Ομιλία στο συνέδριο της «Φιλελεύθερης Συμμαχίας» (Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2008)
Είμαι πράγματι επίκουρος καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά φαντάζομαι ότι δεν με καλέσατε στο πάνελ για αυτό – εάν ναι, τότε είμαι σε λάθος πάνελ. Υποθέτω ότι ο λόγος που με προσκαλέσατε να σας μιλήσω για το θέμα αυτού του πάνελ («φιλελευθερισμός και αριστερά») οφείλεται μάλλον στο πολιτικό βιογραφικό μου. Και αυτό λέει ότι στη δεκαετία του ’80 ως στέλεχος του Ρήγα Φεραίου συμμετείχα στην ίδρυση του κόμματος της Ελληνικής Αριστεράς (Ε.ΑΡ.), ότι στη δεκαετία του ’90 όπως και πολλοί «ανανεωτές αριστεροί» της γενιάς μου παρακολούθησα με ενδιαφέρον το κατά Σημίτη εκσυγχρονιστικό εγχείρημα (και αρκετή συμπάθεια ώστε να δεχθώ την κολακευτική πρόταση του επιτελείου του να εργαστώ ως σύμβουλος του Πρωθυπουργού σε θέματα κοινωνικής πολιτικής), καθώς και ότι τώρα (μετά από μια παρένθεση υψηλής πολιτικής ως πρόεδρος του Συλλόγου Γονέων της Ιταλικής Σχολής Αθηνών), από πέρυσι που αποφάσισα να ασχοληθώ με τον πανεπιστημιακό συνδικαλισμό, είμαι μέλος της Διοικούσας Επιτροπής της τρομερής ΠΟΣΔΕΠ, αν και, σπεύδω να σας καθησυχάσω, στην παράταξη της μειοψηφίας.
Να με συμπαθάτε που περιαυτολογώ, αλλά πιστεύω ότι οι άνθρωποι συνεννοούνται καλύτερα όταν παίζουν με ανοιχτά χαρτιά.
Είμαι, λοιπόν, αριστερός (κανείς δεν είναι τέλειος) – αν και φοβάμαι ότι δεν εκπροσωπώ παρά τον εαυτό μου, αφού η ιστορική τροχιά του ρεύματος της μεταρρυθμιστικής δημοκρατικής αριστεράς στο οποίο πάντοτε ανήκα φαίνεται να έχει εξαντληθεί οριστικά. Για παράδειγμα, ως αριστερός, αντίθετα από ό,τι εσείς, προσυπογράφω την περίφημη φράση του Φ. Ρούζβελτ ότι «οι φόροι είναι τα τέλη συνδρομής που πληρώνουμε για τα προνόμια που απολαμβάνουμε ως μέλη μιας οργανωμένης κοινωνίας». Είμαι, λοιπόν, αριστερός. Το ερώτημα είναι: είμαι και φιλελεύθερος; Ή μάλλον, για να πάψω στα αλήθεια να περιαυτολογώ, μπορεί ένας αριστερός να είναι ταυτόχρονα και φιλελεύθερος;
Τα ιστορικά (αλλά και γεωγραφικά) προηγούμενα δεν λείπουν. Όπως γνωρίζετε, το τελευταίο βιβλίο του – νομπελίστα πλέον – Paul Krugman τιτλοφορείται «The conscience of a liberal» που στη γλώσσα μας μεταφράστηκε «Η συνείδηση ενός προοδευτικού». Στη Βρετανία, το Φιλελεύθερο Κόμμα για πολύ καιρό εκπροσώπησε ολόκληρη την προοδευτική κοινή γνώμη και οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις του είχαν την υποστήριξη του Εργατικού Κόμματος (του οποίου, άλλωστε, οι πρώτοι βουλευτές είχαν εκλεγεί το 1906 με τα ψηφοδέλτια των Φιλελευθέρων). Και ο Beveridge και ο Keynes, οι θεμελιωτές του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου, ήταν φιλελεύθεροι – και μάλιστα με κεφαλαίο Φ, αφού αυτό το κόμμα εκπροσωπούσαν στη Βουλή των Λόρδων. Μετά από μια μακρά περίοδο παρακμής, οι Βρετανοί Φιλελεύθεροι στήριξαν την κυβέρνηση μειοψηφίας των Εργατικών το 1976-79, ενώ στην τελευταία δεκαετία τοποθετούνται μάλλον στα αριστερά των Νέων Εργατικών, ασκώντας εύστοχη κριτική στις κυβερνήσεις Blair και Brown ιδίως σε θέματα συνταγματικών ελευθεριών.
