Το διήγημα του Primo Levi «Alcune applicazioni del Mimete», από τη συλλογή «Storie Naturali», δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Το Δέντρο» (τεύχος 116, Ιανουάριος-Μάρτιος 2002)
Το τελευταίο άτομο στον κόσμο που στα χέρια του ήταν ανάγκη να καταλήξει ένας τρισδιάστατος πανομοιοτυπωτής είναι ο Τζιλμπέρτο. Και όμως ο Μιμητής έπεσε στα χέρια του αμέσως, ένα μήνα μετά το εμπορικό του λανσάρισμα και τρεις μήνες προτού το γνωστό διάταγμα απαγορεύσει την κατασκευή και τη χρήση του - αρκετός χρόνος, δηλαδή, για να μπλεχτεί ο Τζιλμπέρτο σε μπελάδες. Του έπεσε στα χέρια χωρίς εγώ να μπορώ να κάνω τίποτε: ήμουν στο Σαν Βιττόρε, εκτίοντας ποινή για την πρωτοποριακή μου εργασία, και ούτε που φανταζόμουν ποιος, και με τι τρόπο, την συνέχιζε.
Ο Τζιλμπέρτο είναι παιδί του αιώνα. Τριαντατεσσάρων χρονών, καλός υπάλληλος, ανέκαθεν φίλος μου. Δεν πίνει, δεν καπνίζει και καλλιεργεί ένα μοναδικό πάθος: να βασανίζει την άψυχη ύλη. Έχει ένα δωματιάκι που το λέει εργαστήρι, κι εκεί λιμάρει, πριονίζει, συναρμολογεί, κολλά, λειαίνει. Επισκευάζει ρολόγια, ψυγεία, ξυριστικές μηχανές. Επινοεί μηχανισμούς για ν’ ανάβει το θερμοσίφωνα το πρωί, φωτοηλεκτρικές κλειδαριές, ιπτάμενα μοντέλα, ακουστικές βολίδες για παιγνίδια στη θάλασσα. Όσο για τ’ αυτοκίνητα, δεν του κρατάνε πάνω από μερικούς μήνες: τα διαλύει και τα ξαναμοντάρει συνεχώς, τα γυαλίζει, τα λαδώνει, τα τροποποιεί, τους βάζει άχρηστα αξεσουάρ - ύστερα βαριέται και τα πουλάει. Η Έμμα, η σύζυγός του (ένα γοητευτικό κορίτσι), ανέχεται αυτές του τις μανίες με αξιοθαύμαστη υπομονή.
Είχα μόλις επιστρέψει στο σπίτι από τη φυλακή, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Τζιλμπέρτο, και ήταν ενθουσιώδης όπως πάντα: είχε στην κατοχή του το Μιμητή εδώ και είκοσι μέρες, και του είχε αφιερώσει είκοσι μέρες κι είκοσι νύχτες. Μου διηγήθηκε απνευστί τα θαυμαστά πειράματα που είχε εκτελέσει, και εκείνα που είχε στο νου να κάνει. Είχε αγοράσει το κείμενο του Πελτιέ ‘Theorie generale de l’Imitation’, και τη διατριβή των Τσεχμάιστερ και Άιζενλορ ‘The Mimes and other duplicating devices’. Είχε γραφτεί σ’ ένα εντατικό πρόγραμμα στην κυβερνητική και την ηλεκτρονική. Τα πειράματα που είχε πραγματοποιήσει έμοιαζαν μελαγχολικά με τα δικά μου, που μου είχαν κοστίσει αρκετά ακριβά. Προσπάθησα να του το πω, μα ήταν μάταιο: είναι δύσκολο να διακόπτεις το συνομιλητή σου στο τηλέφωνο, και ειδικά το Τζιλμπέρτο. Τελικά, έκοψα απότομα τη σύνδεση, άφησα το ακουστικό ανοιχτό και αφοσιώθηκα στις υποθέσεις μου.
Δύο μέρες αργότερα το τηλέφωνο κουδούνισε πάλι: η φωνή του Τζιλμπέρτο ήταν φορτισμένη με συγκίνηση, αλλά είχε έναν αναμφίβολο τόνο υπερηφάνειας.
