Δημοσιεύτηκε στο ένθετο της εφημερίδας «Ναυτεμπορική» με θέμα «Έξι χρόνια ύφεσης» (Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014)
Οι επίσημες προβλέψεις για σταθεροποίηση της οικονομίας μέσα στο 2014 είναι πιθανό να επαληθευθούν. Άλλωστε, όλες οι κρίσεις κάποτε τελειώνουν. Όμως, οι πληγές που αφήνουν πίσω τους δεν επουλώνονται εύκολα, ούτε γρήγορα (ούτε από μόνες τους).
Αυτό ισχύει και με τη δική μας κρίση, που ήταν (και είναι ακόμη) βαθιά και παρατεταμένη. Όπως όλοι γνωρίζουμε, μετά από 6 και πλέον χρόνια ύφεσης η ελληνική οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά ένα τέταρτο περίπου. Οι προβλέψεις κάνουν λόγο για αναιμική ανάκαμψη στην καλύτερη περίπτωση. Εάν επαληθευθούν, θα πάρει πολύ καιρό – δεκαετίες ίσως – για να ανακτηθεί το χαμένο έδαφος: για να επανέλθουμε στο βιοτικό επίπεδο προ κρίσης, και κυρίως για να απορροφηθεί το «πλεονάζον» σήμερα εργατικό δυναμικό. Θυμίζω ότι μιλάμε για 1,5 περίπου εκατομμύριο ανθρώπους, με σάρκα και οστά. Πολλοί από αυτούς ζουν σε νοικοκυριά όπου δεν εργάζεται κανείς. Μερικοί έχουν μικρά παιδιά που μεγαλώνουν μέσα στην ανέχεια. Οι περισσότεροι δεν λαμβάνουν επίδομα ανεργίας ή άλλη εισοδηματική ενίσχυση από το κράτος. Εκατοντάδες χιλιάδες έχουν χάσει το δικαίωμα στην περίθαλψη. Ούτε λίγο ούτε πολύ, πρόκειται για το νέο κοινωνικό ζήτημα της εποχής μας.
Μήπως θα πρέπει απλώς να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι μια «χαμένη γενιά», που είχε την ατυχία να βρίσκεται στο λάθος μέρος τη λάθος εποχή; Ότι όπως κάθε κρίση, έτσι και η δική μας υπήρξε μια διαδικασία «δημιουργικής καταστροφής»; Ότι αυτή η (ευεργετική κατά βάθος) διαδικασία είναι αναπόφευκτο να έχει «παράπλευρες απώλειες»; Ότι εν πάση περιπτώσει κάπως έτσι πάνε τα πράγματα μπροστά, με κερδισμένους και χαμένους; Μήπως λοιπόν καλά θα κάναμε όλοι να αφήσουμε το παρελθόν και να επικεντρωθούμε στο μέλλον;
Είμαι βαθιά πεισμένος πως όχι: κάτι τέτοιο θα ήταν (άλλο ένα) μεγάλο λάθος. Τα τελευταία χρόνια, οι πολιτικές ελίτ – όλες: κυβέρνηση και «αντιμνημονιακή» αντιπολίτευση – έδωσαν εξετάσεις συνετούς και δίκαιης διαχείρισης της σοβαρότερης κρίσης στη νεώτερη ιστορία μας, και απέτυχαν παταγωδώς. Το ίδιο παταγωδώς απέτυχαν οι κοινωνικές οργανώσεις (εργοδοτικές οργανώσεις και εργατικά συνδικάτα), τα μέσα ενημέρωσης, οι υπόλοιποι διαμορφωτές της κοινής γνώμης, η κοινή γνώμη η ίδια. Το λογαριασμό για αυτή την αποτυχία ήδη τον πληρώνουν εκατοντάδες χιλιάδες νέοι, άνεργοι, φτωχοί. Για το καλό όλων αυτών, αλλά και για το καλό όλων μας, το νέο κοινωνικό ζήτημα πρέπει να αντιμετωπιστεί, έστω και καθυστερημένα. Το να παραβλέψουμε αυτή την επείγουσα ανάγκη θα ήταν πρώτα-πρώτα προσβολή στο δράμα των θυμάτων της περιόδου που (δείχνει να) φτάνει στο τέλος της. Όχι μόνο όμως. Η αδιαφορία για τις κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης θα ήταν επίσης ένδειξη κολοσσιαίας μυωπίας έναντι μιας εκρηκτικής κατάστασης που δεν απειλεί μόνο την κοινωνική συνοχή, αλλά και την πολιτική σταθερότητα, και επίσης τη βιωσιμότητα της οικονομικής ανάκαμψης, όποτε αυτή αρχίσει.
