Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015)
Μέρος Β. Ποιον ωφελεί η ακύρωση των «αντιασφαλιστικών μνημονιακών νόμων»;
Γράφαμε στο προηγούμενο άρθρο («Ποιον ωφελούν οι πρόωρες συντάξεις») ότι τα μέτρα των δανειστών για το ασφαλιστικό υπερτερούν σε σύγκριση με αυτά που προτείνει η ελληνική κυβέρνηση. Επειδή κοστίζουν λιγότερο και επειδή είναι πιο δίκαια. Δηλαδή επιβαρύνουν λιγότερο το κράτος και τις επιχειρήσεις (που εάν δεν κάνουν προσλήψεις θα μείνουμε για πάντα με 1,5 εκατομμύριο ανέργους), δεν γονατίζουν τη γενιά των παιδιών μας (που θα κληθούν να πληρώσουν το λογαριασμό), και επί πλέον απελευθερώνουν πόρους για την αντιμετώπιση πολύ πιεστικότερων κοινωνικών αναγκών.
Όπως δείχνουν τα επίσημα στοιχεία, η συνολική δαπάνη για τις πολύ πρόωρες συντάξεις (γήρατος, αναπηρίας και χηρείας στις ηλικίες κάτω των 55) φτάνει τα 125 εκατομμύρια ευρώ το μήνα. Συγκριτικά, το ποσό που αποφάσισε να διαθέσει η σούπερ κοινωνικά ευαίσθητη κυβέρνησή μας για να αντιμετωπίσει την ανθρωπιστική κρίση που μαστίζει τη χώρα δεν ξεπερνά τα 8 εκατομμύρια ευρώ και κάτι ψιλά (200 εκατομμύρια στη διετία 2015-2016). Ως γνωστόν, οι προτεραιότητες μιας κυβέρνησης αποτυπώνονται στο πώς κατανέμει τους κρατικούς πόρους: εκεί κρίνονται όλοι, όχι στη ρητορεία.
Όμως δεν είναι μόνο οι πρόωρες συντάξεις. Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες κόκκινες γραμμές της κυβέρνησης στο ασφαλιστικό. Και εκεί τα μέτρα των δανειστών εξυπηρετούν καλύτερα τα συμφέροντα των φτωχών, των ανέργων και των νέων. Στο σημερινό άρθρο θα ασχοληθούμε με το θέμα της ακύρωσης των «μνημονιακών νόμων», όπως (μας) απειλεί η κυβέρνηση.
Ο Νόμος 3863 που ψηφίστηκε κόντρα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο του 2010 ήταν η πρώτη αξιόλογη παρέμβαση στο ασφαλιστικό από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ο νόμος όντως προέβλεπε χαμηλότερες συντάξεις και υψηλότερη ηλικία συνταξιοδότησης για όλους. Ειδικά για ορισμένες ευνοημένες ομάδες που στο παρελθόν εισέπρατταν παροχές δυσανάλογες των εισφορών τους. Όμως, παρά τις κραυγές και τις ανοησίες που ακούστηκαν τότε, και που εξακολουθούν να λέγονται σήμερα, η δομή του νέου συστήματος (που επρόκειτο να εφαρμοστεί από φέτος) ακολουθούσε σκανδιναβικά πρότυπα.
Συγκεκριμένα, η μεταρρύθμιση καθιέρωνε μια σχεδόν καθολική βασική σύνταξη και μια ανταποδοτική αναλογική σύνταξη. Ο Ν3863 όριζε βασική σύνταξη ύψους 360 ευρώ το μήνα, 720 ευρώ για ζευγάρι ηλικιωμένων (σε τιμές του 2010). Όσο για το ύψος της αναλογικής σύνταξης, αυτό εξαρτάται από τα έτη ασφάλισης και τις εισφορές (των ασφαλισμένων και των εργοδοτών τους). Για πρόσθετη εγγύηση, ο νόμος προέβλεπε κατώτατη σύνταξη (με 15+ χρόνια ασφάλισης) στα 15 κατώτατα ημερομίσθια. Δηλαδή σχεδόν 500 ευρώ το μήνα το 2010, σχεδόν 400 ευρώ σήμερα λόγω μείωσης των κατώτατων μισθών το 2012. Τα διπλά για ζευγάρι ηλικιωμένων.
