30 Ιανουαρίου 2014

Ποια Ελλάδα μετά την κρίση;

Ομιλία στην εκδήλωση της Προοδευτικής Συμμαχίας Σοσιαλιστών και Δημοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με θέμα «Η διαχείριση της κρίσης στην Ελλάδα και στην Ευρώπη: αποτελέσματα, αβεβαιότητες, προοπτικές» (Βρυξέλλες, Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014). Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice», καθώς και στον διαδικτυακό τόπο του περιοδικού «Μεταρρύθμιση» (Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014).

1.
Όλες οι κρίσεις, ακόμη και οι πιο οδυνηρές, κάποτε τελειώνουν (μερικές φορές από καθαρή εξάντληση). Φαίνεται ότι αυτό πρόκειται να συμβεί και στη δική μας περίπτωση. Το 2014 ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ θα είναι κοντά στο 0%. Αφορμή για θριαμβολογία; Σίγουρα όχι. Αλλά μετά από 6 συνεχή έτη σωρευτικής μείωσης του εθνικού εισοδήματος της τάξης του 23%, το 0% είναι ένα είδος προόδου. Όλα δείχνουν ότι σύντομα τα χειρότερα θα είναι πίσω μας. Η στιγμή είναι κατάλληλη για έναν απολογισμό. Και για έναν αναπροσανατολισμό. Τι ακριβώς μας συνέβη τα τελευταία χρόνια, πού βρισκόμαστε τώρα, προς τα πού πάμε, προς τα πού πρέπει να πάμε.

Το θέμα ασφαλώς δεν εξαντλείται σε μια εκδήλωση, ή  χωρίς να εξαντληθεί το ακροατήριο, ούτε πολύ περισσότερο στα 10’ της ομιλίας μου. Θα μείνω στα βασικά.

1.
Ας ξεκινήσω από αυτό που μου φαίνεται το κρισιμότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε. Τα τελευταία χρόνια η χώρα μας έγινε πιο άνιση και φτωχότερη. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ομάδας μας στο πανεπιστήμιο, το 2013 14% των συμπολιτών μας είχαν τόσο χαμηλό εισόδημα που δεν ήταν σε θέση να αγοράσουν ένα βασικό καλάθι αναγκαίων αγαθών χωρίς να ανατρέξουν σε αποταμιεύσεις του παρελθόντος, ή να δανειστούν, ή να αφήσουν απλήρωτους λογαριασμούς. Το 2009 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 2%.

Ποιοι είναι οι μεγάλοι χαμένοι της κρίσης; Όχι αυτοί που διαμαρτύρονται (εργαζόμενοι Δημοσίου και ΔΕΚΟ, αγρότες, δικαστές, ένστολοι κτλ). Αλλά αυτοί που προσπαθούν να επιβιώσουν χωρίς δουλειά, χωρίς επίδομα, συχνά χωρίς περίθαλψη (οικογένειες ανέργων, συχνά με παιδιά, που ζουν στις πόλεις). Αυτό είναι το «νέο κοινωνικό ζήτημα». Η διαιώνιση του δεν υπονομεύει μόνο την κοινωνική συνοχή, αλλά επίσης την πολιτική σταθερότητα και τη βιωσιμότητα της ανάκαμψης.

Πράγματι, ακόμη και με τα καλύτερα σενάρια για την οικονομία, η υψηλή ανεργία και η μεγάλη φτώχεια θα είναι μαζί μας για καιρό. Εάν δεν κάνουμε αυτό που πρέπει σήμερα, τα φτωχά παιδιά που σήμερα πηγαίνουν πεινασμένα στο σχολείο αύριο θα μένουν πίσω στα μαθήματα και μεθαύριο θα ψάχνουν για δουλειά χωρίς να έχουν προσόντα – έτσι θα είναι άνεργοι ή χαμηλόμισθοι, και θα παραμένουν φτωχοί, οι ίδιοι και τα παιδιά τους. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο, που κάπως πρέπει να σπάσει.

Το πώς θα σπάσει είναι δύσκολο ερώτημα. Πάντως απαντήσεις υπάρχουν. Απλώς πρόκειται για μια συζήτηση που δεν φαίνεται να ενδιαφέρει πολλούς. Ίσως επειδή οι πολλοί νομίζουν ότι η φτώχεια είναι το αναγκαίο τίμημα της δημοσιονομικής εξυγίανσης, και πολλοί άλλοι ότι για να αντιμετωπιστεί η φτώχεια θα πρέπει πρώτα να εξεγερθούμε μαζικά κατά της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Και οι μεν και οι δε κάνουν τραγικό λάθος – και το λάθος αυτό, παρά τη ρητορική (και ίσως τις προθέσεις), το πληρώνουν οι φτωχοί, οι άνεργοι, οι νέοι.

2.
Μεταξύ 2008q2 και 2013q2 χάθηκαν 950 χιλιάδες θέσεις εργασίας: 400+ χιλιάδες σε ηλικίες κάτω των 30, άλλες 350+ χιλιάδες στην ομάδα 30-44 ετών. Σχεδόν τα 2/3 άνδρες, αλλά οι γυναίκες είχαν ήδη χαμηλά ποσοστά απασχόλησης (που τώρα είναι ακόμη χαμηλότερα).

Πού θα βρουν δουλειά όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Με τι εισοδήματα; Εάν σύντομα η ελληνική οικονομία δεν αρχίσει να δημιουργεί εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας κάθε χρόνο, τότε η ανάκαμψη δεν θα είναι βιώσιμη (και το «νέο κοινωνικό ζήτημα» θα επιδεινώνεται διαρκώς και αυτό).

