16 Δεκεμβρίου 2013

Η επόμενη μέρα για τη ΔΗΜΑΡ

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013).

Με το τέλος του 2ου συνεδρίου της ΔΗΜΑΡ ολοκληρώνεται η μετάλλαξη του κόμματος αυτού από πάλαι ποτέ ελπίδα του τόπου σε ένα από τα πιο αρτηριοσκληρωτικά πολιτικά σχήματα της πρόσφατης ιστορίας του. Πώς θα επηρεάσει αυτό τις πολιτικές εξελίξεις, και ειδικά στο χώρο της κεντροαριστεράς;

Κατ’ αρχήν μια απαραίτητη διευκρίνιση: Παρότι οργανωτικά παραμένω ακόμη μέλος της ΔΗΜΑΡ, συναισθηματικά έχω αποχωρήσει προ πολλού. Όχι επειδή κάποια στιγμή βρέθηκα στη μειοψηφία – αυτό όντως συνέβη, αλλά κάτι τέτοια ποτέ δεν με ενόχλησαν. Άλλος ήταν ο κύριος λόγος: ότι το κόμμα αυτό έπαψε να συζητά, να σκέφτεται συλλογικά, ακόμη και να διαφωνεί, όπως είναι φυσικό να διαφωνούν άνθρωποι που πονούν μια κοινή υπόθεση.

Πράγματι, οι πιο σημαντικές αποφάσεις στη σύντομη ιστορία της ΔΗΜΑΡ ξεπήδησαν έτοιμες από το κεφάλι του προέδρου της, χωρίς την παραμικρή συζήτηση στα αρμόδια (υποτίθεται) όργανα. Η επιμονή σε μια soft αντιμνημονιακή τοποθέτηση. Η μη συμμετοχή στην κυβέρνηση Παπαδήμου. Η εκλογική συνεργασία με όσους από τους πρώην εθνολαϊκιστές (ενίοτε αυριανιστές) δεν χώρεσαν στον ΣΥΡΙΖΑ. Η συμμετοχή στην κυβέρνηση Σαμαρά. Η φαεινή ιδέα του συστήματος 4-2-1, δηλ. της απλής αναλογικής στους κομματικούς διορισμούς σε κρατικές θέσεις. Οι «κόκκινες γραμμές» για το επίδομα γάμου. Οι πλάγιες εξυπηρετήσεις στους δικαστές και τους δικηγόρους. Η αποχώρηση από την κυβέρνηση Σαμαρά. Η απόρριψη της πρωτοβουλίας των 58. Η «αριστερή στροφή». Όλα αυτά με πρωτοβουλία μιας στενής ομάδας, που επιζητούσε εκ των υστέρων την έγκριση των κομματικών οργάνων – και την έπαιρνε! Όπως στις χειρότερες παραδόσεις των κομμουνιστικών κομμάτων ή του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου.

Στο πανεπιστήμιο (όπου εργάζομαι), δυο-τρία ηγετικά στελέχη της ΔΗΜΑΡ κατάφεραν μέσα σε λίγα χρόνια να σπαταλήσουν το τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο που είχε συσσωρευθεί την αμέσως προηγούμενη περίοδο. Όταν χιλιάδες πανεπιστημιακοί επέλεξαν να ασχοληθούν για πρώτη φορά ή μετά από πολύ καιρό με τα κοινά για να ανατρέψουν μια ακροαριστερή συνδικαλιστική ηγεσία που φλέρταρε ανοιχτά με τη βία και την ανομία, εκλέγοντας μια μετριοπαθή προοδευτική και μεταρρυθμιστική πλειοψηφία. Ε λοιπόν, σήμερα η κατάσταση είναι αγνώριστη: οι συνδικαλιστές της ΔΗΜΑΡ ανέτρεψαν την κεντροαριστερή ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ (ομοσπονδίας των πανεπιστημιακών) στην οποία συμμετείχαν, δεν ενδιαφέρονται πια για τη μεταρρύθμιση των πανεπιστημίων, και γενικώς κανείς δεν γνωρίζει ποιον και τι ακριβώς εκπροσωπούν. Μεγάλο επίτευγμα, και όχι εύκολο: χρειάστηκε πρώτα να διαλυθεί η πολυπληθέστερη και δυναμικότερη οργάνωση της ΔΗΜΑΡ, ο τομέας παιδείας. Τα πιο ζωντανά μέλη της οργάνωσης, με την πιο πρωτότυπη σκέψη, έχουν πλέον αποχωρήσει ή περιθωριοποιηθεί. Αλλά η ηγεσία είναι πολύ ευχαριστημένη που έχει αποκαταστήσει την τάξη.

Επαναλαμβάνω, το να ανήκεις σε ένα κόμμα που απορρίπτει τη μια ή την άλλη πρότασή σου πάει κι έρχεται. Το να ανήκεις σε ένα κόμμα που δεν σε ακούει καν, δεν λαμβάνει καν υπόψη τη γνώμη σου, δεν έχει κανένα νόημα – εκτός και αν προσβλέπεις σε αδιευκρίνιστα οφέλη, συνήθως όχι ιδιαίτερα ανιδιοτελή. Κάτι τέτοια απομάκρυναν τους εκατοντάδες ανθρώπους «των γραμμάτων και τεχνών» που είχαν υπογράψει το καλοκαίρι του 2010 τη διακήρυξη που χαιρέτιζε με ελπίδα την ίδρυση της Δημοκρατικής Αριστεράς. Η παρακμιακή ατμόσφαιρα του 2ου συνεδρίου δικαίωσε την επιλογή τους να απομακρυνθούν.

Και τώρα τι; Η ηγεσία της ΔΗΜΑΡ αποφάσισε να γυρίσει την πλάτη της στην πρωτοβουλία των 58. Ο υπολογισμός είναι ότι τώρα η πρωτοβουλία αυτή ή θα ξεφουσκώσει ή θα βρεθεί υποτελής σε ένα χώρο που κυριαρχείται από το ΠΑΣΟΚ και τον αγώνα του για επιβίωση.

Πρόκειται για υπολογισμό μυωπικό. Αυτό που θα παιχτεί στην επόμενη φάση δεν είναι η επιβίωση της μιας ή της άλλης κομματικής ηγεσίας: αυτό αφορά ελάχιστους εκτός από τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Το διακύβευμα της επόμενης φάσης είναι η ανασυγκρότηση του χώρου μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ σε μια μεγάλη προοδευτική παράταξη που εκτείνεται από το φιλελεύθερο κέντρο έως τη δημοκρατική αριστερά. Μια παράταξη που απορρίπτει τόσο την παλινόρθωση του παλαιοκομματισμού όσο και το μισαλλόδοξο εθνολαϊκισμό. Και που θέλει να εργαστεί για την αποκατάσταση της νομιμότητας παντού, για την ανανέωση των θεσμών, για μια δυναμική οικονομία σε μια κοινωνία συνοχής και αλληλεγγύης. Τίποτε λιγότερο από αυτό.

Δεν ξέρω αν η προσπάθεια των 58 για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς θα πετύχει. Ξέρω όμως πώς αποκλείεται να πετύχει: με τη μέθοδο των συνεννοήσεων με τις κομματικές ηγεσίες πίσω από κλειστές πόρτες. Σέβεται τα σημερινά κόμματα, αλλά πηγαίνει πέρα από αυτά. Για αυτό απευθύνεται σε όλους τους πολίτες που δηλώνουν «κεντροαριστεροί», είτε ανήκουν στα σημερινά κόμματα είτε (όπως είναι συνηθέστερο) όχι. Στους πολίτες αυτούς – όχι στα κομματικά επιτελεία – θα πρέπει να δοθεί ο πρώτος λόγος για όλες τις κρίσιμες αποφάσεις: επιλογή συμβόλων και ονόματος, επεξεργασία του προγράμματος, επιλογή υποψηφίων στις ευρωπαϊκές και αυτοδιοικητικές εκλογές του Μαΐου. Με προκριματικές εκλογές και εσωτερικά δημοψηφίσματα, όπου δικαίωμα συμμετοχής θα έχουν όλοι όσοι θέλουν να συμβάλλουν στην ανασυγκρότηση του χώρου.

Σε αυτή την προσπάθεια οι πόρτες είναι ανοιχτές σε όλους. Οπωσδήποτε στα εκατοντάδες μέλη της ΔΗΜΑΡ που αγωνίστηκαν να πείσουν την ηγεσία να αγκαλιάσει την πρωτοβουλία – και απέτυχαν. Αλλά ασφαλώς και στα υπόλοιπα μέλη, σε όσους δεν έχουν πειστεί ακόμη.

Στα 3+ χρόνια που βρέθηκα στο κόμμα αυτό γνώρισα περισσότερους επαγγελματίες της πολιτικής και αδίστακτους «τεχνικούς της εξουσίας» από όσους περίμενα. Αλλά γνώρισα επίσης χιλιάδες καθαρούς ανθρώπους που ενθουσιάζονται, παθιάζονται, απογοητεύονται, ηττώνται, και είναι έτοιμοι να αρχίσουν πάλι από την αρχή. Αυτοί οι άνθρωποι, δημοκράτες και αριστεροί, προοδευτικοί στις ιδέες και φιλελεύθεροι στη συμπεριφορά, είναι πολύτιμη πρώτη ύλη της αυριανής Ελλάδας. Με αυτούς τους ανθρώπους δεν πρέπει να χαθούμε.

15 Δεκεμβρίου 2013

Η κεντροαριστερά και το «ηθικό ζήτημα»

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα της Κυριακής» (Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013).

Πόσο πετυχημένη ήταν η εκδήλωση της «Πρωτοβουλίας των 58» στο Ακροπόλ την περασμένη Δευτέρα;
Όχι παρά πολύ – εάν την κρίνουμε με το απαιτητικό μέτρο της ανασύστασης μιας μεγάλης προοδευτικής παράταξης που εκτείνεται από το φιλελεύθερο κέντρο έως τη δημοκρατική αριστερά.
Μάλλον αρκετά – εάν την κρίνουμε με γνώμονα τις θυμωμένες αντιδράσεις όσων πίστεψαν ότι το μέλλον της πολιτικής αντιπαράθεσης στη χώρα μας είναι ο μικρός διπολισμός, η άγονη σύγκρουση μεταξύ του παλαιοκομματισμού της ΝΔ και του εθνολαϊκισμού του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι αυτό το μέλλον μας, ή μάλλον δεν χρειάζεται να είναι. Αρκεί η κεντροαριστερά να ξαναγίνει υπολογίσιμος αντίπαλος.
Πάντως, είναι αλήθεια ότι ένα μέρος της κοινής γνώμης αντιδρά στην προοπτική ανασύστασης της κεντροαριστεράς κυρίως επειδή αισθάνεται απέχθεια προς μερικά από τα προβεβλημένα στελέχη του ΠΑΣΟΚ (ή και όλα) που ήταν παρόντα στην εκδήλωση. Και απαιτεί να μάθει τι σκέφτονται για αυτό οι «58».
Δεν ξέρω τι σκέφτονται οι άλλοι «57» (αν και μπορώ να φανταστώ). Ευχαρίστως όμως να σας πω τι σκέφτομαι εγώ.
Κατ’ αρχήν, νομίζω ότι το θέμα δεν επιδέχεται υπεκφυγές. Η κεντροαριστερά δεν έχει πολύ μέλλον εάν πρώτα δεν ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της με το παρελθόν. Αυτό σημαίνει να αναλάβει τις ευθύνες που της αναλογούν για τη χρεωκοπία της χώρας. Όχι για να γυρίσουμε πίσω. Αλλά επειδή η χρεωκοπία έφερε το Μνημόνιο, επειδή το Μνημόνιο έφερε την βαθιά ύφεση που βιώνουμε τώρα, και επειδή με τις συνέπειες της ύφεσης θα ζούμε αρκετά χρόνια. Δεν θα βγούμε από την κρίση χωρίς να απορρίψουμε την πολιτική κουλτούρα που μας έφερε σε αυτήν.
Πρέπει λοιπόν να παραδεχθούμε ότι παρότι ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός του 2008-2009 υπήρξε έργο των κυβερνήσεων Καραμανλή, στην πραγματικότητα ήταν οι παθογένειες της υπερεικοσαετούς κυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ που επέτρεψαν στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό να πραγματοποιηθεί, έχοντας προηγουμένως διαβρώσει τις θεσμικές και άλλες αντιστάσεις.
Στη δημόσια συζήτηση αυτές οι παθογένειες ταυτίζονται με το μαύρο χρήμα και τη διαφθορά των πολιτικών. Αυτές είναι δίχως άλλο σημαντικές, επειδή δίνουν τον τόνο του τι επιτρέπεται και τι όχι σε μια πολιτεία. Στην πραγματικότητα όμως οι παθογένειες πάνε πολύ μακρύτερα. Αυτό που έφερε τη χώρα στην χρεωκοπία (και την κρατά ακόμη βυθισμένη στην ύφεση) είναι η άλωση του κράτους από ιδιωτικά συμφέροντα, δηλ. η ιδιοποίηση δημόσιου χρήματος από ομάδες συμφερόντων για ιδιοτελείς σκοπούς.
Κάπου εδώ η συζήτηση γίνεται άβολη, επειδή το θέμα παύει να προσφέρεται για εύκολη δημαγωγία. Το ΠΑΣΟΚ όντως επιδόθηκε σε πελατειακούς διορισμούς, εξέθρεψε συντεχνίες, σπατάλησε δημόσιο χρήμα σε αγορές του αιώνα, πολιτιστικές πρωτεύουσες, ολυμπιακούς αγώνες, φαραωνικά έργα, κοινοτικά προγράμματα. Αλλά ούτε η συντηρητική παράταξη (ακόμη και η σημερινή, του success story) φαίνεται να έχει διδαχθεί τίποτε. Ποιος ξεχνά ότι η ΝΔ είναι πρωταθλήτρια των πελατειακών διορισμών, ποιος δεν βλέπει ότι προστατεύει τις δικές της συντεχνίες, ποιος δεν ανησυχεί ότι οι ιδιωτικοποιήσεις προσφέρουν ευκαιρίες σπατάλης δημοσίου χρήματος και πολιτικής διαφθοράς;
Άλλωστε, όταν οι κυβερνήσεις Σημίτη προσπάθησαν να συμμαζέψουν το κράτος, καταφέρνοντας να μηδενίσουν το έλλειμμα και να σταθεροποιήσουν το χρέος, ποιους βρήκαν απέναντί τους; Μα αυτούς που φωνάζουν σήμερα – και βέβαια ιδίως τον ΣΥΡΙΖΑ. Ας θυμηθούμε την ετήσια τελετουργία της καταψήφισης του προϋπολογισμού ως «αντιλαϊκού και αντιαναπτυξιακού» επειδή δεν είχε περισσότερες δαπάνες και λιγότερους φόρους (δηλ. περισσότερα ελλείμματα). Ας θυμηθούμε τη λυσσαλέα αντίδραση κατά της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης Γιαννίτση και υπέρ των συντεχνιακών προνομίων την άνοιξη του 2001, ή τη μάχη κατά του ΣΔΟΕ και υπέρ των φοροφυγάδων της Ύδρας το καλοκαίρι του 2012. Για να μην μιλήσουμε για τον ενθουσιασμό με τον οποίο έχει αγκαλιάσει απεχθείς εκπροσώπους του προηγούμενου καθεστώτος ή του διεφθαρμένου συνδικαλισμού, κατ’ εξαίρεση παραβλέποντας ότι προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ (αρκεί να είχαν πρώτα αναβαπτισθεί στην αντιμνημονιακή κολυμβήθρα του Σιλωάμ).
Δεν θα αναφερθώ καθόλου στους Ανεξάρτητους Έλληνες ή στη Χρυσή Αυγή, επειδή θεωρώ ότι είναι οι τελευταίοι που δικαιούνται να μιλάνε για διαφθορά. Αλλά δεν μπορώ να μην σημειώσω ότι ούτε η ΔΗΜΑΡ απέκλινε από την πεπατημένη στους λίγους μήνες που συμμετείχε στην τρικομματική κυβέρνηση. Ο διαβόητος κανόνας του «4-2-1» (δικής της έμπνευσης, όπως πληροφορηθήκαμε) αντί να σταματήσει τους πελατειακούς διορισμούς τους νομιμοποίησε εφαρμόζοντας σύστημα απλής αναλογικής, οικοπεδοποιώντας το κράτος αντί να το εξυγιάνει. Ο υπουργός δικαιοσύνης (επίσης δικής της υπόδειξης) πολιτεύθηκε ως υπουργός δικαστών και δικηγόρων. Για να μην μιλήσουμε για τους χειρότερους εκπροσώπους του αυριανού λαϊκισμού τους οποίους φιλοξένησε στα ψηφοδέλτιά της.
Όλοι ένοχοι = κανένας ένοχος; Κάθε άλλο. Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι η διαφθορά, η πελατειακή πολιτική και η υπόθαλψη ομάδων συμφερόντων δεν περιορίζονται στο ΠΑΣΟΚ και δεν θα εξαλειφθούν εάν αυτό κάποτε εκλείψει. Θα εξαλειφθούν όταν το πολιτικό σύστημα αποφασίσει να εργαστεί για περισσότερη διαφάνεια, θεσμική εξυγίανση, αποκατάσταση της νομιμότητας.
Στο κρίσιμο αυτό πεδίο πρέπει να διακριθεί η κεντροαριστερά. Όχι απλώς γυρίζοντας την πλάτη στους πιο εκτεθειμένους από τους πολιτικούς της προηγούμενης εποχής. Αλλά εξασφαλίζοντας ότι ποτέ πια στο μέλλον δεν θα αναλάβουν το τιμόνι της χώρας τέτοιοι πολιτικοί, από οποιαδήποτε παράταξη.