Βασική σύνταξη σημαίνει σύνταξη για όλους, ακόμη και για τις νοικοκυρές. Και αναλογική σύνταξη σημαίνει ότι εάν σου έχουν κολλήσει ένσημα για 10 χρόνια (ή για 8, ή για 5, ή για 1), θα πάρεις το ανάλογο (αντί για μηδέν, όπως σήμερα). Αφήνω στους αναγνώστες να κρίνουν ποιο σύστημα προστατεύει καλύτερα τους φτωχούς ηλικιωμένους.
Βέβαια, χάρη στις άοκνες προσπάθειες της τότε κυβέρνησης Παπανδρέου διά του αρμόδιου υπουργού Λοβέρδου, η απαίτηση των «ευγενών ταμείων» των ιατρών, νομικών και μηχανικών, των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και των εργαζόμενων στον Τύπο να διατηρήσουν τα συνταξιοδοτικά τους συστήματα μένοντας εκτός νέου συστήματος έγινε τελικά σεβαστή. Επί πλέον, η μεταρρύθμιση προστάτευσε τα κεκτημένα δικαιώματα των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ, των τραπεζικών υπαλλήλων που είχαν προσληφθεί πριν από το 1983, καθώς και των ένστολων ανεξάρτητα από το έτος πρόσληψης. Τέλος, η μεταρρύθμιση δεν επηρέασε καθόλου τους αγρότες, οι οποίοι από το 1998 και μετά εισπράττουν κύρια σύνταξη με ευνοϊκότερους όρους.
Όλα αυτά παρά τις αντιρρήσεις της τρόικας. (Αλήθεια, αυτή η νίκη της κατά τα άλλα προδοτικής κυβέρνησης Παπανδρέου δεν έχει αναγνωριστεί όσο θα έπρεπε.) Με άλλα λόγια, το γνωστό μοτίβο σύμφωνα με το οποίο οι ισχυρές ομάδες εξασφαλίζουν ευνοϊκή μεταχείριση σε βάρος των λιγότερο ισχυρών επαναλήφθηκε ακόμη και υπό συνθήκες έκτακτης ανάγκης.
Για όλους αυτούς τους λόγους, ο Ν3863/2010 ήταν ένα σοβαρό βήμα εξυγίανσης, αλλά δεν «έλυσε το ασφαλιστικό». Άρα μια νορμάλ κυβέρνηση (ιδίως μια νορμάλ κυβέρνηση που διατείνεται ότι κόπτεται για την κοινωνική δικαιοσύνη), όχι μόνο θα δεχόταν την πρόταση των δανειστών (να μην καταργηθεί ο Ν3863), αλλά θα υπερθεμάτιζε προχωρώντας στην ολοκλήρωση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης. Με πλήρη ενοποίηση του συστήματος συντάξεων μέσω της άμεσης ένταξης όλων των κατηγοριών, με τους ίδιους ακριβώς όρους, χωρίς καμμία εξαίρεση. Και με πλήρη κατάργηση όλων των ενισχύσεων (κρατικών επιχορηγήσεων και κοινωνικών πόρων) στα ταμεία. Με περιορισμό δηλαδή της κρατικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση της βασικής σύνταξης και στη χρηματοδότηση προνοιακών μηχανισμών τύπου κατώτατης σύνταξης ανεξαρτήτως επαγγελματικού κλάδου.
