22 Σεπτεμβρίου 2015

Μετά τον κατακλυσμό

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015)

Το αποτέλεσμα των εκλογών – ιδίως εάν κανείς ανήκει στους ηττημένους, όπως ο υποφαινόμενος – δεν προσφέρεται για βιαστικές αναλύσεις.
Μου φαίνεται προφανές ότι ο προοδευτικός μεταρρυθμιστικός φιλευρωπαϊκός χώρος, που βρίσκεται ανάμεσα στη ΝΔ και στον ΣΥΡΙΖΑ, έχει χάσει την επαφή του με τους φόβους, τις αγωνίες και τις ελπίδες της μεγάλης μάζας των πολιτών: ειδικά όσων διατηρούν μια χαλαρή σχέση με την πολιτική, και ψηφίζουν διαισθητικά και ίσως συναισθηματικά.

Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω πώς αποκαθίσταται μια τέτοια επαφή. Εκτός από τις γνωστές «υποκειμενικές» αδυναμίες (με οφθαλμοφανέστερη την αμοιβαία δυσπιστία που χωρίζει τα διάφορα κομμάτια του), ο χώρος αντιμετωπίζει επίσης «αντικειμενικές», αν όχι δομικές, δυσκολίες. Στις τελευταίες συγκαταλέγεται η αλλαγή της κοινωνικής σύνθεσης εξαιτίας της μαζικής ανεργίας, καθώς και του ότι η απώλεια θέσεων εργασίας έπληξε σχεδόν αποκλειστικά τον ιδιωτικό τομέα.

Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η Ελλάδα είναι όλο και περισσότερο – και οπωσδήποτε περισσότερο παρά ποτέ – μια χώρα ανθρώπων που εξαρτώνται από το κράτος. Έχουμε 2.656.000 συνταξιούχους και 640 χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους. Σε αυτούς θα έπρεπε να προστεθούν και οι 423 χιλιάδες αγρότες (πλην μισθωτών γεωργών, δηλ. «αγρεργατών»), οι οποίοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουν συνηθίσει να απευθύνονται στο κράτος σαν να είναι ο εργοδότης τους – και ίσως να είναι πράγματι, εάν λάβει κανείς υπόψη τις επιδοτήσεις, τις φορολογικές ελαφρύνσεις, τα ασφαλιστικά προνόμια κτλ.

[Εάν είχαμε ένα κοινωνικό κράτος δυτικού τύπου, ίσως θα έπρεπε να προσθέσουμε και τους δικαιούχους κοινωνικών παροχών, ιδίως σε μακρόχρονη βάση. Αλλά δεν έχουμε.]

Έχουμε λοιπόν ένα στιβαρό κοινωνικό μπλοκ 3,7 εκατομμυρίων συνταξιούχων, δημοσίων υπαλλήλων και αγροτών, τους οποίους η αβέβαιη (παρότι μόνη ρεαλιστική) προοπτική της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου μέσω του εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας τους φοβίζει, ή τουλάχιστον δεν τους συγκινεί – αν και τους αφορά, τους ίδιους και τα παιδιά τους.

Ως αντίβαρο σε αυτό το μπλοκ έχουμε μόλις 2,5 εκατομμύρια εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, εκ των οποίων τα δύο τρίτα είναι μισθωτοί και οι υπόλοιποι αυτοαπασχολούμενοι. Επί πλέον, η δυνατότητα προσαρμογής πολλών από αυτούς είναι επίσης περιορισμένη, αφού η μοίρα τους είναι συνδεδεμένη με οικονομικές δραστηριότητες που χωρίς βαθιές αλλαγές δεν έχουν μεγάλο μέλλον.

Δεν ισχυρίζομαι ότι η παραπάνω διάκριση συνιστά τον μοναδικό (ούτε ίσως τον κυριότερο) προσδιοριστικό παράγοντα της πολιτικής συμπεριφοράς. Υποψιάζομαι απλώς ότι συμβάλλει στην παγίωση ενός τοπίου περίκλειστου, φοβικού, χωρίς ελπίδα άλλη από την διάσωση των κεκτημένων, μικρών ή μεγάλων.