Παρακολουθώ με δυσπιστία τη συζήτηση για το «αναπτυξιακό σχέδιο» που χρειάζεται η χώρα. Ίσως επειδή είδα πού κατέληξαν προηγούμενα τέτοια σχέδια: στην κατασπατάληση τεράστιων κονδυλίων (ως επί το πλείστον κοινοτικής προέλευσης).

Δεν εννοώ ότι το πρόβλημα θα το λύσει η αγορά, ούτε ότι το μόνο που μπορεί να κάνει το κράτος είναι να μειώσει τους φόρους. Πιστεύω το αντίθετο: ότι η δημόσια πολιτική μπορεί να παίξει σπουδαίο ρόλο στην αναπτυξιακή απογείωση της χώρας: υπό τον όρο όμως ότι θα κινηθεί εντελώς διαφορετικά από ό,τι μέχρι σήμερα.

Πώς ακριβώς; Είπε μερικά πράγματα ο Τάσος Γιαννίτσης, και έχει πολύ γράψει περισσότερα στο εξαιρετικό βιβλίο του. Άλλες πολύτιμες ιδέες έχουν διατυπωθεί από άλλους (π.χ. από τον Αρίστο Δοξιάδη, στο επίσης εξαιρετικό δικό του βιβλίο). Θα προσθέσω μόνο μια σκέψη.

Δεν μπορούμε να κάνουμε μαζικές προσλήψεις στο Δημόσιο, και δεν πρέπει – αν και μια λελογισμένη μεταφορά πόρων και θέσεων εργασίας από οργανισμούς χωρίς αντικείμενο σε επιλεγμένους κλάδους του δημοσίου (όπως είναι η φροντίδα παιδιών) θα ήταν καλή ιδέα. Η μόνη μας ελπίδα είναι να ανθίσουν – και μετά να προκόψουν – χιλιάδες επιχειρήσεις, που να είναι κερδοφόρες, να πωλούν σε καλές τιμές προϊόντα και υπηρεσίες (ει δυνατόν στη διεθνείς αγορές), να δημιουργούν θέσεις εργασίες, να πληρώνουν καλούς μισθούς.

Η δουλειά της πολιτικής δεν είναι να μαντέψει σε ποιους τομείς θα συμβεί αυτό. Είναι να φροντίσει η Ελλάδα να γίνει μια χώρα όπου νέοι άνθρωποι με ιδέες και όρεξη για σκληρή δουλειά μπορούν να πάνε μπροστά, ακόμη και όταν δεν έχουν «τις κατάλληλες γνωριμίες».

Πίσω από αυτό τον στόχο, εάν πράγματι τον πάρουμε στα σοβαρά, βρίσκεται ένα ολόκληρο πρόγραμμα δημόσιας πολιτικής: για τη σύνδεση της έρευνας και της εκπαίδευσης με την παραγωγή, για τη ρύθμιση των αγορών, για τη φορολογία, για τη δημόσια διοίκηση – και για την καταπολέμηση της διαφθοράς και της διαπλοκής, που δεν προσβάλλει μόνο την απαίτηση για ισονομία, αλλά επίσης καθηλώνει την οικονομία σε χαμηλές επιδόσεις.

3.
Όπως και το 2010, το μόνο ζήτημα για το οποίο έχει νόημα η πολιτική αντιπαράθεση είναι πώς θα κινηθούμε με τον επιτυχέστερο τρόπο μέσα στα στενά δημοσιονομικά περιθώρια.

Σε «στενά δημοσιονομικά περιθώρια» επειδή είτε με Μνημόνιο είτε χωρίς, αυτά θα ορίζουν το εξωτερικό περιβάλλον στο οποίο κινείται η οικονομία μας.

Με τον «επιτυχέστερο τρόπο» δηλ. με ευρεία συναίνεση για τις μεταρρυθμίσεις, με δίκαιη κατανομή των θυσιών της εποχής της κρίσης, θέτοντας τις βάσεις για την δίκαιη κατανομή των οφελών της εποχής της ανάκαμψης.

Είναι προφανές ότι η ιστορική αποτυχία του πολιτικού συστήματος είναι ότι αυτό μέχρι τώρα δεν έχει συμβεί, ή δεν έχει συμβεί αρκετά και αρκετά έγκαιρα. Και όταν λέω αποτυχία του πολιτικού συστήματος εννοώ όλου: του εγχώριου και του διεθνούς, της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, των κομμάτων και των συνδικάτων, των επιχειρηματικών οργανώσεων και των μέσων ενημέρωσης.

Είναι μάλλον περιττό να σημειώσω ότι αυτή ακριβώς η αποτυχία του πολιτικού συστήματος έχει τροφοδοτήσει τις «αντισυστημικές» αντιδράσεις, τον εθνικισμό, την ξενοφοβία, τον λαϊκισμό, τον αντικοινοβουλευτισμό, την κατάρρευση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.

4.
Τι να κάνουμε;

Δεν είναι δική μου δουλειά να πω σε εσάς τι πρέπει να κάνετε. Προφανώς ο καθένας θα κάνει αυτό που θα τον φωτίσει ο Μεγαλοδύναμος (ή μάλλον αυτό που του υπαγορεύει η συνείδησή του). Μπορώ να σας πω τι κάνω εγώ, ή μάλλον τι κάνουμε εμείς, η λεγόμενη «Πρωτοβουλία των 58» για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς. Αλλά για αυτά θα έχουμε την ευκαιρία να ξαναμιλήσουμε, εδώ (εάν με ρωτήσετε) ή πίσω στην πατρίδα.