Κάτι παρόμοιο ισχύει με τις επικουρικές συντάξεις, όπου οι παθογένειες είναι ακόμη σοβαρότερες. Πράγματι, η σημερινή κατάσταση είναι εντελώς προβληματική. Κατ’ αρχήν, επικουρική σύνταξη εισπράττουν οι μισοί περίπου συνταξιούχοι. Εισφορές για επικουρική σύνταξη πληρώνουν όλοι οι ασφαλισμένοι στο Δημόσιο και στις ΔΕΚΟ, οι περισσότεορι στο ΙΚΑ, οι μισοί αυτοαπασχολούμενοι, και ελάχιστοι αγρότες. Από εκεί και πέρα, σε πολλά επικουρικά ταμεία οι κανόνες είναι σκανδαλωδώς ευνοϊκοί. Με ποσοστό εισφοράς 3% + 3% (ασφαλισμένοι / εργοδότες) το ποσοστό αναπλήρωσης φτάνει σε ορισμένες περιπτώσεις το 40% και το 45%. Ούτε στις πυραμίδες του Μπερίσα (ή του Τροχανά) δεν έπαιρναν τόσα λεφτά βάζοντας τόσο λίγα. Οι δειλές προσπάθειες προηγούμενων κυβερνήσεων για πλαφόν 20% προσέκρουαν στις αντιδράσεις των ενδιαφερομένων και έπεφταν τελικά στο κενό.
Το εντελώς προβλέψιμο αποτέλεσμα ήταν τεράστια ελλείμματα τώρα, με συσσώρευση θηριωδών υποχρεώσεων στο μέλλον. Και να σκεφτεί κανείς ότι μιλάμε για επικουρικές συντάξεις, που είχαν θεσμοθετηθεί με τη λογική «πρόσθετη σύνταξη από πρόσθετες εισφορές, χωρίς ανάμειξη του κράτους».
Με πίεση της Τρόικας (πώς αλλιώς;) η προηγούμενη κυβέρνηση ψήφισε τον Ν4052/2012, χωρίς να τον εφαρμόσει ποτέ! Η αρχική πρόταση προέβλεπε ενιαίο ταμείο με σταδιακή αποκατάσταση της πλήρους ανταποδοτικότητας, με σταδιακή εφαρμογή διανεμητικού συστήματος «προκαθορισμένων εισφορών με νοητή κεφαλαιοποίηση». Στο σύστημα αυτό, παρόμοιο με εκείνο της Σουηδίας, κάθε ασφαλισμένος έχει έναν ατομικό ασφαλιστικό λογαριασμό. Εκεί καταγράφονται όλες οι ασφαλιστικές εισφορές του, που στη συνέχεια τοκίζονται με ένα προσυμφωνημένο επιτόκιο, ώστε τελικά να σχηματίσουν το ασφαλιστικό κεφάλαιό του. Τη στιγμή της συνταξιοδότησης το κεφάλαιο αυτό μετατρέπεται σε μηνιαία σύνταξη που είναι «αναλογιστικά δίκαιη», δηλαδή εξισώνει τις διά βίου εισφορές με τις διά βίου παροχές.
Στο κείμενο του νόμου τελικά πέρασε ένας πιο μπερδεμένος (και προβληματικός) τρόπος υπολογισμού. Η εξίσωση εισφορών και παροχών δεν αφορά πλέον αποκλειστικά κάθε ασφαλισμένο ατομικά, σε διά βίου χρονική κλίμακα. Αφορά επίσης ολόκληρο το ενιαίο ταμείο σε ετήσια βάση (συντελεστής βιωσιμότητας). Η «ρήτρα μηδενικού ελλείμματος» προστέθηκε για να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα, και το πετυχαίνει – αλλά με ισοπεδωτικό τρόπο, στρεβλώνοντας την ανταποδοτικότητα.
Ούτως ή άλλως, η προηγούμενη κυβέρνηση δεν εφάρμοσε ποτέ τον Ν4052. Αντίθετα, έπαιξε επιτυχώς κατενάτσιο, μέχρι τις καθυστερήσεις. Μετά ήρθαν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Οι οποίοι τώρα έχουν αναγάγει την κατάργηση του νόμου σε ύψιστο εθνικό συμφέρον.
