23 Ιανουαρίου 2014

Κοινωνική πολιτική για μια ρημαγμένη χώρα

Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014).

Οι πολιτικές ελίτ, όλων των αποχρώσεων, απαρτίζονται κατά κανόνα από άτομα πιο μορφωμένα και πιο εύπορα από το μέσο όρο. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με όσους άλλους ασχολούνται με τα κοινά. Ο αγώνας για την επιβίωση δεν αφήνει ούτε χρόνο ούτε μυαλό για άλλα. Αυτό ισχύει πάντα και παντού. Ο προφανής κίνδυνος είναι οι συνήθως καλοπροαίρετοι άνθρωποι που αγωνιούν για το μέλλον της χώρας να αποκοπούν από τις πιο άμεσες και πιο πιεστικές αγωνίες ενός μεγάλου κομματιού της κοινωνίας. Το λιγότερο που πρέπει να κάνουμε είναι να μην ξεχνάμε ότι ζούμε σε μια ρημαγμένη χώρα.

1. Το «νέο κοινωνικό ζήτημα»

Τα τελευταία χρόνια η χώρα μας έγινε πιο άνιση. Όχι τόσο επειδή οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι – αυτό δεν φαίνεται να συνέβη. Αλλά επειδή οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ομάδας μας στο πανεπιστήμιο, 14% των συμπολιτών μας είχαν το 2013 τόσο χαμηλό εισόδημα που δεν ήταν σε θέση να αγοράσουν ένα βασικό καλάθι αναγκαίων αγαθών χωρίς να ανατρέξουν σε αποταμιεύσεις του παρελθόντος, ή να δανειστούν, ή να αφήσουν απλήρωτους λογαριασμούς. Το 2009 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 2%.

Έγραψα παραπάνω «οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι». Για την ακρίβεια, οι παραδοσιακές κατηγορίες με χαμηλό εισόδημα (π.χ. οι ηλικιωμένοι που ζουν στην ύπαιθρο) φαίνεται να έχασαν λιγότερα από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Οι μεγάλοι χαμένοι δεν είναι αυτοί, αλλά μια νέα κατηγορία που τους έχει εκτοπίσει από τα χαμηλότερα σκαλοπάτια της κατανομής εισοδήματος (κυρίως οικογένειες ανέργων, συχνά με παιδιά, που ζουν στις πόλεις). Πολλές από αυτές τις οικογένειες έχουν βρεθεί χωρίς κανένα εργαζόμενο μέλος, χωρίς επίδομα ανεργίας ή άλλη εισοδηματική ενίσχυση, και συχνά χωρίς βιβλιάριο ασθένειας.

Αυτό είναι το «νέο κοινωνικό ζήτημα». Η διαιώνιση του δεν απειλεί μόνο την κοινωνική συνοχή, αλλά επίσης την πολιτική σταθερότητα και τη βιωσιμότητα της ανάκαμψης (όποτε αυτή έλθει). Συνεπώς, η αναγνώριση της κρισιμότητάς του πρέπει να είναι το σημείο εκκίνησης σε κάθε συζήτηση για την ανασυγκρότηση της χώρας μετά από 4+ χρόνια βαθιάς ύφεσης.

2. Πώς (δεν) ανταποκρίθηκε η Πολιτεία

Και άλλες χώρες πέρασαν μια σοβαρή οικονομική κρίση, ή περνάνε ακόμη (αν και όχι τόσο σοβαρή όσο εμείς). Και εκεί ο κόσμος πέρασε δύσκολα, ή περνάει ακόμη. Πουθενά όμως δεν ήταν η αντίδραση του οργανωμένου κράτους τόσο ανεπαρκής, τόσο καθυστερημένη και τόσο αναντίστοιχη με το μέγεθος του προβλήματος όσο εδώ.

