεκτική εκδοχή της θα εισήγαγε αντικίνητρα, αφού η μη παροχή της εθνικής σύνταξης σε άτομα με εισόδημα προερχόμενο από άλλες συντάξεις ισοδυναμεί με μείωση μέχρι μηδενισμού της οριακής ανταποδοτικότητας των εισφορών για τη συμπληρωματική σύνταξη. Τέλος, η δυνατότητα των μεσαίων στρωμάτων να απολαμβάνουν οικουμενικές παροχές που, ίσως, δεν χρειάζονται ενισχύει τη συναίνεση τους στο κοινωνικό κράτος και αποτρέπει φαινόμενα ‘φορολογικής εξέγερσης’. Εξ άλλου, δεδομένου του ότι η κρατική ενίσχυση στο συνταξιοδοτικό σύστημα σήμερα ευνοεί, κυρίως, ταμεία ασφάλισης ευπόρων ομάδων, η κατάργηση των ενισχύσεων αυτών για τη συγκέντρωση πόρων για τη εθνική σύνταξη θα είχε απαγορευτικό πολιτικό κόστος εάν συνοδευόταν από τον αποκλεισμό επίσης των ομάδων αυτών από τη νέα εθνική σύνταξη.
Ποιο θα ήταν, όμως, το κόστος μιας οικουμενικής εθνικής σύνταξης; Σήμερα στην Ελλάδα ζουν περίπου 1.650.000 άτομα άνω των 65 ετών. Εάν η αξία της οριζόταν σε 10 ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη (60.000 δρχ. περίπου) το μήνα, και πληρωνόταν 14 φορές το χρόνο, η συνολική ετήσια δαπάνη θα έφτανε τα 1.386 δισ. δρχ. σε σημερινές τιμές.
Δεδομένου ότι η φτώχεια μεταξύ των ηλικιωμένων που ζουν μόνοι είναι σαφώς οξύτερη απ’ ό,τι μεταξύ των ηλικιωμένων ζευγαριών ή εκείνων που ζουν με νεώτερους συγγενείς τους, μια αποδεκτή παραλλαγή θα ήταν εκείνη των ‘κλιμάκων ισοδυναμίας’: δηλ. πλήρης εθνική σύνταξη για κάθε ηλικιωμένο που ζει μόνος, 3/4 του ποσού για όσους ζουν με άλλους (1,5 εθνική σύνταξη ή 90.000 δρχ. το μήνα για ένα ζεύγος ηλικιωμένων). Το κόστος αυτής της παραλλαγής εξαρτάται από την κατανομή των ηλικιωμένων σε αυτές τις δύο κατηγορίες: εάν υποτεθεί ότι από τα 700.000 άτομα που ζουν μόνα τους στη χώρα μας 550.000 είναι άνω των 65 ετών (1/3 των ηλικιωμένων), η συνολική ετήσια δαπάνη θα έφτανε τα 1.155 δισ. δρχ. σε σημερινές τιμές. Από το ποσό αυτό θα πρέπει να αφαιρεθεί μέρος της δαπάνης του κρατικού προϋπολογισμού για συντάξεις δημοσίων πολιτικών ή στρατιωτικών υπαλλήλων (724 δισ. δρχ. το 1997), αφού κονδύλια ύψους 175 δισ. δρχ. θα μπορούσαν να εγγραφούν ως δαπάνη για τη εθνική σύνταξη όσων εκ των σημερινών δικαιούχων είναι άνω των 65 ετών αφήνοντας άθικτο το συνολικό ύψος της σύνταξης τους.
Το ποσό των 980 δισ. δρχ. που προκύπτει είναι αναμφισβήτητα σημαντικό. Ωστόσο, το αντίστοιχο ποσό που δαπανάται (με τρόπο οικονομικά αναποτελεσματικό και κοινωνικά άδικο) για την κρατική ενίσχυση του συνταξιοδοτικού συστήματος σήμερα υπερβαίνει τα 1.100 δισ. δρχ.: ο προϋπολογισμός του 1997 έχει προβλέψει τη διάθεση του ποσού των 1.016 δισ. δρχ. ως κρατική επιχορήγηση και αποδόσεις εσόδων στην κοινωνική ασφάλιση, ενώ το κόστος δύο ‘ειδικών μέτρων κοινωνικής πολιτικής’ (αύξηση συντάξεων ΟΓΑ και Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων) υπολογίζεται στα 84 δισ. δρχ. Και αυτό, χωρίς να προστεθούν πόροι οι οποίοι παρ’ ότι κατ’ ουσίαν αποτελούν αφανείς και ακούσιες ενισχύσεις του κοινωνικού συνόλου θεωρούνται τυπικά και πέρα από κάθε λογική ‘εισφορές ασφαλισμένων’: π.χ. εισφορά 1% στις ‘δαπάνες εκτέλεσης Δημοσίων, Δημοτικών, Κοινοτικών και ΝΠΔΔ έργων’ υπέρ ΤΣΜΕΔΕ.
Με άλλα λόγια, πόροι για τη θεσμοθέτηση οικουμενικής εθνικής σύνταξης υπάρχουν: η κατάργηση των σημερινών ενισχύσεων του κρατικού προϋπολογισμού στο ασφαλιστικό σύστημα θα εξοικονομούσε ποσά που υπερκαλύπτουν τη δαπάνη που απαιτείται για τη χρηματοδότηση της. Τα εμπόδια για την εφαρμογή της είναι κυρίως πολιτικά: η αντίσταση των ευνοημένων από το σημερινό σύστημα, οι οποίοι υπεραντιπροσωπεύονται στα συνδικάτα και στα κόμματα, συμπεριλαμβανομένων και αυτών της Αριστεράς. Η αντίσταση τους όμως αυτή όχι μόνο υπονομεύει τη βιωσιμότητα του συστήματος, αλλά και αντίκειται στις βασικές αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης, αφού στρέφεται εναντίον όσων σήμερα αποκλείονται από το συνταξιοδοτικό σύστημα. Στρέφεται, επίσης, εναντίον των νέων, οι οποίοι δεν θα μπορούν πλέον να υπολογίζουν σε αξιοπρεπείς συντάξεις μετά το τέλος της εργάσιμης ζωής τους. Όλοι αυτοί έχουν μικρή πολιτική δύναμη, ούτε συμμετέχουν στη δημόσια συζήτηση που διεξάγεται ερήμην τους παρ’ ότι κυρίως αυτούς αφορά. Αποτελούν, όμως, τους φυσικούς συμμάχους μιας Αριστεράς που επιμένει να θυμάται γιατί υπάρχει.
Οι λόγοι που επιβάλλουν όχι την παθητική συναίνεση αλλά την ενθουσιώδη συμμετοχή της Αριστεράς στο διάλογο για τη μεταρρύθμιση του συστήματος συντάξεων είχαν εκτεθεί εν συντομία σε προηγούμενο σημείωμα στα «Ενθέματα» (2 και 9 Φεβρουαρίου 1997). Το σημερινό σύστημα δεν είναι ούτε βιώσιμο οικονομικά ούτε δίκαιο κοινωνικά: το ποσοστό του εθνικού εισοδήματος που δαπανά η χώρα μας για συντάξεις είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, παρ’ ότι το ποσοστό των ηλικιωμένων στον πληθυσμό της είναι από τα χαμηλότερα, ενώ ταυτόχρονα, η φτώχεια είναι πολύ πιο εκτεταμένη μεταξύ των ηλικιωμένων από ό,τι σε άλλες ηλικιακές ομάδες.