Πίσω στο προηγούμενο καθεστώς λοιπόν. Οι κανόνες του οποίου, θυμίζω, ευνοούν τα υψηλότερα εισοδήματα σε βάρος των χαμηλών, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες σε βάρος των μισθωτών, τους εργαζόμενους στο Δημόσιο και στις ΔΕΚΟ σε βάρος εκείνων του ιδιωτικού τομέα, τους άνδρες σε σχέση με τις (περισσότερες) γυναίκες, όσους πλησιάζουν στη συνταξιοδότηση σε βάρος των νέων ασφαλισμένων. Και κυρίως ευνοούν τις σημερινές γενιές σε βάρος της γενιάς των παιδιών μας. Με δυο λόγια, πίσω σε ένα σύστημα που αναδιανέμει πόρους και δικαιώματα, αλλά σε λάθος κατεύθυνση: από τους αδύναμους στους ισχυρούς. Αυτό το σύστημα υπερασπίζεται η πρώτη-φορά-αριστερά. Για να χαρούν οι συντεχνίες που έφεραν τον Στρατούλη από τον ΟΤΕ στο υπουργείο εργασίας.
Όσο για τον απλό πολίτη, εάν το σκεφτεί λίγο θα δει ότι το συμφέρον του είναι η εφαρμογή και επέκταση των μνημονιακών ασφαλιστικών νόμων, όχι η κατάργησή τους. Αλλά φυσικά δύσκολα θα το σκεφτεί, όταν σχεδόν οι πάντες (ΜΜΕ, κόμματα, συνδικάτα), εδώ και πολλές δεκαετίες, του λένε ότι η καλή, η φιλολαϊκή και η κιμπάρικη πολιτική είναι να κάνει όποιος μπορεί πλιάτσικο στο κοινό ταμείο. Και οι υπόλοιποι να κυττάζουν με θαυμασμό και ζήλεια.
Ε, οι φτωχοί, οι άνεργοι και οι νέοι είναι στους υπόλοιπους.
Μέρος Β. Ποιον ωφελεί η ακύρωση των «αντιασφαλιστικών μνημονιακών νόμων»;
Γράφαμε στο προηγούμενο άρθρο («Ποιον ωφελούν οι πρόωρες συντάξεις») ότι τα μέτρα των δανειστών για το ασφαλιστικό υπερτερούν σε σύγκριση με αυτά που προτείνει η ελληνική κυβέρνηση. Επειδή κοστίζουν λιγότερο και επειδή είναι πιο δίκαια. Δηλαδή επιβαρύνουν λιγότερο το κράτος και τις επιχειρήσεις (που εάν δεν κάνουν προσλήψεις θα μείνουμε για πάντα με 1,5 εκατομμύριο ανέργους), δεν γονατίζουν τη γενιά των παιδιών μας (που θα κληθούν να πληρώσουν το λογαριασμό), και επί πλέον απελευθερώνουν πόρους για την αντιμετώπιση πολύ πιεστικότερων κοινωνικών αναγκών.
Όπως δείχνουν τα επίσημα στοιχεία, η συνολική δαπάνη για τις πολύ πρόωρες συντάξεις (γήρατος, αναπηρίας και χηρείας στις ηλικίες κάτω των 55) φτάνει τα 125 εκατομμύρια ευρώ το μήνα. Συγκριτικά, το ποσό που αποφάσισε να διαθέσει η σούπερ κοινωνικά ευαίσθητη κυβέρνησή μας για να αντιμετωπίσει την ανθρωπιστική κρίση που μαστίζει τη χώρα δεν ξεπερνά τα 8 εκατομμύρια ευρώ και κάτι ψιλά (200 εκατομμύρια στη διετία 2015-2016). Ως γνωστόν, οι προτεραιότητες μιας κυβέρνησης αποτυπώνονται στο πώς κατανέμει τους κρατικούς πόρους: εκεί κρίνονται όλοι, όχι στη ρητορεία.
