1 Ιουνίου 2015

Μιλώντας στα παιδιά μας για την κρίση

Παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Μποτόπουλου «Ο Βασίλης και η κρίση». Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2015. Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Ιούνιος 2015).

1.

Νομίζω ότι είναι τυχερό παιδί ο Βασίλης Μποτόπουλος, μαθητής γυμνασίου, στον οποίον απευθύνεται το απολαυστικό αφήγημα του πατέρα του Κώστα «Ο Βασίλης και η κρίση». Όχι ότι τον γνωρίζω προσωπικά. Αλλά πάντοτε πίστευα ότι πρέπει να μιλάμε στα παιδιά μας για δύσκολα πράγματα, φροντίζοντας φυσικά να μην τους μαυρίζουμε την ψυχή, αλλά αποφεύγοντας επίσης τις περιττές απλουστεύσεις ή τις άχρηστες ωραιοποιήσεις – και κυρίως χωρίς να υποκρινόμαστε ότι έχουμε έτοιμες απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις. Ναι, ξέρω: κάθε παιδί σε αυτή την ηλικία έχει το μυαλό του σε χίλια δυό άλλα πράγματα (και ευτυχώς). Όταν είσαι στην εφηβεία ακόμη και τα πιο τρομακτικά συμβάντα σε αγγίζουν κάπως επιδερμικά. Η ζωή είναι ακόμη όλη μπροστά σου. Αλλά, εάν ήμουν στη θέση του Βασίλη, θα μου φαινόταν συναρπαστικό να ακούω τον πατέρα μου να μου μιλάει (και να γράφει) για όσα συμβαίνουν γύρω μας, για όσα τον απασχολούν και τον τρομάζουν, και για όσα αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα βρω μπροστά μου. Ακόμη περισσότερο εάν μου μίλαγε ως ίσος προς ίσον, χρησιμοποιώντας όσο το δυνατόν απλούστερα λόγια για να περιγράψει τα πιο σύνθετα ζητήματα, σίγουρος ότι ο συνομιλητής του είναι απολύτως ικανός να παρακολουθήσει τη συζήτηση (και ενίοτε να συμμετάσχει σε αυτήν, έστω και με ένα εύστοχο σχόλιο). Αυτό θα μου φαινόταν η μεγαλύτερη φιλοφρόνηση. Ειλικρινά δεν μπορώ να σκεφτώ καταλληλότερη προετοιμασία για την ενηλικίωση από αυτό το παρατεταμένο μάθημα αναστοχασμού, κριτικής ενατένισης, ατομικής ευθύνης, αυτογνωσίας.

Και το λέω αυτό με πλήρη συναίσθηση ότι μια τέτοια φράση σε αυτό το βιβλίο θα κόστιζε τουλάχιστον τρεις χαμένους πόντους (βλ. παρακάτω).

 

2.

Καλύτερα όμως να σταματήσω να παριστάνω τον ειδικό σε θέματα ανατροφής ή τον βαθύ γνώστη της ψυχής των εφήβων (τα δικά μου παιδιά θα είχαν διάφορα να πουν στα δύο αυτά σημεία), και να περάσω στο ίδιο το βιβλίο. Λοιπόν, το πρώτο πράγμα που κάνει εντύπωση στον αναγνώστη είναι η αίσθηση ότι στην εποχή της ισοπέδωσης και της διαστρέβλωσης, της υπερφίαλης μεγαλοστομίας και της εμπρηστικής ρητορείας, της υποτίμησης της κοινής γνώμης και της ευφυΐας του μέσου πολίτη, ένα από τα βασικότερα πράγματα που έχουμε ανάγκη είναι η επανάκτηση της «κουλτούρας της συνθετότητας»[1]. (Δεν γνωρίζω εάν εκτός από αίσθηση του αναγνώστη πρόκειται και για πεποίθηση του συγγραφέα. Εάν όντως έτσι είναι, πρόκειται ασφαλώς για ανομολόγητη, υπόρρητη πεποίθηση.) Εννοώ την αίσθηση ότι τα δύσκολα προβλήματα δεν επιδέχονται εύκολες λύσεις. Ότι εάν πραγματικά θέλουμε να τα λύσουμε θα πρέπει να το πάρουμε απόφαση ότι οι λύσεις θα είναι σύνθετες, δηλ. δύσκολες και οδυνηρές, αν και τελικά (ας ελπίσουμε) λυτρωτικές. Και φυσικά δεν υπάρχει συνθετότερο πρόβλημα (για εμάς, σήμερα) από αυτό για το οποίο μιλάει το βιβλίο: η καθήλωση της χώρας στην οικονομική υποβάθμιση, στην πολιτική αστάθεια και στην κοινωνική κρίση των τελευταίων 5 χρόνων, και η συλλογική μας αδυναμία να βγούμε από αυτήν.