Πόσο σοβαρό είναι το νέο κοινωνικό ζήτημα; Δίχως αμφιβολία, η σοβαρότερη από τις κοινωνικές συνέπειες της κρίσης είναι η κατακόρυφη άνοδος της ακραίας φτώχειας, που είναι απόρροια της μεγάλης αύξησης της ανεργίας σε συνδυασμό με τα τραγικά κενά του συστήματος κοινωνικής προστασίας. Πόση ακριβώς είναι η ακραία φτώχεια στην Ελλάδα, και πώς έχει μεταβληθεί τα τελευταία χρόνια, ήταν το θέμα πρόσφατης μελέτης της Ομάδας Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών («Η ανατομία της φτώχειας στην Ελλάδα του 2013», από τον υπογράφοντα και τη Χρύσα Λεβέντη, διαθέσιμη στο www.paru.gr).
Στη μελέτη αυτή θέσαμε το εξής ερώτημα: πόσοι συμπολίτες μας έχουν τόσο χαμηλό εισόδημα που δεν είναι σε θέση να αγοράσουν ένα βασικό καλάθι αναγκαίων αγαθών χωρίς είτε να ανατρέξουν σε αποταμιεύσεις του παρελθόντος, είτε να δανειστούν, είτε να αφήσουν απλήρωτους λογαριασμούς; Είχαμε προηγουμένως υπολογίσει το κόστος αγοράς ενός τέτοιου καλαθιού αγαθών σε €233 (άτομο που ζει μόνο) και €684 το μήνα (ζευγάρι με δύο παιδιά), για νοικοκυριά που μένουν στην Αθήνα και δεν βαρύνονται με έξοδα ενοικίου ή στεγαστικού δανείου. Διαπιστώσαμε ότι 14% του πληθυσμού το 2013 είχε εισόδημα κάτω από αυτό το ελάχιστο κόστος αξιοπρεπούς διαβίωσης, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως το όριο ακραίας φτώχειας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, το αντίστοιχο ποσοστό το 2009 ήταν μόλις 2%.
Πώς επιβιώνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι (λίγο πάνω από 1,5 εκατομμύριο); Εικάζουμε ότι οι περισσότεροι καταφέρνουν ακόμη να διατηρούν ένα ελάχιστο επίπεδο κατανάλωσης είτε αντλώντας από αποταμιεύσεις που είχαν εξοικονομήσει στο παρελθόν, είτε ρευστοποιώντας περιουσιακά στοιχεία (π.χ. χρυσαφικά), είτε χρεώνοντας πιστωτικές κάρτες (μάλλον όχι πια καταναλωτικά δάνεια), είτε συσσωρεύοντας χρέη (π.χ. στην εφορία, στα ασφαλιστικά ταμεία, στην τράπεζα για στεγαστικά δάνεια), είτε αφήνοντας άλλους απλήρωτους λογαριασμούς (π.χ. ενοίκια). Προς το παρόν, οξύ πρόβλημα επιβίωσης αντιμετωπίζουν λιγότεροι. Όσο όμως παρατείνεται η κρίση, ο αριθμός τους αναγκαστικά θα αυξάνεται.
Για μερικές ομάδες του πληθυσμού η αύξηση της ακραίας φτώχειας είναι ακόμη δραματικότερη. Εκτιμάμε ότι 20% των παιδιών (έναντι 4% το 2009) ζει σε οικογένειες που δεν είναι σε θέση να αγοράσουν τα αγαθά που είναι απαραίτητα για την εξασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η κατάσταση των ανέργων δείχνει να είναι ακόμη χειρότερη (ποσοστό ακραίας φτώχειας 34% το 2013, από 5% το 2009). Ακόμη: 24% όσων ζουν σε νοικοκυριά που βαρύνονται από ενοίκιο ή στεγαστικό δάνειο, 21% όσων μένουν στην Αθήνα, 18% των ατόμων ηλικίας 30 έως 45 ετών, καθώς και 16% των αυτοαπασχολουμένων φαίνεται να διαθέτουν εισόδημα χαμηλότερο από το ελάχιστο κόστος αξιοπρεπούς διαβίωσης. (Είναι προφανές ότι οι ομάδες του πληθυσμού που αναφέρονται εδώ εν μέρει αλληλοεπικαλύπτονται, αφού το ίδιο νοικοκυριό μπορεί κάλλιστα να ανήκει σε περισσότερες από μια ομάδες – π.χ. άνεργοι, 30-44 ετών, σε οικογένειες με παιδιά, που ζουν στην Αθήνα, σε ενοικιαζόμενη κατοικία.)