Όμως δεν είναι μόνο οι πρόωρες συντάξεις. Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες κόκκινες γραμμές της κυβέρνησης στο ασφαλιστικό. Και εκεί τα μέτρα των δανειστών εξυπηρετούν καλύτερα τα συμφέροντα των φτωχών, των ανέργων και των νέων. Στο σημερινό άρθρο θα ασχοληθούμε με το θέμα της ακύρωσης των «μνημονιακών νόμων», όπως (μας) απειλεί η κυβέρνηση.
Ο Νόμος 3863 που ψηφίστηκε κόντρα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο του 2010 ήταν η πρώτη αξιόλογη παρέμβαση στο ασφαλιστικό από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ο νόμος όντως προέβλεπε χαμηλότερες συντάξεις και υψηλότερη ηλικία συνταξιοδότησης για όλους. Ειδικά για ορισμένες ευνοημένες ομάδες που στο παρελθόν εισέπρατταν παροχές δυσανάλογες των εισφορών τους. Όμως, παρά τις κραυγές και τις ανοησίες που ακούστηκαν τότε, και που εξακολουθούν να λέγονται σήμερα, η δομή του νέου συστήματος (που επρόκειτο να εφαρμοστεί από φέτος) ακολουθούσε σκανδιναβικά πρότυπα.
Συγκεκριμένα, η μεταρρύθμιση καθιέρωνε μια σχεδόν καθολική βασική σύνταξη και μια ανταποδοτική αναλογική σύνταξη. Ο Ν3863 όριζε βασική σύνταξη ύψους 360 ευρώ το μήνα, 720 ευρώ για ζευγάρι ηλικιωμένων (σε τιμές του 2010). Όσο για το ύψος της αναλογικής σύνταξης, αυτό εξαρτάται από τα έτη ασφάλισης και τις εισφορές (των ασφαλισμένων και των εργοδοτών τους). Για πρόσθετη εγγύηση, ο νόμος προέβλεπε κατώτατη σύνταξη (με 15+ χρόνια ασφάλισης) στα 15 κατώτατα ημερομίσθια. Δηλαδή σχεδόν 500 ευρώ το μήνα το 2010, σχεδόν 400 ευρώ σήμερα λόγω μείωσης των κατώτατων μισθών το 2012. Τα διπλά για ζευγάρι ηλικιωμένων.
Βασική σύνταξη σημαίνει σύνταξη για όλους, ακόμη και για τις νοικοκυρές. Και αναλογική σύνταξη σημαίνει ότι εάν σου έχουν κολλήσει ένσημα για 10 χρόνια (ή για 8, ή για 5, ή για 1), θα πάρεις το ανάλογο (αντί για μηδέν, όπως σήμερα). Αφήνω στους αναγνώστες να κρίνουν ποιο σύστημα προστατεύει καλύτερα τους φτωχούς ηλικιωμένους.
Βέβαια, χάρη στις άοκνες προσπάθειες της τότε κυβέρνησης Παπανδρέου διά του αρμόδιου υπουργού Λοβέρδου, η απαίτηση των «ευγενών ταμείων» των ιατρών, νομικών και μηχανικών, των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και των εργαζόμενων στον Τύπο να διατηρήσουν τα συνταξιοδοτικά τους συστήματα μένοντας εκτός νέου συστήματος έγινε τελικά σεβαστή. Επί πλέον, η μεταρρύθμιση προστάτευσε τα κεκτημένα δικαιώματα των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ, των τραπεζικών υπαλλήλων που είχαν προσληφθεί πριν από το 1983, καθώς και των ένστολων ανεξάρτητα από το έτος πρόσληψης. Τέλος, η μεταρρύθμιση δεν επηρέασε καθόλου τους αγρότες, οι οποίοι από το 1998 και μετά εισπράττουν κύρια σύνταξη με ευνοϊκότερους όρους.