Στη Γαλλία, η κυριαρχία του γκωλλισμού στη δεξιά και του γιακωβινισμού στην αριστερά δεν επέτρεψε την άνθιση μιας παρόμοιας κουλτούρας. Όχι μόνο επειδή και οι μεν και οι δε συμμερίζονται την dirigiste πολιτική παράδοση της χώρας αυτής, αλλά και για ιστορικούς λόγους: επειδή οι Φιλελεύθεροι του 19ου αιώνα ήταν συντηρητικοί, αντίπαλοι της δημοκρατικής επανάστασης του 1848, ο όρος «libéral» είναι σήμερα πλήρως απαλλαγμένος από θετικές συνδηλώσεις για ένα Γάλλο αριστερό.
Σε χώρες με μαζικά σοσιαλδημοκρατικά και χριστιανοδημοκρατικά κόμματα οι φιλελεύθεροι ήταν ιστορικά το κόμμα των επιχειρηματιών, το οποίο συμμαχούσε πότε με το ένα και πότε με το άλλο μεγάλο κόμμα, όπως συνέβη στη Σουηδία και τη Γερμανία. Αντίθετα, στην Ιταλία το Φιλελεύθερο Κόμμα υπήρξε ο πιο συντηρητικός εταίρος των μεταπολεμικών κυβερνήσεων (σαφώς στα δεξιά της Χριστιανικής Δημοκρατίας), έως την ανάδειξή του σε πρωταθλητή της διαφθοράς και τη διάλυσή του με το τέλος της Πρώτης Δημοκρατίας.
Και όμως, το εργαστήρι για την καλλιέργεια της έντιμης αλλά και παραγνωρισμένης παράδοσης του σοσιαλφιλελευθερισμού ήταν ακριβώς η γειτονική Ιταλία. Η οργάνωση «Giustizia e Libertà» (από την ίδρυσή της το 1929 μέχρι τη δολοφονία των αδελφών Rosselli από πράκτορες του φασιστικού καθεστώτος στη Γαλλία το 1937) είχε αναπτύξει έντονη αντιφασιστική δράση στην Ιταλία και στο εξωτερικό. Μέλη της πολέμησαν ως εθελοντές στο πλευρό της νόμιμης κυβέρνησης στην Ισπανία, όπου βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους «ψευδοεθελοντές» του Mussolini στη μάχη της Γκουανταλαχάρα και τους νίκησαν. Αργότερα τη σκυτάλη πήρε το «Κόμμα της Δράσης», το οποίο συγκέντρωνε πολλούς νέους που πολέμησαν το φασισμό ως παρτιζάνοι στα βουνά της βόρειας Ιταλίας και διακρίθηκαν στη δημόσια ζωή της μεταπολεμικής περιόδου όπως ο φιλόσοφος Norberto Bobbio και ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Carlo Azeglio Ciampi.
Σήμερα, οι φιλελεύθεροι αριστεροί αποτελούν ένα μικρό κύκλο γύρω από το περιοδικό «Micromega» που πολέμησε το λαϊκισμό του Craxi και του Berlusconi, υπερασπίστηκε με πάθος την επιχείρηση «Καθαρά Χέρια» εναντίον της διαφθοράς και υπέρ της αποκατάστασης της νομιμότητας, ενώ παρόμοιες απόψεις υιοθετεί η «τάση» των liberal (sic, στα αγγλικά!) στο εσωτερικό του Δημοκρατικού Κόμματος του Walter Veltroni, η οποία μάλιστα προέρχεται από το πρώην Κομμουνιστικό Κόμμα και εκπροσωπείται από τον Michele Salvati, γερουσιαστή και καθηγητή πολιτικής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου.
Η ανάλυση των Ιταλών σοσιαλφιλελεύθερων εστιάζει στην ανικανότητα της αστικής τάξης να φέρει σε πέρας τη φιλελεύθερη επανάσταση που χρειάζεται η χώρα (κατά Massimo D’Alema). Έτσι, το ιστορικό καθήκον του εκσυγχρονισμού των πολιτικών θεσμών, της δημόσιας διοίκησης και της οικονομίας, που ακόμη παραμένει στρεβλός και ατελής, πρέπει να περάσει σε μια ανανεωμένη αριστερά. Αυτή θα πρέπει να κάνει τους λογαριασμούς της όχι τόσο με το αυταρχικό παρελθόν της όσο με το λανθάνοντα γιακωβινισμό της, επανασυνδεόμενη με τις δυνάμεις της κοινωνίας των πολιτών που επανειλημμένα απογοητεύονται από αυτήν, αλλά από αυτήν επίσης προσδοκούν να τους εκπροσωπήσει.