Αυτά σκεφτόμουν καθώς διάβαζα το βιβλίο του Μποτόπουλου (σε έναν υποτροπικό κήπο, κάπου στην Καλιφόρνια). Και αμέσως, μέσα από κάποιον όχι και τόσο δυεσεξήγητο συνειρμό, άρχισα να φαντάζομαι με τι θα έμοιαζε ένα αντίστοιχο βιβλίο, γραμμένο από κάποιον αντιμνημονιακό εθνοσωτήρα. Σίγουρα, θα ήταν πολύ μικρότερο από 140 σελίδες. Πόσες σελίδες χρειάζεσαι για να λες συνεχώς τα ίδια και τα ίδια, χωρίς να επαναλαμβάνεσαι κάθε τρεις και λίγο; (Αν και, θα μου πείτε, κάτι τέτοιο δεν εμπόδισε το Mein Kampf να φτάσει αισίως τις 800 σελίδες.)

Υποθέτω πάντως ότι θα πήγαινε κάπως έτσι:

«Λοιπόν παιδί μου, όπως ξέρεις ότι οι καπιταλιστές / οι Γερμανοί / οι Εβραίοι μας ζηλεύουν γιατί είμαστε ο πιο έξυπνος / αντιστασιακός / αγανακτισμένος λαός του κόσμου. Αλλά εμείς δεν μασάμε [«We don’t chew»]: θα τους πούμε ότι εάν τολμήσουν να πάψουν να μας δίνουν δανεικά κι αγύριστα θα το κάνουμε Κούγκι. Και τότε θα μάθουν.»

Οπότε το παιδί θα βρισκόταν αντιμέτωπο με το δίλημμα είτε να σταδιοδρομήσει ως κουκουλοφόρος (ή επαναστάτης-ληστής), είτε να αναρωτηθεί μήπως ο πατέρας του είναι τελικά πιο ανώριμος από τον έφηβο γιο του.

 

3.

Η δομή του βιβλίου ακολουθεί την ιστορία μιας παρατεταμένης συνομιλίας μεταξύ πατέρα και γιου. Η συζήτηση κρατά λίγα λεπτά (μισή ώρα; μια ώρα;) κάθε φορά, και συνεχίζεται την επόμενη μέρα:

«Δε νομίζω να μας πάρει περισσότερες από δέκα–έντεκα μέρες. Ας πούμε έντεκα, σα μια ολόκληρη εντεκάδα.» (σελ. 5)

Έντεκα σύντομα κεφάλαια λοιπόν, 6-7 αραιές σελίδες (2.000 λέξεις) περίπου το καθένα, έντεκα μονολεκτικοί τίτλοι, από «Κρίση» έως «Ελπίδα».