Βέβαια, οι μεγάλες μεταρρυθμιστικές δυνάμεις του εικοστού αιώνα έγιναν μεγάλες ακριβώς επειδή ήξεραν να συνταιριάζουν ένα δυναμικό εγχείρημα εθνικής εμβέλειας, με την προστασία των κοινωνικών στρωμάτων που δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσουν τις (αναγκαίες) αλλαγές. Αλλά οι πιθανότητες επιτυχούς αναβίωσης μιας σοσιαλδημοκρατικού τύπου στρατηγικής – μικρές πλέον στη Βόρεια Ευρώπη – μου φαίνονται αμελητέες σε μια χώρα όπως η Ελλάδα.

Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να μετεξελιχθεί σε μια τέτοια μεγάλη μεταρρυθμιστική δύναμη; Νομίζω πως όχι. Το κόμμα αυτό απέδειξε ότι ξέρει να κάνει εκλογές, και να τις κερδίζει. Απέδειξε όμως επίσης ότι δεν πιστεύει στις μεταρρυθμίσεις. Μπορεί να αντισταθεί στις αλλαγές που προβλέπει η συμφωνία που υπέγραψε. Μπορεί ίσως να τις υπονομεύσει ελληνοπρεπώς. Αλλά δύσκολα θα μπορέσει να τις συνδιαμορφώσει – πολύ περισσότερο να αναλάβει δικές του μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες. Δεν είναι μόνο ότι στερείται της απαραίτητης κουλτούρας. Δεν διαθέτει καν τις αναγκαίες πνευματικές δυνάμεις για μια ειλικρινή ενδοσκόπηση και αυτοκριτική, προϋπόθεση κάθε επιτυχούς αλλαγής προσανατολισμού. Μου φαίνεται πιθανότερο να μετεξελιχθεί σε ένα παραδοσιακό κυβερνητικό κόμμα, που κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο, αλλά εν τω μεταξύ απολαμβάνει τα όχι ευκαταφρόνητα οφέλη, νόμιμα ή όχι, που απορρέουν από τη νομή της εξουσίας.

Όσο για τον προοδευτικό μεταρρυθμιστικό φιλευρωπαϊκό χώρο, η ενίσχυσή του δεν φαίνεται να είναι ζήτημα τακτικών χειρισμών ή θεαματικών κινήσεων. Η παρτίδα θα είναι μακράς διάρκειας, για υπομονετικούς παίκτες, που θα εμπνεύσουν με το παράδειγμά τους όσους σήμερα είναι εκτός παιγνιδιού, κερδίζοντας τελικά την εμπιστοσύνη τους.

17 Σεπτεμβρίου 2015

Φλερτάροντας με την εκτροπή

Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015)

Η πλήρης και άνευ όρων συνθηκολόγηση του Αλέξη Τσίπρα στις απαιτήσεις των δανειστών ήταν νίκη για τη χώρα και ήττα για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Νίκη για τη χώρα, αφού αποφύγαμε – προσωρινά, έστω – την οριστική απομάκρυνσή μας από την Ευρώπη, και τον μόνιμο υποβιβασμό μας στην κατηγορία των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής.

Ήττα για το ΣΥΡΙΖΑ αφού με την υπογραφή της συμφωνίας έσκασε η «φούσκα» που έφερε το κόμμα αυτό από το περιθώριο της πολιτικής ζωής στην εξουσία (μαζί με τους ακροδεξιούς συμμάχους του). Η πρόσφατη διάσπαση είναι το πρώτο σύμπτωμα αυτής της ήττας. Έπονται άλλα.

Οι δημαγωγικές ανοησίες που τόσο πολύ άρεσαν σε τόσο πολύ κόσμο – ότι το Μνημόνιο σκίζεται από έναν πρωθυπουργό (αρκεί να μην είναι «δοσίλογος»), ότι η λιτότητα καταργείται με έναν και μόνο νόμο, ότι ο Schäuble τρέμει μην τυχόν και φύγει η Ελλάδα από το ευρώ, ότι ο Πούτιν (και οι Κινέζοι, και οι διάδοχοι του Τσάβες) είναι έτοιμοι να μας χαρίσουν δισεκατομμύρια ή έστω να μας δανείσουν με καλύτερους όρους – αποδείχθηκαν αυτό που ήταν από την αρχή: παραμύθια.