Μια εναλλακτική πρόταση, άξια, κατά τη γνώμη μου, υιοθέτισης από την Αριστερά, είναι η θεσμοθέτηση εθνικής σύνταξης, χρηματοδοτούμενης από τον κρατικό προϋπολογισμό (αξίας π.χ. 10 ημερομισθίων ανειδίκευτου εργάτη), η οποία θα δίνεται με τη συμπλήρωση των 65 ετών χωρίς άλλες προϋποθέσεις, σε συνδυασμό με μια συμπληρωματική σύνταξη, η οποία θα χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών, θα συνδέεται με την αξία των εισφορών που έχει πληρώσει στη διάρκεια της εργάσιμης ζωής του κάθε εργαζόμενος και οι εκάστοτε εργοδότες του, ενώ θα μειώνεται αναλογικά σε περίπτωση πρόωρης συνταξιοδότησης. Η εισαγωγή ενός τέτοιου συστήματος συντάξεων θα έπρεπε, ασφαλώς, να συνδυαστεί με την κατάργηση των κρατικών επιχορηγήσεων προς τους ασφαλιστικούς οργανισμούς (και βεβαίως των ‘κοινωνικών πόρων’, που σήμερα κατανέμονται με κριτήρια κάθε άλλο παρά ορθολογικά), πράγμα που θα επιτρέψει τη συγκέντρωση της κρατικής υποστήριξης στη χρηματοδότηση της εθνικής σύνταξης.
Το ακριβές ύψος της απαιτούμενης δαπάνης για τη χρηματοδότηση της εθνικής σύνταξης εξαρτάται από τη συγκεκριμένη μορφή της. Η πρόταση που κατατίθεται εδώ για συζήτηση εννοεί τη εθνική σύνταξη ως οικουμενική παροχή, μοναδική προϋπόθεση της οποίας είναι η ηλικία. Με άλλα λόγια, δεν θα συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό των δικαιούχων ούτε το ιστορικό απασχόλησης, ούτε η προηγούμενη καταβολή εισφορών, ούτε το εισόδημα από συντάξεις ή άλλους πόρους.
Ο αντίλογος θα ανακαλούσε τα τυπικά επιχειρήματα εναντίον των οικουμενικών και υπέρ των επιλεκτικών παροχών: υψηλό κόστος, σπατάλη πόρων σε άτομα που δεν έχουν ανάγκη κρατικής υποστήριξης. Η φαινομενική στερεότητα μιας τέτοιας επιχειρηματολογίας είναι, στην πραγματικότητα, λιγότερο ακλόνητη. Ο περιορισμός της εθνικής σύνταξης σε άτομα χαμηλού εισοδήματος θα ανέβαζε το διοικητικό της κόστος, αφού θα απαιτούσε την εισαγωγή διαδικασιών εξακρίβωσης του εισοδήματος ή πολύ περισσότερο της περιουσίας των υποψηφίων δικαιούχων. Η θέσπιση κριτηρίων θα οδηγούσε, όπως συμβαίνει πάντοτε σε αυτές τις περιπτώσεις, στη μη διεκδίκηση της εθνικής σύνταξης από άτομα που βάσει των κριτηρίων τη δικαιούνται και στην απόδοση της σε άτομα που αποκρύπτουν μέρος του εισοδήματος ή της περιουσίας τους. Επιπλέον, ενώ μια οικουμενική εθνική σύνταξη θα ενίσχυε τα κίνητρα για την πληρωμή εισφορών και τη συσσώρευση ‘ενσήμων’ εν όψει της συμπληρωματικής σύνταξης, η επιλεκτική εκδοχή της θα εισήγαγε αντικίνητρα, αφού η μη παροχή της εθνικής σύνταξης σε άτομα με εισόδημα προερχόμενο από άλλες συντάξεις ισοδυναμεί με μείωση μέχρι μηδενισμού της οριακής ανταποδοτικότητας των εισφορών για τη συμπληρωματική σύνταξη. Τέλος, η δυνατότητα των μεσαίων στρωμάτων να απολαμβάνουν οικουμενικές παροχές που, ίσως, δεν χρειάζονται ενισχύει τη συναίνεση τους στο κοινωνικό κράτος και αποτρέπει φαινόμενα ‘φορολογικής εξέγερσης’. Εξ άλλου, δεδομένου του ότι η κρατική ενίσχυση στο συνταξιοδοτικό σύστημα σήμερα ευνοεί, κυρίως, ταμεία ασφάλισης ευπόρων ομάδων, η κατάργηση των ενισχύσεων αυτών για τη συγκέντρωση πόρων για τη εθνική σύνταξη θα είχε απαγορευτικό πολιτικό κόστος εάν συνοδευόταν από τον αποκλεισμό επίσης των ομάδων αυτών από τη νέα εθνική σύνταξη.
Ποιο θα ήταν, όμως, το κόστος μιας οικουμενικής εθνικής σύνταξης; Σήμερα στην Ελλάδα ζουν περίπου 1.650.000 άτομα άνω των 65 ετών. Εάν η αξία της οριζόταν σε 10 ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη (60.000 δρχ. περίπου) το μήνα, και πληρωνόταν 14 φορές το χρόνο, η συνολική ετήσια δαπάνη θα έφτανε τα 1.386 δισ. δρχ. σε σημερινές τιμές.
Δεδομένου ότι η φτώχεια μεταξύ των ηλικιωμένων που ζουν μόνοι είναι σαφώς οξύτερη απ’ ό,τι μεταξύ των ηλικιωμένων ζευγαριών ή εκείνων που ζουν με νεώτερους συγγενείς τους, μια αποδεκτή παραλλαγή θα ήταν εκείνη των ‘κλιμάκων ισοδυναμίας’: δηλ. πλήρης εθνική σύνταξη για κάθε ηλικιωμένο που ζει μόνος, 3/4 του ποσού για όσους ζουν με άλλους (1,5 εθνική σύνταξη ή 90.000 δρχ. το μήνα για ένα ζεύγος ηλικιωμένων). Το κόστος αυτής της παραλλαγής εξαρτάται από την κατανομή των ηλικιωμένων σε αυτές τις δύο κατηγορίες: εάν υποτεθεί ότι από τα 700.000 άτομα που ζουν μόνα τους στη χώρα μας 550.000 είναι άνω των 65 ετών (1/3 των ηλικιωμένων), η συνολική ετήσια δαπάνη θα έφτανε τα 1.155 δισ. δρχ. σε σημερινές τιμές. Από το ποσό αυτό θα πρέπει να αφαιρεθεί μέρος της δαπάνης του κρατικού προϋπολογισμού για συντάξεις δημοσίων πολιτικών ή στρατιωτικών υπαλλήλων (724 δισ. δρχ. το 1997), αφού κονδύλια ύψους 175 δισ. δρχ. θα μπορούσαν να εγγραφούν ως δαπάνη για τη εθνική σύνταξη όσων εκ των σημερινών δικαιούχων είναι άνω των 65 ετών αφήνοντας άθικτο το συνολικό ύψος της σύνταξης τους.
Το ποσό των 980 δισ. δρχ. που προκύπτει είναι αναμφισβήτητα σημαντικό. Ωστόσο, το αντίστοιχο ποσό που δαπανάται (με τρόπο οικονομικά αναποτελεσματικό και κοινωνικά άδικο) για την κρατική ενίσχυση του συνταξιοδοτικού συστήματος σήμερα υπερβαίνει τα 1.100 δισ. δρχ.: ο προϋπολογισμός του 1997 έχει προβλέψει τη διάθεση του ποσού των 1.016 δισ. δρχ. ως κρατική επιχορήγηση και αποδόσεις εσόδων στην κοινωνική ασφάλιση, ενώ το κόστος δύο ‘ειδικών μέτρων κοινωνικής πολιτικής’ (αύξηση συντάξεων ΟΓΑ και Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων) υπολογίζεται στα 84 δισ. δρχ. Και αυτό, χωρίς να προστεθούν πόροι οι οποίοι παρ’ ότι κατ’ ουσίαν αποτελούν αφανείς και ακούσιες ενισχύσεις του κοινωνικού συνόλου θεωρούνται τυπικά και πέρα από κάθε λογική ‘εισφορές ασφαλισμένων’: π.χ. εισφορά 1% στις ‘δαπάνες εκτέλεσης Δημοσίων, Δημοτικών, Κοινοτικών και ΝΠΔΔ έργων’ υπέρ ΤΣΜΕΔΕ.