Παρά τη βλοσυρότητα των θεμάτων που θίγονται, και της σοβαρής προσέγγισής τους από τον συγγραφέα, το ύφος του βιβλίου είναι παγνιώδες, το χιούμορ είναι υποδόριο, ενώ η σοβαροφάνεια τιμωρείται με αφαίρεση βαθμών:

«Κάθε φορά που θα ξεφεύγω ή θα λέω κάτι με τρόπο που δεν καταλαβαίνεις, θα μου το λες και θα μου αφαιρείς έναν πόντο. Όταν θα με διορθώνεις ή θα κάνεις μια παρατήρηση που θα πηγαίνει τη κουβέντα μας μπροστά, θα παίρνεις εσύ τον πόντο. Απολύτως δίκαιος κανόνας: κορώνα χάνω, γράμματα κερδίζεις.» (σελ. 4)

Φανταστείτε πώς θα ήταν η δημόσια συζήτηση εάν κάθε φορά που κάποιος καταφεύγει σε κλισέ ή χρησιμοποιεί βαρύγδουπες εκφράσεις έχανε πόντο: οι περισσότεροι πολιτικοί, τηλεπαρουσιαστές, δημοσιολόγοι και λοιπές συμπαθείς κατηγορίες θα έπεφταν ολόκληρη κατηγορία.

Οι αναφορές στα σπορ (ιδίως στο ποδόσφαιρο) λειτουργούν ως κώδικας επικοινωνίας μεταξύ του συγγραφέα και του έφηβου γιου του, αλλά πάντοτε με σκοπό να ειπωθούν σοβαρά πράγματα με κάπως πιο ανάλαφρο τρόπο:

«[Δ]εν θα πρέπει να υποτιμούμε όσα έγιναν στην Ευρώπη από το 2010, με ξεκίνημα αλλά όχι κατάληξη την Ελλάδα. Εκεί που δεν υπήρχαν καθόλου θεσμοί «βοήθειας» σε χώρες με μεγάλα προβλήματα, φτιάχτηκαν «μηχανισμοί», δηλαδή θεσμοί που δεν προβλέπονταν. Στην αρχή ειδικά για την Ελλάδα, ύστερα προσωρινά και για άλλες χώρες, τελικά μόνιμοι και για όλη την ευρωζώνη. Εκεί που δεν υπήρχε καθόλου «οικονομική διακυβέρνηση» δημιουργήθηκε μια έστω άνιση κοινή διαχείριση, που προς το παρόν είναι πιο αυστηρή και με λιγότερη τόλμη από ό,τι πρέπει, κάτι όμως που μπορεί να αλλάξει. Εκεί που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν μπορούσε να κάνει σχεδόν τίποτα για τις χώρες που είχαν υιοθετήσει το ευρώ και βρίσκονταν στην καταιγίδα εξαιτίας αυτού, άρχισε να κάνει κάτι μαραντόνιες ντρίμπλες με εξωτικά ονόματα («αουτράιτ μόνεταρι τρανσάξιονς» και «τίλτρος», αν θες οπωσδήποτε να μάθεις), που τελικά ίσως έσωσαν το ευρώ.» (σελ. 20)

Και αμέσως μετά, βάζοντας τα πράγματα στις αληθινές τους διαστάσεις:

«Βέβαια, οι μεσαίοι και μικροί ηγέτες δεν έγιναν ξαφνικά μεγάλοι. Ούτε η ισότητα αποκαταστάθηκε, ούτε η πολιτική εγκαταστάθηκε. Όλη αυτή η προσπάθεια είχε ένα αποτέλεσμα και έναν νικητή: η Ευρώπη απέδειξε ότι είναι ικανή, έστω στο ενενήντα, να διασώζει τα παιδιά της. Και το βασικό της παιδί [...] είναι το ευρώ.» (σελ. 20)

Ένα ολόκληρο κεφάλαιο (5. «Λινεκερία») συνιστά ένα παρατεταμένο ευφυολόγημα, η κατανόηση του οποίου εξαρτάται από το εάν ο αναγνώστης γνωρίζει ποιος είναι ο Gary Lineker και τι είπε στη διασημότερη δήλωσή του.[2] Εντελώς χαρακτηριστικά για το ύφος και τη δομή του βιβλίου, το κεφάλαιο ανοίγει με την εισαγωγή του όρου «Λινεκερία», και κλείνει με μια σειρά από μετρημένες, στοχαστικές και ακριβοδίκαιες διαπιστώσεις:

«[Η] πράξη έδειξε ότι ο Τιτανικός, με τρεις-τέσσερις στο τιμόνι, κατάφερε τελικά να στρίψει, να μην καρφωθεί στο παγόβουνο, που για την Ελλάδα θα μπορούσε να λέγεται χρεοκοπία ή κοινωνική καταστροφή και για την Ευρώπη διάλυση της Ευρωζώνης, ίσως και της κοινής πορείας. Κατάφερε επίσης να συνεχίζει, τη στιγμή που μιλάμε, μια δύσκολη και αβέβαιη αλλά προς τα μπροστά πορεία. Καθώς η Λινεκερία ήταν ανάμεσα στους τιμονιέρηδες, δεν μπορεί να μην της πιστωθεί μέρος της «διάσωσης». Τι οδυνηρή διάσωση, ωστόσο, και πόση κατάχρηση δύναμης από το δυνατό της Ευρώπης. Κάποια πράγματα έριξαν και μάλλον θα ρίχνουν για πάντα τη σκιά τους [...]. Και, από πολιτική άποψη, το ότι δεν έγιναν αντιληπτές οι αντοχές μιας κοινωνίας και ενός συστήματος, ότι τα νούμερα επικράτησαν της λογικής, ότι το υψωμένο δάχτυλο και η αλαζονεία του δασκάλου έκανε ακόμα πιο δύσκολα προσαρμόσιμο τον προβληματικό μαθητή. Ότι, ακόμα και σήμερα, που είναι πασιφανή τα λάθη και οι αστοχίες, η Λινεκερία επιμένει ότι είχε σε όλα δίκιο. Επί του γενικού, η Ιστορία πιθανότατα να έχει ήδη αποφανθεί: η Λινεκερία μαζί έσωσε και ταπείνωσε την Ελλάδα.» (σελ. 32-33)

 

4.

Το βιβλίο κυλάει στο ίδιο ύφος, της γαλήνιας αποτίμησης των όσων συνέβησαν, της ειλικρινούς αναγνώρισης των δικών μας ευθυνών, της επισήμανσης των ευθυνών των άλλων, με καίριες διαπιστώσεις που τονίζουν την αντιφατική (και σύνθετη) όψη των πραγμάτων.

Για το Μνημόνιο:

«Σαν αυτοκίνητο με γερμανική μηχανή, γαλλικό σχεδιασμό και αμερικανικά ηλεκτρικά (ή, σε ένα σενάριο καταστροφής, με γαλλική μηχανή, γερμανικά ηλεκτρικά και αμερικανικό σχεδιασμό), οδηγούμενο από εναλλασσόμενους πρωτάρηδες πιλότους. Που ήταν λογικό να μην πάει πολύ γρήγορα και πολύ ίσια. Και που όμως πήρε μπροστά: σχεδόν ένα μικρό θαύμα. Που, όπως όλα τα θαύματα, δεν κράτησε πολλές μέρες και άφησε πίσω του μπόλικα θύματα. Στην περίπτωση της τρόικας, το θαύμα ήταν ότι η Ελλάδα, και στη συνέχεια η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, σχεδόν η Ισπανία, και τελευταία, προς το παρόν, η Κύπρος, πήραν λεφτά που δεν θα έβρισκαν αλλού και έκτοτε παλεύουν να βγάλουν το κεφάλι από το νερό. Τα βασικά θύματα ήταν η λογική, η πολιτική και μια πολύφερνη νύφη, που όλοι την επικαλούνται χωρίς κανείς να την έχει δει, και που τη λένε «ανάπτυξη».» (σελ. 38-39)

Και πάλι αργότερα:

«Το Μνημόνιο –κι εδώ κάνουν λάθος όσοι το βλέπουν ως ευκαιρία- δεν μπορεί να νοηθεί σαν ένας τρόπος να γίνουν με καταναγκασμό αυτά που δεν μπορούν να επιτύχουν μόνοι τους ένα πολιτικό σύστημα και μια κοινωνία. Το Μνημόνιο είναι το ίδιο ένας καταναγκασμός, λόγω ειδικών περιστάσεων και ενόψει ενός ειδικού και περιορισμένου στο χρόνο σκοπού. Το ότι έφθασε μια χώρα σε Μνημόνιο αποτελεί εξ ορισμού ήττα για το πολιτικό της σύστημα, ιδίως σε περιπτώσεις σαν την ελληνική, όπου η ήττα εκτείνεται σε πολλά πεδία και την μοιράζονται όλοι όσοι άσκησαν εξουσία. Και μια ήττα, το ξέρεις καλά, δεν την λες ποτέ ευκαιρία, ιδίως όταν σε ρίχνει κατηγορία. Άλλο αυτό, όμως, και άλλο να ισχυρίζεσαι, κατόπιν εορτής, ότι μια χώρα σαν την Ελλάδα θα μπορούσε να αποφύγει το Μνημόνιο και να μη χρεοκοπήσει ή να μην το ακολουθεί και να συνεχίσει να χρηματοδοτείται. [...] Το πρόβλημα με το Μνημόνιο δεν είναι λοιπόν τόσο η ίδια η ύπαρξή του, αλλά οι εγγενείς αδυναμίες στη σύλληψή και την εφαρμογή του, οι εξαρχής ανέφικτοι στόχοι του. Μια χώρα –ειδικά σαν την Ελλάδα, αλλά ισχύει και για τις άλλες- δεν διορθώνεται και, ιδίως, δεν μεταρρυθμίζεται με το βούρδουλα, ανά τρίμηνο και με ορίζοντα δύο ή τριών χρόνων.» (σελ. 55-56)

Για τις πολιτικές ανακατατάξεις των τελευταίων 5 ετών:

«Ειδικά στην Ελλάδα, η κρίση διέλυσε το παλιό κομματικό σύστημα, κάτι που θα μπορούσε να είναι καλό, αφού είπαμε ότι ευθύνεται για πολλά από αυτά που δημιούργησαν την κρίση. Όμως φέρνει στη θέση της κάτι χειρότερο, που, σαν τη Λερναία Ύδρα, βγάζει διαρκώς κεφάλια. Προς το παρόν, έχει τουλάχιστον τρία: την ισοπέδωση (όλοι οι πολιτικοί είναι ίδιοι και κακοί), τον εθνικισμό (παρότι μας λέτε χειρότερους, είμαστε οι καλύτεροι) και τη μισαλλοδοξία (έξω οι ξένοι, οι διαφορετικοί, οι αδύναμοι και οι ευαίσθητοι). Όλα αυτά μαζί γέννησαν και έθρεψαν το τέρας μιας βίαιης ακροδεξιάς.» (σελ. 62)

Για την αγανάκτηση (θέμα ενός ολόκληρου κεφαλαίου):

«Θα έλεγα ότι υπάρχει αγανάκτηση τεσσάρων ειδών: η αγανάκτηση [...] που χρησιμοποιεί το λόγο και το συναίσθημα για να καλέσει σε εγρήγορση και στοχασμό· η αγανάκτηση τύπου Πλάθα ντελ Σολ, από το όνομα της πλατείας της Μαδρίτης στην οποία μαζεύονταν κατά καιρούς χιλιάδες Ισπανοί τραγουδώντας κατά της λιτότητας· η αγανάκτηση τύπου πλατείας Συντάγματος, το αντίστοιχο ελληνικό πανηγύρι, που συγκέντρωνε [...] από τσαντίρια έως διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας, από εκκολαπτόμενους πολιτικούς έως μαθητευόμενους οικονομολόγους και αυτόκλητους συνταγματολόγους, από υπαίθριους πωλητές έως επαγγελματίες της μούντζας, από πραγματικούς αναξιοπαθούντες έως εκμεταλλευτές του πόνου των άλλων και της δυσκολίας όλων· και η αγανάκτηση τύπου κουκουλοφόρων, που αρκετές φορές [...] βγήκαν στους δρόμους της Αθήνας και έκαψαν και έσπασαν με ιερό αλλά και τυφλό μένος. Εγώ καταλαβαίνω, χρησιμοποιώ, αλλά σταματώ, από ιδιοσυγκρασία, στον πρώτο τύπο αγανάκτησης. Ο δεύτερος τύπος έδωσε καρπούς, κυρίως μιαν αίσθηση ενότητας και μοιράσματος, στην ιβηρική χερσόνησο, Ισπανία και Πορτογαλία. Ο τρίτος και ο τέταρτος αποτελούν, σε μεγάλο βαθμό, ελληνική πατέντα: είναι μια αγανάκτηση-εκτόνωση, καμιά φορά ως την καταστροφή, περισσότερο από ό,τι μια αγανάκτηση με στόχο την αναδημιουργία.» (σελ. 63-64)