‘Είναι ανάγκη να σε δω αμέσως.’
‘Γιατί; Τι συνέβη;’
‘Πανομοιοτύπησα τη γυναίκα μου’, μου απάντησε.
Έφτασε δύο ώρες αργότερα, και μου διηγήθηκε το ανόητο εγχείρημά του. Είχε παραλάβει το Μιμητή, είχε εκτελέσει τα συνηθισμένα παιγνιδάκια όλων των αρχαρίων (το αυγό, το πακέτο με τα τσιγάρα, το βιβλίο κτλ.). Μετά κουράστηκε, πήγε το Μιμητή στο εργαστήρι και τον διέλυσε μέχρι και την τελευταία βιδίτσα. Το σκέφτηκε όλη νύχτα, συμβουλεύτηκε τις πραγματείες του, και κατέληξε ότι η μετατροπή του μοντέλου του ενός λίτρου σ’ ένα μεγαλύτερο δεν πρέπει να ήταν αδύνατη, ούτε και τόσο δύσκολη. Το ‘πε και το ‘κανε: κανόνισε και του στείλανε από τη ΝΑΤΚΑ, δεν ξέρω με ποια πρόφαση, 200 λίβρες ειδικό ‘πάμπουλουμ’, αγόρασε λαμαρίνες, μονωτικά και φλάντζες, και μέσα σ’ επτά μέρες το έργο είχε ολοκληρωθεί. Είχε κατασκευάσει ένα είδος τεχνητού πνεύμονα, είχε ρυθμίσει τον ‘τάιμερ’ του Μιμητή επιταχύνοντάς τον καμμιά σαρανταριά φορές, κι είχε συνδέσει τα δύο μέρη μεταξύ τους και με το δοχείο του ‘πάμπουλουμ’. Αυτός είναι ο Τζιλμπέρτο, ένας άνθρωπος επικίνδυνος, ένας μικρός επιζήμιος Προμηθέας: πολυμήχανος και ανεύθυνος, υπεροπτικός και ανόητος. Παιδί του αιώνα, όπως έλεγα προηγουμένως: ή μάλλον, σύμβολο του αιώνα μας. Πάντοτε πίστευα ότι θα ήταν ικανός, αν του δινόταν η ευκαιρία, να κατασκευάσει μια ατομική βόμβα και να την αφήσει να πέσει πάνω στο Μιλάνο ‘για να δει τι θα γίνει’.
Απ’ όσο μπόρεσα να καταλάβω, ο Τζιλμπέρτο δεν είχε κάποια συγκεκριμένη ιδέα όταν αποφάσισε να μεγενθύνει τον πανομοιοτυπωτή: εκτός ίσως, όπως είναι χαρακτηριστικό του, από το να μαστορέψει ένα μεγαλύτερο πανομοιοτυπωτή, με τα ίδια του τα χέρια και μ’ ελάχιστα έξοδα - εξ άλλου είναι ικανότατος στην εξαφάνιση του ‘δούναι’ από την προσωπική του λογιστική μ’ ένα είδος νοητικής ταχυδακτυλουργίας. Η απεχθής ιδέα να πανομοιοτυπήσει τη γυναίκα του, μου είπε, του ήρθε αργότερα, όταν είδε την Έμμα να κοιμάται βαθιά. Φαίνεται ότι δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο: ο Τζιλμπέρτο, που είναι γεροδεμένος και υπομονετικός, έσυρε το στρώμα με την Έμμα πάνω του, από το κρεβάτι μέχρι μέσα στο κασόνι του πανομοιοτυπητή. Του πήρε πάνω από μια ώρα, αλλά η Έμμα δεν ξύπνησε.