Πράγματι, το κοινωνικό κράτος που βλέπουμε στην Ευρώπη και αλλού φτιάχτηκε την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από πολιτικούς ηγέτες που ήταν αποφασισμένοι να εμποδίσουν την επανάληψη όσων είχαν συμβεί την επαύριο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η οικονομική ύφεση μετατράπηκε σε κοινωνική κρίση και μετά σε πολιτική αστάθεια. Αυτό δεν έπρεπε να ξανασυμβεί.
Και δεν συνέβη. Η σημερινή οικονομική ύφεση – κατά γενική ομολογία, η οξύτερη από τον μεσοπόλεμο – είχε μεν σοβαρές κοινωνικές συνέπειες, αλλά πολύ λιγότερο από ό,τι τότε. Η δημοκρατία αμφισβητείται αλλά δεν απειλείται. Οι εθνικισμοί σηκώνουν κεφάλι αλλά δεν απειλούν την ειρήνη. Ο ευρωσκεπτικισμός είναι σε άνοδο αλλά δεν απειλεί την ενωμένη Ευρώπη.

Το κοινωνικό κράτος, με όλα τα προβλήματά του, βοήθησε σε αυτό. Και το έκανε κάνοντας βασικά τη δουλειά του, που είναι να συμπληρώνει τα εισοδήματα – ιδίως των φτωχών και των ανέργων – όταν αυτά συμπιέζονται εξ αιτίας της οικονομικής ύφεσης.

Αυτό δεν έγινε στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Κάποιοι από εμάς είχαν προειδοποιήσει ότι δεν μπορούσε να γίνει, επειδή το σύστημα κοινωνικής προστασίας που είχαμε δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές συνέπειες μιας οικονομικής κρίσης. Δεν είχε φτιαχτεί για να προστατεύει τους αδύναμους, αλλά τους προνομιούχους. Ήταν πανάκριβο, αλλά δεν είχε ένα δίχτυ ασφαλείας για τους φτωχούς. Αναδιένεμε πόρους, αλλά σε λάθος κατεύθυνση: από τους λιγότερο στους περισσότερο  εύπορους, αντί για το ανάποδο.

Δύο μόνο παραδείγματα: Τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των ανέργων τετραπλασιάστηκε, αλλά ο αριθμός όσων παίρνουν επίδομα ανεργίας μειώθηκε (!), και σήμερα αντιστοιχεί σε 10,5% του συνόλου των ανέργων. Επίσης, 30 χρόνια (και πολλά δις ευρώ) μετά την ίδρυση του ΕΣΥ, με σκοπό να έχουν όλοι πρόσβαση στην περίθαλψη, ένα σχεδόν εκατομμύριο άτομα έχουν χάσει το δικαίωμα ανανέωσης του βιβλιαρίου ασθενείας – είτε επειδή είναι άνεργοι, είτε επειδή έκαναν διακοπή επαγγέλματος, είτε επειδή χρωστάνε στο ταμείο τους.

3. Οι αιτίες της αποτυχίας

Το πρόβλημα είναι ότι εδώ η κατανομή πόρων και δικαιωμάτων δεν γίνεται με βάση την ανάγκη για κοινωνική προστασία, ούτε με βάση γενικούς κανόνες που εγγυώνται την ισονομία των πολιτών, αλλά με βάση την πολιτική ισχύ των ομάδων πίεσης.

Αυτό συνέβαινε και πριν την κρίση: Τα πολλά δις ευρώ που πληρώναμε για την υγεία γίνονταν εισοδήματα για γιατρούς, κλινικάρχες, φαρμακοποιούς, φαρμακοβιομήχανους, ιδιοκτήτες διαγνωστικών κέντρων, εισαγωγείς και προμηθευτές. Σπανίως μεταφράζονταν σε περισσότερες και καλύτερες υπηρεσίες για ασθενείς.

Στην κρίση, τα πολλά δις ευρώ για την υγεία μειώθηκαν – π.χ. έπεσαν στο επίπεδο του 2007 ή του 2005. Για ένα σύστημα υγείας που στοιχειωδώς λειτουργεί κάτι τέτοιο είναι ασφαλώς δυσάρεστο αλλά όχι καταστροφικό. Εδώ ζήσαμε εικόνες πλήρους διάλυσης. Λόγω των μέτρων, προφανώς, αλλά επίσης λόγω του ότι οι περισσότεροι από τους ωφελημένους της προηγούμενης περιόδου άρχισαν να παλεύουν με νύχια και με δόντια για να αποσπάσουν ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κομμάτι από μια πίτα που είχε στο μεταξύ συρρικνωθεί. Μεταφέροντας το βάρος των μέτρων στους πιο αδύναμους, δηλ. στους ασθενείς, που έμεναν χωρίς φάρμακα και χωρίς βασικές υπηρεσίες.