Με άλλα λόγια, πόροι για τη θεσμοθέτηση οικουμενικής εθνικής σύνταξης υπάρχουν: η κατάργηση των σημερινών ενισχύσεων του κρατικού προϋπολογισμού στο ασφαλιστικό σύστημα θα εξοικονομούσε ποσά που υπερκαλύπτουν τη δαπάνη που απαιτείται για τη χρηματοδότηση της. Τα εμπόδια για την εφαρμογή της είναι κυρίως πολιτικά: η αντίσταση των ευνοημένων από το σημερινό σύστημα, οι οποίοι υπεραντιπροσωπεύονται στα συνδικάτα και στα κόμματα, συμπεριλαμβανομένων και αυτών της Αριστεράς. Η αντίσταση τους όμως αυτή όχι μόνο υπονομεύει τη βιωσιμότητα του συστήματος, αλλά και αντίκειται στις βασικές αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης, αφού στρέφεται εναντίον όσων σήμερα αποκλείονται από το συνταξιοδοτικό σύστημα. Στρέφεται, επίσης, εναντίον των νέων, οι οποίοι δεν θα μπορούν πλέον να υπολογίζουν σε αξιοπρεπείς συντάξεις μετά το τέλος της εργάσιμης ζωής τους. Όλοι αυτοί έχουν μικρή πολιτική δύναμη, ούτε συμμετέχουν στη δημόσια συζήτηση που διεξάγεται ερήμην τους παρ’ ότι κυρίως αυτούς αφορά. Αποτελούν, όμως, τους φυσικούς συμμάχους μιας Αριστεράς που επιμένει να θυμάται γιατί υπάρχει.
9 Φεβρουαρίου 1997
Συντάξεις και αναδιανομή - Ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο για τις συντάξεις; (β' μέρος)
Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 1997)
Για λόγους που έχουν αναλυθεί, πιστεύω πειστικά, μεταξύ άλλων και από τις στήλες των «Ενθεμάτων», ο ανασχεδιασμός του συστήματος των συντάξεων είναι αναπόφευκτος, αφού το σημερινό δεν είναι οικονομικά βιώσιμο. Ακόμη, όμως, και αν ήταν, η μεταρρύθμισή του θα ήταν εξ ίσου αναγκαία για τη διόρθωση των κοινωνικών ανισοτήτων τις οποίες αδυνατεί να αντιμετωπίσει (εάν δεν τις προκαλεί το ίδιο) στην παρούσα μορφή του. Η άρνηση, συνεπώς, της αναγκαιότητας ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου για τις συντάξεις προδίδει έλλειψη διορατικότητας: πολύ περισσότερο που το περιεχόμενο του παραμένει προς διαπραγμάτευση, άρα και επιδεχόμενο λύσεων με τη σφραγίδα της αριστεράς.
Η πρόκληση της μεταρρύθμισης του κοινωνικού κράτους υπό την οπτική της αριστεράς ισοδυναμεί με την αναζήτηση νέων εργαλείων για την επιδίωξη των ιστορικών του στόχων (μείωση των ανισοτήτων, εξάλειψη της φτώχειας, «κοινωνική προστασία») στις νέες συνθήκες. Στην περίπτωση του συστήματος συντάξεων, οι στόχοι της δημόσιας παρέμβασης είναι κυρίως δύο: αναδιανομή και αποταμίευση.
Οι αναδιανεμητικοί στόχοι του συνταξιοδοτικού συστήματος θα μπορούσαν να υπηρετηθούν καλύτερα με τη θεσμοθέτηση βασικής σύνταξης, χρηματοδοτούμενης όχι από εισφορές αλλά από τον κρατικό προϋπολογισμό. Μεταξύ των διαφόρων δυνατών εκδοχών, η πλέον ελκυστική είναι αυτή της Εθνικής Σύνταξης ενιαίου ύψους (αξίας π.χ. 10 ημερομισθίων ανειδίκευτου εργάτη), η οποία θα παρέχεται σε όλους τους πολίτες χωρίς άλλες προϋποθέσεις με τη συμπλήρωση των 65 ετών.
Η αποταμιευτική λειτουργία μπορεί να εξασφαλιστεί μέσω μιας συμπληρωματικής σύνταξης η οποία θα χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από τις εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών τους, καθώς και από την αξιοποίηση της περιουσίας και των αποθεμάτων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης. Το ύψος της συμπληρωματικής σύνταξης θα πρέπει να συνδέεται με σχέση ευθείας αναλογίας με την αξία των εισφορών που έχει πληρώσει στη διάρκεια της εργάσιμης ζωής του κάθε εργαζόμενος (και ο εκάστοτε εργοδότης του), ενώ θα μειώνεται αναλογικά σε περίπτωση πρόωρης συνταξιοδότησης.
Η εισαγωγή ενός συστήματος συντάξεων όπως αυτό που σκιαγραφείται παραπάνω θα έπρεπε να συνδυαστεί με την κατάργηση των διαφόρων κοινωνικών πόρων και κρατικών επιχορηγήσεων προς τους ασφαλιστικούς οργανισμούς (που σήμερα κατανέμονται με κριτήρια κάθε άλλο παρά ορθολογικά), καθώς και με τη συγκέντρωση της κρατικής υποστήριξης στη χρηματοδότηση της βασικής σύνταξης.
Είναι προφανές ότι τυχόν υιοθέτιση ενός τέτοιου σχεδίου θα συνεπαγόταν ανακατανομή πόρων και, συνεπώς, κερδισμένους και χαμένους. Οι χαμένοι θα ήταν, κυρίως, όσοι σήμερα απολαμβάνουν σκανδαλωδώς ευνοϊκούς όρους συνταξιοδότησης και εισπράττουν συντάξεις αφανώς επιδοτούμενες από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Οι κερδισμένοι θα ήταν οι χαμηλοσυνταξιούχοι, ιδίως εκείνοι με σημαντικό αριθμό ενσήμων, καθώς και όσοι σήμερα δεν λαμβάνουν καμμία σύνταξη: μακροχρόνια άνεργοι ή άτομα με διακεκομμένο ιστορικό απασχόλησης που δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, άτομα ανίκανα να εργαστούν χωρίς όμως αναπηρική σύνταξη, κοινωνικά αποκλεισμένοι κάθε είδους, αλλά και οι μη οικονομικά ενεργοί (π.χ. νοικοκυρές).
Επί πλέον, μια από τις κρισιμότερες αδυναμίες του σημερινού συστήματος είναι η υπερβολική επιβάρυνση του κόστους εργασίας από τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, η οποία είναι υψηλότερη ως ποσοστό του μισθού στην Ελλάδα από ό,τι στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Αυτό αποτελεί κίνητρο εισφοροδιαφυγής, ή εισφοροαποφυγής (π.χ. διά της παρουσίασης σχέσεων ουσιαστικά εξαρτημένης εργασίας ως σχέσεις «υπεργολαβίας»). Η συναίνεση πολλών εργαζομένων σε μεθοδεύσεις παράκαμψης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και γενικά η επικράτηση χαμηλής ασφαλιστικής συνείδησης ευνοούνται επίσης και από τεχνικούς λόγους: η σχέση εισφορών και παροχών κάθε άλλο παρά ευθέως ανάλογη είναι, με αποτέλεσμα να επιδέχεται «χειραγώγησης» (π.χ. ελαχιστοποίηση των εισφορών για τη θεμελίωση ορισμένου συνταξιοδοτικού δικαιώματος).
Για αυτό, η μεταρρύθμιση θα μπορούσε να είναι παιγνίδι θετικού αθροίσματος: η μείωση του κόστους εργασίας δια της μείωσης των επιβαρύνσεων υπέρ της κοινωνικής ασφάλισης στο χαμηλότερο επίπεδο που απαιτεί η χρηματοδότηση της συμπληρωματικής σύνταξης θα μπορούσε να οδηγήσει στη μείωση της εισφοροαποφυγής και, συνεπώς, στη διεύρυνση της χρηματοδοτικής βάσης - ενώ η αποκατάσταση της ανταποδοτικότητας (στη συμπληρωματική σύνταξη) θα εμπόδιζε τη χειραγώγηση των όρων συνταξιοδότησης και θα συνέβαλε στη μείωση της εισφοροδιαφυγής.
Επιστρέφοντας στο σημείο εκκίνησης: είναι αλήθεια ότι η αριστερά που συναινεί στη θυσία του συστήματος κοινωνικής προστασίας στο βωμό της διεθνούς ανταγωνιστικότητας αυτοαναιρείται. Άλλο τόσο αλήθεια είναι όμως ότι η αριστερά που επιμένει να εθελοτυφλεί και αρνείται να συμβάλλει με ρεαλιστικές προτάσεις στη συζήτηση για τη μεταρρύθμιση δεν κάνει άλλο από το να προετοιμάζει το έδαφος για μια μελλοντική επικράτηση των εξελίξεων που απεύχεται.