 

5.

Το τελευταίο κεφάλαιο τιτλοφορείται «Ελπίδα». Πράγματι, η κατάληξη του βιβλίου είναι λελογισμένα αισιόδοξη (ίσως επειδή ο συγγραφέας έβαλε την τελευταία τελεία τον Οκτώβριο 2014). Πρώτα-πρώτα, επειδή τα χειρότερα είναι πίσω μας:

«Αν ήταν να καταστραφούμε από τις δυσκολίες που ολοένα γεννάνε νέες δυσκολίες και από την αγωνία που δημιουργεί όλο και μεγαλύτερη αίσθηση ασφυξίας, αυτό θα είχε ήδη γίνει. Μην ξεχνάς ότι η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα που μπήκε σε τέτοια δίνη και αυτή στην οποία ο στρόβιλος είχε τη μεγαλύτερη ένταση. Τίποτα δεν δικαιολογεί, αφού η κοινωνία άντεξε ως τώρα, να μην αντέξει για λίγο ακόμα, ή για όσο χρειάζεται, με δεδομένο ότι από εδώ και μπρος τα πράγματα, αργά και ατελώς, θα βελτιώνονται. Αλλά [...] βελτίωση δεν σημαίνει «πίσω στο παρελθόν» σα μην υπήρξε κρίση, όπως «έξοδος από το Μνημόνιο» δεν σημαίνει τέλος του συντονισμού και κάποιου είδους επιτήρησης.» (σελ. 67)

(Εάν βέβαια ο συγγραφέας γνώριζε τότε όσα συνέβησαν τους τελευταίους έξη μήνες, ίσως να μην ήταν τόσο κατηγορηματικός – και τόσο σίγουρος ότι «τα χειρότερα είναι πίσω μας».)

Έπειτα, επειδή ωρίμασε ο καιρός για αλλαγές:

«Η ίδια η ζωή κάνει κύκλους, πόσο μάλλον η κρίση [...]. Έχουν περάσει πέντε πολύ δύσκολα χρόνια, με τη μύτη προς τα κάτω. Οι πιθανότητες είναι ότι μπαίνουμε πια στη φάση μιας σχετικής ανάκαμψης. Και όχι μόνο οι πιθανότητες: οι χώρες του Μνημονίου βγαίνουν σιγά-σιγά από τα Μνημόνια τους. Η Ιρλανδία πρώτη, μετά η Ισπανία (από το μισό της «πακέτο»), η Πορτογαλία χωρίς καν υποσημειώσεις. Η Ελλάδα δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει –πόσο μάλλον που οι περίφημες Αγορές, οι ίδιες που έσπρωξαν αυτές τις χώρες στο γκρεμό, κάθε άλλο παρά αντιστέκονται στην επιστροφή των παραστρατημένων και τιμωρημένων στην αγκαλιά τους. Αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση, στο σύνολό της, έχει καταλάβει πως η σκέτη λιτότητα δεν μπορεί να κρατήσει επ’ άπειρον και πως υπάρχουν και άλλοι τρόποι δημοσιονομικής σταθεροποίησης και επιτήρησης των οικονομιών.» (σελ. 67-68)