Η κάθοδος στην ακραία φτώχεια ενός τόσο υψηλού (και αυξανόμενου) τμήματος του πληθυσμού αποκαλύπτει την αδυναμία του συστήματος κοινωνικής προστασίας να αποτρέψει την ακραία φτώχεια σε συνθήκες βαθειάς και παρατεταμένης ύφεσης. Πράγματι, η φτώχεια των ανέργων έχει φτάσει σε επίπεδα συναγερμού και επειδή το σύστημα κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα (αντίθετα από ό,τι συνέβη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες) απέτυχε να ανταποκριθεί στην αύξηση του αριθμού των ανέργων θέτοντας σε κίνηση συμπαγείς μηχανισμούς στήριξης του εισοδήματος τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕλΣτατ το δεύτερο τρίμηνο του 2013 ο αριθμός των ανέργων είχε ξεπεράσει το 1 εκατομμύριο 350 χιλιάδες, ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΑΕΔ ο αριθμός όσων ελάμβαναν τακτικό επίδομα ανεργίας το ίδιο τρίμηνο ήταν 158 χιλιάδες: με άλλα λόγια, μόλις 1 στους 9 ανέργους (ποσοστό 11,7%).
Τι μπορεί ρεαλιστικά να γίνει για την αντιμετώπιση του νέου κοινωνικού ζητήματος; Δύο πράγματα. Πρώτον, πύκνωση της εισοδηματικής στήριξης. Επιμήκυνση της διάρκειας του τακτικού επιδόματος ανεργίας από 12 σε 24 μήνες όσο η ανεργία μένει πάνω από 10% (σύμφωνα και με τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΟΟΣΑ). Επέκταση του επιδόματος μακροχρόνιας ανεργίας σε όλους τους ανέργους που ζουν σε οικογένειες χαμηλού εισοδήματος, χωρίς άλλες προϋποθέσεις (τουλάχιστον μέχρι τη γενίκευση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος). Θεσμοθέτηση επιδόματος κατοικίας με εισοδηματικά κριτήρια στη θέση του επιδόματος ενοικίου ΟΕΚ που καταργήθηκε («προσωρινά») το 2010, όπως έχει προτείνει ο ΟΟΣΑ και όπως έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση. Εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος σε εθνική κλίμακα μετά από προσεκτική μελέτη των διδαγμάτων της πιλοτικής φάσης που έχει προγραμματιστεί για το 2014, όπως έχει προτείνει το ΔΝΤ.
Δεύτερον, αναβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών. Γεύματα στα σχολεία για τους μαθητές δημοτικού, όπως υποστηρίζει ο ΟΟΣΑ στην πρόσφατη έκθεσή του για την Ελλάδα. Επέκταση της παιδικής φροντίδας με κουπόνι (voucher) που θα εξαργυρώνεται σε πιστοποιημένους βρεφονηπιακούς σταθμούς (δημοτικούς ή ιδιωτικούς), όπως προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αποκατάσταση του προγράμματος «Βοήθεια στο Σπίτι», με στόχο τη στήριξη με υπηρεσίες υγείας, κοινωνικής φροντίδας και καθημερινής φροντίδας όλων των ηλικιωμένων που ζουν μόνοι. Αποσύνδεση της περίθαλψης από την ασφάλιση, για ίση πρόσβαση στην υγεία όλων, και ειδικά των φτωχών, των ηλικιωμένων, των χρόνια ασθενών.
Ένα τέτοιο σχέδιο ενδυνάμωσης του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας σίγουρα δεν είναι δωρεάν. Αλλά τα κοινωνικά προβλήματα που φιλοδοξεί να αντιμετωπίσει έχουν και αυτά κόστος, σημερινό και μελλοντικό. Το κόστος αυτό είναι πιθανότατα υψηλότερο – και μπορεί κάποτε να αποδειχθεί δυσβάσταχτο για την κοινωνία, την οικονομία και την πολιτική.
