Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 7 Νοεμβρίου 1999)
Άρτι αφιχθείς από οκταήμερο ταξίδι στην Πορτογαλία, εξαιρετικά ωφέλιμο και ταυτόχρονα απρόσμενα σχεδόν τερπνόν, αποφάσισα να δοκιμάσω το πληκτρολόγιό μου στο λογοτεχνικό είδος του ταξιδιωτικού δοκιμίου. Προφανώς αστειεύομαι, αν και όχι εντελώς. Με κίνδυνο να μπω στα χωράφια του Ανταίου Χρυσοστομίδη (τον οποίο δεν γνωρίζω προσωπικά, αλλά από τότε, πριν πολλά χρόνια, που μου έδωσε τη συνήθεια να διαβάζω την Κυριακάτικη Αυγή από την τελευταία σελίδα διαπίστωσα ότι μας συνδέει μια δεύτερη πατρίδα και η κοινή αγάπη για τη λογοτεχνία της), ή του Βασίλη Πεσμαζόγλου (τον οποίο, αντίθετα, γνωρίζω αρκετά καλά ώστε να ξέρω ότι θα μου συγχωρέσει αυτή την εισβολή στο χώρο του ελεύθερου ρεπορτάζ των Ενθεμάτων τον οποίο εθιμικώ δικαίω κατέχει), προχωρώ χωρίς άλλες φλυαρίες στο θέμα.
Η Πορτογαλία δεν μου ήταν τελείως άγνωστη. Είχε τύχει να την επισκεφτώ για πρώτη φορά πριν από έξη χρόνια. Τότε η Λισσαβώνα μου είχε φανεί σαν μια αριστοκρατική κυρία, κάπως προχωρημένης ηλικίας και ίσως ξεπεσμένη κοινωνικά, μα πάντοτε γοητευτική παρόλα αυτά. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με μοντέλα του ’60 ή του ’70 που μου θύμιζαν τα παιδικά μου χρόνια (θυμάστε τα Ford Taunus;). Οι άνθρωποι φτωχοί αλλά αξιοπρεπείς και σεμνοί, φιλόξενοι και απρόσβλητοι (ή μήπως απρόσβλητοι ακόμη;) από τον εκχυδαϊσμό της καθημερινής ζωής που συχνά συνοδεύει το μαζικό τουρισμό. Η σύγκριση με την Ελλάδα που τότε γνώριζα καλύτερα εκείνη της προηγούμενης δεκαετίας, αναπόφευκτη όσο και επώδυνη: αντί για την ευδαιμονία ενός καταναλωτισμού με δανεικά φαινόταν να κυριαρχεί η ηθική της σκληρής δουλειάς – όσο για τους κοινοτικούς πόρους, ήταν φανερό ότι χρηματοδοτούσαν σημαντικά έργα υποδομής, αντί να κατασπαταλώνται σε παραγωγικά ασήμαντες μα πολιτικά προσοδοφόρες ‘δράσεις’.
Αυτή τη φορά, η πόλη έμοιαζε να αναπνέει έναν άλλο αέρα: αυτοπεποίθησης, υπερηφάνειας, αισιοδοξίας για το μέλλον. Τι είχε μεσολαβήσει; Με κίνδυνο να φανώ διδακτικός, νομίζω ότι πρόκειται απλώς για τους καρπούς μιας πορείας σταθερής προόδου, ατομικής και συλλογικής ευημερίας. Τα εξωτερικά σημεία της ορατά δια γυμνού οφθαλμού: η νέα γέφυρα που ενώνει ανατολικότερα τις όχθες του Τάγου, ο νέος σιδηροδρομικός σταθμός κοντά στο αεροδρόμιο, οι εγκαταστάσεις της διεθνούς έκθεσης, το πολιτιστικό κέντρο της Μπελέμ, τα νέα κτίρια του κέντρου της πόλης και τα (περισσότερα) ανακαινισμένα των παραδοσιακών συνοικιών. Πέρα από αυτά (και πέρα από την άνοδο του εισοδήματος, εμφανή στα αυτοκίνητα, στα σπίτια και ακόμη στα ρούχα των ανθρώπων), η αίσθηση μιας χώρας συμφιλιωμένης με τον εαυτό της: με την πλάτη γυρισμένη σε ένα παρελθόν καθυστέρησης και καταπίεσης, οριστικό μέλος της οικογένειας των προηγμένων δημοκρατιών της Ευρώπης, με μια δυναμική οικονομία και μια ζωντανή κοινωνία των πολιτών.