Θα ήθελα μόνο να απευθυνθώ στους φοιτητές μας, στους  υπόλοιπους νέους ανθρώπους, στις άλλες ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας μας. Και να τους πω ότι ελπίζω ότι θα βρουν τη δύναμη από τη μια να αντισταθούν στις Σειρήνες που τους υπόσχονται εύκολες λύσεις, γιατί τέτοιες λύσεις απλώς δεν υπάρχουν. Και από την άλλη να ξεπεράσουν την αποστροφή που τους προκαλεί η εκτεταμένη διαφθορά, τα πελατειακά δίκτυα, η διαπλοκή πολιτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων – η «κακή πολιτική». Ώστε μετά να βρουν έναν θετικό και δημιουργικό τρόπο να κάνουν τη φωνή τους να ακουστεί,  ανακαλύπτοντας (ή μάλλον επινοώντας από την αρχή) την «καλή πολιτική». Θα είναι θαύμα εάν τα καταφέρουν. Αλλά ένα τέτοιο θαύμα χρειαζόμαστε για να σωθούμε.

23 Ιανουαρίου 2014

Το απεχθές χρέος, η φοροδιαφυγή και ο ΣΥΡΙΖΑ

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014).

Με δύο πρόσφατες δηλώσεις του, για τη φοροδιαφυγή και το απεχθές χρέος, ο Γιώργος Σταθάκης, βουλευτής και μέλος της σχετικά πιο ρεαλιστικής συνιστώσας του οικονομικού επιτελείου του ΣΥΡΙΖΑ, κατάφερε να αλλάξει το θέμα συζήτησης μεταξύ των οπαδών του κόμματος αυτού. Την περασμένη εβδομάδα μιλούσαν για το πόσο ΟΚ είναι να σκοτώνεις ανθρώπους, αρκεί να έχεις πολιτικό κίνητρο (μια ιδέα που ίσως θα έπρεπε να συζητήσουν πρώτα με τους αγαπημένους του Παύλου Φύσσα). Αυτή την εβδομάδα μιλάνε για ζητήματα οικονομικής πολιτικής. Πάλι καλά, είναι και αυτό ένα είδος προόδου.

Με την πρώτη δήλωσή του έκλεισε το θέμα του απεχθούς χρέους, ελπίζω οριστικά. «Μόνο το 5% του ελληνικού χρέους μπορεί να χαρακτηριστεί επαχθές» δήλωσε ο Σταθάκης. Πολύ λέει. Για να είναι επαχθές ένα χρέος, θα πρέπει (α) να το πήρε μια δικτατορική κυβέρνηση, (β) να ξόδεψε τα λεφτά για δικό της όφελος (π.χ. σε κοσμήματα που τώρα είναι σε θυρίδες στην Ελβετία), και (γ) εν γνώσει των δανειστών. Ούτε ο εξωτερικός δανεισμός της χούντας του 1967-1974 (προσοχή στις ημερομηνίες) δεν ήταν όλος απεχθές χρέος, αφού ένα μέρος του ξοδεύτηκε π.χ. για να παραγραφούν τα δάνεια των αγροτών από την Αγροτική Τράπεζα.

Αυτονόητο; Προφανώς. Το πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ και λοιπές αντιμνημονιακές δυνάμεις δεν είναι μόνο ότι τα τελευταία 4 χρόνια το παραμύθι του απεχθούς χρέους λειτούργησε ως πολεμική κραυγή και συγκολλητική ουσία όλων των αγανακτισμένων, από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ έως τη Χρυσή Αυγή. Είναι επίσης ότι όλοι αυτοί φώναζαν ότι βασικά η οικονομία μας είναι μια χαρά, και ας εξάγουμε ελαιόλαδο για να εισάγουμε αυτοκίνητα. Θα σωθούμε εύκολα, αρκεί να κάνουμε δυο-τρεις έξυπνες κινήσεις, π.χ. να διαγράψουμε το απεχθές χρέος. Ε, λοιπόν, δεν είναι έτσι – και αν δεν πιστεύουν εμένα, ας ρωτήσουν τον Σταθάκη.

Η άλλη «έξυπνη κίνηση» που θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ για να μας σώσει είναι να φορολογήσει τους πλούσιους, πατάσσοντας τη φοροδιαφυγή. Εδώ τα πράγματα είναι πιο μπερδεμένα: το πρόβλημα είναι όντως μεγάλο. Η εκτεταμένη φοροδιαφυγή δεν συμβιβάζεται ούτε με δίκαιη διακυβέρνηση ούτε με δυναμική οικονομία. Όμως – όπως πάντα – τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Για τρεις κυρίως λόγους.

Πρώτον, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η φοροδιαφυγή αυξάνεται τα τελευταία χρόνια. Το κίνητρο είναι σίγουρα ισχυρότερο. Οι εκατοντάδες χιλιάδες ελεύθεροι επαγγελματίες που προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα στην κρίση σίγουρα μπαίνουν σε μεγαλύτερο πειρασμό να κλέψουν την Εφορία. Όμως, από τους βασικούς κλάδους της οικονομίας – πρωταθλητές της φοροδιαφυγής (τουρισμός, οικοδομή, προσωπικές υπηρεσίες), ο ένας ακμάζει, ο άλλος έχει καταρρεύσει, και ο τρίτος παραπαίει λόγω συρρίκνωσης της εσωτερικής ζήτησης. Άρα δύσκολα ο Σταθάκης θα κατάφερνε να φέρει στα δημόσια ταμεία περισσότερα λεφτά από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής από όσα φέρνει ήδη ο Θεοχάρης.