Το κίνητρο που ώθησε τον Τζιλμπέρτο να δημιουργήσει μια δεύτερη σύζυγο, και να παραβιάσει έτσι ένα μεγάλο αριθμό νόμων θεϊκών και ανθρώπινων, δεν μου είναι εντελώς σαφές. Μου εξήγησε, σαν να ήταν το φυσικότερο πράγμα, ότι με την Έμμα ήταν ερωτευμένος, ότι η Έμμα του ήταν απαραίτητη, και ότι γι’ αυτό του είχε φανεί καλή ιδέα να έχει δύο. Ίσως να μου το είπε καλόπιστα (ο Τζιλμπέρτο είναι πάντοτε καλόπιστος), και σίγουρα ήταν και είναι ερωτευμένος με την Έμμα, με τον τρόπο του, παιδαριωδώς, κι από κάτω προς τα πάνω που λένε. Μα είμαι πεισμένος ότι τελείως άλλοι λόγοι τον παρακίνησαν να την πανομοιοτυπήσει: ένα κακώς εννοούμενο πνεύμα περιπέτειας, μια νοσηρή Ηροστράτεια επιθυμία - έτσι ακριβώς, ‘για να δει τι θα γίνει’.
Τον ρώτησα πώς δεν του πέρασε από το μυαλό να συμβουλευτεί την Έμμα, να ζητήσει τη συγκατάθεσή της, προτού τη χρησιμοποιήσει με τόσο ασυνήθιστο τρόπο. Κοκκίνησε μέχρι το κόκκαλο: είχε κάνει κάτι χειρότερο, ο βαθύς ύπνος της Έμμας ήταν προμελετημένος, της είχε δώσει υπνωτικό.
‘Και τώρα σε ποιο σημείο είσαι, με τις δύο σου συζύγους;’
‘Δεν ξέρω, δεν έχω αποφασίσει ακόμη. Κοιμούνται ακόμη και οι δύο. Θα δούμε αύριο.’
Την επομένη δεν επρόκειτο να δούμε τίποτε, ή τουλάχιστον εγώ. Μετά από ένα μήνα αναγκαστικής απραξίας χρειάστηκε να φύγω σε μακρινό ταξίδι, που με κράτησε μακριά από το Μιλάνο για δύο εβδομάδες. Ήξερα ήδη τι με περίμενε στο γυρισμό: θα έπρεπε να δώσω ένα χεράκι στον Τζιλμπέρτο για να ξεμπλέξει, όπως εκείνη τη φορά που είχε φτιάξει μια ηλεκτρική σκούπα ατμού και την είχε κάνει δώρο στη γυναίκα του διευθυντή του.
Πράγματι, πριν καλά-καλά ακόμη μπω στο σπίτι με κάλεσε με τρόπο που δεν επιδέχεται αντίρρηση σε οικογενειακό συμβούλιο: ο Τζιλμπέρτο, εγώ και οι δύο Έμμες. Εκείνες είχαν την καλαισθησία να κάνουν αντίθεση: η δεύτερη, η καταχρηστική, φορούσε μια απλή άσπρη κορδέλλα στα μαλλιά, που της έδινε μια όψη ακαθόριστα μοναστική. Εκτός από αυτό, φορούσε τα ρούχα της Έμμας Ι με ανεπιτήδευση. Προφανώς, ήταν όμοια με την τιτλούχο από κάθε άποψη: πρόσωπο, δόντια, μαλλιά φωνή, προφορά, μια ελαφριά ουλή στο μέτωπο, περμανάντ, βάδισμα, το μαύρισμα από τις πρόσφατες διακοπές. Πρόσεξα όμως ότι είχε ένα γερό κρυολόγημα.
Αντίθετα με τις προβλέψεις μου, μου φάνηκαν και οι τρεις καλοδιάθετοι. Ο Τζιλμπέρτο έδειχνε βλακωδώς υπερήφανος, όχι τόσο για το κατόρθωμά του όσο για το γεγονός (στο οποίο αυτός δεν είχε καμμία συμβολή) ότι οι δύο γυναίκες τα πήγαιναν καλά μεταξύ τους. Όσο γι’ αυτές, μου προκαλούσαν ειλικρινή θαυμασμό. Η Έμμα Ι εκδήλωνε προς την καινούρια της ‘αδελφή’ ένα ενδιαφέρον μητρικό. Η Έμμα ΙΙ ανταποκρινόταν με σεβασμό θυγατέρας, αξιοπρεπή και στοργικό. Το πείραμα του Τζιλμπέρτο, αποτρόπαιο από πολλές απόψεις, αποτελούσε πάνω απ’ όλα ισχυρή επιβεβαίωση της θεωρίας της Μίμησης: η καινούρια Έμμα, γεννημένη εικοσιοκτώ χρονών, είχε κληρονομήσει απαράλλακτη όχι μόνο τη θνητή μορφή του πρωτοτύπου, αλλά και ολόκληρη την πνευματική του παράδοση. Η Έμμα ΙΙ, με αξιοθαύμαστη απλότητα, μου διηγήθηκε ότι δύο ή τρεις μόνο μέρες από τη γέννησή της είχε πειστεί ότι ήταν η πρώτη συνθετική, ας πούμε, γυναίκα στην ιστορία του ανθρωπίνου είδους, ή ίσως ή δεύτερη, αν υπολογίσει κανείς την κατά προσέγγιση ανάλογη περίπτωση της Εύας.