(Πολύ σωστά όλα αυτά. Αλλά το πιο χειροπιαστό μέχρι τώρα αποτέλεσμα της πολιτικής της νέας κυβέρνησης, αυτής «που θα άλλαζε την Ευρώπη», είναι η συσπείρωση όλων των υπολοίπων γύρω από τον Schäuble. Παρότι όλο και περισσότεροι αναγνωρίζουν ότι η Ευρώπη χρειάζεται λιγότερη λιτότητα και περισσότερη αλληλεγγύη, αν πρόκειται να διαλέξουν μεταξύ της Μέρκελ και των φίλων του Πούτιν, για τους προοδευτικούς Ευρωπαίους δεν τίθεται καν δίλημμα.)

Τέλος, επειδή η κρίση μπορεί να μας έκανε σοφότερους:

«Όμως [...] η ελπίδα [δεν] οφείλεται αποκλειστικά στους κύκλους της ζωής και στην αιώνια, στην ιστορία της ανθρωπότητας, πόσο μάλλον της Ευρώπης, ήττα του κατάμαυρου σεναρίου από το απλώς γκρίζο. Αν κάτι έχει σημασία σε αυτή την περιπέτεια, δεν είναι ότι η κρίση μάς έκανε ή θα μας κάνει πιο δυνατούς –πιο ευάλωτους μάς έκανε, στην πραγματικότητα, και πιο φοβισμένους. Αλλά ότι μας αναγκάζει να σκεφτούμε ξανά κάποια πράγματα και, ίσως, να τα εκτιμήσουμε διαφορετικά. [...] Μια άσκηση αυτογνωσίας με τον πιο δύσκολο και για πολλούς άδικο τρόπο. Αλλά που δίνει τη δυνατότητα να δούμε τον κόσμο με άλλα μάτια. Κι όταν λέω «κόσμο» εννοώ τη σχέση του ανθρώπου με το χρήμα, τη θέση των κρατών στο σύγχρονο κόσμο, τον τρόπο που ασκείται η πολιτική και το δέσιμο του ατόμου με το σύνολο.» (σελ. 68-69)

Ο συγγραφέας, φαντάζομαι και για λόγους βιογραφίας, ανήκει σε αυτό το είδος υπό εξαφάνιση των ευρωπαίων ελλήνων, και δεν απολογείται για αυτό:

«Το πεδίο της πραγματικής πολιτικής στις μέρες μας, για εμάς που ζούμε σ’ αυτή την ήπειρο, δεν μπορεί να είναι παρά η Ευρώπη.  Χρειάζονται άνθρωποι και ιδέες που θα φέρουν πάλι στην επιφάνεια το σχεδόν θαμμένο σχέδιο μιας ένωσης που είναι πάνω απ’ όλα ένωση αξιών [...]. Για να γίνει όμως αυτό πρέπει να φύγουμε από την απόλυτη κυριαρχία της οικονομίας και να φτιάξουμε μεγάλα κοινά προγράμματα και δίκτυα. Τι θα έλεγες ν’ αρχίζαμε από τον πολιτισμό και την έρευνα; Όπως στην παλαιολιθική εποχή είχαμε τον «Έρασμο» [3], που έδωσε ευκαιρίες ταξιδιών και σπουδών και ωρίμανσης σε χιλιάδες φοιτητές, έτσι και τώρα τίποτα δεν μας εμποδίζει –στην πραγματικότητα όλα μας σπρώχνουν- να δημιουργήσουμε έναν «Ρέμπραντ» για την υποστήριξη και την άμιλλα των καλλιτεχνών, έναν «Κοπέρνικο» που θα διαλέγει, θα χρηματοδοτεί και θα υποδέχεται ερευνητές υψηλού επίπεδου από όλη την Ευρώπη. Και δεν μιλώ για απλά «προγράμματα», δηλαδή για μερεμέτια, αλλά για μεγάλα κοινά σχέδια, για αλλαγή προτεραιοτήτων. Γιατί να μένουμε κολλημένοι στην Αναγέννηση, δίκιο έχεις. Έναν «Πικάσο» κι έναν «Τούρινγκ», πρέπει να φτιάξουμε.» (σελ. 71)