Δεύτερον, στην Ελλάδα δεν φοροδιαφεύγουν μόνο οι πλούσιοι, φοροδιαφεύγουν όλοι όσοι μπορούν: από τους αγρότες, τους μικρέμπορους, τους ελεύθερους επαγγελματίες έως τις επιχειρήσεις, ιδίως τις μικρές. Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις μας, τα οφέλη από τη φοροδιαφυγή είναι μεγαλύτερα στο χαμηλότερο και στο υψηλότερο τμήμα της κατανομής εισοδήματος. Άρα ναι, να καταπολεμήσουμε τη φοροδιαφυγή, το λέω χρόνια. Αλλά ας έχει υπόψη του το οικονομικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ ότι οι περισσότεροι από όσους θα πληγούν δεν είναι κάτοικοι Κολωνακίου αλλά αντιμνημονιακοί μικρομεσαίοι (και φυσικά οπαδοί της λαϊκής δεξιάς, και μέχρι χθες «μη προνομιούχοι» του ΠΑΣΟΚ).

Τρίτον, το πρόβλημα με εμάς τους Έλληνες δεν είναι τόσο ότι φοροδιαφεύγουμε λόγω ροπής προς την απάτη, λόγω γενετικής πονηριάς, λόγω αρχαίας δυσπιστίας μεταξύ πολιτών και κράτους κτλ. Ακόμη και στις ΗΠΑ, όπου το αδίκημα σε στέλνει κατ’ ευθείαν φυλακή, ακόμη και αν είσαι ο Αλ Καπόνε ή ο Λύκος της Wall Street, το μέσο ποσοστό εισοδήματος που κρύβουν οι μισθωτοί (1%) και οι αυτοαπασχολούμενοι (σχεδόν 60%) είναι πάνω κάτω όσο και στην Ελλάδα. Απλώς στις ΗΠΑ (αναλογικά) πολύ περισσότεροι εργαζόμενοι είναι μισθωτοί, και πολύ λιγότεροι είναι αυτοαπασχολούμενοι από ό,τι στην Ελλάδα. Ακόμη και αν το ΣΔΟΕ γίνει FBI, με τη σημερινή δομή της οικονομίας και της απασχόλησης θα έχουμε φοροδιαφυγή.

Τι να κάνουμε; Να αφήσουμε τη φοροδιαφυγή ήσυχη; Όχι, το ακριβώς αντίθετο. Να την περιορίσουμε όσο μπορούμε. Αλλά να θυμόμαστε ότι ο καλύτερος τρόπος για να το πετύχουμε είναι να ξεκολλήσουμε από το χρεωκοπημένο μοντέλο της φτηνής ανάπτυξης με εκατοντάδες χιλιάδες ατομικές επιχειρήσεις, και να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε πώς θα αποκτήσουμε σύγχρονες μεγάλες επιχειρήσεις. με εξαγωγικό προσανατολισμό, ανοιχτές στην καινοτομία, με οργανωμένο λογιστήριο, καλύτερες αμοιβές και εργασιακές σχέσεις.

Αλλά ξέχασα: Η ριζοσπαστική αριστερά μας (όπως τις πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης το ΚΚΕ) είναι εναντίον των μεγάλων επιχειρήσεων. Προτιμά χίλιες μικρές, και ας ρυπαίνουν περισσότερο, ας είναι ανήμπορες να οργανωθούν, να δικτυωθούν, να είναι ανταγωνιστικές, να πληρώνουν μισθούς της προκοπής, να εξάγουν – και να πληρώνουν φόρους.

Κοινωνική πολιτική για μια ρημαγμένη χώρα

Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014).

Οι πολιτικές ελίτ, όλων των αποχρώσεων, απαρτίζονται κατά κανόνα από άτομα πιο μορφωμένα και πιο εύπορα από το μέσο όρο. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με όσους άλλους ασχολούνται με τα κοινά. Ο αγώνας για την επιβίωση δεν αφήνει ούτε χρόνο ούτε μυαλό για άλλα. Αυτό ισχύει πάντα και παντού. Ο προφανής κίνδυνος είναι οι συνήθως καλοπροαίρετοι άνθρωποι που αγωνιούν για το μέλλον της χώρας να αποκοπούν από τις πιο άμεσες και πιο πιεστικές αγωνίες ενός μεγάλου κομματιού της κοινωνίας. Το λιγότερο που πρέπει να κάνουμε είναι να μην ξεχνάμε ότι ζούμε σε μια ρημαγμένη χώρα.

1. Το «νέο κοινωνικό ζήτημα»

Τα τελευταία χρόνια η χώρα μας έγινε πιο άνιση. Όχι τόσο επειδή οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι – αυτό δεν φαίνεται να συνέβη. Αλλά επειδή οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ομάδας μας στο πανεπιστήμιο, 14% των συμπολιτών μας είχαν το 2013 τόσο χαμηλό εισόδημα που δεν ήταν σε θέση να αγοράσουν ένα βασικό καλάθι αναγκαίων αγαθών χωρίς να ανατρέξουν σε αποταμιεύσεις του παρελθόντος, ή να δανειστούν, ή να αφήσουν απλήρωτους λογαριασμούς. Το 2009 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 2%.

Έγραψα παραπάνω «οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι». Για την ακρίβεια, οι παραδοσιακές κατηγορίες με χαμηλό εισόδημα (π.χ. οι ηλικιωμένοι που ζουν στην ύπαιθρο) φαίνεται να έχασαν λιγότερα από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Οι μεγάλοι χαμένοι δεν είναι αυτοί, αλλά μια νέα κατηγορία που τους έχει εκτοπίσει από τα χαμηλότερα σκαλοπάτια της κατανομής εισοδήματος (κυρίως οικογένειες ανέργων, συχνά με παιδιά, που ζουν στις πόλεις). Πολλές από αυτές τις οικογένειες έχουν βρεθεί χωρίς κανένα εργαζόμενο μέλος, χωρίς επίδομα ανεργίας ή άλλη εισοδηματική ενίσχυση, και συχνά χωρίς βιβλιάριο ασθένειας.