1 Δεκεμβρίου 2013

«Οικονομικά της εργασίας: ανάλυση ατελών αγορών»

Δημοσιεύθηκε ως πρόλογος στην ελληνική μετάφραση του βιβλίου των Tito Boeri και Jan van Ours «Οικονομικά της εργασίας: ανάλυση ατελών αγορών» (εκδόσεις «Κριτική», Δεκέμβριος 2013).

Ο αναγνώστης που θα ρίξει μια απλή ματιά στον πίνακα περιεχομένων του βιβλίου των καθηγητών Tito Boeri (Πανεπιστήμιο Bocconi του Μιλάνου) και Jan van Ours (Πανεπιστήμιο Tilburg στην Ολλανδία) θα συνειδητοποιήσει αμέσως πως αφορά μερικά από τα πιο καυτά ζητήματα πολιτικής της εποχής μας – με την έννοια τόσο της δημόσιας πολιτικής όσο και της πολιτικής αντιπαράθεσης.

Το ύψος του κατώτατου μισθού, οι νομοθετικοί περιορισμοί στον αριθμό των απολύσεων, ο ρόλος των συνδικάτων και των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αλλά και η διάρκεια των επιδομάτων ανεργίας, τα χαρακτηριστικά των προγραμμάτων κατάρτισης, οι κανόνες του συστήματος συντάξεων – όλα αυτά είναι προβλήματα που απασχολούν τις κυβερνήσεις, τις πολιτικές δυνάμεις, τις κοινωνικές οργανώσεις και την κοινή γνώμη σε όλη την Ευρώπη και πέρα από αυτήν.

Όμως, σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που προσπαθεί να συνέλθει από μια βαθιά και παρατεταμένη οικονομική ύφεση (μια οδυνηρή κρίση που όχι μόνο χαμήλωσε το βιοτικό επίπεδο αλλά επίσης κλόνισε την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και στον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας, της πολιτικής και της οικονομίας), τα ερωτήματα αυτά αποκτούν έναν ακόμη πιο επείγοντα χαρακτήρα. Ούτε λίγο ούτε πολύ, το πώς θα είναι η χώρα στην οποία θα ζούμε και θα εργαζόμαστε τις επόμενες δεκαετίες εξαρτάται και από τις συλλογικές απαντήσεις που θα δώσουμε σε αυτά.

Η ρύθμιση της αγοράς εργασίας δεν είναι ένα τεχνικό ζήτημα, συνεπώς δεν αφορά μόνο τους οικονομολόγους (και τους φοιτητές οικονομικών τμημάτων).

Γι’ αυτό, το βιβλίο δεν απευθύνεται μόνο στους «ειδικούς», αλλά και σε όσους ασχολούνται με τέτοια ζητήματα συστηματικά ή απλώς ενδιαφέρονται να είναι ενημερωμένοι για αυτά. Πράγματι, οι ιδανικοί αναγνώστες του βιβλίου βρίσκονται στα πανεπιστήμια και στα ερευνητικά κέντρα, αλλά και στη δημόσια διοίκηση, στις συνδικαλιστικές και εργοδοτικές οργανώσεις, στα επιτελεία των κομμάτων, στα μέσα ενημέρωσης.

Κατά κανόνα τα θέματα της αγοράς εργασίας προσεγγίζονται με βάση προκατασκευασμένες απόψεις, είτε αυτές ανάγονται σε ιδεολογικές τοποθετήσεις είτε σε υλικά συμφέροντα (είτε, όπως συνήθως, και στα δύο). Αυτό είναι σε κάποιο βαθμό αναπόφευκτο: είναι τέτοια η πολιτική σημασία τους, και η επίδρασή τους στην καθημερινότητα όλων μας, που θα ήταν δύσκολο να είναι αλλιώς.

Για παράδειγμα, το εάν θα πρέπει ο κατώτατος μισθός, μετά τη μείωσή του κατά 22% τον Φεβρουάριο 2012, να αυξηθεί και πάλι στο μέλλον –και κατά πόσο– δεν είναι «ακαδημαϊκό» ζήτημα αλλά έχει ζωτική σημασία για εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους (και εργοδότες). Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι αποτελεί σημείο αντιπαράθεσης και αντικείμενο δημόσιας συζήτησης είναι απολύτως φυσιολογικό.

Άλλωστε, αυτή είναι η πρωτοτυπία του βιβλίου σε σύγκριση με άλλα εγχειρίδια οικονομικής της εργασίας. Ενώ τα τελευταία (ακόμη και τα καλύτερα από αυτά) αναλύουν τους θεσμούς της αγοράς εργασίας ως λίγο πολύ ατυχείς παρεκκλίσεις από τον «κανόνα» της ελεύθερης αγοράς, το βιβλίο αυτό τους αντιμετωπίζει αντίθετα ως δεδομένους και ξεκινά από εκεί.

Συγκεκριμένα, η προσέγγιση των συγγραφέων θεωρεί τους θεσμούς της αγοράς εργασίας ιστορικές απαντήσεις (λιγότερο ή περισσότερο επιτυχείς) στα πραγματικά προβλήματα που προκαλεί η απουσία ρυθμίσεων. Αυτό που τους απασχολεί δεν είναι, π.χ., η κατάργηση των κατώτατων μισθών, αλλά ο καλός σχεδιασμός τους ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των επιχειρήσεων και των εργαζομένων.

Η οικονομική ανάλυση των εγγενών «ατελειών» της αγοράς εργασίας και ο επιτυχής σχεδιασμός της δημόσιας παρέμβασης είναι η συνεισφορά του βιβλίου στη συζήτηση γύρω από τα καυτά ζητήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω.

Για παράδειγμα, το ερώτημα για το «σωστό» ύψος του κατώτατου μισθού δεν είναι δυνατόν να απαντηθεί με πολιτικά και μόνο κριτήρια. Εάν ο κατώτατος μισθός προσδιοριστεί σε υπερβολικά χαμηλό επίπεδο, μπορεί να έχει αρνητικές παρενέργειες στην αποδοτικότητα των εργαζομένων και των επιχειρήσεων. Αντίθετα, εάν οριστεί σε υπερβολικά υψηλό επίπεδο, μπορεί να έχει αρνητικές παρενέργειες στην απασχόληση. Παρόμοια διλήμματα πολιτικής σχετίζονται με τη νομοθετική προστασία της απασχόλησης, τη διάρκεια των επιδομάτων ανεργίας και τα άλλα ζητήματα ρύθμισης της αγοράς εργασίας τα οποία αναλύει το βιβλίο.

Ο ρόλος του βιβλίου δεν είναι να πάρει θέση σε αυτή τη διαμάχη, ρίχνοντας το βάρος του υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς. Είναι να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία της οικονομικής επιστήμης ώστε να πληροφορήσει όλες τις πλευρές για τα υπέρ και τα κατά της μιας ή της άλλης επιλογής.

Δεν είναι τυχαίο ότι από τη μελέτη του βιβλίου προκύπτει αβίαστα η συναίσθηση των ορίων, η επίγνωση των παρενεργειών της ωμής ισχύος, καθώς και η κατανόηση των θεμιτών ανησυχιών κάθε πλευράς. Η καλύτερη γνώση της αγοράς εργασίας είναι προϋπόθεση της επιτυχημένης ρύθμισής της. Με τη σειρά της, η καλή ρύθμιση της αγοράς εργασίας ευνοεί την ανάπτυξη βιώσιμων επιχειρήσεων προστατεύοντας ταυτόχρονα τα ζωτικά δικαιώματα των εργαζομένων, συμβιβάζοντας έτσι αντιτιθέμενα συμφέροντα με τρόπο προωθητικό.

Η μελέτη του βιβλίου δεν θα συμβάλει ασφαλώς στην εξάλειψη της πολιτικής αντιπαράθεσης πάνω στα ζητήματα της ρύθμισης της αγοράς εργασίας, ούτε στην υποκατάστασή της από «τεχνικές» λύσεις. Μπορεί όμως να συμβάλει στην άνοδο του επιπέδου της.

Η ικανότητα ψύχραιμης και τεκμηριωμένης ανάλυσης πολιτικά φορτισμένων θεμάτων είναι το όφελος που θα αποκομίσουν οι αναγνώστες – είτε αυτοί είναι φοιτητές, είτε ερευνητές, είτε στελέχη της δημόσιας διοίκησης και της κυβέρνησης, είτε των πολιτικών κομμάτων και των κοινωνικών οργανώσεων, είτε δημοσιογράφοι, είτε απλοί πολίτες που θέλουν να είναι μέλη μιας καλά ενημερωμένης κοινής γνώμης.

Σε όλους αυτούς ευχόμαστε καλό διάβασμα!

30 Νοεμβρίου 2013

Η αυτοκριτική του ΔΝΤ, η άδικη λιτότητα, και το dream ticket

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013).

Το ΔΝΤ υπερασπίζεται τη δημοσιονομική προσαρμογή για τη μείωση των ελλειμμάτων, αλλά καλεί τις κυβερνήσεις που εφαρμόζουν μέτρα λιτότητας να πάρουν μέτρα φορολογικής πολιτικής για την δίκαιη κατανομή του βάρους, και μέτρα κοινωνικής πολιτικής για την προστασία των αδυνάτων.

«Για παράδειγμα, μια μεγαλύτερη έμφαση στους προοδευτικούς φόρους και η προστασία των κοινωνικών παροχών για τις ευπαθείς ομάδες μπορούν να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της δημοσιονομικής προσαρμογής στην ανισότητα.»

Πρόκειται για μισή αυτοκριτική: η έμφαση του Μνημονίου στα μέτρα μείωσης της δαπάνης δεν επέτρεψαν την αναζήτηση των «προοδευτικών φόρων» που προτείνει το ΔΝΤ τώρα. Πάντως, για να είμαστε δίκαιοι, η πάταξη της φοροδιαφυγής και τα μέτρα ενίσχυσης του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας ήταν στο Μνημόνιο από την αρχή. Η ευθύνη για την απελπιστικά αργή πρόοδο και στα δύο αυτά μέτωπα ανήκει κυρίως στις εγχώριες πολιτικές δυνάμεις.

Πράγματι, εδώ οι πολιτικοί, ο κρατικός μηχανισμός, τα μέσα ενημέρωσης, άρα και η κοινή γνώμη, δεν ενδιαφέρονται για τέτοια. Έχουν προεξοφλήσει ότι λιτότητα = φτώχεια. Δεν ενδιαφέρονται να μάθουν πώς τα κατάφεραν καλύτερα άλλες χώρες (Ιρλανδία, Πορτογαλία, οι χώρες της Βαλτικής). Και για αυτό δεν ενοχλούνται που οι ιερείς εξαιρούνται και από τη μείωση μισθών και από τη διαθεσιμότητα, όπως εξαιρέθηκαν οι δικαστές, οι στρατιωτικοί κτλ. κτλ. Ούτε τους αφορά ότι ενώ η πρόταση για ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα είναι (με τις ευλογίες της Τρόικας) στο Μνημόνιο από το 2010, η κυβέρνηση κωλυσιεργεί, ανακαλύπτοντας συνεχώς λόγους για αναβολές και καθυστερήσεις. Χωρίς την παραμικρή πίεση από την αντιπολίτευση.

Η εκκωφαντική σιωπή της αντιπολίτευσης, η οποία κατά τα άλλα έχει ανεβεί στα κάγκελα, ενίοτε κυριολεκτικώς, έχει τη δική της (διεστραμμένη) λογική. Το dream ticket Τσίπρα-Καμμένου προτιμά να βρίζει τη Μέρκελ. Στο κάτω-κάτω η Μέρκελ δεν ψηφίζει στην Ελλάδα, ενώ οι ιερείς, οι δικαστές, οι στρατιωτικοί ναι, οπότε γιατί να τους στεναχωρήσουν;

Όσο για τους ανέργους και τους φτωχούς - αυτοί βρίσκονται εκτός πολιτικού παιγνιδιού: δεν πιέζουν, δεν διαδηλώνουν, προσπαθούν απλώς να επιβιώσουν. Όλη κι όλη η έγνοια της αντιπολίτευσης για αυτούς εξαντλείται σε μια ρητορική αναφορά στα βάσανά τους κάθε τόσο. Αν θέλουν να δουν προκοπή, ας ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ να τους διορίσει στο Δημόσιο. Μέχρι τότε, ας πάνε στα συσσίτια της Χρυσής Αυγής. Έτσι δεν είναι;

1 Οκτωβρίου 2013

Η Ελλάδα μπροστά στον υποβιβασμό: ένα κεντροαριστερό μανιφέστο



Παρουσίαση του βιβλίου του Τάσου Γιαννίτση «Η Ελλάδα στην κρίση». Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2013 (σελ. 275). Δημοσιεύτηκε στο μηνιαίο περιοδικό «Αθηναϊκή Επιθεώρηση του Βιβλίου / Athens Review of Books» (Οκτώβριος 2013)

1. Η ουτοπία της Μεταπολίτευσης (και το αναπόφευκτο τέλος της)

Το 1975, ένα μόλις χρόνο μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, το εθνικό εισόδημα της Ελλάδας (ανά κάτοικο, σε όρους ίσης αγοραστικής δύναμης) ήταν ίσο με το 88,5% του μέσου εισοδήματος των 15 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρι το 2004 (δηλαδή πριν την διεύρυνση προς τις χώρες του πρώην «Ανατολικού μπλοκ», συν Μάλτα και Κύπρο). Με άλλα λόγια, το βιοτικό επίπεδο του μέσου Έλληνα ήταν μόλις 11,5% χαμηλότερο από αυτό του μέσου Δυτικοευρωπαίου.

Όπως είναι γνωστό, εκείνη περίπου την εποχή, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, υπό το βάρος των πετρελαϊκών κρίσεων, εξαντλείται η «Χρυσή Τριακονταετία» των απρόσμενα υψηλών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης που είχε ξεκινήσει την επαύριο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Έκτοτε η ευρωπαϊκή οικονομία συνεχίζει μεν να αναπτύσσεται, αλλά με αισθητά χαμηλότερες επιδόσεις από ό,τι πριν.

Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα αρχίζει να χάνει έδαφος σε σχέση με την υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη, ιδίως στη «χαμένη δεκαετία» του ’80. Παρά τη σχεδόν γενική ευφορία, στην πραγματικότητα η πρώτη οκταετία του ΠΑΣΟΚ, με πρωθυπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου, συμπίπτει με μια παρατεταμένη περίοδο σημαντικής απόκλισης: το μέσο εισόδημα, σε όρους ίσης αγοραστικής δύναμης, υποχωρεί από 87,0% του μέσου όρου της ΕΕ-15 το 1981 σε μόλις 75,3% το 1989. Στη συνέχεια πέφτει και άλλο (σε σχετικούς πάντοτε όρους): 73,3% το 1993, 71,6% το 1996.

Το 1996 αποδεικνύεται έτος καμπής. Η απόκλιση σταματά τότε (72,4% το 1997, 72,3% το 2000), και μετά αντιστρέφεται εντυπωσιακά καθώς η Ελλάδα γίνεται μέλος της Ευρωζώνης (82,3% το 2004), και μάλιστα σε συνθήκες σταθεροποίησης του δημόσιου ελλείμματος και του δημοσίου χρέους. Αντίθετα, στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης ΝΔ, με πρωθυπουργό τον Κώστα Καραμανλή, η σύγκλιση με την Δυτική Ευρώπη επιβραδύνεται ή υποχωρεί (80,9% το 2007), ενώ την επόμενη «μοιραία διετία» ξαναπαίρνει μπροστά (85,3% το 2009) με μια κρίσιμη όμως διαφορά: αυτή τη φορά, η μεγέθυνση των εισοδημάτων πραγματοποιείται σε συνθήκες ραγδαίας επιδείνωσης των ελλειμμάτων, και τελικά υπερχρέωσης.

Η φούσκα της διετίας 2007-2009 είναι ο τελευταίος σπασμός ενός ολόκληρου μοντέλου πολιτικής, και ταυτόχρονα η κορύφωση μιας ουτοπίας που κρατά από τα μέσα της δεκαετίας του ’70: ότι δηλαδή μια χώρα μπορεί να καταναλώνει όλο και περισσότερα ενώ παράγει όλο και λιγότερα· ότι ένα βαλκανικού τύπου παραγωγικό μοντέλο μπορεί να στηρίζει ένα βορειοαμερικανικό επίπεδο κατανάλωσης· ότι τελικά, όσον αφορά τα καταναλωτικά πρότυπα ή προσδοκίες μπορεί κανείς να παραμένει για καιρό στην Α΄ Κατηγορία, ενώ αντίθετα όσον αφορά τις παραγωγικές δυνατότητες (καθώς και τους θεσμούς και τις αντιλήψεις που τις διαμορφώνουν) βρίσκεται ένα μόλις βήμα από τον υποβιβασμό στη Γ΄ Κατηγορία («στα όρια μεταξύ Ανατολής και Τρίτου Κόσμου») – και μάλιστα αδιαφορεί γι’ αυτό.