Όλα αυτά παρά τις αντιρρήσεις της τρόικας. (Αλήθεια, αυτή η νίκη της κατά τα άλλα προδοτικής κυβέρνησης Παπανδρέου δεν έχει αναγνωριστεί όσο θα έπρεπε.) Με άλλα λόγια, το γνωστό μοτίβο σύμφωνα με το οποίο οι ισχυρές ομάδες εξασφαλίζουν ευνοϊκή μεταχείριση σε βάρος των λιγότερο ισχυρών επαναλήφθηκε ακόμη και υπό συνθήκες έκτακτης ανάγκης.
Για όλους αυτούς τους λόγους, ο Ν3863/2010 ήταν ένα σοβαρό βήμα εξυγίανσης, αλλά δεν «έλυσε το ασφαλιστικό». Άρα μια νορμάλ κυβέρνηση (ιδίως μια νορμάλ κυβέρνηση που διατείνεται ότι κόπτεται για την κοινωνική δικαιοσύνη), όχι μόνο θα δεχόταν την πρόταση των δανειστών (να μην καταργηθεί ο Ν3863), αλλά θα υπερθεμάτιζε προχωρώντας στην ολοκλήρωση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης. Με πλήρη ενοποίηση του συστήματος συντάξεων μέσω της άμεσης ένταξης όλων των κατηγοριών, με τους ίδιους ακριβώς όρους, χωρίς καμμία εξαίρεση. Και με πλήρη κατάργηση όλων των ενισχύσεων (κρατικών επιχορηγήσεων και κοινωνικών πόρων) στα ταμεία. Με περιορισμό δηλαδή της κρατικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση της βασικής σύνταξης και στη χρηματοδότηση προνοιακών μηχανισμών τύπου κατώτατης σύνταξης ανεξαρτήτως επαγγελματικού κλάδου.
Κάτι παρόμοιο ισχύει με τις επικουρικές συντάξεις, όπου οι παθογένειες είναι ακόμη σοβαρότερες. Πράγματι, η σημερινή κατάσταση είναι εντελώς προβληματική. Κατ’ αρχήν, επικουρική σύνταξη εισπράττουν οι μισοί περίπου συνταξιούχοι. Εισφορές για επικουρική σύνταξη πληρώνουν όλοι οι ασφαλισμένοι στο Δημόσιο και στις ΔΕΚΟ, οι περισσότεορι στο ΙΚΑ, οι μισοί αυτοαπασχολούμενοι, και ελάχιστοι αγρότες. Από εκεί και πέρα, σε πολλά επικουρικά ταμεία οι κανόνες είναι σκανδαλωδώς ευνοϊκοί. Με ποσοστό εισφοράς 3% + 3% (ασφαλισμένοι / εργοδότες) το ποσοστό αναπλήρωσης φτάνει σε ορισμένες περιπτώσεις το 40% και το 45%. Ούτε στις πυραμίδες του Μπερίσα (ή του Τροχανά) δεν έπαιρναν τόσα λεφτά βάζοντας τόσο λίγα. Οι δειλές προσπάθειες προηγούμενων κυβερνήσεων για πλαφόν 20% προσέκρουαν στις αντιδράσεις των ενδιαφερομένων και έπεφταν τελικά στο κενό.
Το εντελώς προβλέψιμο αποτέλεσμα ήταν τεράστια ελλείμματα τώρα, με συσσώρευση θηριωδών υποχρεώσεων στο μέλλον. Και να σκεφτεί κανείς ότι μιλάμε για επικουρικές συντάξεις, που είχαν θεσμοθετηθεί με τη λογική «πρόσθετη σύνταξη από πρόσθετες εισφορές, χωρίς ανάμειξη του κράτους».