Επικίνδυνα παραμύθια όμως. Ως πρωθυπουργός ο Αλέξης Τσίπρας δεν ευθύνεται μόνο για τις καταστροφικές επιλογές προσώπων, τύπου Βαρουφάκη ή Κωνσταντοπούλου, που σήμερα έχουν αποχωρήσει (όπως λέει το νέο βολικό παραμύθι που προσπαθεί να πουλήσει).

Ευθύνεται επίσης γιατί έκανε Υπουργό Άμυνας τον Καμμένο, ο οποίος λίγες μέρες πριν το δημοψήφισμα έφτασε στο σημείο να δηλώσει ότι «Οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας διασφαλίζουν τη σταθερότητα στο εσωτερικό» χωρίς ο αριστερός μας πρωθυπουργός που στεκόταν δίπλα του να αισθανθεί την παραμικρή ενόχληση.

Ευθύνεται γιατί έκανε ΥΠΕΞ τον Κοτζιά, τον θεωρητικό της «πατριωτικής αριστεράς» και της δήθεν διεθνούς συνωμοσίας που δήθεν έκανε την χώρα μας «αποικία χρέους», που από υμνητής του Γιαρουζέλσκι και του Μπρέζνιεφ μεταλλάχθηκε σε υμνητή του Πούτιν, διατηρώντας ως κοινό παρονομαστή το μίσος για τις δυτικές δημοκρατίες.

Αλλά ο Τσίπρας ευθύνεται και για την περιφρόνησή του στους δημοκρατικούς κανόνες, με τα καθημερινά διαγγέλματά του και τις άλλες αλχημείες που έκαναν το Συμβούλιο της Ευρώπης 41 χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας να ξανασχοληθεί με τη δημοκρατία στην Ελλάδα.

Ευθύνεται, τέλος, για τον βαθύ αντιευρωπαϊσμό του, για τα δουλοπρεπή ανοίγματα στον Πούτιν, με αποκορύφωμα τη δήλωσή του «Είμαστε λαός της θάλασσας που δεν φοβάται να ανοιχτεί σε μεγάλα πελάγη, σε καινούργιες θάλασσες, προκειμένου να φτάσουμε σε νέα και πιο ασφαλή λιμάνια» στην Αγία Πετρούπολη λίγο προτού προκηρύξει το μοιραίο δημοψήφισμα.

Όλα αυτά οι δημοκρατικοί πολίτες δεν μπορούν να τα ξεχάσουν. Όπως δεν μπορούν να ξεχάσουν την εμπρηστική ρητορική της περιόδου 2010-2014, το κήρυγμα μίσους («δοσίλογοι», «προδότες», «γερμανοτσολιάδες»), το τοξικό δηλητήριο που χύθηκε με ψυχρό υπολογισμό και σε τεράστιες δόσεις από πάνω προς τα κάτω (από τα μπαλκόνια και από τα μικρόφωνα στις πλατείες και στους δρόμους). Το δηλητήριο αυτό εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να κυλά στις φλέβες της κοινωνίας και να την διχάζει.

Απλά «λάθη» είναι όλα αυτά; Ή μήπως ανοιχτά φλερτ με την εκτροπή, από το δημοκρατικό καθεστώς και τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας – και μάλιστα φλερτ που παρά λίγο να ολοκληρωθούν; Φοβάμαι το δεύτερο. Πίσω από τον τρόπο που πολιτεύτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται ένα ολόκληρο σύνολο αντιλήψεων και νοοτροπιών, οι οποίες συνιστούν τον σκληρό πυρήνα της πολιτικής συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ και της ηγετικής του ομάδας. Με ή χωρίς Λαφαζάνη.

Λένε μερικοί: «Ας τα αφήσουμε αυτά. Το θέμα είναι τώρα τι κάνουμε».

Συμφωνώ. Η χώρα δεν πρόκειται να βγει από την κρίση εάν πρώτα δεν αλλάξει σελίδα. Εάν δεν αποκατασταθεί η ομαλότητα. Εάν δεν καταλαγιάσουν τα πολιτικά πάθη, εάν δεν απομονωθούν οι ακραίες φωνές.

Μόνο που για να γυρίσουμε σελίδα θα πρέπει να διδαχθούμε από όσα συνέβησαν τα τελευταία 5 χρόνια, όχι απλώς να τα ξεχάσουμε. Θα πρέπει όσοι ευθύνονται για τον διχασμό να αναγνωρίσουν την ευθύνη τους. Και μετά να προσπαθήσουν να πείσουν τους πολίτες ότι έχουν αλλάξει μυαλά. Με πράξεις, όχι με λόγια.