Πριν από κάθε τι άλλο, η κρίση που βιώνουμε είναι το τέλος αυτής της (μάλλον αφελούς) ουτοπίας της Μεταπολίτευσης. Μέσα σε λίγα μόνο χρόνια, το βιοτικό επίπεδο έπεσε κατακόρυφα, και είναι σήμερα 35% χαμηλότερο από αυτό του μέσου δυτικοευρωπαίου: σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις , το εθνικό εισόδημα της Ελλάδας ανά κάτοικο, σε όρους ίσης αγοραστικής δύναμης θα είναι 65,7% του μέσου όρου της Ευρώπης των 15 το 2013 και 65,4% το 2014. Η απόσταση που πλέον μας χωρίζει από τις υπόλοιπες χώρες είναι μεγαλύτερη από ό,τι ποτέ άλλοτε τον προηγούμενο μισό αιώνα. Για την ακρίβεια, είναι όση και στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες μετανάστευαν στη Γερμανία ή στο Βέλγιο (ή στην Αυστραλία), αναζητώντας μια καλύτερη τύχη.

2. Η ανατομία της μεταπολιτευτικής φούσκας

Η λεπτομερής ανατομία της «φούσκας στερεοτύπων και ιδεοληψιών» που μας έφεραν στην κρίση το 2009 (και που σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά, μας κρατούν ακόμη εγκλωβισμένους σε αυτήν) είναι το θέμα του τελευταίου βιβλίου του Τάσου Γιαννίτση. Ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να πάρει μέρος σε αυτό που περνιέται για πολιτική συζήτηση στην Ελλάδα της κρίσης – π.χ. στην κουραστική και ατελέσφορη διαμάχη «ναι ή όχι στο Μνημόνιο», ή στην επιστημονικότερη και (δήθεν) σοβαρότερη διαφωνία για το εάν τα αίτια της κρίσης είναι εξωγενή ή ενδογενή. Όχι ότι δεν έχει άποψη για αυτά· έχει, και την διατυπώνει χωρίς ενδοιασμούς, και όσο πιο καθαρά γίνεται. Αυτό όμως που κυρίως τον ενδιαφέρει είναι άλλο: να στρέψει τη συζήτηση στις βαθύτερες («συστημικές», όπως τις χαρακτηρίζει) αιτίες της κρίσης· και σε αυτά που μπορούμε (και πρέπει) να κάνουμε για να αποφύγουμε τον υποβιβασμό μας στη χαμηλότερη κατηγορία – δηλαδή την αργή παρακμή, την παρατεταμένη αποκοπή μας από την Ευρώπη, τη μόνιμη υποβάθμιση του βιοτικού μας επιπέδου και της ποιότητας των δημοκρατικών μας θεσμών. Το ερώτημα που τον απασχολεί είναι πώς θα πάρουμε τις τύχες μας στα χέρια μας, ακόμη και σε δυσμενείς συνθήκες, βγαίνοντας από την αυτολύπηση και την παθητικότητα. Επειδή «οι δικές μας επιλογές και ικανότητες και η δική μας αποφασιστικότητα θα καθορίσουν την πορεία μας.» (σ. 33)

Ο συγγραφέας κωδικοποιεί τις στάσεις και αντιλήψεις που μας έφεραν στην κρίση ως «πεντάλφα της κατάρρευσης: αδράνεια, αμορφωσιά, ανορθολογισμός, απληστία, αρνητισμός» (σ. 94). Δεν πρόκειται για κενή ηθικολογία. Χωρίς μια πειστική εναλλακτική πρόταση, στηριγμένη στην αυτογνωσία και τη συστηματική απόρριψη των προηγούμενων στάσεων και αντιλήψεων, δεν έχουμε μεγάλες ελπίδες: 

«Είναι πιθανό να παρακαμφθεί μεν τελικά η κρίση, αλλά να παραμείνουμε κατά βάση στις αλλαγές που σηματοδότησαν οι περικοπές μισθών και συντάξεων, και η επιβολή φόρων σε όσους πληρώνουν φόρους. Τούτο θα σημαίνει την παγίωση μιας τεράστιας επιδείνωσης των ανισοτήτων στην ελληνική κοινωνία, όπου οι συνεπείς θα διασφαλίζουν τα φορολογικά έσοδα τα οποία το σύστημα εξουσίας επιτρέπει στους φοροφυγάδες να απολαμβάνουν. Τίποτε δεν αποκλείει, πέρα από τη διατήρηση των μηχανισμών φοροδιαφυγής ευρύτατων στρωμάτων, η διαφθορά να συνεχίσει να παίζει τον ίδιο σημαντικό ρόλο στην πολιτική και οικονομική ζωή του τόπου, και πολλά από τα σημερινά χαρακτηριστικά να αλλάξουν επιφανειακά. Θα επρόκειτο για τη χειρότερη –και πολύ άδικη– πραγματικότητα. Θα σήμαινε απλώς ότι έχουν συντελεστεί οι στοιχειώδεις αλλαγές, οι οποίες θα επέτρεπαν σε ένα σύστημα που κατέρρευσε να βελτιώσει στοιχειώδεις λειτουργίες του, να “φτιασιδωθεί”, και να συνεχίσει στα ίδια περίπου χνάρια με πριν. Ωστόσο, η πραγματικότητα για ευρύτατα στρώματα δεν θα είναι ίδια με πριν. Θα έχει πληγεί ανεπανόρθωτα.» (σ. 199)

Με άλλα λόγια, χωρίς την καταδίκη της «πεντάλφας της κατάρρευσης» και την ήττα του πολιτικού και κοινωνικού συνασπισμού συμφερόντων που βρίσκεται πίσω της δεν υπάρχει διέξοδος από την κρίση.

Σημαίνει αυτό ότι η Ευρώπη είναι άμοιρη ευθυνών; Όχι. Η σύλληψη του ευρώ ήταν σωστή, αλλά η αρχιτεκτονική του ήταν μετέωρη: όπως έδειξε η πρώτη σοβαρή κρίση της Ευρωζώνης, κοινό νόμισμα (και ενιαία νομισματική πολιτική) χωρίς οικονομική ενοποίηση (και ενιαία δημοσιονομική πολιτική) συνιστά συνταγή αποτυχίας. Βέβαια, η απαιτούμενη παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας σε υπερεθνικούς θεσμούς είναι πολιτικά ανέφικτη εάν δεν προηγηθεί μια σύγκλιση αξιών και αντιλήψεων, προϋπόθεση για τη σταδιακή συγκρότηση μιας κοινής «πολιτείας» που να εκτείνεται σε όλα τα κράτη-μέλη.

Η επιβίωση, ούτε λίγο ούτε πολύ, του κοινού νομίσματος είναι το διακύβευμα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη σήμερα: 

«Στο σημείο που έχουμε φτάσει, η στήριξη της Ευρωζώνης προϋποθέτει κόστος, και το βασικό ερώτημα είναι ποιος θα το πληρώσει. Το κόστος αυτό είναι πολύμορφο. Μια μορφή του συνίσταται στην εθνική αποδοχή κανόνων λειτουργίας που δεν έρχονται σε σύγκρουση και δεν αποσταθεροποιούν το ενιαίο νόμισμα και την ευρωπαϊκή οικονομία και κοινωνία. Αυτό σημαίνει πολλαπλές υπερβάσεις για χώρες όπως η Ελλάδα, που έχουν εθιστεί στα ελλείμματα, τον κρατισμό, τις υπόγειες συναλλαγές, την κυριαρχία και διαφθορά των ελίτ, και την οικονομική εξάρτηση από το εξωτερικό. Ενιαίο νόμισμα χωρίς κανόνες δεν είναι θέμα γερμανικού πείσματος· απλώς είναι αδύνατον να υπάρξει. Μπορεί να συζητήσει κανείς έναν διαφορετικό σχεδιασμό πολιτικής. Ωστόσο, αν όσοι θα ήθελαν θεωρητικά να συμμετάσχουν σε ένα κοινό νόμισμα, στην πράξη δεν αντέχουν να τηρήσουν τους συμφωνημένους κανόνες, τότε είτε η Ευρωζώνη θα διαλυθεί, είτε οι ίδιοι θα αποκοπούν από αυτήν.» (σ. 31)

Εν τω μεταξύ, στη χώρα μας μαίνεται η διαμάχη για τα αίτια της κρίσης. Η θέση του συγγραφέα ως προς αυτό είναι σαφής: 

«Η κρίση στην Ελλάδα υπήρξε το αποτέλεσμα συνδυασμού μακροχρόνιων ενδογενών διαδικασιών, εθνικών συμπεριφορών και επιλογών, και μεσοπρόθεσμων ολέθριων αποφάσεων και επιλογών της πιο πρόσφατης περιόδου. Καταλύτης όμως για την κρίση ήταν η διεθνής κρίση, ενώ εσφαλμένες πολιτικές και αντιδράσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο την έκαναν βαθύτερη και πιο πολύπλοκη.» (σ. 111)

Πρόκειται για μια τοποθέτηση νηφάλια και ακριβοδίκαιη, όχι για τήρηση ίσων αποστάσεων. Κάθε άλλο: 

«Στην Ελλάδα, οι εθνικές αδυναμίες, τα λάθη και οι συνέπειές τους υποκαταστάθηκαν στη δημόσια συζήτηση από μια μονομερή έμφαση στο ρόλο της διεθνούς κρίσης, των πολιτικών της Ευρωζώνης, και της Τρόικας. Η μονόπλευρη ροπή αυτής της προσέγγισης έχει ισχυρό ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο. […] Όλοι οι πολιτικοί σχηματισμοί συμπίπτουν σε έναν κοινό παρονομαστή: μεταθέτοντας τα αίτια της κρίσης στο διεθνές πεδίο, παρακάμπτουν την ανάγκη να αναζητήσουν τις εσωτερικές παθογένειες, οι οποίες είναι δημιούργημα τόσο των κομμάτων εξουσίας όσο και των κομμάτων που επηρέασαν επιλογές, στο επίπεδο όχι μόνο των πολιτικών αλλά και των ιδεολογικών και κοινωνικών διαδικασιών. Έτσι, όλοι αυτοαπαλλάσσονται από το βάρος της ομολογίας της αποτυχίας τους, αλλά και από το βάρος να αναζητήσουν λύσεις για τις αποτυχίες αυτές, καθώς οι λύσεις συνεπάγονται αλλαγές, και οι αλλαγές συνεπάγονται συγκρούσεις με παγιωμένες καταστάσεις και με παγιωμένα δόγματα, και άρα πολιτικό κόστος.» (σ. 112)

Το ίδιο σαφής είναι η τοποθέτηση του συγγραφέα ως προς το άλλο ψευδές δίλημμα της εποχής. Μπορούσε να αποφευχθεί η αποδοχή κάποιου διεθνούς πακέτου διάσωσης, ή των όρων των δανειστών, το 2010; Με το έλλειμμα εξωτερικού ισοζυγίου (εισαγωγές μείον εξαγωγές) στο 14,9% του ΑΕΠ το 2008, και το δημοσιονομικό έλλειμμα (κρατικά έξοδα μείον έσοδα) στο 15,6% το 2009, «ήταν πλέον πολύ αργά» (σ. 127). Η μία και μοναδική εναλλακτική λύση που ήταν διαθέσιμη, εκείνη της ρητής και απότομης πτώχευσης, ήταν απείρως οδυνηρότερη (ιδίως για τα λιγότερο εύπορα στρώματα) από αυτήν που ακολουθήθηκε.

Το πρόβλημα, όμως, τις παραμονές του Μνημονίου δεν ήταν μόνο τα νούμερα: 

«Όταν ξέσπασε η κρίση, τότε μέτρησαν όλα: το συσσωρευμένο χρέος, τα ελλείμματα, η απουσία βιωσιμότητας, οι προοπτικές της οικονομίας να παράγει μεγέθυνση τα επόμενα χρόνια, οι πιθανές κοινωνικές εντάσεις, η ικανότητα ανάληψης επενδύσεων, η ανταγωνιστική ικανότητα, η βούληση της κοινωνίας να υλοποιήσει αλλαγές οι οποίες θα βελτίωναν τη θέση της. Τη στιγμή εκείνη, κάθε παράγοντας που φαινόταν να επιβαρύνει όχι μόνο το σήμερα, αλλά και τα επόμενα χρόνια, μέτρησε στην αξιολόγηση της χώρας αρνητικά και αθροιστικά.» (σ. 85-86) 

Κάπως έτσι φτάσαμε στον αποκλεισμό του Ελληνικού Δημοσίου από τις αγορές στις αρχές του 2010, και από εκεί στο Μνημόνιο.

Ο συγγραφέας έχει πλήρη συναίσθηση του γεγονότος ότι η υπαγωγή σε διεθνή οικονομικό έλεγχο συνεπάγεται απώλεια εθνικής κυριαρχίας, και ότι η τελευταία είναι ταπεινωτική για τους Έλληνες. Καλεί όμως τον αναγνώστη να αναλογιστεί τις πραγματικές αιτίες της εθνικής ταπείνωσης. 

«Πολύ ωμά, δύναμη και υπερχρέωση απέναντι στις αγορές βρίσκονται μεταξύ τους σε διαμετρικά αντίθετη σχέση. Μια κοινωνία σε συνθήκες δανειστικού αμόκ εξασφάλιζε την ευημερία της ανταλλάσσοντάς τη με μελλοντική δύναμη και αξιοπρέπεια, παγιδεύοντας το μέλλον της και μειώνοντας τους βαθμούς ελευθερίας των εσωτερικών και εξωτερικών της επιλογών. Οι περισσότερες κοινωνίες που ακολούθησαν αυτό το μονοπάτι το πλήρωσαν με πτώχευση και μεγάλες περιόδους φτώχειας, εξάρτησης, ταπείνωσης.» (σ. 226)

Για ακόμη μια φορά στη μακρά ιστορία των δύο τελευταίων αιώνων, οι έμποροι του «υπερπατριωτισμού», σήμερα σε ρόλο «αγανακτισμένων» δημαγωγών, που (υποκρίνονται ότι) ξεχνούν πως εθνική κυριαρχία χωρίς οικονομική φερεγγυότητα απλώς δεν υφίσταται, αναδεικνύονται σε κύριους υπαίτιους της εθνικής ταπείνωσης. Και μαζί τους όσοι 

«[Σ]τρέφονταν για δεκαετίες ενάντια στις φωνές που πρότειναν οικονομική αυτοσυγκράτηση […]. Κάθε Δεκέμβριο, στη Βουλή, όλοι υποστήριζαν με στόμφο ότι ο εκάστοτε προϋπολογισμός ήταν αντιαναπτυξιακός και αντιλαϊκός, και ότι έπρεπε να προβλέπει αυξημένες δαπάνες και, συνεπώς, μεγαλύτερα ελλείμματα. Η φοροδιαφυγή και η μαύρη εργασία ήταν θέματα μόνο για τις συνεντεύξεις Τύπου.» (σ. 51)

3. Τι μπορούσε (και τι δεν μπορούσε) να γίνει

Ήταν, λοιπόν, μονόδρομος όσα μας συμβαίνουν τα τελευταία τρία και πλέον χρόνια; Η απάντηση του συγγραφέα εδώ είναι ένα ηχηρό «όχι». Καταρχήν, το πρόγραμμα προσαρμογής που επέβαλαν οι δανειστές «περιείχε πολλά κυρίαρχα ιδεολογικά κλισέ σε πολλά κρίσιμα ζητήματα» (σ. 124). Κορυφαίο παράδειγμα, η επιμονή της Τρόικας για μείωση των κατώτατων μισθών τον Φεβρουάριο 2012. Η διάγνωση της χαμηλής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας ως μιας από τις δομικές αιτίες της κρίσης (και ως βασικής τροχοπέδης στην έξοδο από αυτή) ήταν χωρίς αμφιβολία ορθή. Όμως, η συνταγή της Τρόικας για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας αποκλειστικά μέσω της «άγριας περικοπής των μισθών και των ρυθμίσεων εργασίας», αγνοώντας όλους τους υπόλοιπους παράγοντες που καθιστούν τις ελληνικές επιχειρήσεις μη ανταγωνιστικές, ήταν απλοϊκή και τελικά αντιπαραγωγική: 

«Από ένα σημείο και μετά, η πολιτική των μισθολογικών περικοπών, χωρίς να οδηγεί σε βελτίωση της παραγωγής, συρρίκνωνε δραματικά τη ζήτηση και, συνεπώς, εξουδετέρωνε έναν σοβαρό παράγοντα της ανάκαμψης.» (σ. 123-124)

Πάντως, παρότι η πρωτοβουλία για τη μείωση των μισθών ερχόταν από το εξωτερικό, οι εγχώριες δυνάμεις –παρότι, παραδόξως, αντιστέκονταν σε αυτήν– δεν ήταν άμοιρες ευθυνών. Κάθε άλλο: 