Σύμφωνα με τη διεισδυτική ανάλυση του καθηγητή (και οικοδεσπότη μου) Pedro Hespanha σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Pùblico, τα αποτελέσματα των εκλογών της 10ης Οκτωβρίου οφείλονται ακριβώς σε αυτή την ικανοποίηση που συνορεύει επικίνδυνα με τον εφησυχασμό. Η σχεδόν γενική συναίνεση γύρω από τα κυριότερα ζητήματα, μαζί με τα πρόσφατα γεγονότα που ένωσαν ανθρώπους διαφορετικών πεποιθήσεων (η τραγωδία του Ανατολικού Τιμόρ αλλά και ο θάνατος της Amália Rodrigues, με το τριήμερο εθνικό πένθος που ακολούθησε), είχαν ως συνέπεια το μεγαλύτερο ποσοστό αποχής και το πιο προβλέψιμο εκλογικό αποτέλεσμα της 25ετούς ιστορίας της πορτογαλικής δημοκρατίας. Μόνο πέντε από τις 250 κοινοβουλευτικές έδρες άλλαξαν χέρια: όλες από το κεντροδεξιό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης (που ονομάζεται σοσιαλδημοκρατικό σε αυτή τη χώρα όπου το Σύνταγμα κάνει ρητή αναφορά στο σοσιαλισμό ως ‘αξία έμπνευσης’ του πολιτεύματος), δύο προς τους σοσιαλιστές (που όμως πάλι απέτυχαν να κερδίσουν την απόλυτη πλειοψηφία), μία προς τους κομμουνιστές και δύο προς το νεοεμφανισθέν ‘Μπλόκ της Αριστεράς’.
Αν και η νίκη των σοσιαλιστών επιβεβαίωσε τόσο την κυριαρχία τους στο πολιτικό σύστημα όσο και την ευρύτατη αποδοχή των θέσεών τους, το γεγονός ότι είναι και πάλι υποχρεωμένοι να σχηματίσουν κυβέρνηση μειοψηφίας δείχνει ότι το πρόγραμμά τους ελάχιστο ενθουσιασμό εμπνέει. Ως ένα βαθμό, αυτό είναι αποτέλεσμα της μετριοπάθειας των ηγετών τους: του Jorge Sampaio, Προέδρου της Δημοκρατίας, και του πρωθυπουργού António Guterres. Και οι δύο καθολικοί (ο δεύτερος μάλιστα έχει τον ίδιο εξομολογητή με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης!), αισθάνθηκαν υποχρεωμένοι να διαχωρίσουν τη θέση τους από την επίσημη τοποθέτηση του κόμματος στο πρόσφατο δημοψήφισμα για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων επικαλούμενοι ‘λόγους συνείδησης’ – με αποτέλεσμα τη μετακίνηση μιας μικρής μα κρίσιμης μάζας ψηφοφόρων, αρκετής ώστε να στερήσει τη νίκη από την πλευρά που υποστηρίζει την τροποποίηση του σημερινού περιοριστικού καθεστώτος.
Πάντως, τα εκλογικά οφέλη των σοσιαλιστών σε βάρος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος ήταν μεγαλύτερα από τις απώλειές τους υπέρ της αριστερής αντιπολίτευσης. Οι κομμουνιστές (παραδοσιακά οι πιο δογματικοί της Ευρώπης, μετά το ΚΚΕ) παρέμειναν κάτω του 10% των ψήφων, μακριά από το 20% των αρχών της προηγούμενης δεκαετίας. Αντίθετα, το ‘Μπλόκο της Αριστεράς’ με 1,8% και δύο βουλευτές ήταν η (μικρή) έκπληξη των εκλογών. Παρά τις καταβολές του στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά (πυρήνας του δείχνει να είναι η συμμαχία σταλινικών-τροτσκιστών: δεν μοιάζει με αστείο του Καλβίνο;), το ‘Μπλόκ’ υποστηρίζεται από τις κοινωνικές ομάδες που στην Ελλάδα εξέφραζε το ΚΚΕ Εσωτερικού: κάτοικοι των πόλεων, ριζοσπαστικοποιημένοι αστοί, διανοούμενοι με την ευρεία έννοια. Ως ρεφορμιστής εκ πεποιθήσεως εξακολουθώ να δυσπιστώ, αλλά ως καλοπροαίρετος άνθρωπος έχω φέρει ένα αντίγραφο του εκλογικού προγράμματος του κόμματος για περαιτέρω μελέτη με τη βοήθεια μιας παλιάς φίλης από το ‘Ρήγα’ που μιλά πορτογαλικά (Μαίρη, είναι μόνο πέντε σελίδες).