Πέρα από την άχαρη υπεράσπιση της σημερινής κατάστασης, ή την παραίτηση στην εφιαλτική προοπτική μιας κοινωνίας όπου πολλοί θα είναι καταδικασμένοι στη φτώχεια και ακόμη περισσότεροι σε μια δηλητηριώδη ανασφάλεια, υπάρχει και η ιστορική πρόκληση της εγκαθίδρυσης σε στέρεες βάσεις (χωρίς περιστροφές: στα ερείπια του σημερινού κράτους παροχών) του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα.
Για λόγους που έχουν αναλυθεί, πιστεύω πειστικά, μεταξύ άλλων και από τις στήλες των «Ενθεμάτων», ο ανασχεδιασμός του συστήματος των συντάξεων είναι αναπόφευκτος, αφού το σημερινό δεν είναι οικονομικά βιώσιμο. Ακόμη, όμως, και αν ήταν, η μεταρρύθμισή του θα ήταν εξ ίσου αναγκαία για τη διόρθωση των κοινωνικών ανισοτήτων τις οποίες αδυνατεί να αντιμετωπίσει (εάν δεν τις προκαλεί το ίδιο) στην παρούσα μορφή του. Η άρνηση, συνεπώς, της αναγκαιότητας ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου για τις συντάξεις προδίδει έλλειψη διορατικότητας: πολύ περισσότερο που το περιεχόμενο του παραμένει προς διαπραγμάτευση, άρα και επιδεχόμενο λύσεων με τη σφραγίδα της αριστεράς.
Η πρόκληση της μεταρρύθμισης του κοινωνικού κράτους υπό την οπτική της αριστεράς ισοδυναμεί με την αναζήτηση νέων εργαλείων για την επιδίωξη των ιστορικών του στόχων (μείωση των ανισοτήτων, εξάλειψη της φτώχειας, «κοινωνική προστασία») στις νέες συνθήκες. Στην περίπτωση του συστήματος συντάξεων, οι στόχοι της δημόσιας παρέμβασης είναι κυρίως δύο: αναδιανομή και αποταμίευση.
Οι αναδιανεμητικοί στόχοι του συνταξιοδοτικού συστήματος θα μπορούσαν να υπηρετηθούν καλύτερα με τη θεσμοθέτηση βασικής σύνταξης, χρηματοδοτούμενης όχι από εισφορές αλλά από τον κρατικό προϋπολογισμό. Μεταξύ των διαφόρων δυνατών εκδοχών, η πλέον ελκυστική είναι αυτή της Εθνικής Σύνταξης ενιαίου ύψους (αξίας π.χ. 10 ημερομισθίων ανειδίκευτου εργάτη), η οποία θα παρέχεται σε όλους τους πολίτες χωρίς άλλες προϋποθέσεις με τη συμπλήρωση των 65 ετών.
Η αποταμιευτική λειτουργία μπορεί να εξασφαλιστεί μέσω μιας συμπληρωματικής σύνταξης η οποία θα χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από τις εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών τους, καθώς και από την αξιοποίηση της περιουσίας και των αποθεμάτων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης. Το ύψος της συμπληρωματικής σύνταξης θα πρέπει να συνδέεται με σχέση ευθείας αναλογίας με την αξία των εισφορών που έχει πληρώσει στη διάρκεια της εργάσιμης ζωής του κάθε εργαζόμενος (και ο εκάστοτε εργοδότης του), ενώ θα μειώνεται αναλογικά σε περίπτωση πρόωρης συνταξιοδότησης.
Η εισαγωγή ενός συστήματος συντάξεων όπως αυτό που σκιαγραφείται παραπάνω θα έπρεπε να συνδυαστεί με την κατάργηση των διαφόρων κοινωνικών πόρων και κρατικών επιχορηγήσεων προς τους ασφαλιστικούς οργανισμούς (που σήμερα κατανέμονται με κριτήρια κάθε άλλο παρά ορθολογικά), καθώς και με τη συγκέντρωση της κρατικής υποστήριξης στη χρηματοδότηση της βασικής σύνταξης.
Είναι προφανές ότι τυχόν υιοθέτιση ενός τέτοιου σχεδίου θα συνεπαγόταν ανακατανομή πόρων και, συνεπώς, κερδισμένους και χαμένους. Οι χαμένοι θα ήταν, κυρίως, όσοι σήμερα απολαμβάνουν σκανδαλωδώς ευνοϊκούς όρους συνταξιοδότησης και εισπράττουν συντάξεις αφανώς επιδοτούμενες από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Οι κερδισμένοι θα ήταν οι χαμηλοσυνταξιούχοι, ιδίως εκείνοι με σημαντικό αριθμό ενσήμων, καθώς και όσοι σήμερα δεν λαμβάνουν καμμία σύνταξη: μακροχρόνια άνεργοι ή άτομα με διακεκομμένο ιστορικό απασχόλησης που δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, άτομα ανίκανα να εργαστούν χωρίς όμως αναπηρική σύνταξη, κοινωνικά αποκλεισμένοι κάθε είδους, αλλά και οι μη οικονομικά ενεργοί (π.χ. νοικοκυρές).
Επί πλέον, μια από τις κρισιμότερες αδυναμίες του σημερινού συστήματος είναι η υπερβολική επιβάρυνση του κόστους εργασίας από τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, η οποία είναι υψηλότερη ως ποσοστό του μισθού στην Ελλάδα από ό,τι στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Αυτό αποτελεί κίνητρο εισφοροδιαφυγής, ή εισφοροαποφυγής (π.χ. διά της παρουσίασης σχέσεων ουσιαστικά εξαρτημένης εργασίας ως σχέσεις «υπεργολαβίας»). Η συναίνεση πολλών εργαζομένων σε μεθοδεύσεις παράκαμψης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και γενικά η επικράτηση χαμηλής ασφαλιστικής συνείδησης ευνοούνται επίσης και από τεχνικούς λόγους: η σχέση εισφορών και παροχών κάθε άλλο παρά ευθέως ανάλογη είναι, με αποτέλεσμα να επιδέχεται «χειραγώγησης» (π.χ. ελαχιστοποίηση των εισφορών για τη θεμελίωση ορισμένου συνταξιοδοτικού δικαιώματος).
Για αυτό, η μεταρρύθμιση θα μπορούσε να είναι παιγνίδι θετικού αθροίσματος: η μείωση του κόστους εργασίας δια της μείωσης των επιβαρύνσεων υπέρ της κοινωνικής ασφάλισης στο χαμηλότερο επίπεδο που απαιτεί η χρηματοδότηση της συμπληρωματικής σύνταξης θα μπορούσε να οδηγήσει στη μείωση της εισφοροαποφυγής και, συνεπώς, στη διεύρυνση της χρηματοδοτικής βάσης - ενώ η αποκατάσταση της ανταποδοτικότητας (στη συμπληρωματική σύνταξη) θα εμπόδιζε τη χειραγώγηση των όρων συνταξιοδότησης και θα συνέβαλε στη μείωση της εισφοροδιαφυγής.
Επιστρέφοντας στο σημείο εκκίνησης: είναι αλήθεια ότι η αριστερά που συναινεί στη θυσία του συστήματος κοινωνικής προστασίας στο βωμό της διεθνούς ανταγωνιστικότητας αυτοαναιρείται. Άλλο τόσο αλήθεια είναι όμως ότι η αριστερά που επιμένει να εθελοτυφλεί και αρνείται να συμβάλλει με ρεαλιστικές προτάσεις στη συζήτηση για τη μεταρρύθμιση δεν κάνει άλλο από το να προετοιμάζει το έδαφος για μια μελλοντική επικράτηση των εξελίξεων που απεύχεται.