«Η πίεση πάνω στους μισθούς κατά τη διάρκεια της κρίσης δεν ασκήθηκε μόνο για λόγους ανταγωνιστικότητας. Επιτάθηκε και από το γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα, στο σύνολό του, αρνιόταν να δει την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης και την ανάπτυξη ως προτεραιότητα. Απέρριπτε συστηματικά την ιδέα να αποφύγει την περικοπή των δημόσιων επενδύσεων ως εργαλείο μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, και ήταν αρνητικό απέναντι στο να υιοθετήσει μεταρρυθμίσεις που θα μείωναν το κόστος άλλων εισροών στην παραγωγική διαδικασία, πέρα από την εργασία. Η απελευθέρωση των μεταφορών, και των υπηρεσιών διαφόρων ελεύθερων επαγγελμάτων (μηχανικοί, νομικές υπηρεσίες, λογιστές, κλπ.), ή η βελτίωση του κόστους παραγωγής ενέργειας, θα μείωναν επίσης το κόστος παραγωγής άλλων προϊόντων-εισροών στην παραγωγική διαδικασία, και έτσι θα μειωνόταν η πίεση πάνω στους μισθούς. Εκδηλώθηκε και εδώ, ωστόσο, ένας επίμονος αρνητισμός. Όταν όμως εκφράζεται άρνηση για μέτρα που θα μείωναν το κόστος άλλων εισροών, τότε το στοιχείο που απομένει να δεχτεί την πίεση είναι το κόστος εργασίας και τα κέρδη. Όταν μάλιστα, εξαιτίας της βαθιάς ύφεσης, τα κέρδη συρρικνώνονται δραματικά ή μετατρέπονται σε ζημιές, η περαιτέρω επιβάρυνσή τους είναι σχεδόν άνευ αντικειμένου.» (σ. 187)

Γενικά, ο «δογματικός νεοφιλελευθερισμός» (ας τον ονομάσουμε έτσι) των δανειστών είναι η μια μόνο όψη του προβλήματος. Η άλλη όψη αφορά την αντίδραση του εγχώριου πολιτικού συστήματος: 

«[Η Τρόικα] πίστεψε ότι η δημοσιονομική εξισορρόπηση θα πίεζε τις ελληνικές κυβερνήσεις να πλήξουν το μεγάλο απόθεμα φοροδοτικής ικανότητας –τη μάζα της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής–, ή την κρατική σπατάλη στις δαπάνες. Δεν διείδε ότι οι κυβερνήσεις θα προτιμούσαν να μεταφέρουν την πίεση των αυξημένων φόρων στους εύκολους και αδύναμους στόχους –δηλαδή όσους δήλωναν τον όγκο των φορολογητέων εισοδημάτων και της ακίνητης περιουσίας τους–, και όχι στις κοινωνικές κατηγορίες που βρίσκονταν πίσω από τις φορολογικές ανισότητες, και οι οποίες ήταν τα αγαπημένα παιδιά της πολιτικής και των πολιτικών. Δεν διείδε, επίσης, ότι η επιλογή που μόλις επισημάνθηκε θα υπερείχε έναντι της επιλογής για περικοπές δημοσίων δαπανών, με τις οποίες οι κυβερνήσεις χειρίζονταν το πελατειακό τους σύστημα. Στην ουσία, η Τρόικα έκανε την παραδοχή (εκτός και αν το γνώριζε ήδη, και αδιαφορούσε σιωπηρά) ότι υπήρχε πολιτικός ορθολογισμός και πολιτική υπευθυνότητα, που όμως απουσίαζαν, ακόμη και όταν η ελληνική κοινωνία έφτανε σε απόγνωση.» (σ. 123)

Χάρη στην εμμονή του πολιτικού συστήματος στην υπεράσπιση των παθογενειών που οδήγησαν στην κρίση, καθώς και του κοινωνικού συνασπισμού εκείνων που ωφελήθηκαν από αυτές τις παθογένειες (σε μια σπάνια όσο και ανομολόγητη σύμπτωση απόψεων μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης), η ύφεση είναι βαθύτερη και πιο παρατεταμένη, ενώ οι θυσίες κατανέμονται άδικα. 

«[Σ]ε όλη την περίοδο από το 2010 και μετά, ένα ετερόκλητο κοινωνικό σύνολο κλήθηκε να επωμιστεί το βάρος της κρίσης, της προσαρμογής προς τα κάτω, και της συσσώρευσης πολύ σημαντικών πρόσθετων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και χρέους, με αποτέλεσμα μεγάλες κοινωνικές εντάσεις και επαχθείς όρους διαβίωσης για μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Ωστόσο, και κατά την περίοδο αυτή, η μεγάλη άρνηση παρέμεινε ακλόνητη. Η κοινωνία θεωρούσε ότι τα Μνημόνια επέβαλαν όλα τα μέτρα προσαρμογής. Στην πραγματικότητα, όμως, μεγάλο μέρος τους επιβλήθηκε από την άρνηση των κυβερνήσεων και του πολιτικού συστήματος να αγγίξουν τα κέντρα της βαθιάς ανισότητας και ανισορροπίας στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική πυραμίδα, καθώς και στον δημόσιο τομέα.» (σ. 91)

Με άλλα λόγια, ούτε οι οικονομικές εξελίξεις της τελευταίας τριετίας ούτε οι κοινωνικές επιπτώσεις τους ήταν αναπόφευκτες: 

«[Μ]ια διαφορετική πολιτική […] θα άφηνε περιθώρια να πληρωθούν υποχρεώσεις του Δημοσίου σε επιχειρήσεις, θα δημιουργούσε λιγότερο ασφυκτικές συνθήκες ρευστότητας για τις επιχειρήσεις, και θα οδηγούσε σε […] μικρότερο αριθμό κλειστών επιχειρήσεων, μικρότερη συνολική ανεργία, μικρότερη συρρίκνωση του ΑΕΠ» (σ. 137)

Μια διαφορετική διαχείριση της κρίσης, όμως, ήταν αδύνατη χωρίς την απομάκρυνση από τα στερεότυπα και τις αντιλήψεις της Μεταπολίτευσης.

«Στην Ελλάδα, για δεκαετίες, και ιδίως κατά την περίοδο της κρίσης, επικράτησε ένας αδυσώπητος πολιτικός, μιντιακός και ιδεολογικός αρνητισμός απέναντι σε οτιδήποτε επεδίωκε να αλλάξει ό,τι πιο στρεβλό, διεφθαρμένο, αντιαναπτυξιακό και αντικοινωνικό υπήρχε στη χώρα. Σήμερα ζούμε τα αποτελέσματα των ιδεολογιών που εκθρέψαμε» (σ. 208) 

Και παραμένουμε εγκλωβισμένοι στον ίδιο φαύλο κύκλο που μας έφερε στην κρίση.

4. Το φάσμα του υποβιβασμού (και πώς να το αποφύγουμε)

Και τώρα τι κάνουμε; Πριν από κάθε τι άλλο, εξηγεί ο Τάσος Γιαννίτσης, αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα είναι ένα νέο αφήγημα. 

«Όχι “αφήγημα” με την έννοια του παραμυθιάσματος, όπως το γνώρισε [η χώρα] σε διάφορες φάσεις του πρόσφατος παρελθόντος της. Το αφήγημα αυτό πρέπει να είναι δημοκρατικό, να οδηγεί στην ανακατάκτηση του δημόσιου χώρου και του συλλογικού συμφέροντος, να κινητοποιεί μαζικές δυνάμεις προς την κατεύθυνση της συγκρότησης μιας εθνικής δύναμης, να ανατρέψει εκείνα τα δόγματα, τις ιδεοληψίες και τα “ψεύτικα τα λόγια, τα μεγάλα” που μετέτρεψαν την Ελλάδα σε επαρχιακό παραμάγαζο των Βαλκανίων.» (σ. 203)

Ο ριζικός αναπροσανατολισμός, η γενναία στροφή, που προτείνει ο συγγραφέας πηγαίνει πολύ πέρα από τις άγονες αντιπαραθέσεις των τελευταίων ετών – πέρα ακόμη και από την οξεία πόλωση μεταξύ των δυνάμεων που αντιπροσωπεύουν αντίθετες όψεις της Ελλάδας της παρακμής. Ο κατάλογος των αναγκαίων παρεμβάσεων που ενδεικτικά προτείνονται (στο κράτος, στη δημόσια διοίκηση, στην οικονομία) δεν είναι ασφαλώς νέος – αν και συχνά η επιχειρηματολογία ξαφνιάζει με τη φρεσκάδα της . Αυτό που οπωσδήποτε είναι νέο, όμως, είναι η σύνδεση των επιμέρους λύσεων σε ένα ενιαίο σύνολο, η επιμονή σε δράσεις παράλληλες και αλληλένδετες, όχι «σειριακές, δηλαδή διαδοχικές». Και επιπλέον, η ανάδειξη του προοδευτικού «προσήμου» των μεταρρυθμίσεων που στοχεύουν στην δικαιότερη κατανομή των βαρών της κρίσης, στην αναζωογόνηση της δημόσιας παροχής, καθώς και στην αναβάθμιση της (απελπιστικά αδύναμης σήμερα) παραγωγικής βάσης – μόνη μας ελπίδα για επιχειρήσεις ανταγωνιστικές διεθνώς, ικανές να δημιουργούν περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας.

Ούτε λίγο ούτε πολύ, το βιβλίο του Τάσου Γιαννίτση μπορεί να διαβαστεί (άθελα του συγγραφέα του, έχω την εντύπωση) ως μανιφέστο της σύγχρονης κεντροαριστεράς. 

«Κάπως σχηματικά, το τελικό ζητούμενο στο οποίο οι επιμέρους πολιτικές θα έπρεπε να οδηγούν μπορεί να συνοψιστεί στα εξής: Μια πολιτικά ισχυρότερη χώρα στον γεωπολιτικό της περίγυρο. Μια πιο δίκαιη κοινωνία. Μια πιο παραγωγική, ανταγωνιστική και δυναμική κοινωνία. Η ανάκτηση της αξιοπιστίας του δημόσιου χώρου και των δημόσιων συλλογικών αξιών στο εθνικό μας σύστημα. Μια πολιτική που θα υπακούει σε μια πολιτική ηθική – όχι, δεν περιμένει κανείς μια “ηθική πολιτική”. Μια κοινωνία με αυτογνωσία, ανοιχτή σε ιδέες, δημοκρατική, ευέλικτη.» (σ. 223)

Όσον αφορά το κρίσιμο πεδίο της οικονομίας, το ευνοϊκότερο πεδίο δράσης για την Ελλάδα (για μια ακόμη φορά) είναι η ενεργητική συνεργασία με την Ευρώπη. 

«Η διέξοδος θα μπορούσε να προέλθει από δύο πλευρές. Πρώτον από την πλευρά της Ευρωζώνης, με μια μείωση των επιτοκίων του ελληνικού χρέους σε επίπεδα κάτω από 1%, ή με μια επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του χρέους, ή με μια μείωση του ίδιου του χρέους, ή με μια σημαντική παροχή επενδυτικών κεφαλαίων, ή –το πιθανότερο– με έναν συνδυασμό αυτών των μέτρων. […] Το τι θα συμβεί θα κριθεί εξωγενώς, και η μόνη επιρροή που μπορεί να ασκήσει η ελληνική πολιτική είναι να πετύχει επιδόσεις που θα ενισχύσουν την πεποίθηση ότι η χώρα θα ακολουθήσει μια πολιτική μείωσης των ανισορροπιών και αναπτυξιακής ανάκαμψης. […] Ο δεύτερος μοχλός θα έπρεπε να δημιουργηθεί από την ελληνική πλευρά, που σημαίνει μια πολύ διαφορετική στρατηγική από ό,τι στο παρελθόν. Ο κρισιμότερος στόχος της θα ήταν να θέσει σε κίνηση έναν αναπτυξιακό μηχανισμό και [υψηλούς] ρυθμούς μεγέθυνσης […]. Στην ουσία, η πολιτική της Ευρωζώνης θα οδηγούσε στη μείωση του χρηματοδοτικού βάρους της χώρας, ενώ η ελληνική πολιτική θα οδηγούσε στην επίτευξη υψηλότερων ρυθμών μεγέθυνσης. Έτσι, η πρώτη θα οδηγούσε σε μείωση του αριθμητή, και η δεύτερη σε αύξηση του παρονομαστή της κρίσιμης σχέσης χρέος/ΑΕΠ. Τα δύο είναι απόλυτα αναγκαίες και συμπληρωματικές προϋποθέσεις επιτυχίας.» (σ. 219)

Όμως ανάπτυξη δεν γίνεται «ρίχνοντας λεφτά στην αγορά» (τα οποία άλλωστε δεν υπάρχουν), όπως ζητούν διάφοροι όψιμοι «κεϋνσιανοί». Χρειάζεται ρητή απόρριψη του παραγωγικού μοντέλου της «εύκολης ανάπτυξης» (της «φτηνής ανάπτυξης», όπως την χαρακτήριζε ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης), εγκατάλειψη της «υδραυλικής αντίληψης της ανάπτυξης» που παράγει ελλείμματα και ανακυκλώνει τις παθογένειες. Αυτή τη φορά η ανάπτυξη θα είναι «δύσκολη», θα απαιτήσει σκληρή δουλειά και μεταρρυθμίσεις παντού, στο κράτος και στους θεσμούς, για την εξυγίανση της δημόσιας διοίκησης και της οικονομίας. Θα απαιτήσει παρεμβάσεις φαινομενικά μόνο «τεχνικές», στην πραγματικότητα βαθύτατα πολιτικές. Επειδή, όπως γράφει ο συγγραφέας: 

«Η έξοδος από την κρίση ποτέ δεν είναι μονόδρομος. Όμως, επίσης, ποτέ δεν είναι και όποιος δρόμος μας αρέσει» (σ. 196).

Το βιβλίο περιγράφει επιγραμματικά τις πηγές από τις οποίες μπορεί να προέλθει η «δύσκολη» ανάπτυξη (σ. 239-240). Άμεσες ξένες επενδύσεις, ιδιαίτερα σε τεχνολογικά σύνθετους κλάδους. Αύξηση της αποταμίευσης και των επενδύσεων, με κινητοποίηση της εγχώριας επιχειρηματικότητας. Βελτίωση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων και της δημόσιας διοίκησης. Επιτάχυνση του «δύσκαμπτου παραγωγικού μετασχηματισμού» προς νέα, ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες. Και τέλος εξωστρέφεια, στροφή των επιχειρήσεων προς τις διεθνείς αγορές. Με μια οικονομική πολιτική που συνδυάζει παρεμβάσεις κοινής λογικής και αλλαγές διαρθρωτικού χαρακτήρα για την ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας, και επενδύει στον ανθρώπινο παράγοντα – όχι μόνο για να απορροφηθεί η μαζική ανεργία (στόχος απόλυτης προτεραιότητας), αλλά για να επιτευχθεί ο πιο φιλόδοξος στόχος της διατηρήσιμης ανάπτυξης σε μια ευνοϊκότερη ισορροπία υψηλής ειδίκευσης και υψηλών αμοιβών. Με λίγα λόγια, πρόκειται για ένα πρόγραμμα ανόδου στη μεγάλη κατηγορία.

5. Μια κεντροαριστερή διέξοδος από την κρίση;

Ο Τάσος Γιαννίτσης δεν είναι «τεχνοκράτης». Ανήκει σε μια κατηγορία ανθρώπων που συνδυάζουν την επιστημονική ακεραιότητα με την πολιτική συνείδηση. Μπορούν κάλλιστα να ζήσουν και χωρίς πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική (άλλωστε για μεγάλα διαστήματα αυτό ακριβώς κάνουν). Ούτε όμως διστάζουν να αναλάβουν ενεργό πολιτική δράση όταν αισθάνονται ότι κάτι χρήσιμο μπορεί να βγει έτσι. Για αυτό, ενώ, όπως έγραφα παραπάνω, το βιβλίο του μπορεί –πρέπει– να διαβαστεί ως μανιφέστο της σύγχρονης κεντροαριστεράς, αυτό γίνεται άθελά του.

Ότι η πρόθεση του συγγραφέα δεν είναι να διεκδικήσει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο για τον εαυτό του φαίνεται από την ειλικρίνεια με την οποία παραδέχεται την αβεβαιότητα, της εποχής και την δική του (σ. 36-37). Φαίνεται επίσης από την παντελή αδιαφορία του για μια (αναμενόμενη, σε τέτοια κείμενα) απόπειρα δικαίωσης της δικής του πλούσιας συμμετοχής σε θέσεις ευθύνης, κυρίως –αλλά όχι αποκλειστικά– στην οκταετία Σημίτη. Όλοι γνωρίζουμε ότι ο Τάσος Γιαννίτσης ανήκει στους λίγους που αντιστάθηκαν στην «πεντάλφα της κατάρρευσης», χωρίς να την σταματήσουν. Αλλά δεν διστάζει να αναλάβει την ευθύνη που του αναλογεί για τη συλλογική αποτυχία. 