Γεννήθηκε κοιμισμένη, αφού ο Μιμητής είχε πανομοιοτυπήσει ακόμη και το υπνωτικό που έρεε στις φλέβες της Έμμας Ι, και ξύπνησε ‘γνωρίζοντας’ ότι ήταν η Έμμα Περόζα-Γκάττι, μοναδική σύζυγος του λογιστή Τζιλμπέρτο Γκάττι, γεννηθείσα στη Μάντοβα την 7η Μαρτίου 1936. Θυμόταν καλά όσα θυμόταν καλά η Έμμα Ι, και άσχημα όσα η Έμμα Ι θυμόταν άσχημα. Θυμόταν σε βαθμό τελειότητας το γαμήλιο ταξίδι, τα ονόματα των συμμαθητών ‘της’ στο σχολείο, τις παιδικές κι απόκρυφες λεπτομέρειες μιας θρησκευτικής κρίσης που είχε περάσει η Έμμα Ι όταν ήταν δεκατριών χρονών, και που δεν είχε εξομολογηθεί ποτέ σε κανέναν. Αλλά θυμόταν πολύ καλά και την άφιξη στο σπίτι του Μιμητή, τον ενθουσιασμό του Τζιλμπέρτο, τις διηγήσεις του και τις απόπειρές του, και γι’ αυτό δεν είχε εκπλαγεί υπερβολικά όταν πληροφορήθηκε την αυθαίρετη δημιουργική πράξη στην οποία χρωστούσε την ύπαρξή της.
Το γεγονός ότι η Έμμα ΙΙ είχε κρυολογήσει μ’ έκανε να αναλογιστώ ότι η ταύτισή τους, αρχικά τέλεια, ήταν προορισμένη να μη διαρκέσει: ακόμη κι εάν ο Τζιλμπέρτο αποδεικνυόταν ο πιο ακριβοδίκαιος απ’ όλους τους δίγαμους, ακόμη κι εάν εφάρμοζε αυστηρό σύστημα εναλλαγής, ακόμη κι εάν απείχε από κάθε εκδήλωση προτίμησης στη μία από τις δύο γυναίκες (υπόθεση παράλογη, αφού ο Τζιλμπέρτο είναι χαοτικός και ανοργάνωτος), ακόμη και στην περίπτωση αυτή οπωσδήποτε τελικά κάποια απόκλιση θα εκδηλωνόταν. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι οι δύο Έμμες δεν καταλάμβαναν υλικά το ίδιο μερίδιο χώρου: δεν ήταν δυνατόν να περάσουν ταυτόχρονα από μια στενή πόρτα, να παρουσιαστούν μαζί σε μια θυρίδα, να καταλάβουν την ίδια θέση στο τραπέζι: ήταν γι’ αυτό εκτεθειμένες σε διαφορετικά συμβάντα (το κρυολόγημα), διαφορετικές εμπειρίες. Ήταν μοιραίο να διαφοροποιηθούν, πνευματικά κι ύστερα σωματικά: και τότε θα κατάφερνε ο Τζιλμπέρτο να κρατήσει ίσες αποστάσεις; Σίγουρα όχι: και στην πρώτη προτίμηση, ακόμη και μικροσκοπική, η ευάλωτη ισορροπία ανάμεσα στους τρείς ήταν καταδικασμένη να καταλήξει σε ναυάγιο.