Πέρα από την άχαρη υπεράσπιση της σημερινής κατάστασης, ή την παραίτηση στην εφιαλτική προοπτική μιας κοινωνίας όπου πολλοί θα είναι καταδικασμένοι στη φτώχεια και ακόμη περισσότεροι σε μια δηλητηριώδη ανασφάλεια, υπάρχει και η ιστορική πρόκληση της εγκαθίδρυσης σε στέρεες βάσεις (χωρίς περιστροφές: στα ερείπια του σημερινού κράτους παροχών) του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα.
2 Φεβρουαρίου 1997
Η ζούγκλα των συντάξεων - Ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο για τις συντάξεις; (α' μέρος)
Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 1997)
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το συνταξιοδοτικό ζήτημα πρόκειται να κυριαρχήσει στην πολιτική διαμάχη τα επόμενα χρόνια. Το προηγούμενο σημείωμά μου στα «Ενθέματα» (5 Ιανουαρίου 1997) δεν άνοιξε, ασφαλώς, τον διάλογο, αλλά συνέπεσε με δημοσίευμα του «Βήματος» για τις εναλλακτικές υποθέσεις πάνω στις οποίες εργάζονται οι εμπειρογνώμονες της κυβέρνησης, το οποίο προέβαλε ιδιαίτερα εκείνη περί ενιαίου συντελεστή αναπλήρωσης εισοδήματος ίσου με 60%. Ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων διέψευσε ότι τα σενάρια εκφράζουν τις προθέσεις της κυβέρνησης και επανέλαβε ότι το 1997 θα είναι «έτος κοινωνικού διαλόγου» ενώ το 1998 «έτος αποφάσεων». Πρόσφατα (26 Ιανουαρίου 1997), η «Καθημερινή» μετέδωσε δηλώσεις του προέδρου της Bundesbank, στις οποίες οι ευρωπαϊκές χώρες καταγγέλλονται ως δέσμιες μιας «κοινωνικής συνείδησης με ρίζες στη Γαλλική Επανάσταση» (!), συνείδηση από την οποία οφείλουν να απαλλαγούν χωρίς καθυστέρηση επειδή «το ευρωπαϊκό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης απωθεί τις επενδύσεις».
Κατά γενική παραδοχή, οι συνεχείς διορθωτικές επεμβάσεις στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης από τις αρχές της δεκαετίας του '90 (η κυριότερη συνέπεια των οποίων υπήρξε η μεταβολή των όρων συνταξιοδότησης σε βάρος των νέων ασφαλισμένων), ανέστειλαν απλώς την κρίση βιωσιμότητας των ασφαλιστικών ταμείων, μεταθέτοντας την εκτιμώμενη χρονολογία αδυναμίας πληρωμής συντάξεων στο έτος 2010. Ωστόσο, η προοπτική δραστικών αλλαγών φαίνεται να τρομάζει την κυβέρνηση, ή τουλάχιστον τον υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο οποίος προς το παρόν προσανατολίζεται προς νέες διορθωτικές επεμβάσεις (ενιαίο κατώτατο ασφάλιστρο, θέσπιση νέων κοινωνικών πόρων).
Δεν θα διακινδύνευε κανείς ιδιαίτερα εάν προδίκαζε ότι οι συνδικαλιστικές ηγεσίες θα συναινέσουν, τελικά, σε μια τέτοια κατάληξη του κοινωνικού διαλόγου: άλλωστε, μόνο η ουσιαστική αδυναμία λήψης αποφάσεων μπορεί να εγγυηθεί τα κεκτημένα όσων πρόκειται να συνταξιοδοτηθούν τα επόμενα 10-15 χρόνια. Όμως, το τίμημα της εκ νέου προσφυγής σε διορθωτικές επεμβάσεις θα ήταν η διατήρηση του σημερινού καθεστώτος της «ζούγκλας των συντάξεων», η μετακύλιση του κόστους της αναπόφευκτης προσαρμογής στις νεώτερες γενιές ασφαλισμένων, καθώς και η διαιώνιση της ανασφάλειας που προκαλεί η περιοδική επαναφορά του θέματος, η λύση του οποίου συνεχώς μετατίθεται και ουδέποτε αποτολμάται.
Τόσο η αντίθεση των συνδικαλιστών στη ριζική μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος όσο και οι δισταγμοί κάποιων κυβερνητικών στελεχών θα μπορούσαν να ερμηνευθούν πλήρως με όρους «μικρής» πολιτικής: διά του εγωιστικού συμφέροντος των ομάδων που ανέδειξαν και στηρίζουν τους πρώτους, αλλά και της αποστροφής έναντι κάθε (βραχυπρόθεσμου) πολιτικού κόστους που συνεχίζει, παρά τη ρητορεία, να χαρακτηρίζει τους δεύτερους. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να αγνοηθεί ότι η στάση αυτή βασίζεται εν μέρει και σε λόγους «μεγάλης» πολιτικής: τα συστήματα συντάξεων είναι ένα είδος κοινωνικού συμβολαίου και η αλλαγή των όρων τους είναι φυσικό να αντιμετωπίζεται ως αθέτησή του.
Και όμως, η ουσία του θέματος βρίσκεται ακριβώς εδώ: το ελληνικό σύστημα συντάξεων βρίσκεται σε σημείο καμπής, αφού η επιβίωσή του υπό τη σημερινή μορφή είναι αδύνατη. Κάθε συμβατικό σύστημα συντάξεων έχει ένα κύκλο ζωής: ενώ αρχικά η ευνοϊκή αναλογία ασφαλισμένων και δικαιούχων επιτρέπει τη δημιουργία πλεονασμάτων, τελικά (εξ αιτίας της επιβράδυνσης των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης και της δημογραφικής γήρανσης) όλο και λιγότεροι εργαζόμενοι υποχρεώνονται να στηρίζουν όλο και περισσότερους συνταξιούχους.
Επί πλέον, το ελληνικό σύστημα χαρακτηρίζεται από στρεβλώσεις, όπως είναι οι υπερβολικά γενναιόδωροι όροι συνταξιοδότησης αρκετά εκτεταμένων κοινωνικών κατηγοριών, οι οποίες αυξάνουν το κόστος του. Υπό αυτές τις συνθήκες, η εξυπηρέτηση των υποχρεώσεων του συστήματος γίνεται δυσβάστακτη: το ποσοστό του εθνικού εισοδήματος που δαπανά η χώρα μας για συντάξεις είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, παρά το ότι το ποσοστό των ηλικιωμένων στον πληθυσμό της είναι από τα χαμηλότερα.
Η άναρχη συσσώρευση και επέκταση συνταξιοδοτικών προνομίων σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες πέρα από κάθε κριτήριο ανταποδοτικότητας συνοδεύτηκε και από την αποτυχία του συστήματος να εξασφαλίσει ένα αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης στις ασθενέστερες ομάδες: έτσι, το ελληνικό σύστημα συντάξεων παρά τον υπερτροφισμό του, ελάχιστα αποτελεσματικό μπορεί να θεωρηθεί ως εργαλείο κοινωνικής πολιτικής, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι η φτώχεια είναι περισσότερο εκτεταμένη ανάμεσα στους ηλικιωμένους από ό,τι σε άλλες ηλικιακές ομάδες.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το συνταξιοδοτικό ζήτημα πρόκειται να κυριαρχήσει στην πολιτική διαμάχη τα επόμενα χρόνια. Το προηγούμενο σημείωμά μου στα «Ενθέματα» (5 Ιανουαρίου 1997) δεν άνοιξε, ασφαλώς, τον διάλογο, αλλά συνέπεσε με δημοσίευμα του «Βήματος» για τις εναλλακτικές υποθέσεις πάνω στις οποίες εργάζονται οι εμπειρογνώμονες της κυβέρνησης, το οποίο προέβαλε ιδιαίτερα εκείνη περί ενιαίου συντελεστή αναπλήρωσης εισοδήματος ίσου με 60%. Ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων διέψευσε ότι τα σενάρια εκφράζουν τις προθέσεις της κυβέρνησης και επανέλαβε ότι το 1997 θα είναι «έτος κοινωνικού διαλόγου» ενώ το 1998 «έτος αποφάσεων». Πρόσφατα (26 Ιανουαρίου 1997), η «Καθημερινή» μετέδωσε δηλώσεις του προέδρου της Bundesbank, στις οποίες οι ευρωπαϊκές χώρες καταγγέλλονται ως δέσμιες μιας «κοινωνικής συνείδησης με ρίζες στη Γαλλική Επανάσταση» (!), συνείδηση από την οποία οφείλουν να απαλλαγούν χωρίς καθυστέρηση επειδή «το ευρωπαϊκό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης απωθεί τις επενδύσεις».