Διαφορετικά, η συνεργασία στην οποία θα στηρίζεται η επόμενη κυβέρνηση δεν θα είναι ειλικρινής. Και για αυτό δεν θα μπορέσει να μακροημερεύσει, ούτε φυσικά να πετύχει κάτι αξιόλογο.
Και τότε βέβαια θα ξαναμπούμε στη δίνη από την οποία σήμερα προσπαθούμε να βγούμε: πολιτική αστάθεια, οικονομική παράλυση, κοινωνική τελμάτωση, σενάρια GREXIT.

Για αυτό λοιπόν: Συμφιλίωση, ναι. Λήθη, όχι.

16 Σεπτεμβρίου 2015

Οι πολιτικές προϋποθέσεις της οικονομικής ανάκαμψης

Δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο ενημέρωσης «Capital» (Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015)

Λίγες μέρες απομένουν για τις εκλογές, αλλά η δημόσια συζήτηση για το πρόγραμμα της επόμενης κυβέρνησης, και τις προτάσεις των κομμάτων που διεκδικούν να ηγηθούν σε αυτή, είναι απελπιστικά φτωχή. Από τη μια, αυτό είναι αναμενόμενο: το τι πρέπει να γίνει για να επιστρέψει η οικονομία σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης ώστε να δημιουργηθούν οι εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας που έχουμε ανάγκη είναι μια συζήτηση που συνήθως προκαλεί αμηχανία σε πολιτικούς και δημοσιογράφους, αφού δεν ταιριάζει με τις φλύαρες και ανούσιες κουβέντες που μονοπωλούν την πολιτική αντιπαράθεση (και ενημέρωση) στην Ελλάδα. Από την άλλη, η φτώχεια της συζήτησης για την οικονομία είναι πραγματικά ανεπίτρεπτη σε μια χώρα που τα τελευταία χρόνια έχασε πάνω από 25% του ΑΕΠ, και σχεδόν ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας.

Τι πρέπει λοιπόν να γίνει για να επιστρέψουμε στην ανάπτυξη; Τα τελευταία χρόνια έχουν δημοσιευτεί αξιόλογες μελέτες για το θέμα αυτό – από το ΙΟΒΕ, το ΚΕΠΕ, την McKinsey, το Διεθνές Γραφείο Εργασίας και άλλους οργανισμούς, καθώς και από μεμονωμένους οικονομολόγους. Ιδέες υπάρχουν. Αυτό που λείπει είναι η στοιχειώδης πολιτική συνεννόηση γύρω από αυτές (ή ενδεχομένως άλλες, αντίστοιχης αξίας).

Τρεις κατά τη γνώμη μου είναι οι πολιτικές προϋποθέσεις της οικονομικής ανάκαμψης.

1. Πολιτική ομαλότητα

Η πολιτική αστάθεια των τελευταίων 16 μηνών (από τις ευρωεκλογές του Μαΐου 2014 έως τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, με αποκορύφωμα τους κυβερνητικούς χειρισμούς που οδήγησαν στα capital controls τον περασμένο Ιούνιο), έχει εξουθενώσει την οικονομία. Συνεπώς, η απόλυτη προτεραιότητα για την οικονομία είναι η αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας. Αυτό σημαίνει ότι μετά τις εκλογές τα κόμματα θα πρέπει να δώσουν κυβερνητική λύση με ευρεία συναίνεση, ορίζοντα τετραετίας, και έντιμη συνεννόηση το εσωτερικό της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.

2. Σταθεροί κανόνες

Η αναθέρμανση της οικονομικής δραστηριότητας και η προετοιμασία του αναπτυξιακού άλματος που απαιτείται ώστε να καλυφθεί η υποχώρηση της τελευταίας πενταετίας προϋποθέτουν ένα μονιμότερο και πιο φιλόδοξο πλαίσιο σταθερότητας. Ο νέος εθνικός στόχος θα πρέπει να είναι η δημιουργία εκατό χιλιάδων θέσεων εργασίας, κάθε χρόνο, στα επόμενα δέκα και πλέον χρόνια. Η ελάχιστη προϋπόθεση για να συμβεί αυτό είναι η θεσμοθέτηση σταθερών κανόνων: στη φορολογία, στη ρύθμιση των αγορών, στην κοινωνική ασφάλιση, στο εργατικό δίκαιο κτλ. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει χωρίς έναν ειλικρινή και αποτελεσματικό διάλογο μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, και των εμπειρογνωμόνων που αυτές θα επιλέξουν, σε συνεννόηση και με διεθνείς οργανισμούς όπως ο ΟΟΣΑ και το Διεθνές Γραφείο Εργασίας.