Αυτό είναι το «νέο κοινωνικό ζήτημα». Η διαιώνιση του δεν απειλεί μόνο την κοινωνική συνοχή, αλλά επίσης την πολιτική σταθερότητα και τη βιωσιμότητα της ανάκαμψης (όποτε αυτή έλθει). Συνεπώς, η αναγνώριση της κρισιμότητάς του πρέπει να είναι το σημείο εκκίνησης σε κάθε συζήτηση για την ανασυγκρότηση της χώρας μετά από 4+ χρόνια βαθιάς ύφεσης.

2. Πώς (δεν) ανταποκρίθηκε η Πολιτεία

Και άλλες χώρες πέρασαν μια σοβαρή οικονομική κρίση, ή περνάνε ακόμη (αν και όχι τόσο σοβαρή όσο εμείς). Και εκεί ο κόσμος πέρασε δύσκολα, ή περνάει ακόμη. Πουθενά όμως δεν ήταν η αντίδραση του οργανωμένου κράτους τόσο ανεπαρκής, τόσο καθυστερημένη και τόσο αναντίστοιχη με το μέγεθος του προβλήματος όσο εδώ.

Πράγματι, το κοινωνικό κράτος που βλέπουμε στην Ευρώπη και αλλού φτιάχτηκε την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από πολιτικούς ηγέτες που ήταν αποφασισμένοι να εμποδίσουν την επανάληψη όσων είχαν συμβεί την επαύριο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η οικονομική ύφεση μετατράπηκε σε κοινωνική κρίση και μετά σε πολιτική αστάθεια. Αυτό δεν έπρεπε να ξανασυμβεί.
Και δεν συνέβη. Η σημερινή οικονομική ύφεση – κατά γενική ομολογία, η οξύτερη από τον μεσοπόλεμο – είχε μεν σοβαρές κοινωνικές συνέπειες, αλλά πολύ λιγότερο από ό,τι τότε. Η δημοκρατία αμφισβητείται αλλά δεν απειλείται. Οι εθνικισμοί σηκώνουν κεφάλι αλλά δεν απειλούν την ειρήνη. Ο ευρωσκεπτικισμός είναι σε άνοδο αλλά δεν απειλεί την ενωμένη Ευρώπη.

Το κοινωνικό κράτος, με όλα τα προβλήματά του, βοήθησε σε αυτό. Και το έκανε κάνοντας βασικά τη δουλειά του, που είναι να συμπληρώνει τα εισοδήματα – ιδίως των φτωχών και των ανέργων – όταν αυτά συμπιέζονται εξ αιτίας της οικονομικής ύφεσης.

Αυτό δεν έγινε στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Κάποιοι από εμάς είχαν προειδοποιήσει ότι δεν μπορούσε να γίνει, επειδή το σύστημα κοινωνικής προστασίας που είχαμε δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές συνέπειες μιας οικονομικής κρίσης. Δεν είχε φτιαχτεί για να προστατεύει τους αδύναμους, αλλά τους προνομιούχους. Ήταν πανάκριβο, αλλά δεν είχε ένα δίχτυ ασφαλείας για τους φτωχούς. Αναδιένεμε πόρους, αλλά σε λάθος κατεύθυνση: από τους λιγότερο στους περισσότερο  εύπορους, αντί για το ανάποδο.

Δύο μόνο παραδείγματα: Τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των ανέργων τετραπλασιάστηκε, αλλά ο αριθμός όσων παίρνουν επίδομα ανεργίας μειώθηκε (!), και σήμερα αντιστοιχεί σε 10,5% του συνόλου των ανέργων. Επίσης, 30 χρόνια (και πολλά δις ευρώ) μετά την ίδρυση του ΕΣΥ, με σκοπό να έχουν όλοι πρόσβαση στην περίθαλψη, ένα σχεδόν εκατομμύριο άτομα έχουν χάσει το δικαίωμα ανανέωσης του βιβλιαρίου ασθενείας – είτε επειδή είναι άνεργοι, είτε επειδή έκαναν διακοπή επαγγέλματος, είτε επειδή χρωστάνε στο ταμείο τους.

3. Οι αιτίες της αποτυχίας

Το πρόβλημα είναι ότι εδώ η κατανομή πόρων και δικαιωμάτων δεν γίνεται με βάση την ανάγκη για κοινωνική προστασία, ούτε με βάση γενικούς κανόνες που εγγυώνται την ισονομία των πολιτών, αλλά με βάση την πολιτική ισχύ των ομάδων πίεσης.

Αυτό συνέβαινε και πριν την κρίση: Τα πολλά δις ευρώ που πληρώναμε για την υγεία γίνονταν εισοδήματα για γιατρούς, κλινικάρχες, φαρμακοποιούς, φαρμακοβιομήχανους, ιδιοκτήτες διαγνωστικών κέντρων, εισαγωγείς και προμηθευτές. Σπανίως μεταφράζονταν σε περισσότερες και καλύτερες υπηρεσίες για ασθενείς.

Στην κρίση, τα πολλά δις ευρώ για την υγεία μειώθηκαν – π.χ. έπεσαν στο επίπεδο του 2007 ή του 2005. Για ένα σύστημα υγείας που στοιχειωδώς λειτουργεί κάτι τέτοιο είναι ασφαλώς δυσάρεστο αλλά όχι καταστροφικό. Εδώ ζήσαμε εικόνες πλήρους διάλυσης. Λόγω των μέτρων, προφανώς, αλλά επίσης λόγω του ότι οι περισσότεροι από τους ωφελημένους της προηγούμενης περιόδου άρχισαν να παλεύουν με νύχια και με δόντια για να αποσπάσουν ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κομμάτι από μια πίτα που είχε στο μεταξύ συρρικνωθεί. Μεταφέροντας το βάρος των μέτρων στους πιο αδύναμους, δηλ. στους ασθενείς, που έμεναν χωρίς φάρμακα και χωρίς βασικές υπηρεσίες.