Εξέθεσα στον Τζιλμπέρτο αυτούς μου τους συλλογισμούς, και προσπάθησα να του δώσω να καταλάβει ότι δεν επρόκειτο για αυθαίρετη δική μου απαισιόδοξη υπόθεση, αλλά αντίθετα για πρόβλεψη στέρεα θεμελιωμένη στην κοινή λογική, σχεδόν θεώρημα. Του υπενθύμισα ότι νομικώς η θέση του ήταν το λιγότερο αμφίβολη: ήταν νυμφευμένος με την Έμμα Περόζα, η Έμμα ΙΙ ήταν επίσης Έμμα Περόζα, μα αυτό δεν αναιρούσε το γεγονός ότι οι Έμμες Περόζα ήταν δύο.
Αλλά ο Τζιλμπέρτο φάνηκε απρόσιτος: είχε μια ανόητη ευφορία, ήταν στη ψυχική κατάσταση του νιόπαντρου, και ενώ εγώ του μιλούσα εκείνος φανερά σκεφτόταν άλλα. Αντί να κυττάζει εμένα, παρατηρούσε απορροφημένος τις δύο γυναίκες, που ακριβώς εκείνη τη στιγμή μάλωναν στ’ αστεία για το ποια έπρεπε να καθήσει στην πολυθρόνα που και οι δύο προτιμούσαν. Αντί ν’ απαντήσει στα επιχειρήματά μου, μου ανακοίνωσε ότι του είχε έρθει μια περίφημη ιδέα: φεύγανε και οι τρεις για ταξίδι στην Ισπανία. ‘Τα έχω σκεφτεί όλα: η Έμμα Ι θα δηλώσει ότι έχει χάσει το διαβατήριο, θα της βγάλουν αντίγραφο και θα περάσει μ’ εκείνο. Ή μάλλον όχι, τι βλάκας! Θα το φτιάξω εγώ το αντίγραφο: με το Μιμητή, απόψε κιόλας.’ Ήταν πολύ υπερήφανος γι’ αυτό του το εύρημα, και υποψιάζομαι ότι είχε διαλέξει την Ισπανία ακριβώς επειδή ο έλεγχος διαβατηρίων στα ισπανικά σύνορα ήταν μάλλον αυστηρός.
Όταν επέστρεψαν, δύο μήνες μετά, ο κόμπος έφτανε στο χτένι. Μπορούσε να το καταλάβει οποιοσδήποτε: οι σχέσεις μεταξύ των τριών διατηρούνταν σ’ ένα επίπεδο πολιτισμού και τυπικής ευγένειας, αλλά η ένταση ήταν προφανής. Ο Τζιλμπέρτο δεν με κάλεσε στο σπίτι του: ήρθε στο δικό μου, και δεν ήταν πλέον καθόλου ευφορικός.
Μου αφηγήθηκε ό,τι είχε συμβεί. Μου το αφηγήθηκε με τρόπο πολύ αδέξιο, αφού ο Τζιλμπέρτο, που για μερικά πράγματα διαθέτει αναντίρρητο ταλέντο (είναι ικανός να σου γράψει σ’ ένα πακέτο τσιγάρα τον τύπο μιας διαφορικής εξίσωσης), είναι αντίθετα απελπιστικά ανίκανος να εκφράσει τα ίδια του τα συναισθήματα.
Το ταξίδι στην Ισπανία υπήρξε διασκεδαστικό και ταυτόχρονα κοπιαστικό. Στη Σεβίλλη, μετά από μια μέρα με βαρυφορτωμένο πρόγραμμα, είχε ξεκινήσει μια συζήτηση σε κλίμα εκνευρισμού και κούρασης. Είχε ξεκινήσει ανάμεσα στις δύο γυναίκες, πάνω στο μοναδικό θέμα στο οποίο οι γνώμες τους θα μπορούσαν να διχάζονται, και πράγματι διχάζονταν. Ήταν ενδεδειγμένο ή όχι, θεμιτό ή όχι, το εγχείρημα του Τζιλμπέρτο; Η Έμμα ΙΙ είχε πει ναι, η Έμμα Ι δεν είχε πει τίποτε. Είχε αρκέσει αυτή η σιωπή για να κάνει την πλάστιγγα να γείρει: από εκείνη τη στιγμή η επιλογή του Τζιλμπέρτο είχε κριθεί. Μπροστά στην Έμμα Ι δοκίμαζε μια αμηχανία που μεγάλωνε, μια αίσθηση ενοχής που επιδεινωνόταν μέρα με τη μέρα: παράλληλα, η στοργή του για την καινούρια του σύζυγο αυξανόταν και κατέτρωγε αναλογικά τη στοργή του για την νόμιμη σύζυγό του. Η ρήξη δεν είχε επέλθει ακόμη, αλλά ο Τζιλμπέρτο ένοιωθε ότι δεν θα αργούσε.