3. Εξαγωγικός προσανατολισμός

Η σοβαρή υποχώρηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων στο πρόσφατο παρελθόν ήταν μια από τις δύο σημαντικότερες αιτίες της σημερινής κρίσης – η άλλη ήταν ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός. Η ανάκτηση της δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να βασιστεί στα χαμηλά μεροκάματα. Η ελληνική οικονομία πρέπει να στραφεί προς ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, δυναμικό και εξωστρεφές, βασισμένο στην ποιότητα. Κάτι τέτοιο θα απαιτήσει μια συστηματική βελτίωση των δεξιοτήτων εργαζομένων και επιχειρήσεων. Οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο είναι: επένδυση στη γνώση, τεχνολογική ανανέωση, διαχειριστική αναβάθμιση και δικτύωση των επιχειρήσεων, εξαγωγικός προσανατολισμός.

6 Σεπτεμβρίου 2015

Ένα κόμμα έτσι, χωρίς πρόγραμμα

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα της Κυριακής» (Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015).

Ήταν ιστορική η τηλεοπτική συνέντευξη του Π. Καμμένου την περασμένη Τρίτη (1 Σεπτεμβρίου 2015) στον «Alpha». Ούτε λίγο ούτε πολύ, επιβεβαίωσε όσα από καιρό είχαμε υποψιαστεί. Ότι δηλαδή, μέχρι κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ σχεδίαζε την έξοδο από το ευρώ. Μόνο το βράδυ του δημοψηφίσματος έγινε επιτέλους σαφές ακόμη και στα αφελέστερα μέλη του στενού πυρήνα γύρω από τον Έλληνα πρωθυπουργό ότι η Ρωσία δεν είχε την παραμικρή διάθεση να χρηματοδοτήσει τη μετάβαση στη νέα δραχμή. Μόνο τότε κατάλαβε ο Α. Τσίπρας ότι οι ώμοι του δεν είναι επαρκώς στιβαροί ώστε να σηκώσουν το βάρος της εθνικής καταστροφής. Και τότε βέβαια δεν του έμενε άλλη επιλογή από την πλήρη και άνευ όρων συνθηκολόγησή του με τους Ευρωπαίους εταίρους μας.

Με άλλα λόγια, το ρήγμα που οδήγησε στην υπογραφή του τρίτου Μνημονίου σε καμμία περίπτωση δεν φέρνει αντιμέτωπους «ρεαλιστές» φιλοευρωπαίους από τη μια και «ασυμβίβαστους» οπαδούς της δραχμής από την άλλη, όπως βιάστηκε να συμπεράνει μια οκνηρή δημοσιογραφία (εγχώρια και διεθνής). Ούτε η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει καθόλου με εκκαθάριση χρεωκοπημένων τραπεζών, όπου ο Α. Τσίπρας κρατά το ενεργητικό του πρώην ενιαίου οργανισμού, και ο Π. Λαφαζάνης το παθητικό (εν είδει «bad ΣΥΡΙΖΑ»).

Αντίθετα, καθώς σιγά-σιγά συμπληρώνονται τα κομμάτια του παζλ, η απόσταση αυτής της βολικής ερμηνείας από την αλήθεια ολοένα μεγαλώνει. Με βάση όσα ξέραμε από την αρχή, καθώς και όσα μάθαμε τώρα τελευταία, είναι φανερό ότι οι πάντες στην κυβέρνηση υποστήριζαν την αλλοπρόσαλλη διαπραγματευτική τακτική που έφερε τα πράγματα στα άκρα (βλ. capital controls), αδιαφορώντας για το κόστος: νέα ύφεση, κλείσιμο επιχειρήσεων, αύξηση της ανεργίας. Οι πάντες στην κυβέρνηση υπολόγιζαν ότι η στήριξη του Πούτιν θα έκανε την ελληνική μπλόφα πιστευτή (ως ειλικρινή), ότι η προοπτική του GREXIT θα τρόμαζε τους Ευρωπαίους, και ότι θα τους ανάγκαζε να υποχωρήσουν, αποδεχόμενοι διαγραφή του χρέους. Οι πάντες στην κυβέρνηση φαίνεται να ήταν έτοιμοι για έξοδο από το ευρώ στο απίθανο ενδεχόμενο – «μία στο εκατομμύριο» - μη υποχώρησης των δανειστών, υπό τον όρο φυσικά της ρωσικής στήριξης.