Και στην Ελλάδα; Ο φιλελευθερισμός είναι ένα πολιτικό ρεύμα αδύναμο, κυρίως λόγω της ιστορικής αδυναμίας της αστικής τάξης, καθώς και της επικράτησης ενός ιδιαίτερου τύπου επιχειρηματικότητας, προσοδοθηρικής και «διαφθείρουσας» (corrupting). Μια αστική τάξη που επιδιώκει τη θαλπωρή της κρατικής προστασίας, δεν επιζητά τον ανταγωνισμό αλλά τον απεχθάνεται (και είναι διατεθειμένη να πληρώσει για να τον αποφύγει) – για να μην μιλήσουμε για τη συνήθως καχύποπτη στάση της απέναντι στα δημοκρατικά δικαιώματα και τις πολιτικές ελευθερίες. Αντίθετα, οι διακρίσεις του μετεμφυλιοπολεμικού κράτους ανάγκασαν σχεδόν τους Έλληνες αριστερούς να επανεκτιμήσουν την αξία των δημοκρατικών θεσμών και των «αστικών ελευθεριών». Ήταν ένα πολύτιμο μάθημα – αν και η ιστορία δείχνει ότι τα μαθήματα ενίοτε «ξεμαθαίνονται».
Τι παρατηρούμε σήμερα ατενίζοντας τη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων στη χώρα μας; Πώς κρίνουμε τα πολιτικά κόμματα με γνώμονα το κριτήριο του φιλελευθερισμού;
Βλέπουμε ένα ΚΚΕ αντιδυτικό και αντιδημοκρατικό, με την έννοια ότι η αντίληψη του για τη δημοκρατία είναι εντελώς εργαλειακή: φυσικά αξιοποιεί τους δημοκρατικούς θεσμούς για να προωθεί τις θέσεις του, αλλά η δημοκρατία ως τρόπος σκέψης το αφήνει αδιάφορο.
Βλέπουμε, επίσης, ένα ΠΑΣΟΚ που διατελεί εν πλήρει συγχύσει π.χ. όσον αφορά την οικονομική πολιτική. Βέβαια, η σύγχυση είναι γενετικό χαρακτηριστικό του κόμματος αυτού. Πράγματι – όμως τουλάχιστον επί Σημίτη είχαμε σταθερό Ευρωπαϊκό προσανατολισμό, σεβασμό του Κοινοβουλίου, εσωκομματική δημοκρατία, ανεξάρτητες διοικητικές αρχές και άλλα πολλά στα οποία ένας φιλελεύθερος δεν θα είχε να προσάψει τίποτε.
Βλέπουμε, τέλος, έναν Συνασπισμό που από τη μια είναι προς τιμήν του ο συνεπέστερος υπέρμαχος των πολιτικών ελευθεριών και των δικαιωμάτων των μεταναστών, ενώ από την άλλη εμφανίζεται ως σύμμαχος ακραίων ομάδων, το πολιτικό πρόγραμμα των οποίων (π.χ. στο πανεπιστήμιο) φαίνεται να εξαντλείται στη βίαιη κατάλυση της ελευθερίας του λόγου, χωρίς την οποία, ως γνωστόν, δεν νοείται πανεπιστήμιο.
Πάντως, εάν το «έλλειμμα φιλελευθερισμού» είναι φανερό στην αριστερά (και, υπό άλλη έννοια, στο ΠΑΣΟΚ), τι να πει κανείς για τη Νέα Δημοκρατία; Πρόκειται για έναν πολιτικό σχηματισμό στον οποίο πλέον περισσεύει ο κρατισμός, ο εθνικισμός, καθώς και η συμμαχία με την Εκκλησία της Ελλάδος και μάλιστα στην πιο σκληροπυρηνική εκδοχή της, διακηρυγμένο αντίπαλο όχι μόνο της φιλελεύθερης Δύσης αλλά ολόκληρης της παράδοσης του Ορθού Λόγου και του Διαφωτισμού.
Θυμίζω ότι αυτή ακριβώς η παράδοση αποτελεί κοινή κληρονομιά τόσο της αριστεράς όσο και του φιλελευθερισμού – και συνεπώς αριστεροί και φιλελεύθεροι θα πρέπει από κοινού να την προστατεύουν.