Τα ίδια στις συντάξεις (κάθε χρόνο πληρώνουμε μισό δις στη ΔΕΗ για να δίνει συντάξεις πολύ μεγαλύτερες από το μισθό μου σε συνταξιούχους πολύ νεώτερους από εμένα), τα ίδια στην Πρόνοια κτλ. κτλ.

4. Οι συνέπειες της αποτυχίας

Μια κρίση είναι πάντοτε ένα κρίσιμο τεστ του πόσο ικανή και πόσο πρόθυμη να βοηθήσει τους πολίτες που πλήττονται περισσότερο είναι η δημοκρατική Πολιτεία.
Είναι μάλλον περιττό να σημειώσω ότι σε αυτό το τεστ η δική μας δημοκρατική Πολιτεία πήρε άθλιο βαθμό. Και η αποτυχία του «συστήματος» (εδώ, του συστήματος κοινωνικής προστασίας) τροφοδότησε τις «αντισυστημικές» αντιδράσεις που βλέπουμε γύρω μας: τον αντικοινοβουλευτισμό, τον λαϊκισμό, την ξενοφοβία, την απώλεια εμπιστοσύνης στους θεσμούς.

5. Τι να κάνουμε;

Φοβάμαι ότι το ένα τραίνο (εκείνο της έγκαιρης παρέμβασης για την ενίσχυση των φτωχών και των ανέργων) το έχουμε χάσει ήδη. Όμως, ακόμη και με τα καλύτερα σενάρια για την οικονομία (ανάκαμψη μέσα στο 2014) η υψηλή ανεργία και η μεγάλη φτώχεια θα είναι μαζί μας για καιρό, οπότε προλαβαίνουμε έστω και τώρα (…).

Το άλλο τραίνο περνάει μπροστά μας τώρα. Εάν δεν κάνουμε αυτό που πρέπει, τα φτωχά παιδιά που σήμερα πάνε πεινασμένα στο σχολείο αύριο θα μείνουν πίσω στα μαθήματα, μεθαύριο θα ψάχνουν για δουλειά χωρίς να έχουν προσόντα, και έτσι θα είναι άνεργοι ή χαμηλόμισθοι, και θα παραμείνουν φτωχοί, οι ίδιοι και τα δικά τους παιδιά. (Ο Δήμος Αθηναίων, κάνοντας σκληρές οικονομίες, καταφέρνει να μοιράζει σε τέτοια παιδιά 12.000 μερίδες την ημέρα – αλλά οι ανάγκες είναι πολύ μεγαλύτερες.) Αυτός ο φαύλος κύκλος πρέπει να σπάσει.

Πώς;

Χρειαζόμαστε νέες προτεραιότητες κοινωνικής πολιτικής.  Το σύνθημα εδώ πρέπει να είναι «έγνοια για τους αδύναμους – ισονομία / ενιαίοι κανόνες για όλους».

Αλλαγή έμφασης: όχι στην πρόωρη συνταξιοδότηση των μητέρων ανηλίκων, ναι σε θέσεις σε βρεφονηπιακούς σταθμούς για όλα τα μικρά παιδιά. Λιγότερες συντάξεις (με καλύτερη περίθαλψη), περισσότερη βοήθεια στις οικογένειες με παιδιά, στις εργαζόμενες μητέρες, στους νέους άνεργους, στους νέους επιχειρηματίες.

Νέο κοινωνικό συμβόλαιο: δημόσια εγγύηση μιας ελάχιστης δέσμης βασικών κοινωνικών υπηρεσιών και εισοδηματικών ενισχύσεων. Με ουσιώδη περίθαλψη, παιδική φροντίδα, σχολικά γεύματα, βασικές συντάξεις, στήριξη εισοδήματος των φτωχών και των ανέργων.

Μια τέτοια ελάχιστη δέσμη δεν μπορεί παρά να είναι αναγκαστικά λιτή, και συμβατή με τις δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας. Αλλά μπορεί να είναι αξιόλογη. Και πρέπει να είναι εκεί για όλους.

15 Ιανουαρίου 2014

Βιώσιμη ανάπτυξη και πολιτική σταθερότητα με αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής

Δημοσιεύτηκε στο ένθετο της εφημερίδας «Ναυτεμπορική» με θέμα «Έξι χρόνια ύφεσης» (Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014)

Οι επίσημες προβλέψεις για σταθεροποίηση της οικονομίας μέσα στο 2014 είναι πιθανό να επαληθευθούν. Άλλωστε, όλες οι κρίσεις κάποτε τελειώνουν. Όμως, οι πληγές που αφήνουν πίσω τους δεν επουλώνονται εύκολα, ούτε γρήγορα (ούτε από μόνες τους).

Αυτό ισχύει και με τη δική μας κρίση, που ήταν (και είναι ακόμη) βαθιά και παρατεταμένη. Όπως όλοι γνωρίζουμε, μετά από 6 και πλέον χρόνια ύφεσης η ελληνική οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά ένα τέταρτο περίπου. Οι προβλέψεις κάνουν λόγο για αναιμική ανάκαμψη στην καλύτερη περίπτωση. Εάν επαληθευθούν, θα πάρει πολύ καιρό – δεκαετίες ίσως – για να ανακτηθεί το χαμένο έδαφος: για να επανέλθουμε στο βιοτικό επίπεδο προ κρίσης, και κυρίως για να απορροφηθεί το «πλεονάζον» σήμερα εργατικό δυναμικό. Θυμίζω ότι μιλάμε για 1,5 περίπου εκατομμύριο ανθρώπους, με σάρκα και οστά. Πολλοί από αυτούς ζουν σε νοικοκυριά όπου δεν εργάζεται κανείς. Μερικοί έχουν μικρά παιδιά που μεγαλώνουν μέσα στην ανέχεια. Οι περισσότεροι δεν λαμβάνουν επίδομα ανεργίας ή άλλη εισοδηματική ενίσχυση από το κράτος. Εκατοντάδες χιλιάδες έχουν χάσει το δικαίωμα στην περίθαλψη. Ούτε λίγο ούτε πολύ, πρόκειται για το νέο κοινωνικό ζήτημα της εποχής μας.