Με πίεση της Τρόικας (πώς αλλιώς;) η προηγούμενη κυβέρνηση ψήφισε τον Ν4052/2012, χωρίς να τον εφαρμόσει ποτέ! Η αρχική πρόταση προέβλεπε ενιαίο ταμείο με σταδιακή αποκατάσταση της πλήρους ανταποδοτικότητας, με σταδιακή εφαρμογή διανεμητικού συστήματος «προκαθορισμένων εισφορών με νοητή κεφαλαιοποίηση». Στο σύστημα αυτό, παρόμοιο με εκείνο της Σουηδίας, κάθε ασφαλισμένος έχει έναν ατομικό ασφαλιστικό λογαριασμό. Εκεί καταγράφονται όλες οι ασφαλιστικές εισφορές του, που στη συνέχεια τοκίζονται με ένα προσυμφωνημένο επιτόκιο, ώστε τελικά να σχηματίσουν το ασφαλιστικό κεφάλαιό του. Τη στιγμή της συνταξιοδότησης το κεφάλαιο αυτό μετατρέπεται σε μηνιαία σύνταξη που είναι «αναλογιστικά δίκαιη», δηλαδή εξισώνει τις διά βίου εισφορές με τις διά βίου παροχές.
Στο κείμενο του νόμου τελικά πέρασε ένας πιο μπερδεμένος (και προβληματικός) τρόπος υπολογισμού. Η εξίσωση εισφορών και παροχών δεν αφορά πλέον αποκλειστικά κάθε ασφαλισμένο ατομικά, σε διά βίου χρονική κλίμακα. Αφορά επίσης ολόκληρο το ενιαίο ταμείο σε ετήσια βάση (συντελεστής βιωσιμότητας). Η «ρήτρα μηδενικού ελλείμματος» προστέθηκε για να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα, και το πετυχαίνει – αλλά με ισοπεδωτικό τρόπο, στρεβλώνοντας την ανταποδοτικότητα.
Ούτως ή άλλως, η προηγούμενη κυβέρνηση δεν εφάρμοσε ποτέ τον Ν4052. Αντίθετα, έπαιξε επιτυχώς κατενάτσιο, μέχρι τις καθυστερήσεις. Μετά ήρθαν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Οι οποίοι τώρα έχουν αναγάγει την κατάργηση του νόμου σε ύψιστο εθνικό συμφέρον.
Πίσω στο προηγούμενο καθεστώς λοιπόν. Οι κανόνες του οποίου, θυμίζω, ευνοούν τα υψηλότερα εισοδήματα σε βάρος των χαμηλών, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες σε βάρος των μισθωτών, τους εργαζόμενους στο Δημόσιο και στις ΔΕΚΟ σε βάρος εκείνων του ιδιωτικού τομέα, τους άνδρες σε σχέση με τις (περισσότερες) γυναίκες, όσους πλησιάζουν στη συνταξιοδότηση σε βάρος των νέων ασφαλισμένων. Και κυρίως ευνοούν τις σημερινές γενιές σε βάρος της γενιάς των παιδιών μας. Με δυο λόγια, πίσω σε ένα σύστημα που αναδιανέμει πόρους και δικαιώματα, αλλά σε λάθος κατεύθυνση: από τους αδύναμους στους ισχυρούς. Αυτό το σύστημα υπερασπίζεται η πρώτη-φορά-αριστερά. Για να χαρούν οι συντεχνίες που έφεραν τον Στρατούλη από τον ΟΤΕ στο υπουργείο εργασίας.
Όσο για τον απλό πολίτη, εάν το σκεφτεί λίγο θα δει ότι το συμφέρον του είναι η εφαρμογή και επέκταση των μνημονιακών ασφαλιστικών νόμων, όχι η κατάργησή τους. Αλλά φυσικά δύσκολα θα το σκεφτεί, όταν σχεδόν οι πάντες (ΜΜΕ, κόμματα, συνδικάτα), εδώ και πολλές δεκαετίες, του λένε ότι η καλή, η φιλολαϊκή και η κιμπάρικη πολιτική είναι να κάνει όποιος μπορεί πλιάτσικο στο κοινό ταμείο. Και οι υπόλοιποι να κυττάζουν με θαυμασμό και ζήλεια.
Ε, οι φτωχοί, οι άνεργοι και οι νέοι είναι στους υπόλοιπους.