Κατά γενική παραδοχή, οι συνεχείς διορθωτικές επεμβάσεις στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης από τις αρχές της δεκαετίας του '90 (η κυριότερη συνέπεια των οποίων υπήρξε η μεταβολή των όρων συνταξιοδότησης σε βάρος των νέων ασφαλισμένων), ανέστειλαν απλώς την κρίση βιωσιμότητας των ασφαλιστικών ταμείων, μεταθέτοντας την εκτιμώμενη χρονολογία αδυναμίας πληρωμής συντάξεων στο έτος 2010. Ωστόσο, η προοπτική δραστικών αλλαγών φαίνεται να τρομάζει την κυβέρνηση, ή τουλάχιστον τον υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο οποίος προς το παρόν προσανατολίζεται προς νέες διορθωτικές επεμβάσεις (ενιαίο κατώτατο ασφάλιστρο, θέσπιση νέων κοινωνικών πόρων).
Δεν θα διακινδύνευε κανείς ιδιαίτερα εάν προδίκαζε ότι οι συνδικαλιστικές ηγεσίες θα συναινέσουν, τελικά, σε μια τέτοια κατάληξη του κοινωνικού διαλόγου: άλλωστε, μόνο η ουσιαστική αδυναμία λήψης αποφάσεων μπορεί να εγγυηθεί τα κεκτημένα όσων πρόκειται να συνταξιοδοτηθούν τα επόμενα 10-15 χρόνια. Όμως, το τίμημα της εκ νέου προσφυγής σε διορθωτικές επεμβάσεις θα ήταν η διατήρηση του σημερινού καθεστώτος της «ζούγκλας των συντάξεων», η μετακύλιση του κόστους της αναπόφευκτης προσαρμογής στις νεώτερες γενιές ασφαλισμένων, καθώς και η διαιώνιση της ανασφάλειας που προκαλεί η περιοδική επαναφορά του θέματος, η λύση του οποίου συνεχώς μετατίθεται και ουδέποτε αποτολμάται.
Τόσο η αντίθεση των συνδικαλιστών στη ριζική μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος όσο και οι δισταγμοί κάποιων κυβερνητικών στελεχών θα μπορούσαν να ερμηνευθούν πλήρως με όρους «μικρής» πολιτικής: διά του εγωιστικού συμφέροντος των ομάδων που ανέδειξαν και στηρίζουν τους πρώτους, αλλά και της αποστροφής έναντι κάθε (βραχυπρόθεσμου) πολιτικού κόστους που συνεχίζει, παρά τη ρητορεία, να χαρακτηρίζει τους δεύτερους. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να αγνοηθεί ότι η στάση αυτή βασίζεται εν μέρει και σε λόγους «μεγάλης» πολιτικής: τα συστήματα συντάξεων είναι ένα είδος κοινωνικού συμβολαίου και η αλλαγή των όρων τους είναι φυσικό να αντιμετωπίζεται ως αθέτησή του.
Και όμως, η ουσία του θέματος βρίσκεται ακριβώς εδώ: το ελληνικό σύστημα συντάξεων βρίσκεται σε σημείο καμπής, αφού η επιβίωσή του υπό τη σημερινή μορφή είναι αδύνατη. Κάθε συμβατικό σύστημα συντάξεων έχει ένα κύκλο ζωής: ενώ αρχικά η ευνοϊκή αναλογία ασφαλισμένων και δικαιούχων επιτρέπει τη δημιουργία πλεονασμάτων, τελικά (εξ αιτίας της επιβράδυνσης των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης και της δημογραφικής γήρανσης) όλο και λιγότεροι εργαζόμενοι υποχρεώνονται να στηρίζουν όλο και περισσότερους συνταξιούχους.
Επί πλέον, το ελληνικό σύστημα χαρακτηρίζεται από στρεβλώσεις, όπως είναι οι υπερβολικά γενναιόδωροι όροι συνταξιοδότησης αρκετά εκτεταμένων κοινωνικών κατηγοριών, οι οποίες αυξάνουν το κόστος του. Υπό αυτές τις συνθήκες, η εξυπηρέτηση των υποχρεώσεων του συστήματος γίνεται δυσβάστακτη: το ποσοστό του εθνικού εισοδήματος που δαπανά η χώρα μας για συντάξεις είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, παρά το ότι το ποσοστό των ηλικιωμένων στον πληθυσμό της είναι από τα χαμηλότερα.
Η άναρχη συσσώρευση και επέκταση συνταξιοδοτικών προνομίων σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες πέρα από κάθε κριτήριο ανταποδοτικότητας συνοδεύτηκε και από την αποτυχία του συστήματος να εξασφαλίσει ένα αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης στις ασθενέστερες ομάδες: έτσι, το ελληνικό σύστημα συντάξεων παρά τον υπερτροφισμό του, ελάχιστα αποτελεσματικό μπορεί να θεωρηθεί ως εργαλείο κοινωνικής πολιτικής, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι η φτώχεια είναι περισσότερο εκτεταμένη ανάμεσα στους ηλικιωμένους από ό,τι σε άλλες ηλικιακές ομάδες.
6 Ιανουαρίου 1997
Η επερχόμενη μεταρρύθμιση
Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 5 Ιανουαρίου 1997)
Το κύμα των κοινωνικών αντιδράσεων που συνόδευσε την κατάθεση του προϋπολογισμού μπορεί να έχει πλέον κοπάσει, αλλά στον ορίζοντα φαίνεται ήδη το επόμενο: σύμφωνα με τις προθέσεις της κυβέρνησης, τους πρώτους μήνες του νέου έτους πρόκειται να αρχίσει ο κοινωνικός διάλογος για το συνταξιοδοτικό ζήτημα. Εκ πρώτης όψεως, παρά την προφανή κρισιμότητα του θέματος για καθένα από μας, η προοπτική του διαλόγου αυτού καθ’ εαυτού ελάχιστο ενδιαφέρον προκαλεί: οι θέσεις των «εταίρων» φαίνεται να είναι κιόλας προδιαγεγραμμένες, κρίνοντας τουλάχιστον από την εμπειρία ανάλογων τοποθετήσεων όποτε το ζήτημα τέθηκε στο παρελθόν.
Θα διακινδύνευε λίγο, λοιπόν, κανείς εάν προδίκαζε ότι η κυβέρνηση θα επικαλεστεί την ανάγκη μακροοικονομικής προσαρμογής και τη δημογραφική γήρανση του πληθυσμού, τα συνδικάτα θα αντιπροτείνουν το δίκαιο επιμερισμό των θυσιών και την προστασία των κεκτημένων, ενώ η αριστερή αντιπολίτευση (η τουλάχιστον, στην καλύτερη περίπτωση, ένα μόνο τμήμα της) θα καταγγείλει τη νέα επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων και στο κοινωνικό κράτος. Και όμως, η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος αποτελεί μοναδική ευκαιρία να επανατεθεί στην ημερήσια διάταξη του κοινωνικού διαλόγου ένα από τα σημαντικότερα ζητούμενα της πολιτικής διαμάχης στη χώρα μας στο γύρισμα του αιώνα: τίποτε λιγότερο από το μέλλον του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα.
Ο λόγος για τον οποίο η αριστερά θα όφειλε να αναμένει το διάλογο για την μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους με ανυπομονησία παρά με ανησυχία είναι απλός: ο ατελής και αποσπασματικός τρόπος με τον οποίο αυτό οικοδομήθηκε στη χώρα μας, η έλλειψη κάθε είδους «αρχιτεκτονικού σχεδίου», η ασάφεια των στόχων του και η ανακολουθία των μέσων για την επίτευξή τους, μαρτυρούν την ελάχιστα ευγενική καταγωγή του. Πράγματι, αντίθετα με ό,τι ισχύει στις χώρες της Β. Ευρώπης (αλλά κατ’ αναλογία με την εμπειρία π.χ. της Ιταλίας), το οικοδόμημα του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα υπήρξε κυρίως ιστορικό προϊόν ενός ηγεμονικού όσο και κοντόφθαλμου εγχειρήματος κατακερματισμού του κοινωνικού σώματος δια της επιλεκτικής παραχώρησης προνομίων, παρά επιστέγασμα κοινωνικών κατακτήσεων τις οποίες επέβαλλαν οι αγώνες των εργαζομένων.