Είμαι πράγματι επίκουρος καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά φαντάζομαι ότι δεν με καλέσατε στο πάνελ για αυτό – εάν ναι, τότε είμαι σε λάθος πάνελ. Υποθέτω ότι ο λόγος που με προσκαλέσατε να σας μιλήσω για το θέμα αυτού του πάνελ («φιλελευθερισμός και αριστερά») οφείλεται μάλλον στο πολιτικό βιογραφικό μου. Και αυτό λέει ότι στη δεκαετία του ’80 ως στέλεχος του Ρήγα Φεραίου συμμετείχα στην ίδρυση του κόμματος της Ελληνικής Αριστεράς (Ε.ΑΡ.), ότι στη δεκαετία του ’90 όπως και πολλοί «ανανεωτές αριστεροί» της γενιάς μου παρακολούθησα με ενδιαφέρον το κατά Σημίτη εκσυγχρονιστικό εγχείρημα (και αρκετή συμπάθεια ώστε να δεχθώ την κολακευτική πρόταση του επιτελείου του να εργαστώ ως σύμβουλος του Πρωθυπουργού σε θέματα κοινωνικής πολιτικής), καθώς και ότι τώρα (μετά από μια παρένθεση υψηλής πολιτικής ως πρόεδρος του Συλλόγου Γονέων της Ιταλικής Σχολής Αθηνών), από πέρυσι που αποφάσισα να ασχοληθώ με τον πανεπιστημιακό συνδικαλισμό, είμαι μέλος της Διοικούσας Επιτροπής της τρομερής ΠΟΣΔΕΠ, αν και, σπεύδω να σας καθησυχάσω, στην παράταξη της μειοψηφίας.
Να με συμπαθάτε που περιαυτολογώ, αλλά πιστεύω ότι οι άνθρωποι συνεννοούνται καλύτερα όταν παίζουν με ανοιχτά χαρτιά.
Είμαι, λοιπόν, αριστερός (κανείς δεν είναι τέλειος) – αν και φοβάμαι ότι δεν εκπροσωπώ παρά τον εαυτό μου, αφού η ιστορική τροχιά του ρεύματος της μεταρρυθμιστικής δημοκρατικής αριστεράς στο οποίο πάντοτε ανήκα φαίνεται να έχει εξαντληθεί οριστικά. Για παράδειγμα, ως αριστερός, αντίθετα από ό,τι εσείς, προσυπογράφω την περίφημη φράση του Φ. Ρούζβελτ ότι «οι φόροι είναι τα τέλη συνδρομής που πληρώνουμε για τα προνόμια που απολαμβάνουμε ως μέλη μιας οργανωμένης κοινωνίας». Είμαι, λοιπόν, αριστερός. Το ερώτημα είναι: είμαι και φιλελεύθερος; Ή μάλλον, για να πάψω στα αλήθεια να περιαυτολογώ, μπορεί ένας αριστερός να είναι ταυτόχρονα και φιλελεύθερος;
Τα ιστορικά (αλλά και γεωγραφικά) προηγούμενα δεν λείπουν. Όπως γνωρίζετε, το τελευταίο βιβλίο του – νομπελίστα πλέον – Paul Krugman τιτλοφορείται «The conscience of a liberal» που στη γλώσσα μας μεταφράστηκε «Η συνείδηση ενός προοδευτικού». Στη Βρετανία, το Φιλελεύθερο Κόμμα για πολύ καιρό εκπροσώπησε ολόκληρη την προοδευτική κοινή γνώμη και οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις του είχαν την υποστήριξη του Εργατικού Κόμματος (του οποίου, άλλωστε, οι πρώτοι βουλευτές είχαν εκλεγεί το 1906 με τα ψηφοδέλτια των Φιλελευθέρων). Και ο Beveridge και ο Keynes, οι θεμελιωτές του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου, ήταν φιλελεύθεροι – και μάλιστα με κεφαλαίο Φ, αφού αυτό το κόμμα εκπροσωπούσαν στη Βουλή των Λόρδων. Μετά από μια μακρά περίοδο παρακμής, οι Βρετανοί Φιλελεύθεροι στήριξαν την κυβέρνηση μειοψηφίας των Εργατικών το 1976-79, ενώ στην τελευταία δεκαετία τοποθετούνται μάλλον στα αριστερά των Νέων Εργατικών, ασκώντας εύστοχη κριτική στις κυβερνήσεις Blair και Brown ιδίως σε θέματα συνταγματικών ελευθεριών.