Η διάθεση κι ο χαρακτήρας των δύο γυναικών είχαν επίσης αρχίσει να διαφοροποιούνται. Η Έμμα ΙΙ γινόταν όλο και πιο νέα, περιποιητική, ανταποκρίσιμη, ανοιχτή. Η Έμμα Ι κλεινόταν προοδευτικά σε μια στάση αρνητική, προσβεβλημένης παραίτησης, απόρριψης. Τι να κάνει; Συνέστησα στον Τζιλμπέρτο να μην πάρει απερίσκεπτες πρωτοβουλίες και του υποσχέθηκα, όπως συνηθίζεται, ότι θα με απασχολούσε η περίπτωσή του - μα ενδόμυχα είχα σχεδόν αποφασίσει να μείνω μακριά απ’ αυτό το μελαγχολικό ανακάτεμα, και δεν μπορούσα να καταπνίξω μια αίσθηση μοχθηρής και θλιβερής ικανοποίησης μπροστά στην επιπόλαια προφητεία μου που είχε βγει αληθινή.
Ποτέ μου δεν περίμενα να δω να μπαίνει ουρανοκατέβατος στο γραφείο, ένα μήνα μετά, ένας Τζιλμπέρτο που ακτινοβολούσε. Ήταν στην καλύτερή του φόρμα, φλύαρος, θορυβώδης, φανερά παχύτερος. Μπήκε στο θέμα χωρίς περιστροφές, με τον εγωκεντρισμό που τον χαρακτηρίζει: για τον Τζιλμπέρτο, όταν κάτι πάει καλά για τον ίδιο, πάει καλά για όλο τον κόσμο. Είναι εκ φύσεως ανίκανος να ασχοληθεί με τον πλησίον του, ενώ αντίθετα προσβάλλεται και εκπλήσσεται όταν ο πλησίον του δεν ασχολείται μ’ αυτόν.
‘Ο Τζιλμπέρτο είναι άσσος’, είπε. ‘Τα τακτοποίησε όλα μέχρι να πεις κίμινο.’
‘Είμαι ευτυχής που το ακούω, και σε συγχαίρω για τη μετριοφροσύνη σου. Από την άλλη καιρός ήταν να πάρεις την κατάσταση στα χέρια σου.’
‘Όχι, κύτταξε, δεν με κατάλαβες. Δεν σου μιλώ για μένα: σου μιλώ για τον Τζιλμπέρτο Ι. Εκείνος είναι ο άσσος. Εγώ, για να μην περιαυτολογώ, του μοιάζω αρκετά, αλλά σ’ αυτή την ιστορία δεν είχα μεγάλη συμμετοχή: υπάρχω μόνο από την περασμένη Κυριακή. Τώρα όλα είναι εντάξει: δεν μου μένει παρά να κανονίσω με το ληξιαρχείο την κατάσταση της Έμμα ΙΙ και τη δική μου. Δεν αποκλείεται να χρειαστεί να κάνουμε κανένα μικρό κόλπο, για παράδειγμα να παντρευτούμε, εγώ και η Έμμα ΙΙ, και μετά να ταιριάσουμε ο καθένας με τη σύζυγο που προτιμά. Κι ύστερα, φυσικά, θα πρέπει να ψάξω για δουλειά: αλλά είμαι πεισμένος ότι η ΝΑΤΚΑ θα με δεχόταν ευχαρίστως ως προπαγανδιστή για το Μιμητή και τις άλλες της μηχανές γραφείου.’