Αυτά περί ‘Bloco de Ezquerda’. Περί ‘Rendimento Mínimo’, το οποίο ήταν και ο σκοπός του ταξιδιού μου, υπόσχομαι (ή απειλώ, ανάλογα με το πώς το βλέπει κανείς) να γράψω την άλλη φορά. Όσο για τη γλυκύτατη Dulce Pontes, πρόκειται για τη μουσική (μου) ανακάλυψη των τελευταίων ετών: τραγουδίστρια των Fados (για πολλούς, διάδοχος της Amália Rodrigues), εκπρόσωπος του ‘νέου κύματος’ μαζί με τους Madredeus, με γοητευτική σκηνική παρουσία που ηλεκτρίζει το κοινό, η Dulce Pontes παραμένει ένα απλό κορίτσι που δουλεύει σκληρά, μελετά συνεχώς μουσική και δηλώνει ότι ‘της αρέσει να τραγουδά’. Και για να επιστρέψω στο σημείο από όπου ξεκίνησα: το τραγούδι της ‘A brisa do coracão’ (ένα από τα ωραιότερα της Dulce Pontes) γράφτηκε για την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου ‘Ισχυρίζεται ο Περέιρα’ του Antonio Tabucchi, που κυκλοφορεί και στην Ελλάδα – σε μετάφραση, φυσικά, Ανταίου Χρυσοστομίδη. Μικρός που είναι ο κόσμος, ε;
Άρτι αφιχθείς από οκταήμερο ταξίδι στην Πορτογαλία, εξαιρετικά ωφέλιμο και ταυτόχρονα απρόσμενα σχεδόν τερπνόν, αποφάσισα να δοκιμάσω το πληκτρολόγιό μου στο λογοτεχνικό είδος του ταξιδιωτικού δοκιμίου. Προφανώς αστειεύομαι, αν και όχι εντελώς. Με κίνδυνο να μπω στα χωράφια του Ανταίου Χρυσοστομίδη (τον οποίο δεν γνωρίζω προσωπικά, αλλά από τότε, πριν πολλά χρόνια, που μου έδωσε τη συνήθεια να διαβάζω την Κυριακάτικη Αυγή από την τελευταία σελίδα διαπίστωσα ότι μας συνδέει μια δεύτερη πατρίδα και η κοινή αγάπη για τη λογοτεχνία της), ή του Βασίλη Πεσμαζόγλου (τον οποίο, αντίθετα, γνωρίζω αρκετά καλά ώστε να ξέρω ότι θα μου συγχωρέσει αυτή την εισβολή στο χώρο του ελεύθερου ρεπορτάζ των Ενθεμάτων τον οποίο εθιμικώ δικαίω κατέχει), προχωρώ χωρίς άλλες φλυαρίες στο θέμα.