Στη Γαλλία, η κυριαρχία του γκωλλισμού στη δεξιά και του γιακωβινισμού στην αριστερά δεν επέτρεψε την άνθιση μιας παρόμοιας κουλτούρας. Όχι μόνο επειδή και οι μεν και οι δε συμμερίζονται την dirigiste πολιτική παράδοση της χώρας αυτής, αλλά και για ιστορικούς λόγους: επειδή οι Φιλελεύθεροι του 19ου αιώνα ήταν συντηρητικοί, αντίπαλοι της δημοκρατικής επανάστασης του 1848, ο όρος «libéral» είναι σήμερα πλήρως απαλλαγμένος από θετικές συνδηλώσεις για ένα Γάλλο αριστερό.
Σε χώρες με μαζικά σοσιαλδημοκρατικά και χριστιανοδημοκρατικά κόμματα οι φιλελεύθεροι ήταν ιστορικά το κόμμα των επιχειρηματιών, το οποίο συμμαχούσε πότε με το ένα και πότε με το άλλο μεγάλο κόμμα, όπως συνέβη στη Σουηδία και τη Γερμανία. Αντίθετα, στην Ιταλία το Φιλελεύθερο Κόμμα υπήρξε ο πιο συντηρητικός εταίρος των μεταπολεμικών κυβερνήσεων (σαφώς στα δεξιά της Χριστιανικής Δημοκρατίας), έως την ανάδειξή του σε πρωταθλητή της διαφθοράς και τη διάλυσή του με το τέλος της Πρώτης Δημοκρατίας.
Και όμως, το εργαστήρι για την καλλιέργεια της έντιμης αλλά και παραγνωρισμένης παράδοσης του σοσιαλφιλελευθερισμού ήταν ακριβώς η γειτονική Ιταλία. Η οργάνωση «Giustizia e Libertà» (από την ίδρυσή της το 1929 μέχρι τη δολοφονία των αδελφών Rosselli από πράκτορες του φασιστικού καθεστώτος στη Γαλλία το 1937) είχε αναπτύξει έντονη αντιφασιστική δράση στην Ιταλία και στο εξωτερικό. Μέλη της πολέμησαν ως εθελοντές στο πλευρό της νόμιμης κυβέρνησης στην Ισπανία, όπου βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους «ψευδοεθελοντές» του Mussolini στη μάχη της Γκουανταλαχάρα και τους νίκησαν. Αργότερα τη σκυτάλη πήρε το «Κόμμα της Δράσης», το οποίο συγκέντρωνε πολλούς νέους που πολέμησαν το φασισμό ως παρτιζάνοι στα βουνά της βόρειας Ιταλίας και διακρίθηκαν στη δημόσια ζωή της μεταπολεμικής περιόδου όπως ο φιλόσοφος Norberto Bobbio και ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Carlo Azeglio Ciampi.
Σήμερα, οι φιλελεύθεροι αριστεροί αποτελούν ένα μικρό κύκλο γύρω από το περιοδικό «Micromega» που πολέμησε το λαϊκισμό του Craxi και του Berlusconi, υπερασπίστηκε με πάθος την επιχείρηση «Καθαρά Χέρια» εναντίον της διαφθοράς και υπέρ της αποκατάστασης της νομιμότητας, ενώ παρόμοιες απόψεις υιοθετεί η «τάση» των liberal (sic, στα αγγλικά!) στο εσωτερικό του Δημοκρατικού Κόμματος του Walter Veltroni, η οποία μάλιστα προέρχεται από το πρώην Κομμουνιστικό Κόμμα και εκπροσωπείται από τον Michele Salvati, γερουσιαστή και καθηγητή πολιτικής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου.
Η ανάλυση των Ιταλών σοσιαλφιλελεύθερων εστιάζει στην ανικανότητα της αστικής τάξης να φέρει σε πέρας τη φιλελεύθερη επανάσταση που χρειάζεται η χώρα (κατά Massimo D’Alema). Έτσι, το ιστορικό καθήκον του εκσυγχρονισμού των πολιτικών θεσμών, της δημόσιας διοίκησης και της οικονομίας, που ακόμη παραμένει στρεβλός και ατελής, πρέπει να περάσει σε μια ανανεωμένη αριστερά. Αυτή θα πρέπει να κάνει τους λογαριασμούς της όχι τόσο με το αυταρχικό παρελθόν της όσο με το λανθάνοντα γιακωβινισμό της, επανασυνδεόμενη με τις δυνάμεις της κοινωνίας των πολιτών που επανειλημμένα απογοητεύονται από αυτήν, αλλά από αυτήν επίσης προσδοκούν να τους εκπροσωπήσει.