Οι επίσημες προβλέψεις για σταθεροποίηση της οικονομίας μέσα στο 2014 είναι πιθανό να επαληθευθούν. Άλλωστε, όλες οι κρίσεις κάποτε τελειώνουν. Όμως, οι πληγές που αφήνουν πίσω τους δεν επουλώνονται εύκολα, ούτε γρήγορα (ούτε από μόνες τους).
Αυτό ισχύει και με τη δική μας κρίση, που ήταν (και είναι ακόμη) βαθιά και παρατεταμένη. Όπως όλοι γνωρίζουμε, μετά από 6 και πλέον χρόνια ύφεσης η ελληνική οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά ένα τέταρτο περίπου. Οι προβλέψεις κάνουν λόγο για αναιμική ανάκαμψη στην καλύτερη περίπτωση. Εάν επαληθευθούν, θα πάρει πολύ καιρό – δεκαετίες ίσως – για να ανακτηθεί το χαμένο έδαφος: για να επανέλθουμε στο βιοτικό επίπεδο προ κρίσης, και κυρίως για να απορροφηθεί το «πλεονάζον» σήμερα εργατικό δυναμικό. Θυμίζω ότι μιλάμε για 1,5 περίπου εκατομμύριο ανθρώπους, με σάρκα και οστά. Πολλοί από αυτούς ζουν σε νοικοκυριά όπου δεν εργάζεται κανείς. Μερικοί έχουν μικρά παιδιά που μεγαλώνουν μέσα στην ανέχεια. Οι περισσότεροι δεν λαμβάνουν επίδομα ανεργίας ή άλλη εισοδηματική ενίσχυση από το κράτος. Εκατοντάδες χιλιάδες έχουν χάσει το δικαίωμα στην περίθαλψη. Ούτε λίγο ούτε πολύ, πρόκειται για το νέο κοινωνικό ζήτημα της εποχής μας.
Μήπως θα πρέπει απλώς να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι μια «χαμένη γενιά», που είχε την ατυχία να βρίσκεται στο λάθος μέρος τη λάθος εποχή; Ότι όπως κάθε κρίση, έτσι και η δική μας υπήρξε μια διαδικασία «δημιουργικής καταστροφής»; Ότι αυτή η (ευεργετική κατά βάθος) διαδικασία είναι αναπόφευκτο να έχει «παράπλευρες απώλειες»; Ότι εν πάση περιπτώσει κάπως έτσι πάνε τα πράγματα μπροστά, με κερδισμένους και χαμένους; Μήπως λοιπόν καλά θα κάναμε όλοι να αφήσουμε το παρελθόν και να επικεντρωθούμε στο μέλλον;
Είμαι βαθιά πεισμένος πως όχι: κάτι τέτοιο θα ήταν (άλλο ένα) μεγάλο λάθος. Τα τελευταία χρόνια, οι πολιτικές ελίτ – όλες: κυβέρνηση και «αντιμνημονιακή» αντιπολίτευση – έδωσαν εξετάσεις συνετούς και δίκαιης διαχείρισης της σοβαρότερης κρίσης στη νεώτερη ιστορία μας, και απέτυχαν παταγωδώς. Το ίδιο παταγωδώς απέτυχαν οι κοινωνικές οργανώσεις (εργοδοτικές οργανώσεις και εργατικά συνδικάτα), τα μέσα ενημέρωσης, οι υπόλοιποι διαμορφωτές της κοινής γνώμης, η κοινή γνώμη η ίδια. Το λογαριασμό για αυτή την αποτυχία ήδη τον πληρώνουν εκατοντάδες χιλιάδες νέοι, άνεργοι, φτωχοί. Για το καλό όλων αυτών, αλλά και για το καλό όλων μας, το νέο κοινωνικό ζήτημα πρέπει να αντιμετωπιστεί, έστω και καθυστερημένα. Το να παραβλέψουμε αυτή την επείγουσα ανάγκη θα ήταν πρώτα-πρώτα προσβολή στο δράμα των θυμάτων της περιόδου που (δείχνει να) φτάνει στο τέλος της. Όχι μόνο όμως. Η αδιαφορία για τις κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης θα ήταν επίσης ένδειξη κολοσσιαίας μυωπίας έναντι μιας εκρηκτικής κατάστασης που δεν απειλεί μόνο την κοινωνική συνοχή, αλλά και την πολιτική σταθερότητα, και επίσης τη βιωσιμότητα της οικονομικής ανάκαμψης, όποτε αυτή αρχίσει.