Πουθενά αλλού δεν γίνεται αυτό τόσο αισθητό όσο στον τομέα των συντάξεων γήρατος. Οι περισσότεροι ηλικιωμένοι (π.χ. συντριπτική πλειοψηφία των συνταξιούχων του ΙΚΑ) δεν δικαιούνται παρά την κατώτατη σύνταξη, που με δυσκολία εξασφαλίζει επιβίωση στα όρια την φτώχειας. Μεγάλο τμήμα των ηλικιωμένων (συνταξιούχων του ΟΓΑ) δεν κατέβαλε ποτέ εισφορές και ως εκ τούτου λαμβάνει μια κατ’ ευφημισμόν σύνταξη, στην ουσία ένα ανεπαρκές, αν και όχι εντελώς ασήμαντο, βοήθημα. Επιπλέον, αρκετοί ηλικιωμένοι, ο ακριβής αριθμός των οποίων παραμένει άγνωστος, δεν έχουν στοιχειοθετήσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα (δεν έχουν «συμπληρώσει ένσημα») και συνεπώς επιβιώνουν μόνο χάρη στη βοήθεια της οικογένειας ή της κοινότητας στην οποία ανήκουν: πρόκειται για κοινωνικές ομάδες με διακεκομμένο ή «ακανόνιστο» ιστορικό απασχόλησης, π.χ. άτομα ανήμπορα να εργαστούν που για κάποιο λόγο δεν δικαιούνται αναπηρική σύνταξη, τσιγγάνοι, αλλά και μακροχρόνια άνεργοι, νοικοκυρές κ.τ.λ.
Από την άλλη, σχετικά πολυάριθμες κοινωνικές ομάδες απολαμβάνουν συνταξιοδοτικές παροχές απρόσιτες στους υπολοίπους. Κατ’ αρχήν, τα ελεύθερα επαγγέλματα: γιατροί, μηχανικοί, δικηγόροι και άλλοι, μέλη «ευγενών ταμείων», αποδέκτες στην πραγματικότητα ποικίλλων, αδιαφανών και, φυσικά, ακούσιων ενισχύσεων από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Ύστερα, κρατικοί αξιωματούχοι σε ειδικούς ρόλους: διπλωμάτες, δικαστικοί, στρατιωτικοί, βουλευτές, αλλά και μέλη των σωμάτων ασφαλείας. Τέλος, οι συνήθεις ύποπτοι: δημόσιοι υπάλληλοι κάθε είδους, οι εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ, δικαιούχοι σχετικά υψηλών συντάξεων, πλουσιοπάροχων «εφ’ άπαξ» και προκλητικά ευνοϊκών όρων συνταξιοδότησης. Το στερεότυπο της δημοσίου υπαλλήλου η οποία ως μητέρα συνταξιοδοτείται πρόωρα και χρησιμοποιεί το εφ’ άπαξ για να ανοίξει μπουτίκ (ή αυτό του δικηγόρου πρώην πολιτευτή ο οποίος εισπράττει πολλαπλές συντάξεις) είναι, ίσως, άδικο στη γενικότητά του, μα κάθε άλλο παρά αβάσιμο.
Αυτή η τάξη πραγμάτων (στην Ιταλία έχει όνομα: η ζούγκλα των συντάξεων) είναι χωρίς περιστροφές απαράδεκτη για όσους εμπνέονται από οικουμενικές αξίες: εξ ορισμού τους αριστερούς, αλλά και τους πραγματικά φιλελεύθερους, είδος προς εξαφάνιση στη χώρα μας. Το γεγονός ότι οι πιο θορυβώδεις υπερασπιστές της βρίσκονται στο στρατόπεδο όσων ωφελούνται από αυτή είναι αυτονόητο. Το ότι αυτή η ιδιότυπη «εργατική αριστοκρατία» είναι ταυτόχρονα η δεξαμενή από την οποία τα εργατικά συνδικάτα και τα κόμματα της αριστεράς αντλούν τα στελέχη τους είναι σχεδόν αναπόφευκτο. Θα πρόσθετε, μάλιστα, κανείς ότι δεν αποτελεί καν, κατ’ ανάγκη, πρόβλημα: υπό την κρίσιμη, βεβαίως, προϋπόθεση ότι τα στελέχη αυτά εκπροσωπούν τα ευρύτερα συμφέροντα των εργαζομένων, όχι τα υπό τη στενή έννοια της ευνοούμενης κατηγορίας από την οποία προέρχονται.
Ποια, όμως, ακριβώς είναι αυτά τα ευρύτερα συμφέροντα; Ποια είναι η ενδεδειγμένη στάση μιας αριστεράς που θυμάται ότι αυτά ακριβώς εκπροσωπεί; Κατά την ταπεινή μου γνώμη, το θέμα απαιτεί τομές μακράς πνοής: σταδιακή κατάργηση της σημερινής ζούγκλας των εκατοντάδων ασφαλιστικών ταμείων με διαφορετικό καθεστώς εισφορών και παροχών το καθένα, εισαγωγή εθνικής σύνταξης ίσης π.χ. με το μισό του κατώτατου μισθού για κάθε πολίτη ηλικίας άνω των 65 ανεξάρτητα από το ιστορικό απασχόλησης, συμπληρωματική σύνταξη αυστηρώς ανάλογη με τις καταβληθείσες εισφορές.
Φυσικά, αυτά δεν είναι παρά αδρές γραμμές: μένει να συμπληρωθούν οι λεπτομέρειες (στις οποίες κρίνονται τα σχέδια), ενώ το πρόβλημα (στο οποίο συνήθως σκοντάφτουν τα καλύτερα από αυτά) της μετάβασης σε ένα τέτοιο σύστημα παραμένει ανοιχτό. Για αυτά, όμως, υπάρχει καιρός. Προς το παρόν προέχει η υιοθέτηση ενός τέτοιου σχεδίου. Πράγματι, κάτι τέτοιο (ριζοσπαστικό μα ρεαλιστικό, οικονομικά «εξυγιαντικό» και μαζί δίκαιο, προωθημένο αλλά και διαισθητικά κατανοητό) θα προσέφερε στην αριστερά μοναδική δυνατότητα να κερδίσει συγκαταθέσεις, δίνοντας ταυτόχρονα συγκεκριμένο δείγμα μιας «φόρμουλας» μαγικής, συχνά επικαλούμενης, μα συνήθως φευγαλέας: της προγραμματικής αντιπολίτευσης.
Το κύμα των κοινωνικών αντιδράσεων που συνόδευσε την κατάθεση του προϋπολογισμού μπορεί να έχει πλέον κοπάσει, αλλά στον ορίζοντα φαίνεται ήδη το επόμενο: σύμφωνα με τις προθέσεις της κυβέρνησης, τους πρώτους μήνες του νέου έτους πρόκειται να αρχίσει ο κοινωνικός διάλογος για το συνταξιοδοτικό ζήτημα. Εκ πρώτης όψεως, παρά την προφανή κρισιμότητα του θέματος για καθένα από μας, η προοπτική του διαλόγου αυτού καθ’ εαυτού ελάχιστο ενδιαφέρον προκαλεί: οι θέσεις των «εταίρων» φαίνεται να είναι κιόλας προδιαγεγραμμένες, κρίνοντας τουλάχιστον από την εμπειρία ανάλογων τοποθετήσεων όποτε το ζήτημα τέθηκε στο παρελθόν.