Και στην Ελλάδα; Ο φιλελευθερισμός είναι ένα πολιτικό ρεύμα αδύναμο, κυρίως λόγω της ιστορικής αδυναμίας της αστικής τάξης, καθώς και της επικράτησης ενός ιδιαίτερου τύπου επιχειρηματικότητας, προσοδοθηρικής και «διαφθείρουσας» (corrupting). Μια αστική τάξη που επιδιώκει τη θαλπωρή της κρατικής προστασίας, δεν επιζητά τον ανταγωνισμό αλλά τον απεχθάνεται (και είναι διατεθειμένη να πληρώσει για να τον αποφύγει) – για να μην μιλήσουμε για τη συνήθως καχύποπτη στάση της απέναντι στα δημοκρατικά δικαιώματα και τις πολιτικές ελευθερίες. Αντίθετα, οι διακρίσεις του μετεμφυλιοπολεμικού κράτους ανάγκασαν σχεδόν τους Έλληνες αριστερούς να επανεκτιμήσουν την αξία των δημοκρατικών θεσμών και των «αστικών ελευθεριών». Ήταν ένα πολύτιμο μάθημα – αν και η ιστορία δείχνει ότι τα μαθήματα ενίοτε «ξεμαθαίνονται».
Τι παρατηρούμε σήμερα ατενίζοντας τη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων στη χώρα μας; Πώς κρίνουμε τα πολιτικά κόμματα με γνώμονα το κριτήριο του φιλελευθερισμού;
Βλέπουμε ένα ΚΚΕ αντιδυτικό και αντιδημοκρατικό, με την έννοια ότι η αντίληψη του για τη δημοκρατία είναι εντελώς εργαλειακή: φυσικά αξιοποιεί τους δημοκρατικούς θεσμούς για να προωθεί τις θέσεις του, αλλά η δημοκρατία ως τρόπος σκέψης το αφήνει αδιάφορο.
Βλέπουμε, επίσης, ένα ΠΑΣΟΚ που διατελεί εν πλήρει συγχύσει π.χ. όσον αφορά την οικονομική πολιτική. Βέβαια, η σύγχυση είναι γενετικό χαρακτηριστικό του κόμματος αυτού. Πράγματι – όμως τουλάχιστον επί Σημίτη είχαμε σταθερό Ευρωπαϊκό προσανατολισμό, σεβασμό του Κοινοβουλίου, εσωκομματική δημοκρατία, ανεξάρτητες διοικητικές αρχές και άλλα πολλά στα οποία ένας φιλελεύθερος δεν θα είχε να προσάψει τίποτε.
Βλέπουμε, τέλος, έναν Συνασπισμό που από τη μια είναι προς τιμήν του ο συνεπέστερος υπέρμαχος των πολιτικών ελευθεριών και των δικαιωμάτων των μεταναστών, ενώ από την άλλη εμφανίζεται ως σύμμαχος ακραίων ομάδων, το πολιτικό πρόγραμμα των οποίων (π.χ. στο πανεπιστήμιο) φαίνεται να εξαντλείται στη βίαιη κατάλυση της ελευθερίας του λόγου, χωρίς την οποία, ως γνωστόν, δεν νοείται πανεπιστήμιο.
Πάντως, εάν το «έλλειμμα φιλελευθερισμού» είναι φανερό στην αριστερά (και, υπό άλλη έννοια, στο ΠΑΣΟΚ), τι να πει κανείς για τη Νέα Δημοκρατία; Πρόκειται για έναν πολιτικό σχηματισμό στον οποίο πλέον περισσεύει ο κρατισμός, ο εθνικισμός, καθώς και η συμμαχία με την Εκκλησία της Ελλάδος και μάλιστα στην πιο σκληροπυρηνική εκδοχή της, διακηρυγμένο αντίπαλο όχι μόνο της φιλελεύθερης Δύσης αλλά ολόκληρης της παράδοσης του Ορθού Λόγου και του Διαφωτισμού.
Θυμίζω ότι αυτή ακριβώς η παράδοση αποτελεί κοινή κληρονομιά τόσο της αριστεράς όσο και του φιλελευθερισμού – και συνεπώς αριστεροί και φιλελεύθεροι θα πρέπει από κοινού να την προστατεύουν.