«Αν πριν από την κρίση, οι μεταρρυθμίσεις ήταν απαραίτητες, σήμερα είναι φανερό ότι δεν θα ξεφύγουμε από την παγίδα μιας μακρόχρονης τελμάτωσης χωρίς πατροκτονία. Νέες δυνάμεις πρέπει να δημιουργήσουν το δικό τους σύστημα αξιών, τη δική τους προοπτική, και να ξεφύγουν από τα δημιουργήματα των προηγούμενων γενεών, των γενεών της Μεταπολίτευσης, πετώντας έξω ό,τι κατάντησε φύρα και διαφυλάσσοντας όλα όσα έχουν αντέξει στον χρόνο.» (σ. 201)

Ανεξάρτητα από προθέσεις, η ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς είναι και πάλι στην ημερήσια διάταξη. Ο μαρασμός του ΠΑΣΟΚ και ο εγκλωβισμός του σε μια κατά βάση συντηρητική ατζέντα που δεν είναι σε θέση  να επηρεάσει, καθώς και η επιλογή της ΔΗΜΑΡ να απορρίψει τον αριστερό μεταρρυθμισμό και να επιστρέψει στην αντιπολιτευτική πεπατημένη, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ένα ζοφερό πολιτικό τοπίο που θα κυριαρχείται από τις δυνάμεις της Ελλάδας της παρακμής, σε πόλεμο μεταξύ τους. Από την άλλη, δεν διαφαίνονται οι όροι για μια κινητοποίηση κοινωνικών δυνάμεων ικανών να επιβάλλουν την αναγκαία στροφή «από τα κάτω».

Σε αυτές τις συνθήκες, δεν είναι διόλου απίθανο κάποιο πολιτικό μόρφωμα να αποπειραθεί να καλύψει τον αχανή χώρο που εκτείνεται από τα όρια της ΝΔ έως τις παρυφές του ΣΥΡΙΖΑ. Ένα πράγμα όμως είναι βέβαιο: δίχως την ειλικρινή και ανενδοίαστη απόρριψη της «πεντάλφας της κατάρρευσης», και δίχως ρεαλιστικές μα φιλόδοξες ιδέες για την εξυγίανση του κράτους και την ανόρθωση της οικονομίας, σύγχρονη κεντροαριστερά δεν φτιάχνεται – ούτε (το σπουδαιότερο) βγαίνει η χώρα από την κρίση. Στο κρίσιμο αυτό σημείο, η συμβολή του βιβλίου (και, ελπίζω, του ίδιου του συγγραφέα) μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμη.

14 Σεπτεμβρίου 2013

Ο σοσιαλισμός των ηλιθίων

Δημοσιεύτηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» (Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013).


Η πρόσφατη προσπάθεια αποκατάστασης του λαϊκισμού εκ μέρους μερικών διανοούμενων της αριστεράς έχει ενδιαφέρον, και δεν στερείται κάποιας αξίας (π.χ. ως πολεμική κατά του ελιτισμού). Το δυστύχημα είναι ότι ως απόπειρα ιδεολογικής κάλυψης της αντιπολιτευτικής ρητορικής του «αντιμνημονιακού» στρατοπέδου στην Ελλάδα της κρίσης, και μάλιστα με αριστερή επιχειρηματολογία, είναι εντελώς εσφαλμένη, αν και απολύτως αναμενόμενη.

«Απολύτως αναμενόμενη» επειδή ο λαϊκισμός είναι το μόνο πράγμα που συνδέει τον (νεφελώδη έστω) αριστερό ριζοσπαστισμό του Τσίπρα με τον ακροδεξιό εθνικισμό του Καμμένου – με τον οποίο ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να αισθάνεται περισσότερη συγγένεια από ό,τι με οποιονδήποτε άλλον πολιτικό. «Εντελώς εσφαλμένη» επειδή η ιδέα ότι τα σημερινά μας προβλήματα λύνονται εύκολα, αφού για αυτά δεν φταίνε παρά μια χούφτα πολιτικοί που πρόδωσαν τον λαό ξεπουλώντας τη χώρα σε ξένα συμφέροντα, είναι καθαρή αυταπάτη – και η καλλιέργειά της αδιέξοδη και καταστροφική.

Ο πολιτικός υπολογισμός πίσω από όλα αυτά είναι προφανής. Βραχυπρόθεσμα, ο λαϊκισμός του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να εξυπηρετεί την προσπάθεια του κόμματος αυτού να διατηρήσει την επαφή του με τους εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόρους που το ψήφισαν για πρώτη φορά τον Μάιο και ιδίως τον Ιούνιο του 2012. Πράγματι, οι περισσότεροι από αυτούς δεν μιλάνε καθόλου τη γλώσσα του (νεφελώδους) αριστερού ριζοσπαστισμού, καταλαβαίνουν όμως μια χαρά εκείνη του πολυσυλλεκτικού λαϊκισμού της Ελλάδας της ύστερης μεταπολίτευσης. Τη μάθανε παπαγαλία, ακούγοντας το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα και των επιγόνων του, τον Σαμαρά της εποχής της ΠΟΛΑΝ (και όχι μόνο), το ΚΚΕ της Παπαρρήγα (και της Κανέλλη, και του Ζουράρι). Και κυρίως παρακολουθώντας ευλαβικά στις οθόνες τους τα γουρλωμένα μάτια των διαφόρων καθ’ ημάς anchormen και anchorwomen που για 40 λεπτά κάθε βράδυ (ή κάθε πρωί), συνήθως έναντι εξωφρενικής αμοιβής, παριστάνουν τους υπερασπιστές του «απλού ανθρώπου» και τους τιμητές όσων πολιτικών δεν τον συμπονούν όσο οι ίδιοι.

Το πρόβλημα είναι ότι, μακροπρόθεσμα, κάτι τέτοιο δεν είναι και πολύ αποδοτικό.  Ό,τι και να λένε οι κκ. Τσίπρας και Καμμένος, ο λόγος που φτωχύναμε ξαφνικά τα τελευταία χρόνια δεν είναι ότι μας πρόδωσαν μερικοί λιγότερο πατριώτες από ό,τι οι δυο τους. Φτωχύναμε επειδή η προηγούμενη ευημερία μας ήταν ψεύτικη. Επειδή οι κυβερνήσεις μας (αλλά και οι περισσότεροι συμπολίτες μας) δανείζονταν για να αγοράσουν πράγματα που δεν μπορούσαν να πληρώσουν, και που συχνά δεν χρειάζονταν καν. Υποβρύχια και άρματα μάχης, βέβαια – αλλά και εξοχικά στις παραλίες και στα καμένα, εισαγόμενα ΙΧ μεγάλου κυβισμού, και άλλα σύμβολα καταναλωτικής χλιδής στην Ελλάδα της αστακομακαρονάδας. Για να μην αναφερθώ σε συντάξεις και εφάπαξ 15-20 χρόνια νωρίτερα, τομογραφίες 3 φορές συχνότερα, και στεντ 5 φορές ακριβότερα από ό,τι οι άλλοι Ευρωπαίοι. Φτωχύναμε επειδή νομίσαμε ότι ένα βορειοαμερικανικό καταναλωτικό πρότυπο μπορεί να συμβαδίσει με ένα νοτιοβαλκανικό παραγωγικό μοντέλο, για πάντα.

Δεν μπορεί – αλλά για όλα αυτά οι κκ. Τσίπρας και Καμμένος δεν έχουν να μας πουν τίποτε. Και επειδή δεν έχουν τίποτε να μας πουν για το πώς βρεθήκαμε στην κρίση, δεν έχουν τίποτε να μας πουν ούτε για το πώς θα βγούμε από αυτήν.

Για αυτό είναι καταστροφική η καλλιέργεια της αυταπάτης των εύκολων λύσεων – καταστροφική για όλους μας, αλλά και για τους ίδιους τους «καλλιεργητές» της. Επειδή ο λαός που εθίζεται στον λαϊκισμό μαθαίνει να μην σκέφτεται κριτικά (και να περιφρονεί όσους το κάνουν), να περιμένει παθητικά από τους επίδοξους σωτήρες του να κάνουν αυτό που του υποσχέθηκαν: δηλαδή να τον σώσουν, και μάλιστα γρήγορα. Αλλιώς γίνεται ανυπόμονος, και έτοιμος να στραφεί εναντίον τους, με την ίδια οργή με την οποία πείστηκε να τους ακολουθήσει στην αμέσως προηγούμενη φάση.

Για αυτό είναι αδιέξοδη η επιλογή του λαϊκισμού ως επίσημης ιδεολογίας του ΣΥΡΙΖΑ. Επειδή αργά ή γρήγορα θα φανεί ότι από το Μνημόνιο δεν πρόκειται να απαλλαγούμε, ούτε την εθνική αξιοπρέπεια να ανακτήσουμε, εάν πρώτα δεν μάθουμε να ζούμε χωρίς δανεικά. Και ότι εάν δεν μάθουμε να διαφωνούμε για τον καλύτερο και δικαιότερο τρόπο ζωής χωρίς δανεικά, οι επόμενοι σωτήρες μας (έτοιμοι να λυντσάρουν τους προηγούμενους που δεν κράτησαν τις υποσχέσεις τους) δεν θα είναι φαιοκόκκινοι – θα είναι κατάμαυροι.

Γιατί σε ένα πράγμα μοιάζει ο λαϊκισμός του σήμερα με τον αντισημιτισμό του χθες: με υπόκρουση μια δήθεν ριζοσπαστική ρητορική, παριστάνει τον «σοσιαλισμό των ηλιθίων». Και φυσικά για μερικούς, λαϊκιστικές και αντισημίτες ταυτόχρονα, και όχι μόνο στην άκρα δεξιά, δεν πρόκειται παρά για τον εθνικοσοσιαλισμό των ηλιθίων – και αυτή τη φορά χωρίς καθόλου εισαγωγικά.

13 Αυγούστου 2013

Η ανεργία και ο ΣΥΡΙΖΑ

Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Τρίτη 13 Αυγούστου 2013).

Στα «ΝΕΑ» του περασμένου Σαββάτου (10 Αυγούστου), ο Ηλίας Χρονόπουλος, γραμματέας της Νεολαίας ΣΥΝ, απαντά στο ερώτημα  τι θα έκανε μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στις 100 πρώτες μέρες» εστιάζοντας στην ανεργία, ιδίως των νέων.

Σκέφτηκα να σχολιάσω τη συνέντευξή του για τρεις λόγους. Κατ’ αρχήν, επειδή η προγραμματική αντιπαράθεση πάνω σε συγκεκριμένα θέματα μου φαίνεται προτιμότερη από την ανταλλαγή προσβολών που (ιδίως τον τελευταίο καιρό) περνιέται για πολιτική συζήτηση στη χώρα μας. Επίσης, επειδή οι απαντήσεις του Χρονόπουλου είναι πολύ πιο συγκροτημένες από ό,τι εκείνες μεγαλύτερων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ στην ίδια έρευνα.  Τέλος, επειδή ο Ηλίας Χρονόπουλος είναι απόφοιτος του Οικονομικού Πανεπιστημίου (και καλό παιδί), και για αυτό αξίζει μια δίκαιη κριτική. Ελπίζω να μου συγχωρήσει – και οι αναγνώστες το ίδιο – το κάπως δασκαλίστικο ύφος (επαγγελματική διαστροφή).

Λοιπόν, τα κύρια σημεία:

1. Άμεσα μέτρα στήριξης των ανέργων. Τα μισά από όσα προτείνει ("επέκταση επιδόματος ανεργίας, χορήγηση βιβλιάριου υγείας, κάλυψη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ενίσχυση των δημοτικών ιατρείων") είναι σωστά και τα έχουν προτείνει και άλλοι (π.χ. εγώ). Τα άλλα μισά ("δωρεάν μετακινήσεις, ελευθέρας σε κινηματογράφους, θέατρα, δημοτικά γυμναστήρια και πολιτιστικά κέντρα, επιδότηση στέγης ή διάθεση αχρησιμοποίητων κτιρίων για στέγαση αστέγων") είναι κάπως πιο συζητήσιμα, αλλά πάντως στα όρια του ήπιου ρεφορμισμού.

2. "Εναλλακτική επιχειρηματικότητα". Ο όρος είναι δικός μου, αλλά δεν νομίζω ότι αδικεί πολύ το περιεχόμενο: "κοινωνική, οικολογική και παραγωγική ανασυγκρότηση, συνεταιριστικά και αυτοδιαχειριστικά σχήματα, εταιρίες λαϊκής βάσης, εγχειρήματα κοινωνικής οικονομίας". Θυμίζει προεκλογικό φυλλάδιο ΠΑΣΟΚ το 1981 («Συμβόλαιο με το Λαό» και τέτοια), αλλά εν πάση περιπτώσει.

3. Πολιτική για τον αθλητισμό: "στήριξη της φυσικής αγωγής και του αθλητισμού στην εκπαίδευση, των δράσεων της τοπικής αυτοδιοίκησης και του «αθλητισμού για όλους», του ερασιτεχνικού αγωνιστικού και σωματειακού αθλητισμού". Βλ. παραπάνω (φυλλάδιο ΠΑΣΟΚ 1981).

4. Πολιτική για τον πολιτισμό: "δυο φράσεις, αρκετά αποσπασματικές, ώστε να γίνει κατανοητή η κατεύθυνση μας. Θα αξιοποιήσουμε τα ανενεργά ή υποχρησιμοποιούμενα κτήρια του ΥΠΠΟ, αλλά και μεγάλο αριθμό κλειστών και υπαίθριων δημόσιων και δημοτικών χώρων, προκειμένου να διατεθούν ως εστίες καλλιτεχνικών δράσεων. Επίσης, θα βάλουμε μπροστά τη δημιουργία δημόσιων στούντιο για ηχογραφήσεις και πρόβες, για παραγωγή ταινιών και γενικά καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων". Μοιάζει κλεμμένο από δράση των Atenistas, και ίσως πρέπει να μπει στο προεκλογικό πρόγραμμα του Καμίνη ή του Μπουτάρη.

Γενικά: τίποτε μεμπτό, αλλά επίσης τίποτε καινούριο ή ριζοσπαστικό. Τίποτε τόσο διαφορετικό που να εξηγεί την ακραία πόλωση της πολιτικής ζωής. Και κυρίως: τίποτε που να δημιουργεί προσδοκίες αισθητής μείωσης της ανεργίας.

Κακά τα ψέματα: Η ανεργία δεν πέφτει με ρητορείες. Για να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας θα πρέπει πρώτα να υπάρξουν αρκετές επιχειρήσεις (κερδοσκοπικές ή όχι, δεν έχει μεγάλη σημασία) που να πουλάνε σε προσιτές τιμές προϊόντα και υπηρεσίες που να θέλουν να τα αγοράσουν αρκετοί καταναλωτές (κατά προτίμηση από το εξωτερικό).

Θα μου πείτε: «και τι κάνει η κυβέρνηση» ή «τι έκανε η ΔΗΜΑΡ» για την ανεργία; Κατά τη γνώμη μου, η σημαντικότερη συμβολή τους ήταν η αποκατάσταση το περυσινό καλοκαίρι ενός θετικότερου κλίματος διεθνώς για τη χώρα, και η παραμονή – μέχρι στιγμής – στη ζώνη του ευρώ. Κατά τα άλλα, ελάχιστα. Η Ελλάδα παραμένει μια χώρα όπου μεγαλύτερα και γρηγορότερα κέρδη μπορεί να εξασφαλίσει κανείς παρανομώντας ή αξιοποιώντας τις διασυνδέσεις με το πολιτικό σύστημα και τη δημόσια διοίκηση (ή μάλλον και τα δύο), παρά χάρη σε αυτό που ονομάζουμε «υγιή επιχειρηματικότητα».

Το πρόβλημα τώρα, για τον ΣΥΡΙΖΑ και για τους υπόλοιπους, είναι ότι η μαζική ανεργία λίγο οφείλεται στη λιτότητα που συμπιέζει τα εισοδήματα, ώστε να ελπίζουμε ότι θα μειωθεί καταργώντας το Μνημόνιο. Οφείλεται στην απελπιστικά χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Και αυτή δεν διορθώνεται χωρίς σκληρή προσπάθεια και χωρίς ευρείες συναινέσεις για μεταρρυθμίσεις παντού: στην εκπαίδευση, στην αγορά εργασίας, στη δημόσια διοίκηση κτλ. Και οπωσδήποτε δεν διορθώνεται καθόλου σε συνθήκες πολιτικής αστάθειας και νομισματικής αβεβαιότητας, όπως αυτές στις οποίες ζούμε τα τελευταία χρόνια, με ευθύνη – για να το θέσω όσο πιο ήπια μπορώ – και του ΣΥΡΙΖΑ.

26 Απριλίου 2013

Η Ελλάδα της επόμενης μέρας

Συνυπογράφεται από τους Δημήτρη Σκάλκο, Γιώργο Σιακαντάρη και Μάνο Ματσαγγάνη. Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Παρασκευή 26 Απριλίου 2013).

Ευελπιστούμε πως η μετά το Μνημόνιο Ελλάδα θα είναι μία διαφορετική χώρα. Στο θετικό σενάριο της επίτευξης των στόχων και έπειτα από μία μακρά, πολιτικά ασταθή και κοινωνικά επώδυνη διαδικασία βίαιης προσαρμογής, το τρένο της ελληνικής οικονομίας θα έχει μπει στις ράγες της δημοσιονομικής υπευθυνότητας και της οικονομικής βιωσιμότητας.

Ταυτόχρονα όμως, η μετάβαση σε ένα διαφορετικό οικονομικο-πολιτικό «παράδειγμα» λειτουργίας θα έχει αφήσει ανοιχτές πληγές στο κοινωνικό σώμα, η επούλωση των οποίων είναι ηθικά επιθυμητή, κοινωνικά αναγκαία και πολιτικά επιβεβλημένη προκειμένου να αποτραπεί η επέλαση των πολιτικών άκρων και του επιθετικού λαϊκισμού, που ψαρεύουν στα θολά νερά της (δικαιολογημένης) ανασφάλειας των πολιτών.