Μήπως θα πρέπει απλώς να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι μια «χαμένη γενιά», που είχε την ατυχία να βρίσκεται στο λάθος μέρος τη λάθος εποχή; Ότι όπως κάθε κρίση, έτσι και η δική μας υπήρξε μια διαδικασία «δημιουργικής καταστροφής»; Ότι αυτή η (ευεργετική κατά βάθος) διαδικασία είναι αναπόφευκτο να έχει «παράπλευρες απώλειες»; Ότι εν πάση περιπτώσει κάπως έτσι πάνε τα πράγματα μπροστά, με κερδισμένους και χαμένους; Μήπως λοιπόν καλά θα κάναμε όλοι να αφήσουμε το παρελθόν και να επικεντρωθούμε στο μέλλον;

Είμαι βαθιά πεισμένος πως όχι: κάτι τέτοιο θα ήταν (άλλο ένα) μεγάλο λάθος. Τα τελευταία χρόνια, οι πολιτικές ελίτ – όλες: κυβέρνηση και «αντιμνημονιακή» αντιπολίτευση – έδωσαν εξετάσεις συνετούς και δίκαιης διαχείρισης της σοβαρότερης κρίσης στη νεώτερη ιστορία μας, και απέτυχαν παταγωδώς. Το ίδιο παταγωδώς απέτυχαν οι κοινωνικές οργανώσεις (εργοδοτικές οργανώσεις και εργατικά συνδικάτα), τα μέσα ενημέρωσης, οι υπόλοιποι διαμορφωτές της κοινής γνώμης, η κοινή γνώμη η ίδια. Το λογαριασμό για αυτή την αποτυχία ήδη τον πληρώνουν εκατοντάδες χιλιάδες νέοι, άνεργοι, φτωχοί. Για το καλό όλων αυτών, αλλά και για το καλό όλων μας, το νέο κοινωνικό ζήτημα πρέπει να αντιμετωπιστεί, έστω και καθυστερημένα. Το να παραβλέψουμε αυτή την επείγουσα ανάγκη θα ήταν πρώτα-πρώτα προσβολή στο δράμα των θυμάτων της περιόδου που (δείχνει να) φτάνει στο τέλος της. Όχι μόνο όμως. Η αδιαφορία για τις κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης θα ήταν επίσης ένδειξη κολοσσιαίας μυωπίας έναντι μιας εκρηκτικής κατάστασης που δεν απειλεί μόνο την κοινωνική συνοχή, αλλά και την πολιτική σταθερότητα, και επίσης τη βιωσιμότητα της οικονομικής ανάκαμψης, όποτε αυτή αρχίσει.

Πόσο σοβαρό είναι το νέο κοινωνικό ζήτημα; Δίχως αμφιβολία, η σοβαρότερη από τις κοινωνικές συνέπειες της κρίσης είναι η κατακόρυφη άνοδος της ακραίας φτώχειας, που είναι απόρροια της μεγάλης αύξησης της ανεργίας σε συνδυασμό με τα τραγικά κενά του συστήματος κοινωνικής προστασίας. Πόση ακριβώς είναι η ακραία φτώχεια στην Ελλάδα, και πώς έχει μεταβληθεί τα τελευταία χρόνια, ήταν το θέμα πρόσφατης μελέτης της Ομάδας Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών («Η ανατομία της φτώχειας στην Ελλάδα του 2013», από τον υπογράφοντα και τη Χρύσα Λεβέντη, διαθέσιμη στο www.paru.gr).

Στη μελέτη αυτή θέσαμε το εξής ερώτημα: πόσοι συμπολίτες μας έχουν τόσο χαμηλό εισόδημα που δεν είναι σε θέση να αγοράσουν ένα βασικό καλάθι αναγκαίων αγαθών χωρίς είτε να ανατρέξουν σε αποταμιεύσεις του παρελθόντος, είτε να δανειστούν, είτε να αφήσουν απλήρωτους λογαριασμούς; Είχαμε προηγουμένως υπολογίσει το κόστος αγοράς ενός τέτοιου καλαθιού αγαθών σε €233 (άτομο που ζει μόνο) και €684 το μήνα (ζευγάρι με δύο παιδιά), για νοικοκυριά που μένουν στην Αθήνα και δεν βαρύνονται με έξοδα ενοικίου ή στεγαστικού δανείου. Διαπιστώσαμε ότι 14% του πληθυσμού το 2013 είχε εισόδημα κάτω από αυτό το ελάχιστο κόστος αξιοπρεπούς διαβίωσης, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως το όριο ακραίας φτώχειας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, το αντίστοιχο ποσοστό το 2009 ήταν μόλις 2%.

Πώς επιβιώνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι (λίγο πάνω από 1,5 εκατομμύριο); Εικάζουμε ότι οι περισσότεροι καταφέρνουν ακόμη να διατηρούν ένα ελάχιστο επίπεδο κατανάλωσης είτε αντλώντας από αποταμιεύσεις που είχαν εξοικονομήσει στο παρελθόν, είτε ρευστοποιώντας περιουσιακά στοιχεία (π.χ. χρυσαφικά), είτε χρεώνοντας πιστωτικές κάρτες (μάλλον όχι πια καταναλωτικά δάνεια), είτε συσσωρεύοντας χρέη (π.χ. στην εφορία, στα ασφαλιστικά ταμεία, στην τράπεζα για στεγαστικά δάνεια), είτε αφήνοντας άλλους απλήρωτους λογαριασμούς (π.χ. ενοίκια). Προς το παρόν, οξύ πρόβλημα επιβίωσης αντιμετωπίζουν λιγότεροι. Όσο όμως παρατείνεται η κρίση, ο αριθμός τους αναγκαστικά θα αυξάνεται.