Η Πορτογαλία δεν μου ήταν τελείως άγνωστη. Είχε τύχει να την επισκεφτώ για πρώτη φορά πριν από έξη χρόνια. Τότε η Λισσαβώνα μου είχε φανεί σαν μια αριστοκρατική κυρία, κάπως προχωρημένης ηλικίας και ίσως ξεπεσμένη κοινωνικά, μα πάντοτε γοητευτική παρόλα αυτά. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με μοντέλα του ’60 ή του ’70 που μου θύμιζαν τα παιδικά μου χρόνια (θυμάστε τα Ford Taunus;). Οι άνθρωποι φτωχοί αλλά αξιοπρεπείς και σεμνοί, φιλόξενοι και απρόσβλητοι (ή μήπως απρόσβλητοι ακόμη;) από τον εκχυδαϊσμό της καθημερινής ζωής που συχνά συνοδεύει το μαζικό τουρισμό. Η σύγκριση με την Ελλάδα που τότε γνώριζα καλύτερα εκείνη της προηγούμενης δεκαετίας, αναπόφευκτη όσο και επώδυνη: αντί για την ευδαιμονία ενός καταναλωτισμού με δανεικά φαινόταν να κυριαρχεί η ηθική της σκληρής δουλειάς – όσο για τους κοινοτικούς πόρους, ήταν φανερό ότι χρηματοδοτούσαν σημαντικά έργα υποδομής, αντί να κατασπαταλώνται σε παραγωγικά ασήμαντες μα πολιτικά προσοδοφόρες ‘δράσεις’.
Αυτή τη φορά, η πόλη έμοιαζε να αναπνέει έναν άλλο αέρα: αυτοπεποίθησης, υπερηφάνειας, αισιοδοξίας για το μέλλον. Τι είχε μεσολαβήσει; Με κίνδυνο να φανώ διδακτικός, νομίζω ότι πρόκειται απλώς για τους καρπούς μιας πορείας σταθερής προόδου, ατομικής και συλλογικής ευημερίας. Τα εξωτερικά σημεία της ορατά δια γυμνού οφθαλμού: η νέα γέφυρα που ενώνει ανατολικότερα τις όχθες του Τάγου, ο νέος σιδηροδρομικός σταθμός κοντά στο αεροδρόμιο, οι εγκαταστάσεις της διεθνούς έκθεσης, το πολιτιστικό κέντρο της Μπελέμ, τα νέα κτίρια του κέντρου της πόλης και τα (περισσότερα) ανακαινισμένα των παραδοσιακών συνοικιών. Πέρα από αυτά (και πέρα από την άνοδο του εισοδήματος, εμφανή στα αυτοκίνητα, στα σπίτια και ακόμη στα ρούχα των ανθρώπων), η αίσθηση μιας χώρας συμφιλιωμένης με τον εαυτό της: με την πλάτη γυρισμένη σε ένα παρελθόν καθυστέρησης και καταπίεσης, οριστικό μέλος της οικογένειας των προηγμένων δημοκρατιών της Ευρώπης, με μια δυναμική οικονομία και μια ζωντανή κοινωνία των πολιτών.
Σύμφωνα με τη διεισδυτική ανάλυση του καθηγητή (και οικοδεσπότη μου) Pedro Hespanha σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Pùblico, τα αποτελέσματα των εκλογών της 10ης Οκτωβρίου οφείλονται ακριβώς σε αυτή την ικανοποίηση που συνορεύει επικίνδυνα με τον εφησυχασμό. Η σχεδόν γενική συναίνεση γύρω από τα κυριότερα ζητήματα, μαζί με τα πρόσφατα γεγονότα που ένωσαν ανθρώπους διαφορετικών πεποιθήσεων (η τραγωδία του Ανατολικού Τιμόρ αλλά και ο θάνατος της Amália Rodrigues, με το τριήμερο εθνικό πένθος που ακολούθησε), είχαν ως συνέπεια το μεγαλύτερο ποσοστό αποχής και το πιο προβλέψιμο εκλογικό αποτέλεσμα της 25ετούς ιστορίας της πορτογαλικής δημοκρατίας. Μόνο πέντε από τις 250 κοινοβουλευτικές έδρες άλλαξαν χέρια: όλες από το κεντροδεξιό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης (που ονομάζεται σοσιαλδημοκρατικό σε αυτή τη χώρα όπου το Σύνταγμα κάνει ρητή αναφορά στο σοσιαλισμό ως ‘αξία έμπνευσης’ του πολιτεύματος), δύο προς τους σοσιαλιστές (που όμως πάλι απέτυχαν να κερδίσουν την απόλυτη πλειοψηφία), μία προς τους κομμουνιστές και δύο προς το νεοεμφανισθέν ‘Μπλόκ της Αριστεράς’.