Τα πολιτικά κόμματα, αντί να ερίζουν μονότονα στο κουραστικό παιχνίδι της απόδοσης ευθυνών και της μίζερης και απολίτικης υποτιθέμενης αυτοδικαίωσης τους και αντί να υπόσχονται αβέβαια οφέλη παραπέμποντας στο (άδηλο) μέλλον, οφείλουν άμεσα να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο διαχείρισης της επόμενης μέρας που θα πηγαίνει από σήμερα πέρα από το Μνημόνιο. Οι πολιτικές δυνάμεις που επιθυμούν να εξυπηρετήσουν το δημόσιο συμφέρον δημιουργώντας και όχι γκρινιάζοντας ή αυτοεπαινούμενες, πρέπει να κινηθούν σε τρεις κύριους άξονες:

Πρώτον, να διευκολύνουν την κοινωνική κινητικότητα ώστε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα να επωφεληθούν από την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Σήμερα και έπειτα από τη σκληρή δοκιμασία που περνά ο τόπος, σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να αναπαράγονται οποιουδήποτε είδους θεσμικά κατοχυρωμένες ανισότητες στις αγορές, στη δημόσια διοίκηση, στην πρόσβαση στις κοινωνικές υπηρεσίες.

Δεύτερον, να διασφαλίσουν επαρκή κοινωνική προστασία στους «χαμένους» των μεγάλων αλλαγών, αλλά και σε όσους αποτυγχάνουν να ανταποκριθούν επιτυχώς στο σύγχρονο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Ο οικονομικά αναποτελεσματικός και κοινωνικά άδικος χαρακτήρας της στρεβλής οικοδόμησης του κοινωνικού μας κράτους έγινε ολοφάνερος από την αποτυχία του να ανταποκριθεί στις ειδικές συνθήκες της κρίσης. Πυρήνας ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού συστήματος κοινωνικής προστασίας πρέπει να είναι η ανάπτυξη ενός «διχτυού ασφαλείας»: μέσα από την παροχή ποιοτικών κοινωνικών υπηρεσιών κυρίως στους τομείς της υγείας και της παιδείας, με βασικές υπηρεσίες για όλους (και ιδίως για παιδιά και ηλικιωμένους), με εισοδηματική στήριξη των φτωχών και των ανέργων, καθώς και με ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης που να βοηθούν στη δημιουργία ασφαλών και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας σε μια δυναμική και εξωστρεφή οικονομία.

Τρίτον, να επεξεργαστούν και να υλοποιήσουν ένα νέο ρόλο για το κράτος. Στην Ελλάδα της επόμενης μέρας το νέο κράτος δε θα θυμίζει τίποτα από τις παλαιές «αρχές» του κομματισμού και των πελατειακών προσβάσεων, οι οποίες κυριάρχησαν, περισσότερο ή λιγότερο, καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης και οδήγησαν στα σημερινά θλιβερά αποτελέσματα. Και βέβαια, κανένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος δε μπορεί να επιβιώσει στη βάση του γραφειοκρατικού γιγαντισμού και της οικονομικής αναποτελεσματικότητας. Δε μπορεί όμως επίσης, με το πρόσχημα του εξορθολογισμού της λειτουργίας του, το κράτος να απουσιάζει εκκωφαντικά από τον προνομιακό του χώρο ως εγγυητής των επιταγών του κοινωνικού συμβολαίου. Ακόμη και στις σημερινές εξαιρετικές συνθήκες της δραματικής περιστολής των δαπανών, υπάρχουν περιθώρια για την προώθηση δημόσιων πολιτικών στο πλαίσιο εφαρμογής μιας «προοδευτικής εγκράτειας» που διακρίνει ανάμεσα σε παραγωγικές και μη παραγωγικές δημόσιες δαπάνες.

Η τήρηση των μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας από τους κυβερνητικούς εταίρους μέσα στο εξαιρετικά ασταθές εσωτερικό πολιτικό περιβάλλον είναι πραγματικά τιτάνιο έργο, το οποίο πρόθυμα αναγνωρίζουμε. Ωστόσο, η παρουσία των προοδευτικών αριστερών, σοσιαλδημοκρατικών και φιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων του τόπου δεν μπορεί και δεν πρέπει να εξαντληθεί σε αυτό. Δεν αρκεί το πολιτικό σύστημα να επιβιώσει, ουσιαστικά ισορροπώντας σε ένα κατώτερο επίπεδο. Και δεν πρέπει να επιβιώσουν εκείνες οι πρακτικές και οι νοοτροπίες που προκάλεσαν τη σημερινή τραγωδία. Είναι επιτακτική αναγκαιότητα οι σχεδιασμοί για την Ελλάδα της επόμενης μέρας να αποκτήσουν πολιτικό περιεχόμενο. Μακράν της πολιτικής δεν υπάρχουν πολιτικά κόμματα, μόνο χρυσαυγίτες. Σ’ αυτά ελπίζουμε. Εσείς;

1 Μαρτίου 2013

Το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας αντιμέτωπο με τη φτώχεια στην Ελλάδα της κρίσης


Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Σύγχρονα Θέματα» (τεύχος 120, Ιανουάριος – Μάρτιος 2013)


Η κρίση

Δίχως αμφιβολία, η οικονομική ύφεση που πλήττει τη χώρα είναι πρωτοφανής σε ένταση και σε διάρκεια. Σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδας, το 2013 το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) σε πραγματικές τιμές θα είναι κατά 23% χαμηλότερο σε σχέση με το 2008. Μια τέτοια κρίση δεν έχει προηγούμενο σε καιρό ειρήνης σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή ήπειρο εδώ και 80 τουλάχιστον χρόνια.

Η ύφεση μειώνει τη ζήτηση για εργασία εκ μέρους των επιχειρήσεων, και συνεπώς τους μισθούς και την απασχόληση. Η άνοδος της ανεργίας υπήρξε πράγματι μεγάλη. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕλΣτατ (Έρευνα Εργατικού Δυναμικού), το Μάιο 2008 ο αριθμός των ανέργων ήταν περίπου 325 χιλιάδες (ποσοστό 6,6%), ενώ το Νοέμβριο 2012 έφτανε το 1 εκατομμύριο 333 χιλιάδες (26,9%).

Η κρίση δεν αύξησε απλώς το μέγεθος του προβλήματος: μετέβαλε επίσης το «πρότυπο» της ανεργίας στην Ελλάδα. Μέχρι πρόσφατα οι (τυπικοί και άτυποι) θεσμοί της αγοράς εργασίας προστάτευαν τους αρχηγούς νοικοκυριών. Βέβαια, αυτό συχνά οδηγούσε σε ένα κοινωνικά συντηρητικό αποτέλεσμα, σε βάρος των γυναικών και των (ενήλικων) παιδιών τους: περιόριζε την κινητικότητα στην αγορά εργασίας, ανάγκαζε πολλές γυναίκες να παραμένουν νοικοκυρές, ενώ ωθούσε τους νέους να μένουν στο πατρικό τους σπίτι μέχρι κάποια ασυνήθιστα μεγάλη ηλικία. Όμως, είχε τουλάχιστον ένα σοβαρό πλεονέκτημα: η προστασία των ανδρών εργαζομένων παραγωγικής ηλικίας εξασφάλιζε ότι η ανεργία δεν μεταφράζεται άμεσα σε φτώχεια. Πράγματι, οι άνεργοι και οι φτωχοί φαινόταν να αποτελούν δύο διαφορετικούς πληθυσμούς, με τον πρώτο να αποτελείται κυρίως από συζύγους εργαζομένων ανδρών και νεαρά άτομα που εξακολουθούν να κατοικούν με τους γονείς τους, και τον δεύτερο να αφορά ηλικιωμένους που κατοικούν σε αγροτικές περιοχές και περιθωριακές ομάδες στις πόλεις.

Τα τελευταία τέσσερα χρόνια η ανεργία των ανδρών αυξήθηκε όσο περίπου και των γυναικών (δηλαδή κατά 17-18 ποσοστιαίες μονάδες), σε 21,7% και 28,9% αντιστοίχως (τρίτο τρίμηνο του 2012 σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2008). Την ίδια περίοδο, η ανεργία όσων ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 20-29, παρουσίασε τεράστια αύξηση 28 ποσοστιαίων ομάδων (σε 39,2% για τους άνδρες και 48,2% για τις γυναίκες). Όμως, αυτή τη φορά οι άνδρες στην ηλικία των 30-44 ετών δεν έμειναν αλώβητοι: το ποσοστό ανεργίας ανέβηκε και για αυτούς, από 3,6% το τρίτο τρίμηνο του 2008 σε 20,1% τέσσερα χρόνια αργότερα. Πολλοί βρέθηκαν ξαφνικά να ζουν σε νοικοκυριά χωρίς κανέναν εργαζόμενο, και χωρίς άλλους πόρους στους οποίους να μπορούν να βασιστούν.

Η μείωση των αποδοχών υπήρξε επίσης σημαντική. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, μέσα σε τέσσερα χρόνια (2009-2013) οι μέσες πραγματικές ακαθάριστες αποδοχές των μισθωτών  (αφού αφαιρεθεί η επίδραση του πληθωρισμού) έχασαν περισσότερο έδαφος από όσο είχαν κερδίσει από το 2000 έως το 2009. Στο Δημόσιο, οι μέσες αποδοχές το 2013 ήταν 25% χαμηλότερες από ό,τι το 2009 (και 8% χαμηλότερες από ό,τι το 2000). Στον τραπεζικό τομέα, οι απώλειες ήταν 25% σε σχέση με το 2009 και 13% σε σχέση με το 2000. Στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, όπου το 2000-2009 οι αυξήσεις ήταν πολύ γενναιόδωρες (+57% σε πραγματικέ τιμές), οι πρόσφατες απώλειες επανέφεραν τις μέσες αποδοχές λίγο πάνω από τα επίπεδα του 2000 (+1%). Στις υπόλοιπες ιδιωτικές επιχειρήσεις, εκεί δηλαδή όπου χάθηκαν οι περισσότερες θέσεις εργασίας, οι μέσες πραγματικές αποδοχές μειώθηκαν κατά 27% σε σχέση με το 2009, με αποτέλεσμα το 2013 να είναι 9,5% χαμηλότερες από ό,τι το 2000. Τέλος, ο κατώτατος μισθός έχασε τα τελευταία τέσσερα χρόνια 25% της πραγματικής του αξίας, και είναι πλέον 10% χαμηλότερος από ό,τι το 2000.

Η αύξηση της ανεργίας και η μείωση των μισθών είναι ένας βασικός μηχανισμός μείωσης των οικογενειακών εισοδημάτων ως συνέπεια της κρίσης. Η ανεργία όμως δεν οδηγεί αναγκαστικά στη φτώχεια: αυτό εξαρτάται από το καθεστώς απασχόλησης και από τις αμοιβές των άλλων μελών της οικογένειας, καθώς και από τα υπόλοιπα εισοδήματα (και κοινωνικά επιδόματα) του νοικοκυριού.

Η κρίση επιδρά και σε άλλα εισοδήματα, με διάφορους τρόπους που συχνά συνδέονται στενά μεταξύ τους. Για παράδειγμα, τα μέτρα λιτότητας της κυβέρνησης (με στόχο τη μείωση του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού) μειώνουν απευθείας τα εισοδήματα από απασχόληση στο Δημόσιο, καθώς και από συντάξεις ή άλλες κοινωνικές παροχές, ενώ ταυτόχρονα αυξάνουν τα φορολογικά βάρη. Επίσης, καθώς η πιστωτική κάλυψη των ατομικών επιχειρήσεων εκ μέρους των τραπεζών περιορίζεται και η ζήτηση για τις αντίστοιχες υπηρεσίες υποχωρεί, η κρίση μειώνει τα εισοδήματα από αυτοαπασχόληση.

Επί πλέον, η κρίση επηρεάζει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών με πολλούς άλλους τρόπους. Τα μέτρα λιτότητας ενδέχεται να μειώσουν τον «κοινωνικό μισθό», δηλ. την ποσότητα και την ποιότητα των κοινωνικών υπηρεσιών (βρεφονηπιακοί σταθμοί, σχολική εκπαίδευση, ιατρική περίθαλψη, φάρμακα, φροντίδα ηλικιωμένων κ.ά.) που παρέχονται στους πολίτες. Η μείωση του εισοδήματος πιέζει όσες οικογένειες έχουν συσσωρεύσει χρέη (π.χ. στεγαστικά ή καταναλωτικά δάνεια). Η πτώση της αξίας της ιδιόκτητης κατοικίας και άλλων περιουσιακών στοιχείων επηρεάζει την κατανάλωση και την αποταμίευση. Η συνδυασμένη μείωση του εισοδήματος και της αξίας των περιουσιακών στοιχείων προκαλεί μια γενικότερη αίσθηση οικονομικής στενότητας και υλικής στέρησης, ιδιαίτερα σε ορισμένες κατηγορίες (π.χ. ηλικιωμένοι). Η αύξηση του ειδικού βάρους των δαπανών κατοικίας (ενοίκιο, δόση στεγαστικού δανείου, έξοδα θέρμανσης) στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς ενισχύει τη γενική αίσθηση δυσπραγίας – το ίδιο και η αύξηση των τιμών (π.χ. εξαιτίας της αύξησης των έμμεσων φόρων).

Η εμπειρική έρευνα δεν μπορεί να λάβει υπόψη όλες τις παραπάνω επιδράσεις: είτε επειδή τα διαθέσιμα δεδομένα δεν το επιτρέπουν, είτε επειδή τα σχετικά φαινόμενα είναι μερικές φορές δύσκολα ποσοτικοποιήσιμα. Ούτε εξαντλούνται οι ευρύτερες κοινωνικές επιπτώσεις της ύφεσης στην υποχώρηση του εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών. Οπωσδήποτε, όμως, οι επιπτώσεις αυτές έχουν μεγάλη σημασία.

Τα ερωτήματα – στα οποία επιχειρεί να απαντήσει το άρθρο αυτό είναι τα εξής: (α) πώς έχει επηρεάσει η κρίση τους δείκτες φτώχειας; (β) πώς έχει ανταποκριθεί το κοινωνικό κράτος στην αυξημένη ζήτηση για κοινωνική προστασία; και (γ) πώς θα μπορούσε η δημόσια πολιτική να ενισχύσει το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας, ακόμη και σε συνθήκες δημοσιονομικής στενότητας;

Οι δείκτες φτώχειας 

Η παρακολούθηση των διανεμητικών επιπτώσεων της κρίσης στην Ελλάδα είναι το κύριο αντικείμενο της Ομάδας Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (www.paru.gr), την οποία συντονίζει ο υπογράφων.

Στη δημόσια συζήτηση δείχνει να επικρατεί η (συνήθως υπόρρητη) υπόθεση ότι η αύξηση της ανεργίας προκαλεί ανάλογη αύξηση της φτώχειας. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει αναγκαστικά. Ευτυχώς, η αύξηση της ανεργίας δεν συνεπάγεται σχεδόν ποτέ ισόποση αύξηση της φτώχειας. Κάποιοι από όσους χάνουν τη δουλειά τους ζουν σε νοικοκυριά όπου κάποιο άλλο μέλος συνεχίζει να εργάζεται. Κάποια νοικοκυριά εκτός από τις αμοιβές από εργασία διαθέτουν και άλλα εισοδήματα, π.χ. από ενοίκια ή από ελεύθερο επάγγελμα. Ακόμη πιο σημαντικός μπορεί να είναι ο ρόλος των κοινωνικών παροχών. Κάποιες παροχές συνδέονται με την απώλεια της θέσης εργασίας, είτε ενεργοποιούνται τη στιγμή της απόλυσης (π.χ. επιδόματα ανεργίας) είτε αμέσως μετά λόγω της συνακόλουθης μείωσης του εισοδήματος του νοικοκυριού (π.χ. στεγαστικά επιδόματα, επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας). Άλλες παροχές δεν συνδέονται με την απώλεια της θέσης εργασίας αλλά καταβάλλονται είτε στον ίδιο τον άνεργο είτε σε άλλα μέλη του νοικοκυριού (π.χ. οικογενειακά επιδόματα, συντάξεις κτλ).

Επομένως, ο ρόλος της ανεργίας ως προσδιοριστικός παράγοντας της φτώχειας εξαρτάται από το εάν οι άνεργοι συνεισέφεραν με τη δουλειά τους (προτού την χάσουν) την κύρια ή (ακόμη χειρότερα) τη μοναδική πηγή εισοδήματος του νοικοκυριού – καθώς επίσης από την απασχόληση και τις αμοιβές των υπολοίπων μελών της οικογένειας, από τα υπόλοιπα εισοδήματα (και κοινωνικά επιδόματα) του νοικοκυριού κ.ά. Για όλους αυτούς τους λόγους, η συσχέτιση της ανεργίας με τη φτώχεια δεν είναι πάντοτε ισχυρή. Γενικά, είναι αδύνατον να βγάλει κανείς ασφαλή συμπεράσματα για την εξέλιξη της δεύτερης από μια απλή παρατήρηση της εξέλιξης της πρώτης. Άρα, το ερώτημα της επίπτωσης της κρίσης στην κατανομή εισοδήματος πρέπει να απαντηθεί χωριστά.