Αλλά η τελευταία του κουβέντα («που δεν μπορεί να είναι, δυστυχώς, παρά μόνο κουβέντα») αφορά τη μοίρα της γενιάς του Βασίλη:

«Ξέρω πως όλα αυτά δεν θα λύσουν το μεγάλο πρόβλημα των νέων ανθρώπων [...]. Όμως η ανεργία –παιδί όχι μόνο της κρίσης αλλά και της παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογικής επανάστασης- δεν σηκώνει ειδικές συνταγές. Μόνο ένας πιο στραμμένος στον άνθρωπο δημόσιος προσανατολισμός και μια πιο ανοιχτή, με μεγαλύτερη φαντασία και τόλμη Ευρώπη μπορεί να δημιουργήσει νέες δουλειές και να μοιράσει καλύτερα τις ήδη υπάρχουσες. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει γρήγορα, αφού οι αλλαγές που απαιτούνται θέλουν το χρόνο τους. Και, για να ολοκληρώσουμε την προσγείωση, δεν είναι καθόλου σίγουρες. Κάτι που όχι μόνο δεν μας απαγορεύει, αλλά αντίθετα μας επιβάλλει να τις απαιτούμε. Αυτό, όπως θα πούμε, ίσως, κάποια άλλη φορά, σημαίνει να είσαι «Αριστερός».» (σελ. 72)

Να ένα μάθημα υπερηφάνειας και αξιοπρέπειας, όχι μόνο για τον Βασίλη αλλά και για τις ηττημένες, ταπεινωμένες και αποδεκατισμένες δυνάμεις του προοδευτικού ευρωπαϊσμού στη χώρα μας σήμερα.

 



Σημειώσεις

 

[1] Δανείζομαι τον όρο από τον Nichi Vendola (αρχηγός του μικρού κόμματος «Αριστερά-Οικολογία-Ελευθερία» στα αριστερά του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος, περιφερειάρχης Απουλίας από το 2005). Όταν κάποιος δημοσιογράφος τον ρώτησε τι πρέπει να κάνει η Αριστερά για να αντισταθεί στον λαϊκισμό του Silvio Berlusconi, είχε απαντήσει: «Για να περάσουμε τη νύχτα, θα πρέπει να αγκαλιάσουμε την κουλτούρα της συνθετότητας» («per passare la nottata, dobbiamo esaltare la cultura della complessità»).

 

[2] Άγγλος ποδοσφαιριστής της Everton, της Barcelona, της Tottenham, 80 συμμετοχές στην Εθνική, σκόρερ 4 κρίσιμων γκολ στο Μουντιάλ του 1990, στα ημιτελικά του οποίου η Αγγλία αποκλείστηκε από τη Γερμανία στα πέναλτυ, γεγονός που ώθησε τον συμπαθή στράικερ να δηλώσει: «Το ποδόσφαιρο είναι απλό παιγνίδι. Εικοσιδύο παίκτες κυνηγούν μια μπάλα για 90 λεπτά, και στο τέλος νικά η Γερμανία.»

 

[3] Να τι είχε πει σχετικά ο Umberto Eco (σε συνέντευξή του στη Monde, 26 Ιανουαρίου 2012): «Το πρόγραμμα Erasmus δημιούργησε την πρώτη γενιά Ευρωπαίων. Για μένα, είναι μια σεξουαλική επανάσταση: ένας νεαρός Καταλανός γνωρίζει μια νεαρή Φλαμανδή, ερωτεύονται, παντρεύονται, και γίνονται Ευρωπαίοι, το ίδιο και τα παιδιά τους. Το πρόγραμμα θα έπρεπε να είναι υποχρεωτικό για ταξιτζήδες, υδραυλικούς και εργάτες.»