Πόσο σοβαρό είναι το νέο κοινωνικό ζήτημα; Δίχως αμφιβολία, η σοβαρότερη από τις κοινωνικές συνέπειες της κρίσης είναι η κατακόρυφη άνοδος της ακραίας φτώχειας, που είναι απόρροια της μεγάλης αύξησης της ανεργίας σε συνδυασμό με τα τραγικά κενά του συστήματος κοινωνικής προστασίας. Πόση ακριβώς είναι η ακραία φτώχεια στην Ελλάδα, και πώς έχει μεταβληθεί τα τελευταία χρόνια, ήταν το θέμα πρόσφατης μελέτης της Ομάδας Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών («Η ανατομία της φτώχειας στην Ελλάδα του 2013», από τον υπογράφοντα και τη Χρύσα Λεβέντη, διαθέσιμη στο www.paru.gr).
Στη μελέτη αυτή θέσαμε το εξής ερώτημα: πόσοι συμπολίτες μας έχουν τόσο χαμηλό εισόδημα που δεν είναι σε θέση να αγοράσουν ένα βασικό καλάθι αναγκαίων αγαθών χωρίς είτε να ανατρέξουν σε αποταμιεύσεις του παρελθόντος, είτε να δανειστούν, είτε να αφήσουν απλήρωτους λογαριασμούς; Είχαμε προηγουμένως υπολογίσει το κόστος αγοράς ενός τέτοιου καλαθιού αγαθών σε €233 (άτομο που ζει μόνο) και €684 το μήνα (ζευγάρι με δύο παιδιά), για νοικοκυριά που μένουν στην Αθήνα και δεν βαρύνονται με έξοδα ενοικίου ή στεγαστικού δανείου. Διαπιστώσαμε ότι 14% του πληθυσμού το 2013 είχε εισόδημα κάτω από αυτό το ελάχιστο κόστος αξιοπρεπούς διαβίωσης, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως το όριο ακραίας φτώχειας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, το αντίστοιχο ποσοστό το 2009 ήταν μόλις 2%.
Πώς επιβιώνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι (λίγο πάνω από 1,5 εκατομμύριο); Εικάζουμε ότι οι περισσότεροι καταφέρνουν ακόμη να διατηρούν ένα ελάχιστο επίπεδο κατανάλωσης είτε αντλώντας από αποταμιεύσεις που είχαν εξοικονομήσει στο παρελθόν, είτε ρευστοποιώντας περιουσιακά στοιχεία (π.χ. χρυσαφικά), είτε χρεώνοντας πιστωτικές κάρτες (μάλλον όχι πια καταναλωτικά δάνεια), είτε συσσωρεύοντας χρέη (π.χ. στην εφορία, στα ασφαλιστικά ταμεία, στην τράπεζα για στεγαστικά δάνεια), είτε αφήνοντας άλλους απλήρωτους λογαριασμούς (π.χ. ενοίκια). Προς το παρόν, οξύ πρόβλημα επιβίωσης αντιμετωπίζουν λιγότεροι. Όσο όμως παρατείνεται η κρίση, ο αριθμός τους αναγκαστικά θα αυξάνεται.
Για μερικές ομάδες του πληθυσμού η αύξηση της ακραίας φτώχειας είναι ακόμη δραματικότερη. Εκτιμάμε ότι 20% των παιδιών (έναντι 4% το 2009) ζει σε οικογένειες που δεν είναι σε θέση να αγοράσουν τα αγαθά που είναι απαραίτητα για την εξασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η κατάσταση των ανέργων δείχνει να είναι ακόμη χειρότερη (ποσοστό ακραίας φτώχειας 34% το 2013, από 5% το 2009). Ακόμη: 24% όσων ζουν σε νοικοκυριά που βαρύνονται από ενοίκιο ή στεγαστικό δάνειο, 21% όσων μένουν στην Αθήνα, 18% των ατόμων ηλικίας 30 έως 45 ετών, καθώς και 16% των αυτοαπασχολουμένων φαίνεται να διαθέτουν εισόδημα χαμηλότερο από το ελάχιστο κόστος αξιοπρεπούς διαβίωσης. (Είναι προφανές ότι οι ομάδες του πληθυσμού που αναφέρονται εδώ εν μέρει αλληλοεπικαλύπτονται, αφού το ίδιο νοικοκυριό μπορεί κάλλιστα να ανήκει σε περισσότερες από μια ομάδες – π.χ. άνεργοι, 30-44 ετών, σε οικογένειες με παιδιά, που ζουν στην Αθήνα, σε ενοικιαζόμενη κατοικία.)