Το πρόβλημα είναι ότι η πληροφόρηση για τις μεταβολές στην κατανομή εισοδήματος δεν είναι έγκαιρη. Η Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης (EU-SILC) είναι ετήσια, τα αποτελέσματά της όμως δίνονται στη δημοσιότητα με σημαντική καθυστέρηση. Για παράδειγμα, τα δεδομένα της έρευνας του 2011 (εισοδήματα 2010) δημοσιεύθηκαν το Νοέμβριο 2012 (και έδειξαν ότι το ποσοστό φτώχειας το 2010 ήταν 21,4% έναντι 20,1% το 2009). Τα αποτελέσματα της έρευνας EU-SILC 2013 (εισοδήματα 2012) θα είναι διαθέσιμα στο τέλος του 2014.

Η υστέρηση των δεδομένων παρακάμπτεται με τη μέθοδο της «μικροπροσομοίωσης», δηλ. με την εφαρμογή ενός αριθμητικού υποδείγματος φόρων-παροχών πάνω στα επικαιροποιημένα δεδομένα μιας έρευνας τύπου EU-SILC. Η δουλειά της Ομάδας Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής βασίζεται στο υπόδειγμα φορολογίας και κοινωνικών παροχών EUROMOD (www.iser.essex.ac.uk/euromod).

Χρησιμοποιήσαμε τα δεδομένα της έρευνας EU-SILC 2007 (εισοδήματα 2006) . Επικαιροποιήσαμε τα δεδομένα αυτά με βάση τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και της ΕλΣτατ για τη μεταβολή των μέσων εισοδημάτων ανά κατηγορία την περίοδο 2006-2012. Στη συνέχεια, εφαρμόσαμε τους κανόνες φορολογίας εισοδήματος και κοινωνικών επιδομάτων κάθε έτους. Επίσης, προσαρμόσαμε την αρχική βάση δεδομένων λαμβάνοντας υπόψη με τη μεγάλη αύξηση της ανεργίας τα χρόνια που μεσολάβησαν. Επίσης, διορθώσαμε τα δεδομένα με βάση εκτιμήσεις μας για τη φοροδιαφυγή και για τη λεγόμενη «μη ανάληψη» των κοινωνικών παροχών (από άτομα που τις δικαιούνται). Τέλος, δεν εξετάζουμε καθόλου την επίδραση των μέτρων λιτότητας στη δημόσια παροχή υπηρεσιών που συνθέτουν τον «κοινωνικό μισθό» (π.χ. βρεφονηπιακοί σταθμοί, σχολεία, νοσοκομεία, φάρμακα, φροντίδα ηλικιωμένων κ.ά.).

Πώς ορίζεται η φτώχεια; Με διάφορους τρόπους, ο καθένας από τους οποίους δίνει διαφορετικά αποτελέσματα. Για πληρότητα, εκτιμάμε τις επιπτώσεις της κρίσης στη φτώχεια με βάση τρεις δείκτες.

Ο πρώτος είναι ο συμβατικός δείκτης σχετικής φτώχειας, ο οποίος χρησιμοποιείται ευρύτατα στην Ευρώπη και μετρά το ποσοστό του πληθυσμού με εισόδημα χαμηλότερο από το 60% του διαμέσου ισοδύναμου  διαθέσιμου εισοδήματος. Εκτιμήσαμε το όριο φτώχειας για το 2012 σε €486 το μήνα για ένα άτομο που ζει μόνο, και €1.020 το μήνα για μια τετραμελή οικογένεια (ζευγάρι με δύο ανήλικα παιδιά). Αξίζει να σημειωθεί ότι ο δείκτης αυτός είναι συνάρτηση του διαμέσου εισοδήματος όπως αυτό διαμορφώνεται κάθε έτος. Με άλλα λόγια, καθώς το διάμεσο εισόδημα αυξάνεται ή μειώνεται, αντιστοίχως αυξάνεται ή μειώνεται και το όριο φτώχειας (πρόκειται συνεπώς για ένα κυμαινόμενο όριο φτώχειας). Η χρήση ενός τέτοιου δείκτη είναι απολύτως συμβατή με την έννοια της σχετικής φτώχειας, ενώ αποτελεί πάγια πρακτική εδώ και πολλές δεκαετίες.

Η αυξομείωση του κυμαινόμενου ορίου φτώχειας έχει μικρή σημασία όταν η μεταβολή του διαμέσου εισοδήματος δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Όμως, σε εποχές ραγδαίων αλλαγών (μεγάλων αυξήσεων και ιδίως μεγάλων μειώσεων του μέσου εισοδήματος), η καταλληλότητα της έννοιας της σχετικής φτώχειας όπως αυτή υπολογίζεται συμβατικά τίθεται υπό αμφισβήτηση. Ιδιαίτερα σε εποχές κρίσης, είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι τα άτομα συγκρίνουν το βιοτικό τους επίπεδο όχι μόνο με αυτό της «μέσης οικογένειας» στη χώρα στην οποία κατοικούν, αλλά και με το δικό τους βιοτικό επίπεδο στο πρόσφατο παρελθόν. Συνεπώς, η παρακολούθηση του φαινομένου της φτώχειας απαιτεί την εφαρμογή ενός διαφορετικού δείκτη, ο οποίος αναφέρει το ποσοστό του πληθυσμού με εισόδημα κάτω από το όριο φτώχειας αλλά όχι του τρέχοντος έτους: κάποιου προηγούμενου, λαμβάνοντας υπόψη και τον πληθωρισμό. Συγκεκριμένα, ο δεύτερος δείκτης φτώχειας που χρησιμοποιούμε αναφέρει το ποσοστό του πληθυσμού που είχε το 2012 εισόδημα χαμηλότερο από το 60% του (τιμαριθμικά αναπροσαρμοσμένου) διαμέσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος του 2009. Προφανώς, όταν το διάμεσο εισόδημα μειώνεται, το σταθερό όριο φτώχειας θα είναι υψηλότερο από το κυμαινόμενο. Εκτιμήσαμε το σταθερό όριο φτώχειας για το 2012 σε €667 το μήνα για ένα άτομο που ζει μόνο, και €1.401 το μήνα για μια τετραμελή οικογένεια (ζευγάρι με δύο ανήλικα παιδιά). Με τον διορθωμένο δείκτη φτώχειας, προσπαθούμε να υπολογίσουμε τον αριθμό των πολιτών που δεν διαθέτουν σήμερα την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν το καλάθι αγαθών που αντιστοιχούσε σε εισόδημα ίσο με το όριο φτώχειας όπως αυτό είχε διαμορφωθεί πριν την κρίση. Σε εποχή μείωσης των ονομαστικών εισοδημάτων και αύξησης των τιμών, όπως είναι η σημερινή, ένας τέτοιος δείκτης φαίνεται καταλληλότερος.

Πάντως, σε εποχές απότομης πτώσης του βιοτικού επιπέδου το πρόβλημα της φτώχειας μπορεί να πάρει τέτοιες διαστάσεις που να καθιστά επιτακτικό τον υπολογισμό του αριθμού των πολιτών με εισόδημα όχι απλώς χαμηλότερο από κάποιο όριο σχετικής φτώχειας, αλλά τόσο χαμηλό που να μην επαρκεί πλέον για την αγορά ενός βασικού καλαθιού αγαθών, τα οποία κρίνονται ως απαραίτητα για την εξασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης. Το ελάχιστο κόστος αξιοπρεπούς διαβίωσης μεταβάλλεται ανάλογα με το μέγεθος και τη σύνθεση του νοικοκυριού, ανάλογα με τον τόπο διαμονής, καθώς και ανάλογα με το εάν το νοικοκυριό διαμένει σε ιδιόκτητη κατοικία (ελεύθερη από βάρη) ή αντίθετα βαρύνεται με ενοίκιο ή στεγαστικό δάνειο. Για τις ανάγκες της εργασίας, υπολογίσαμε το κόστος ενός τέτοιου καλαθιού αγαθών στην Αθήνα, στην Πάτρα (ως αντιπροσωπευτική των άλλων πόλεων), και ένα χωριό της Αιτωλοακαρνανίας (ως αντιπροσωπευτικό των αγροτικών και ημιαστικών περιοχών). Το κόστος του βασικού καλαθιού αγαθών, τα οποία κρίνονται ως απαραίτητα για την εξασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης (ανάλογα με την τοποθεσία, τον τύπο νοικοκυριού και το ιδιοκτησιακό καθεστώς κατοικίας), μπορεί να θεωρηθεί ως ένα όριο ακραίας φτώχειας. Εκτιμήσαμε το όριο ακραίας φτώχειας για το 2012 στην Αθήνα, για νοικοκυριά που δεν βαρύνονται με έξοδα ενοικίου ή στεγαστικού δανείου, σε €224 το μήνα για ένα άτομο που ζει μόνο, και €686 το μήνα για μια τετραμελή οικογένεια (ζευγάρι με δύο ανήλικα παιδιά). Το ποσοστό στον πληθυσμό όσων βρίσκονται κάτω από αυτό το όριο αυτό είναι ο τρίτος δείκτης φτώχειας που υπολογίσαμε.

Συνοπτικά: Εκτιμάμε ότι η σχετική φτώχεια (όπως μετράται συμβατικά, με κυμαινόμενο όριο φτώχειας το 60% του διαμέσου εισοδήματος) αυξήθηκε ελάχιστα από 20% το 2009 σε 21% το 2012. Όμως, διατηρώντας το όριο της φτώχειας σταθερό στο επίπεδο του 2009 (σε πραγματικές τιμές), η φτώχεια φαίνεται να αυξήθηκε δραματικά σε 38% το 2012. Τέλος, υπολογίζουμε ότι η ακραία φτώχεια έχει ξεπεράσει το 10%.

Όσον αφορά τη φτώχεια ανά κατηγορία, δύο σημεία ξεχωρίζουν. Από τη μια, εκτιμάμε ότι η παιδική φτώχεια έχει αυξηθεί ανησυχητικά: το 27% των παιδιών ζει σε οικογένειες με εισόδημα κάτω από το συμβατικό όριο φτώχειας, το 44% είναι κάτω από το όριο φτώχειας του 2009 (σε πραγματικές τιμές), ενώ το 17% των παιδιών βρίσκεται κάτω από το όριο ακραίας φτώχειας (δηλ. ζουν σε οικογένειες που δεν είναι σε θέση να αγοράσουν τα αγαθά που απαιτούνται για την εξασφάλιση του ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης). Από την άλλη, λόγω της ραγδαίας αύξησης της ανεργίας, έχει αυξηθεί δραματικά όχι μόνο η φτώχεια των ανέργων (με κυμαινόμενο όριο: 41%, με σταθερό όριο: 59%, ακραία φτώχεια: 28%), αλλά και το σχετικό βάρος τους στον πληθυσμό. Το φαινόμενο αυτό – που δεν έχει γνωρίσει τη δημοσιότητα και την προσοχή που του αξίζει – ισοδυναμεί με το «νέο κοινωνικό ζήτημα» της εποχής μας.

Τα παραπάνω δείχνουν ότι ποτέ άλλοτε, από το τέλος του Εμφυλίου έως σήμερα, δεν υπήρξε τόσο πιεστική στη χώρα μας η ανάγκη για κοινωνική προστασία. Το ερώτημα είναι: πώς ανταποκρίθηκε το κοινωνικό κράτος;

Το κοινωνικό κράτος και η κρίση

Σε γενικές γραμμές, μια οικονομική ύφεση (όσο έντονη κι αν είναι) δεν προκαλεί αναγκαστικά ανυπέρβλητες δυσκολίες σε ένα καλοσχεδιασμένο σύστημα κοινωνικής προστασίας. Άλλωστε, η άμβλυνση των κοινωνικών επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης ήταν ακριβώς το σημείο στο οποίο απέτυχαν παταγωδώς οι δημόσιοι θεσμοί τη δεκαετία του 1930, και αυτός υπήρξε ο βασικός λόγος για τη δημιουργία του σύγχρονου κοινωνικού κράτους.

Το πρόβλημα είναι ότι τις παραμονές της κρίσης το Ελληνικό σύστημα κοινωνικής προστασίας ανταποκρινόταν απολύτως στην περίφημη περιγραφή του νοτιοευρωπαϊκού μοντέλου ως συνδυασμού «σημαντικών κενών στο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας» και «νησίδων γενναιοδωρίας για τον προστατευμένο πυρήνα της αγοράς εργασίας» (Ferrera). Με άλλα λόγια, ήταν εντελώς ακατάλληλο για «το χειρισμό καταστάσεων επείγουσας ανάγκης».

Όχι επειδή ήταν «φτωχό»: το 2010 η κοινωνική δαπάνη στην Ελλάδα είχε συγκλίνει με το μέσο όρο των 27 χωρών της ΕΕ (29,1% έναντι 29,4% του ΑΕΠ). Αλλά επειδή ήταν αναποτελεσματικό: ενώ στην ΕΕ27, οι κοινωνικές παροχές (εκτός συντάξεων) μείωναν τη φτώχεια κατά 10% περίπου, στην Ελλάδα η αντίστοιχη μείωση ήταν μικρότερη από 4% (στοιχεία Eurostat).

Η σπατάλη τεράστιων ποσών με απογοητευτικά αποτελέσματα κοινωνικής προστασίας υπήρξε ιδιαίτερα έντονη στα δύο σημαντικότερα προγράμματα του κοινωνικού κράτους: συντάξεις και περίθαλψη. Τα προβλήματα των προγραμμάτων αυτών προ κρίσης, καθώς και των αλλαγών που έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια, έχουν αναλυθεί σε έκταση αλλού . Εδώ περιοριζόμαστε σε μια σύντομη αναφορά στο πώς μεταβλήθηκε ο δείκτης κοινωνικής προστασίας εξαιτίας των αλλαγών στις συντάξεις και στην περίθαλψη ειδικά για τις πιο ευάλωτες ομάδες.

Οι μειώσεις συντάξεων ήταν σημαντικές, αλλά λιγότερο οδυνηρές για τους χαμηλοσυνταξιούχους. Με τα μέτρα λιτότητας του 2010 καταργήθηκαν τα επιδόματα εορτών και αδείας. Όμως, για τους συνταξιούχους 60 ετών και πάνω, με σύνταξη έως €3.000 το μήνα, στη θέση της 13ηε και της 14ης σύνταξης θεσμοθετήθηκε ενιαίο επίδομα αδείας ύψους €800 το χρόνο. Επίσης, η «εισφορά αλληλεγγύης συνταξιούχων» δεν έθιξε τις κύριες συντάξεις έως €1.400 το μήνα.

Με τα μέτρα του 2011 μειώθηκαν κατά 7% όλες οι κύριες συντάξεις του ΝΑΤ. Οι υπόλοιπες περικοπές αφορούσαν τις επικουρικές συντάξεις, οι οποίες μειώθηκαν στο ΙΚΑ (κατά 30% για το ποσό πάνω από €150 το μήνα), στο Δημόσιο (κατά 20% έως €500 το μήνα), ενώ στον ΟΤΕ, στα ΕΛΤΑ, στην ΕΤΒΑ και στις τράπεζες η μείωση ήταν 15% για όλο το ποσό. Τέλος, η αντίστοιχη εισφορά αλληλεγγύης εξαίρεσε όσες επικουρικές συντάξεις ήταν κάτω από €300 το μήνα. Επίσης, το όριο ηλικίας για την καταβολή του ΕΚΑΣ αυξήθηκε στα 65 χρόνια.

Οι συντάξεις μειώθηκαν και πάλι το 2012. Όμως, οι περικοπές δεν αφορούσαν κύριες συντάξεις έως €1.300 το μήνα, ενώ στις χαμηλές επικουρικές συντάξεις (έως €250 το μήνα) η μείωση ήταν 10%. Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο 38% των συνταξιούχων λαμβάνουν επικουρική σύνταξη. Το αντίστοιχο ποσοστό φτάνει το 65% στα ταμεία μισθωτών, ενώ είναι 20% στα ταμεία ιατρών, νομικών και μηχανικών, κάτω από 2% στον ΟΑΕΕ (αυτοαπασχολούμενοι), και 0% στον ΟΓΑ.

Τέλος, το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 προβλέπει νέες περικοπές στις συντάξεις. Όμως, οι συνταξιούχοι με εισόδημα από συντάξεις (κύριες και επικουρικές) κάτω από €1.000 το μήνα (αθροιστικά) εξαιρούνται από τις μειώσεις, με τη σημαντική εξαίρεση του επιδόματος αδείας, το οποίο καταργήθηκε.

Με λίγα λόγια, οι περικοπές συντάξεων, αν και δεν προστάτευσαν τους χαμηλοσυνταξιούχους εντελώς, τους έπληξαν πολύ λιγότερο. Ο περιορισμένος χαρακτήρας των απωλειών τους, ιδίως σε σύγκριση με τις πολύ μεγαλύτερες μειώσεις εισοδήματος των εργαζομένων και των ανέργων, εξηγεί γιατί το ποσοστό σχετικής φτώχειας των ηλικιωμένων έχει υποχωρήσει. Όμως, παρότι η σχετική θέση των συνταξιούχων (ακόμη και των χαμηλοσυνταξιούχων) δείχνει να έχει βελτιωθεί σε όρους χρηματικού εισοδήματος, έχει χωρίς αμφιβολία επιδεινωθεί σε όρους «κοινωνικού μισθού», αφού τώρα είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν οι ίδιοι για υπηρεσίες (π.χ. υγείας) που μέχρι πρόσφατα τους παρέχονταν δωρεάν ή με σημαντική επιδότηση.