Αν και η νίκη των σοσιαλιστών επιβεβαίωσε τόσο την κυριαρχία τους στο πολιτικό σύστημα όσο και την ευρύτατη αποδοχή των θέσεών τους, το γεγονός ότι είναι και πάλι υποχρεωμένοι να σχηματίσουν κυβέρνηση μειοψηφίας δείχνει ότι το πρόγραμμά τους ελάχιστο ενθουσιασμό εμπνέει. Ως ένα βαθμό, αυτό είναι αποτέλεσμα της μετριοπάθειας των ηγετών τους: του Jorge Sampaio, Προέδρου της Δημοκρατίας, και του πρωθυπουργού António Guterres. Και οι δύο καθολικοί (ο δεύτερος μάλιστα έχει τον ίδιο εξομολογητή με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης!), αισθάνθηκαν υποχρεωμένοι να διαχωρίσουν τη θέση τους από την επίσημη τοποθέτηση του κόμματος στο πρόσφατο δημοψήφισμα για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων επικαλούμενοι ‘λόγους συνείδησης’ – με αποτέλεσμα τη μετακίνηση μιας μικρής μα κρίσιμης μάζας ψηφοφόρων, αρκετής ώστε να στερήσει τη νίκη από την πλευρά που υποστηρίζει την τροποποίηση του σημερινού περιοριστικού καθεστώτος.
Πάντως, τα εκλογικά οφέλη των σοσιαλιστών σε βάρος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος ήταν μεγαλύτερα από τις απώλειές τους υπέρ της αριστερής αντιπολίτευσης. Οι κομμουνιστές (παραδοσιακά οι πιο δογματικοί της Ευρώπης, μετά το ΚΚΕ) παρέμειναν κάτω του 10% των ψήφων, μακριά από το 20% των αρχών της προηγούμενης δεκαετίας. Αντίθετα, το ‘Μπλόκο της Αριστεράς’ με 1,8% και δύο βουλευτές ήταν η (μικρή) έκπληξη των εκλογών. Παρά τις καταβολές του στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά (πυρήνας του δείχνει να είναι η συμμαχία σταλινικών-τροτσκιστών: δεν μοιάζει με αστείο του Καλβίνο;), το ‘Μπλόκ’ υποστηρίζεται από τις κοινωνικές ομάδες που στην Ελλάδα εξέφραζε το ΚΚΕ Εσωτερικού: κάτοικοι των πόλεων, ριζοσπαστικοποιημένοι αστοί, διανοούμενοι με την ευρεία έννοια. Ως ρεφορμιστής εκ πεποιθήσεως εξακολουθώ να δυσπιστώ, αλλά ως καλοπροαίρετος άνθρωπος έχω φέρει ένα αντίγραφο του εκλογικού προγράμματος του κόμματος για περαιτέρω μελέτη με τη βοήθεια μιας παλιάς φίλης από το ‘Ρήγα’ που μιλά πορτογαλικά (Μαίρη, είναι μόνο πέντε σελίδες).
Αυτά περί ‘Bloco de Ezquerda’. Περί ‘Rendimento Mínimo’, το οποίο ήταν και ο σκοπός του ταξιδιού μου, υπόσχομαι (ή απειλώ, ανάλογα με το πώς το βλέπει κανείς) να γράψω την άλλη φορά. Όσο για τη γλυκύτατη Dulce Pontes, πρόκειται για τη μουσική (μου) ανακάλυψη των τελευταίων ετών: τραγουδίστρια των Fados (για πολλούς, διάδοχος της Amália Rodrigues), εκπρόσωπος του ‘νέου κύματος’ μαζί με τους Madredeus, με γοητευτική σκηνική παρουσία που ηλεκτρίζει το κοινό, η Dulce Pontes παραμένει ένα απλό κορίτσι που δουλεύει σκληρά, μελετά συνεχώς μουσική και δηλώνει ότι ‘της αρέσει να τραγουδά’. Και για να επιστρέψω στο σημείο από όπου ξεκίνησα: το τραγούδι της ‘A brisa do coracão’ (ένα από τα ωραιότερα της Dulce Pontes) γράφτηκε για την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου ‘Ισχυρίζεται ο Περέιρα’ του Antonio Tabucchi, που κυκλοφορεί και στην Ελλάδα – σε μετάφραση, φυσικά, Ανταίου Χρυσοστομίδη. Μικρός που είναι ο κόσμος, ε;