Η κάθοδος στην ακραία φτώχεια ενός τόσο υψηλού (και αυξανόμενου) τμήματος του πληθυσμού αποκαλύπτει την αδυναμία του συστήματος κοινωνικής προστασίας να αποτρέψει την ακραία φτώχεια σε συνθήκες βαθειάς και παρατεταμένης ύφεσης. Πράγματι, η φτώχεια των ανέργων έχει φτάσει σε επίπεδα συναγερμού και επειδή το σύστημα κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα (αντίθετα από ό,τι συνέβη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες) απέτυχε να ανταποκριθεί στην αύξηση του αριθμού των ανέργων θέτοντας σε κίνηση συμπαγείς μηχανισμούς στήριξης του εισοδήματος τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕλΣτατ το δεύτερο τρίμηνο του 2013 ο αριθμός των ανέργων είχε ξεπεράσει το 1 εκατομμύριο 350 χιλιάδες, ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΑΕΔ ο αριθμός όσων ελάμβαναν τακτικό επίδομα ανεργίας το ίδιο τρίμηνο ήταν 158 χιλιάδες: με άλλα λόγια, μόλις 1 στους 9 ανέργους (ποσοστό 11,7%).
Τι μπορεί ρεαλιστικά να γίνει για την αντιμετώπιση του νέου κοινωνικού ζητήματος; Δύο πράγματα. Πρώτον, πύκνωση της εισοδηματικής στήριξης. Επιμήκυνση της διάρκειας του τακτικού επιδόματος ανεργίας από 12 σε 24 μήνες όσο η ανεργία μένει πάνω από 10% (σύμφωνα και με τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΟΟΣΑ). Επέκταση του επιδόματος μακροχρόνιας ανεργίας σε όλους τους ανέργους που ζουν σε οικογένειες χαμηλού εισοδήματος, χωρίς άλλες προϋποθέσεις (τουλάχιστον μέχρι τη γενίκευση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος). Θεσμοθέτηση επιδόματος κατοικίας με εισοδηματικά κριτήρια στη θέση του επιδόματος ενοικίου ΟΕΚ που καταργήθηκε («προσωρινά») το 2010, όπως έχει προτείνει ο ΟΟΣΑ και όπως έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση. Εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος σε εθνική κλίμακα μετά από προσεκτική μελέτη των διδαγμάτων της πιλοτικής φάσης που έχει προγραμματιστεί για το 2014, όπως έχει προτείνει το ΔΝΤ.
Δεύτερον, αναβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών. Γεύματα στα σχολεία για τους μαθητές δημοτικού, όπως υποστηρίζει ο ΟΟΣΑ στην πρόσφατη έκθεσή του για την Ελλάδα. Επέκταση της παιδικής φροντίδας με κουπόνι (voucher) που θα εξαργυρώνεται σε πιστοποιημένους βρεφονηπιακούς σταθμούς (δημοτικούς ή ιδιωτικούς), όπως προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αποκατάσταση του προγράμματος «Βοήθεια στο Σπίτι», με στόχο τη στήριξη με υπηρεσίες υγείας, κοινωνικής φροντίδας και καθημερινής φροντίδας όλων των ηλικιωμένων που ζουν μόνοι. Αποσύνδεση της περίθαλψης από την ασφάλιση, για ίση πρόσβαση στην υγεία όλων, και ειδικά των φτωχών, των ηλικιωμένων, των χρόνια ασθενών.
Ένα τέτοιο σχέδιο ενδυνάμωσης του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας σίγουρα δεν είναι δωρεάν. Αλλά τα κοινωνικά προβλήματα που φιλοδοξεί να αντιμετωπίσει έχουν και αυτά κόστος, σημερινό και μελλοντικό. Το κόστος αυτό είναι πιθανότατα υψηλότερο – και μπορεί κάποτε να αποδειχθεί δυσβάσταχτο για την κοινωνία, την οικονομία και την πολιτική.