Η υγειονομική περίθαλψη πριν την κρίση δεν έπασχε από υποχρηματοδότηση, ούτε υπήρχε έλλειψη από ειδικευμένους ιατρούς, από κρεβάτια νοσοκομείων ή από ακριβή βιοϊατρική τεχνολογία. Παρόλα αυτά, η φήμη των νοσοκομείων παρέμενε κακή, πολλοί ασθενείς είχαν αρνητική άποψη για τους ιατρούς, οι υπηρεσίες κόστιζαν ακριβά στο σημείο της χρήσης, ενώ η ιδιωτική δαπάνη βάραινε περισσότερο τους ασθενείς με χαμηλότερα εισοδήματα.

Με βάση τα παραπάνω, οι απαιτούμενες περικοπές, παρότι μεγάλες, θα μπορούσαν κάλλιστα να συμβαδίζουν με την αναδιοργάνωση του δημόσιου συστήματος υγείας, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ομαλή πρόσβαση των ασθενών στην περίθαλψη. Εάν το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) είχε σωστή διαχείριση, οι ιατροί και οι διοικητές θα μπορούσαν να εξαλείψουν τις σπατάλες και να εγγυηθούν στοιχειώδη φροντίδα ακόμη και με μειωμένους προϋπολογισμούς. Όμως αυτό δεν συνέβη. Αντίθετα, οι περικοπές επιβλήθηκαν από τα επάνω, σημείο προς σημείο, υλοποιήθηκαν αδέξια και μερικές φορές αυθαίρετα, και έγιναν εφικτές χωρίς εξοικονόμηση, δημιουργώντας απλώς ελλείψεις.

Η συγχώνευση των τεσσάρων μεγαλύτερων ταμείων υγείας, που καλύπτουν πάνω από 90% του πληθυσμού, στον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ), είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Μετά από μαχητικές κινητοποιήσεις, οι ιατροί που παρέχουν υπηρεσίες στους ασφαλισμένους του ΕΟΠΥΥ κέρδισαν το δικαίωμα να διατηρούν ιδιωτικά ιατρεία και να εργάζονται με μειωμένο ωράριο για τον οργανισμό, παρέχοντας δωρεάν μέχρι 200 επισκέψεις το μήνα. Πέραν αυτών, οι ασθενείς πληρώνουν οι ίδιοι. Όπως γίνεται κατανοητό, οι ασθενείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν εκ των προτέρων εάν η επίσκεψή τους είναι ανάμεσα στις πρώτες 200 επισκέψεις του μήνα. Συνεπώς, η ρύθμιση φαίνεται να έχει ανοίξει ένα σημαντικό κενό κοινωνικής προστασίας.

Μια άλλη κατηγορία προβλημάτων συνδέεται με την παραδοσιακή ταύτιση σχεδόν της κοινωνικής προστασίας με την (ανταποδοτική) κοινωνική ασφάλιση. Αφενός, η κρίση έφερε τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης αντιμέτωπους με μείωση στα έσοδα από εισφορές και ταυτόχρονα αύξηση των αιτήσεων για επιδόματα και άλλες παροχές. Αφετέρου, η ταύτιση κοινωνικής προστασίας και κοινωνικής ασφάλισης οδηγεί μαθηματικά στον αποκλεισμό των επισφαλώς απασχολούμενων, των ανέργων και των ανασφάλιστων από τις κοινωνικές παροχές. Πόσο επικίνδυνη είναι η ταύτιση αυτή το αποκάλυψε η κρίση, καθώς εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι έχασαν όχι μόνο τη δουλειά τους αλλά ταυτόχρονα την πρόσβαση σε κοινωνική προστασία για τους ίδιους και τις οικογένειές τους.

Ο παραδοσιακός υποβιβασμός της πρόνοιας σε «φτωχό συγγενή» του κοινωνικού κράτους ευθύνεται για το μαρασμό του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας, δηλ. του πλέγματος επιδομάτων και υπηρεσιών που παρέχονται στα άτομα και στις οικογένειες με χαμηλό εισόδημα. Τα πρόβλημα αυτό αποτελεί μόνιμο χαρακτηριστικό του συστήματος κοινωνικής προστασίας πολύ πριν από την εμφάνιση της κρίσης. Όμως, τα τελευταία χρόνια το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας δεν ενισχύθηκε, ενώ ο χειρισμός των δημοσιονομικών πιέσεων που άσκησε η κρίση στο σύστημα κοινωνικής προστασίας προσέθεσε και άλλα προβλήματα.

Τα κενά προστασίας αφορούν διάφορες ομάδες του πληθυσμού, κάποιες αρκετά πολυπληθείς. Σε αυτές περιλαμβάνονται οι μακροχρόνια άνεργοι (που δεν καλύπτονται πλέον από το τακτικό επίδομα ανεργίας, επειδή έχουν εξαντλήσει την περίοδο επιδότησης), καθώς και οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας (που δεν καλύπτονται ακόμη, επειδή δεν έχουν ποτέ εργαστεί). Όσοι εργάζονται περιστασιακά ή χωρίς ασφάλιση (που δεν καταφέρνουν να στοιχειοθετήσουν ασφαλιστικό δικαίωμα ώστε να το αξιοποιήσουν σε περίπτωση ανεργίας, ασθενείας ή μητρότητας). Οι αυτοαπασχολούμενοι σε μη βιώσιμες επιχειρήσεις, και οι αγρότες σε εκμεταλλεύσεις χαμηλής απόδοσης. Οι οικογένειες με χαμηλό εισόδημα και ένα ή δύο παιδιά (ενώ οι τρίτεκνες και πολύτεκνες οικογένειες προστατεύονται πολύ καλύτερα). Οι φτωχές οικογένειες που διαμένουν σε ενοικιαζόμενη κατοικία (και που παρόλα αυτά δεν δικαιούνται επιδότηση ενοικίου). Όσοι λόγω ασθένειας ή αναπηρίας δεν είναι σε θέση να εργαστούν (αλλά παρόλα αυτά δεν λαμβάνουν επίδομα ΑΜΕΑ). Οι ηλικιωμένοι με χαμηλό εισόδημα και μια χαμηλή σύνταξη (π.χ. χηρείας) – κ.ά.

Η εισοδηματική στήριξη των ανέργων είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα. Το κύριο εργαλείο που διαθέτει το σύστημα, το τακτικό επίδομα ανεργίας (€360 το μήνα σήμερα), χορηγείται μόνο σε όσους που πληρούν τις προϋποθέσεις ασφάλισης, ενώ διαρκεί το πολύ 12 μήνες – συνεπώς εξαιρεί εξ ορισμού τους νέους σε αναζήτηση πρώτης απασχόλησης, καθώς και τους μακροχρόνια άνεργους. Επί πλέον, δεν καλύπτει τους «αδήλωτους» (και άρα ανασφάλιστους) εργαζόμενους, ούτε όσους αυτοαπασχολούμενους έκλεισαν το μαγαζί τους ή σταμάτησαν τη δραστηριότητά τους. Για αυτούς και άλλους λόγους, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΑΕΔ, λιγότερα από 215 χιλιάδες άτομα (16% του συνόλου των ανέργων) ελάμβαναν τακτικό επίδομα ανεργίας το Νοέμβριο 2012.

Ακριβώς επειδή έχουν περιορισμένη κάλυψη, αλλού στην Ευρώπη (ακόμη και σε χώρες του Νότου, όπως π.χ. η Ισπανία), τα «ασφαλιστικά» επιδόματα ανεργίας συμπληρώνονται με «προνοιακά»: τα τελευταία απευθύνονται σε ανέργους με χαμηλό εισόδημα. Στην Ελλάδα, ένα τέτοιο «επίδομα μακροχρόνιας ανεργίας» (αξίας €200 το μήνα, με συνολική διάρκεια επιδότησης 12 μήνες) θεσμοθετήθηκε το 2001. Όμως, παρά τις προσδοκίες, δεν κατάφερε να καλύψει το σχετικό κενό, αφού οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας είναι υπερβολικά αυστηρές: εισόδημα έως €5.000 ετησίως (συν €587 για κάθε παιδί) και ηλικία άνω των 45. Επί πλέον, παρότι από τη θεσμοθέτησή του έχει μεσολαβήσει πάνω από μια δεκαετία, το επίδομα παραμένει μάλλον άγνωστο στο ευρύ κοινό και στους άμεσα ενδιαφερόμενους. Ο αρμόδιος φορέας (ο ΟΑΕΔ) δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται ότι η χορήγηση του επιδόματος σε κάθε μακροχρόνια άνεργο που πληροί τις προϋποθέσεις είναι δική του υποχρέωση (ούτε ότι οφείλει να πληροφορεί συστηματικά τους ανέργους για τα δικαιώματά τους).

Εξ αιτίας όλων αυτών, το 2010 – τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχουν στοιχεία - μόλις 1.850 άτομα (0,6% των μακροχρόνια ανέργων) ελάμβαναν επίδομα μακροχρόνιας ανεργίας. Από τότε, ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων αυξήθηκε από 296 χιλιάδες σε 771 χιλιάδες (τρίτο τρίμηνο του 2012). Δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι ο αριθμός δικαιούχων του επιδόματος αυτού αυξήθηκε αναλόγως.

Το δίχτυ ασφαλείας στον αστερισμό της μόνιμης λιτότητας

Το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 προβλέπει περικοπή δαπανών κατά €9,6 δις και αύξηση φόρων κατά €3,9 δις. Η κοινωνική προστασία καλείται να συνεισφέρει το μισό της συνολικής εξοικονόμησης (45% από περικοπές συντάξεων, άλλων επιδομάτων και κοινωνικών υπηρεσιών, και 5% από αυξήσεις εισφορών κοινωνικής ασφάλισης). Είναι προφανές ότι το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα μπαίνει σε μια εποχή «μόνιμης λιτότητας» (Pierson), όπου τα δημοσιονομικά περιθώρια για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής γίνονται ασφυκτικά.

Πάντως, η παράταση της ύφεσης για πέμπτο συνεχή χρόνο οδήγησε σε ορισμένα μέτρα ενίσχυσης του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας. Κατ’ αρχήν, διευρύνονται σημαντικά οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας του επιδόματος μακροχρόνιας ανεργίας. Το μέγιστο επιτρεπόμενο ετήσιο εισόδημα αυξάνεται από €5.000 σε €10.000, συν €586 για κάθε παιδί (από το 2013), ενώ η κατώτατη ηλικία μειώνεται από 45 σε 20 έτη (από το 2014). Επίσης, καταβάλλεται (από το 2013) «ενιαίο επίδομα στήριξης τέκνων», αξίας έως €40 το μήνα (ανά παιδί), με εισοδηματικά κριτήρια. Το ενιαίο επίδομα αντικαθιστά το αφορολόγητο λόγω παιδιών, το επίδομα τρίτου παιδιού και την ισόβια σύνταξη πολύτεκνης μητέρας. Το πολυτεκνικό επίδομα (αξίας €41,67 το μήνα ανά παιδί, για οικογένειες με 3 ή περισσότερα παιδιά) διατηρείται με αυστηρότερα εισοδηματικά κριτήρια. Τέλος, προγραμματίζεται η πιλοτική εφαρμογή ενός προγράμματος ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος , σε δύο περιοχές της χώρας (το 2014), για την οποία έχει προβλεφθεί πίστωση €20 εκατ.

Τα τρία αυτά μέτρα δεν πρόκειται ασφαλώς από μόνα τους να λύσουν τα ιστορικά προβλήματα του κοινωνικού κράτους στη χώρα μας. Κινούνται όμως στη σωστή κατεύθυνση, καλύπτοντας μερικά από τα σημαντικότερα κενά προστασίας.

Τουλάχιστον σε θεσμικό επίπεδο: σοβαρή προσπάθεια σε διοικητικό επίπεδο θα απαιτηθεί ώστε η εφαρμογή των τριών μέτρων να μεταφραστεί σε ενίσχυση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας στην πράξη. Συγκεκριμένα, ο ΟΑΕΔ θα πρέπει να αναλάβει μια εκστρατεία ενημέρωσης των μακροχρόνια ανέργων για τα διευρυμένα κριτήρια επιλεξιμότητας, ο ΟΓΑ θα πρέπει να κάνει το ίδιο για το ενιαίο επίδομα στήριξης τέκνων, ενώ το Υπουργείο Εργασίας θα πρέπει να προετοιμάσει προσεκτικά την πιλοτική εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Η εμπειρία της κοινωνικής διοίκησης όσον αφορά την έγκαιρη και καλά στοχευμένη χορήγηση κοινωνικών παροχών, ιδίως όταν αυτή γίνεται με εισοδηματικά κριτήρια, είναι φτωχή και όχι ιδιαίτερα επιτυχημένη. Συνεπώς, η επείγουσα αναβάθμιση της διοικητικής ικανότητας των φορέων που εμπλέκονται είναι απολύτως αναγκαία.

Συνοψίζοντας, θα έλεγε κανείς ότι τα κοινωνικά δικαιώματα στην Ελλάδα ήταν πάντα τόσο άνισα κατανεμημένα μεταξύ των διάφορων κατηγοριών που τα περιθώρια βελτιώσεων της κοινωνικής προστασίας με ταυτόχρονη μείωση των ελλειμμάτων ήταν εκτεταμένα. Παρόλα αυτά, από την έναρξη της κρίσης, οι εκάστοτε κυβερνήσεις – χωρίς ιδιαίτερη πίεση στο θέμα αυτό από τις εκάστοτε αντιπολιτεύσεις – έκαναν ελάχιστα για να επεκτείνουν την κάλυψη και να κλείσουν τα κενά στο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας (π.χ. χρησιμοποιώντας τα ποσά που εξοικονομούνται από περικοπές γενναιόδωρων παροχών για προνομιούχες ομάδες). Η κατανομή των διαθέσιμων πόρων με γνώμονα την πολιτική επιρροή, και όχι την ανάγκη για κοινωνική προστασία, αποδείχθηκε συχνά η κατευθυντήρια αρχή πίσω από την άσκηση κοινωνικής πολιτικής.

Τώρα που οι διαθέσιμοι πόροι είναι σπανιότεροι παρά ποτέ, θα μπορούσαν οι μεταρρυθμίσεις οι οποίες προτάθηκαν (ή, πολλές φορές, υπαγορεύθηκαν) από τους διεθνείς οργανισμούς να είναι ευκαιρία για αλλαγές προς την κατεύθυνση ενός αποτελεσματικότερου – αν και λιτότερου – κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα; Με άλλα λόγια, είναι δυνατόν να μιλάμε για εξισωτική μεταρρύθμιση υπό την πίεση της «τρόικας»;

Εάν διαχωρίσουμε τη μορφή από το περιεχόμενο, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι παρόλο που η μέθοδος των μεταρρυθμίσεων των τελευταίων χρόνων ήταν δυσάρεστη, ίσως προσβλητική για τη δημοκρατία και την εθνική κυριαρχία, το περιεχόμενό τους συνιστούσε σε αρκετές περιπτώσεις σαφή βελτίωση των αντίστοιχων πολιτικών. Εξαιτίας του Μνημονίου έχουμε ένα συνταξιοδοτικό σύστημα με μια (σχεδόν καθολική) βασική σύνταξη και μια (σχεδόν ανταποδοτική) αναλογική σύνταξη• μια επικουρική σύνταξη (για τους περισσότερους εργαζόμενους) που καθορίζεται βάσει του συστήματος της οιονεί κεφαλαιοποίησης• περιορισμό του κατακερματισμού της κοινωνικής ασφάλισης υγείας, σε συνδυασμό με αυστηρότερο έλεγχο των ιατρικών δαπανών• ένα ενισχυμένο σύστημα στήριξης των χαμηλών εισοδημάτων• μια ρεαλιστική προοπτική εφαρμογής του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Όλα αυτά ήταν στην ημερήσια διάταξη μιας εξισωτικής μεταρρύθμισης προς ένα βιωσιμότερο και δικαιότερο κοινωνικό κράτος επί πολλά χρόνια.

Το τι ακριβώς θα συμβεί από εδώ και πέρα είναι φυσικά άγνωστο. Ίσως τελικά η λαϊκή αντίδραση κατά της λιτότητας ενισχύσει την εδραιωμένη εχθρότητα απέναντι στις μεταρρυθμίσεις, και στρέψει υπέρ μιας νοσταλγικής επιστροφής στο status quo ante. Κάτι τέτοιο θα ήταν ατυχές: οι αστοχίες του κοινωνικού κράτους προϋπήρχαν της κρίσης και το εμπόδισαν να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά τις κοινωνικές της επιπτώσεις. Ίσως πάλι προκύψει σταδιακά ένα αναμορφωμένο κοινωνικό κράτος, λιγότερο γενναιόδωρο προς τις ευνοημένες ομάδες, και οπωσδήποτε πιο αυστηρό συνολικά, αλλά ταυτόχρονα πιο αποτελεσματικό, καθώς επίσης και πιο δίκαιο απέναντι στα χαμηλότερα εισοδήματα. Σε μια δημοκρατική πολιτεία, σε τελευταία ανάλυση κάθε κοινωνία έχει τους θεσμούς που της ταιριάζουν. Η ετυμηγορία πρέπει να παραμείνει ανοιχτή.