Θα διακινδύνευε λίγο, λοιπόν, κανείς εάν προδίκαζε ότι η κυβέρνηση θα επικαλεστεί την ανάγκη μακροοικονομικής προσαρμογής και τη δημογραφική γήρανση του πληθυσμού, τα συνδικάτα θα αντιπροτείνουν το δίκαιο επιμερισμό των θυσιών και την προστασία των κεκτημένων, ενώ η αριστερή αντιπολίτευση (η τουλάχιστον, στην καλύτερη περίπτωση, ένα μόνο τμήμα της) θα καταγγείλει τη νέα επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων και στο κοινωνικό κράτος. Και όμως, η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος αποτελεί μοναδική ευκαιρία να επανατεθεί στην ημερήσια διάταξη του κοινωνικού διαλόγου ένα από τα σημαντικότερα ζητούμενα της πολιτικής διαμάχης στη χώρα μας στο γύρισμα του αιώνα: τίποτε λιγότερο από το μέλλον του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα.
Ο λόγος για τον οποίο η αριστερά θα όφειλε να αναμένει το διάλογο για την μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους με ανυπομονησία παρά με ανησυχία είναι απλός: ο ατελής και αποσπασματικός τρόπος με τον οποίο αυτό οικοδομήθηκε στη χώρα μας, η έλλειψη κάθε είδους «αρχιτεκτονικού σχεδίου», η ασάφεια των στόχων του και η ανακολουθία των μέσων για την επίτευξή τους, μαρτυρούν την ελάχιστα ευγενική καταγωγή του. Πράγματι, αντίθετα με ό,τι ισχύει στις χώρες της Β. Ευρώπης (αλλά κατ’ αναλογία με την εμπειρία π.χ. της Ιταλίας), το οικοδόμημα του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα υπήρξε κυρίως ιστορικό προϊόν ενός ηγεμονικού όσο και κοντόφθαλμου εγχειρήματος κατακερματισμού του κοινωνικού σώματος δια της επιλεκτικής παραχώρησης προνομίων, παρά επιστέγασμα κοινωνικών κατακτήσεων τις οποίες επέβαλλαν οι αγώνες των εργαζομένων.
Πουθενά αλλού δεν γίνεται αυτό τόσο αισθητό όσο στον τομέα των συντάξεων γήρατος. Οι περισσότεροι ηλικιωμένοι (π.χ. συντριπτική πλειοψηφία των συνταξιούχων του ΙΚΑ) δεν δικαιούνται παρά την κατώτατη σύνταξη, που με δυσκολία εξασφαλίζει επιβίωση στα όρια την φτώχειας. Μεγάλο τμήμα των ηλικιωμένων (συνταξιούχων του ΟΓΑ) δεν κατέβαλε ποτέ εισφορές και ως εκ τούτου λαμβάνει μια κατ’ ευφημισμόν σύνταξη, στην ουσία ένα ανεπαρκές, αν και όχι εντελώς ασήμαντο, βοήθημα. Επιπλέον, αρκετοί ηλικιωμένοι, ο ακριβής αριθμός των οποίων παραμένει άγνωστος, δεν έχουν στοιχειοθετήσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα (δεν έχουν «συμπληρώσει ένσημα») και συνεπώς επιβιώνουν μόνο χάρη στη βοήθεια της οικογένειας ή της κοινότητας στην οποία ανήκουν: πρόκειται για κοινωνικές ομάδες με διακεκομμένο ή «ακανόνιστο» ιστορικό απασχόλησης, π.χ. άτομα ανήμπορα να εργαστούν που για κάποιο λόγο δεν δικαιούνται αναπηρική σύνταξη, τσιγγάνοι, αλλά και μακροχρόνια άνεργοι, νοικοκυρές κ.τ.λ.
Από την άλλη, σχετικά πολυάριθμες κοινωνικές ομάδες απολαμβάνουν συνταξιοδοτικές παροχές απρόσιτες στους υπολοίπους. Κατ’ αρχήν, τα ελεύθερα επαγγέλματα: γιατροί, μηχανικοί, δικηγόροι και άλλοι, μέλη «ευγενών ταμείων», αποδέκτες στην πραγματικότητα ποικίλλων, αδιαφανών και, φυσικά, ακούσιων ενισχύσεων από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Ύστερα, κρατικοί αξιωματούχοι σε ειδικούς ρόλους: διπλωμάτες, δικαστικοί, στρατιωτικοί, βουλευτές, αλλά και μέλη των σωμάτων ασφαλείας. Τέλος, οι συνήθεις ύποπτοι: δημόσιοι υπάλληλοι κάθε είδους, οι εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ, δικαιούχοι σχετικά υψηλών συντάξεων, πλουσιοπάροχων «εφ’ άπαξ» και προκλητικά ευνοϊκών όρων συνταξιοδότησης. Το στερεότυπο της δημοσίου υπαλλήλου η οποία ως μητέρα συνταξιοδοτείται πρόωρα και χρησιμοποιεί το εφ’ άπαξ για να ανοίξει μπουτίκ (ή αυτό του δικηγόρου πρώην πολιτευτή ο οποίος εισπράττει πολλαπλές συντάξεις) είναι, ίσως, άδικο στη γενικότητά του, μα κάθε άλλο παρά αβάσιμο.
Αυτή η τάξη πραγμάτων (στην Ιταλία έχει όνομα: η ζούγκλα των συντάξεων) είναι χωρίς περιστροφές απαράδεκτη για όσους εμπνέονται από οικουμενικές αξίες: εξ ορισμού τους αριστερούς, αλλά και τους πραγματικά φιλελεύθερους, είδος προς εξαφάνιση στη χώρα μας. Το γεγονός ότι οι πιο θορυβώδεις υπερασπιστές της βρίσκονται στο στρατόπεδο όσων ωφελούνται από αυτή είναι αυτονόητο. Το ότι αυτή η ιδιότυπη «εργατική αριστοκρατία» είναι ταυτόχρονα η δεξαμενή από την οποία τα εργατικά συνδικάτα και τα κόμματα της αριστεράς αντλούν τα στελέχη τους είναι σχεδόν αναπόφευκτο. Θα πρόσθετε, μάλιστα, κανείς ότι δεν αποτελεί καν, κατ’ ανάγκη, πρόβλημα: υπό την κρίσιμη, βεβαίως, προϋπόθεση ότι τα στελέχη αυτά εκπροσωπούν τα ευρύτερα συμφέροντα των εργαζομένων, όχι τα υπό τη στενή έννοια της ευνοούμενης κατηγορίας από την οποία προέρχονται.
Ποια, όμως, ακριβώς είναι αυτά τα ευρύτερα συμφέροντα; Ποια είναι η ενδεδειγμένη στάση μιας αριστεράς που θυμάται ότι αυτά ακριβώς εκπροσωπεί; Κατά την ταπεινή μου γνώμη, το θέμα απαιτεί τομές μακράς πνοής: σταδιακή κατάργηση της σημερινής ζούγκλας των εκατοντάδων ασφαλιστικών ταμείων με διαφορετικό καθεστώς εισφορών και παροχών το καθένα, εισαγωγή εθνικής σύνταξης ίσης π.χ. με το μισό του κατώτατου μισθού για κάθε πολίτη ηλικίας άνω των 65 ανεξάρτητα από το ιστορικό απασχόλησης, συμπληρωματική σύνταξη αυστηρώς ανάλογη με τις καταβληθείσες εισφορές.
Φυσικά, αυτά δεν είναι παρά αδρές γραμμές: μένει να συμπληρωθούν οι λεπτομέρειες (στις οποίες κρίνονται τα σχέδια), ενώ το πρόβλημα (στο οποίο συνήθως σκοντάφτουν τα καλύτερα από αυτά) της μετάβασης σε ένα τέτοιο σύστημα παραμένει ανοιχτό. Για αυτά, όμως, υπάρχει καιρός. Προς το παρόν προέχει η υιοθέτηση ενός τέτοιου σχεδίου. Πράγματι, κάτι τέτοιο (ριζοσπαστικό μα ρεαλιστικό, οικονομικά «εξυγιαντικό» και μαζί δίκαιο, προωθημένο αλλά και διαισθητικά κατανοητό) θα προσέφερε στην αριστερά μοναδική δυνατότητα να κερδίσει συγκαταθέσεις, δίνοντας ταυτόχρονα συγκεκριμένο δείγμα μιας «φόρμουλας» μαγικής, συχνά επικαλούμενης, μα συνήθως φευγαλέας: της προγραμματικής αντιπολίτευσης.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)