Για μερικές ομάδες του πληθυσμού η αύξηση της ακραίας φτώχειας είναι ακόμη δραματικότερη. Εκτιμάμε ότι 20% των παιδιών (έναντι 4% το 2009) ζει σε οικογένειες που δεν είναι σε θέση να αγοράσουν τα αγαθά που είναι απαραίτητα για την εξασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η κατάσταση των ανέργων δείχνει να είναι ακόμη χειρότερη (ποσοστό ακραίας φτώχειας 34% το 2013, από 5% το 2009). Ακόμη: 24% όσων ζουν σε νοικοκυριά που βαρύνονται από ενοίκιο ή στεγαστικό δάνειο, 21% όσων μένουν στην Αθήνα, 18% των ατόμων ηλικίας 30 έως 45 ετών, καθώς και 16% των αυτοαπασχολουμένων φαίνεται να διαθέτουν εισόδημα χαμηλότερο από το ελάχιστο κόστος αξιοπρεπούς διαβίωσης. (Είναι προφανές ότι οι ομάδες του πληθυσμού που αναφέρονται εδώ εν μέρει αλληλοεπικαλύπτονται, αφού το ίδιο νοικοκυριό μπορεί κάλλιστα να ανήκει σε περισσότερες από μια ομάδες – π.χ. άνεργοι, 30-44 ετών, σε οικογένειες με παιδιά, που ζουν στην Αθήνα, σε ενοικιαζόμενη κατοικία.)

Η κάθοδος στην ακραία φτώχεια ενός τόσο υψηλού (και αυξανόμενου) τμήματος του πληθυσμού αποκαλύπτει την αδυναμία του συστήματος κοινωνικής προστασίας να αποτρέψει την ακραία φτώχεια σε συνθήκες βαθειάς και παρατεταμένης ύφεσης. Πράγματι, η φτώχεια των ανέργων έχει φτάσει σε επίπεδα συναγερμού και επειδή το σύστημα κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα (αντίθετα από ό,τι συνέβη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες) απέτυχε να ανταποκριθεί στην αύξηση του αριθμού των ανέργων θέτοντας σε κίνηση συμπαγείς μηχανισμούς στήριξης του εισοδήματος τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕλΣτατ το δεύτερο τρίμηνο του 2013 ο αριθμός των ανέργων είχε ξεπεράσει το 1 εκατομμύριο 350 χιλιάδες, ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΑΕΔ ο αριθμός όσων ελάμβαναν τακτικό επίδομα ανεργίας το ίδιο τρίμηνο ήταν 158 χιλιάδες: με άλλα λόγια, μόλις 1 στους 9 ανέργους (ποσοστό 11,7%).

Τι μπορεί ρεαλιστικά να γίνει για την αντιμετώπιση του νέου κοινωνικού ζητήματος; Δύο πράγματα. Πρώτον, πύκνωση της εισοδηματικής στήριξης. Επιμήκυνση της διάρκειας του τακτικού επιδόματος ανεργίας από 12 σε 24 μήνες όσο η ανεργία μένει πάνω από 10% (σύμφωνα και με τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΟΟΣΑ). Επέκταση του επιδόματος μακροχρόνιας ανεργίας σε όλους τους ανέργους που ζουν σε οικογένειες χαμηλού εισοδήματος, χωρίς άλλες προϋποθέσεις (τουλάχιστον μέχρι τη γενίκευση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος). Θεσμοθέτηση επιδόματος κατοικίας με εισοδηματικά κριτήρια στη θέση του επιδόματος ενοικίου ΟΕΚ που καταργήθηκε («προσωρινά») το 2010, όπως έχει προτείνει ο ΟΟΣΑ και όπως έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση. Εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος σε εθνική κλίμακα μετά από προσεκτική μελέτη των διδαγμάτων της πιλοτικής φάσης που έχει προγραμματιστεί για το 2014, όπως έχει προτείνει το ΔΝΤ.

Δεύτερον, αναβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών. Γεύματα στα σχολεία για τους μαθητές δημοτικού, όπως υποστηρίζει ο ΟΟΣΑ στην πρόσφατη έκθεσή του για την Ελλάδα. Επέκταση της παιδικής φροντίδας με κουπόνι (voucher) που θα εξαργυρώνεται σε πιστοποιημένους βρεφονηπιακούς σταθμούς (δημοτικούς ή ιδιωτικούς), όπως προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αποκατάσταση του προγράμματος «Βοήθεια στο Σπίτι», με στόχο τη στήριξη με υπηρεσίες υγείας, κοινωνικής φροντίδας και καθημερινής φροντίδας όλων των ηλικιωμένων που ζουν μόνοι. Αποσύνδεση της περίθαλψης από την ασφάλιση, για ίση πρόσβαση στην υγεία όλων, και ειδικά των φτωχών, των ηλικιωμένων, των χρόνια ασθενών.

Ένα τέτοιο σχέδιο ενδυνάμωσης του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας σίγουρα δεν είναι δωρεάν. Αλλά τα κοινωνικά προβλήματα που φιλοδοξεί να αντιμετωπίσει έχουν και αυτά κόστος, σημερινό και μελλοντικό. Το κόστος αυτό είναι πιθανότατα υψηλότερο – και μπορεί κάποτε να αποδειχθεί δυσβάσταχτο για την κοινωνία, την οικονομία και την πολιτική.