Τα ίδια στις συντάξεις (κάθε χρόνο πληρώνουμε μισό δις στη ΔΕΗ για να δίνει συντάξεις πολύ μεγαλύτερες από το μισθό μου σε συνταξιούχους πολύ νεώτερους από εμένα), τα ίδια στην Πρόνοια κτλ. κτλ.

4. Οι συνέπειες της αποτυχίας

Μια κρίση είναι πάντοτε ένα κρίσιμο τεστ του πόσο ικανή και πόσο πρόθυμη να βοηθήσει τους πολίτες που πλήττονται περισσότερο είναι η δημοκρατική Πολιτεία.
Είναι μάλλον περιττό να σημειώσω ότι σε αυτό το τεστ η δική μας δημοκρατική Πολιτεία πήρε άθλιο βαθμό. Και η αποτυχία του «συστήματος» (εδώ, του συστήματος κοινωνικής προστασίας) τροφοδότησε τις «αντισυστημικές» αντιδράσεις που βλέπουμε γύρω μας: τον αντικοινοβουλευτισμό, τον λαϊκισμό, την ξενοφοβία, την απώλεια εμπιστοσύνης στους θεσμούς.

5. Τι να κάνουμε;

Φοβάμαι ότι το ένα τραίνο (εκείνο της έγκαιρης παρέμβασης για την ενίσχυση των φτωχών και των ανέργων) το έχουμε χάσει ήδη. Όμως, ακόμη και με τα καλύτερα σενάρια για την οικονομία (ανάκαμψη μέσα στο 2014) η υψηλή ανεργία και η μεγάλη φτώχεια θα είναι μαζί μας για καιρό, οπότε προλαβαίνουμε έστω και τώρα (…).

Το άλλο τραίνο περνάει μπροστά μας τώρα. Εάν δεν κάνουμε αυτό που πρέπει, τα φτωχά παιδιά που σήμερα πάνε πεινασμένα στο σχολείο αύριο θα μείνουν πίσω στα μαθήματα, μεθαύριο θα ψάχνουν για δουλειά χωρίς να έχουν προσόντα, και έτσι θα είναι άνεργοι ή χαμηλόμισθοι, και θα παραμείνουν φτωχοί, οι ίδιοι και τα δικά τους παιδιά. (Ο Δήμος Αθηναίων, κάνοντας σκληρές οικονομίες, καταφέρνει να μοιράζει σε τέτοια παιδιά 12.000 μερίδες την ημέρα – αλλά οι ανάγκες είναι πολύ μεγαλύτερες.) Αυτός ο φαύλος κύκλος πρέπει να σπάσει.

Πώς;

Χρειαζόμαστε νέες προτεραιότητες κοινωνικής πολιτικής.  Το σύνθημα εδώ πρέπει να είναι «έγνοια για τους αδύναμους – ισονομία / ενιαίοι κανόνες για όλους».

Αλλαγή έμφασης: όχι στην πρόωρη συνταξιοδότηση των μητέρων ανηλίκων, ναι σε θέσεις σε βρεφονηπιακούς σταθμούς για όλα τα μικρά παιδιά. Λιγότερες συντάξεις (με καλύτερη περίθαλψη), περισσότερη βοήθεια στις οικογένειες με παιδιά, στις εργαζόμενες μητέρες, στους νέους άνεργους, στους νέους επιχειρηματίες.

Νέο κοινωνικό συμβόλαιο: δημόσια εγγύηση μιας ελάχιστης δέσμης βασικών κοινωνικών υπηρεσιών και εισοδηματικών ενισχύσεων. Με ουσιώδη περίθαλψη, παιδική φροντίδα, σχολικά γεύματα, βασικές συντάξεις, στήριξη εισοδήματος των φτωχών και των ανέργων.

Μια τέτοια ελάχιστη δέσμη δεν μπορεί παρά να είναι αναγκαστικά λιτή, και συμβατή με τις δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας. Αλλά μπορεί να είναι αξιόλογη. Και πρέπει να είναι εκεί για όλους.