Κανείς στην κυβέρνηση δεν φαίνεται να αναρωτήθηκε για τα ανταλλάγματα της στήριξης του Πούτιν, που θα έκαναν τους όρους του Μνημονίου να δείχνουν φιλικά επιεικείς. Κανείς στην κυβέρνηση δεν φαίνεται να πτοήθηκε από τις οικονομικές επιπτώσεις μιας απότομης υποτίμησης της νέας δραχμής, μπροστά στις οποίες οι εισοδηματικές απώλειες της τελευταίας πενταετίας θα ωχριούσαν. Κανείς στην κυβέρνηση δεν φαίνεται να αντιλήφθηκε τους γεωπολιτικούς κινδύνους στους οποίους θα μας άφηνε εκτεθειμένους η απομάκρυνση από την Ευρώπη, με το ISIS στα νοτιοανατολικά μας και τον ίδιο τον Πούτιν στα βορειοανατολικά.

Άλλη ήταν η πραγματική διαχωριστική γραμμή μεταξύ δήθεν ασυμβίβαστων και δήθεν ρεαλιστών. Οι μεν ήταν διατεθειμένοι να μας πάνε στη δραχμή ακόμη και χωρίς ρωσική χρηματοδότηση. Οι δε, όχι.

Λίγους μήνες αργότερα, κάποια από τα πρόσωπα του δράματος έχουν αποχωρήσει από τη σκηνή. Ο Γ. Βαρουφάκης, έχοντας σώσει τη χώρα, φιλοδοξεί τώρα να σώσει την υφήλιο. Ο Π. Λαφαζάνης θα συνεχίσει τον αντιμνημονιακό αγώνα, μαζί με πολλά μέχρι πρότινος στελέχη και μέλη του ΣΥΡΙΖΑ. Οι υπόλοιποι όμως εμπνευστές του εφιαλτικού (αλλά ευτυχώς αδέξιου) σχεδίου για έξοδο από το ευρώ με ρωσική βοήθεια παραμένουν στο κόμμα του Α. Τσίπρα. Στο καλά ενημερωμένο, όπως τελικά αποδείχθηκε, άρθρο του Π. Παπαδόπουλου στο «Βήμα» (19 Ιουλίου 2015) αναφέρονται τρεις από αυτούς: Ν. Κοτζιάς, Ν. Παππάς, Γ. Δραγασάκης. Υποθέτω ότι δεκάδες άλλοι, όχι εξ απορρήτων, συμμερίζονταν το ίδιο σενάριο. Ίσως να υπήρξαν και κάποιοι που το απεύχονταν – σε αυτή την περίπτωση, όμως, πρέπει να τους αναγνωρίσουμε ότι το έκρυψαν απίστευτα καλά, ενδεχομένως και από τους ίδιους τους εαυτούς τους.

Όλοι αυτοί τώρα ζητούν ξανά την ψήφο των πολιτών στις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου. Όχι για να εφαρμόσουν κάποιο κυβερνητικό πρόγραμμα εξόδου από την κρίση. Τέτοιο πρόγραμμα απλώς δεν διαθέτουν, ούτε καν στις γενικές του γραμμές. Το απώτατο όριο των προβληματισμών τους για τις αναγκαίες αλλαγές που απαιτούνται ώστε να βγούμε από την πορεία παρακμής και να συντονίσουμε το βήμα μας με τις άλλες προηγμένες χώρες του πλανήτη ήταν το πανούργο σχέδιο «σκληρή διαπραγμάτευση για διαγραφή του χρέους ή έξοδο από το ευρώ» (με ρωσική βοήθεια). Και τώρα που αυτό τους τελείωσε, μας ζητούν να τους εμπιστευθούμε. Έτσι, χωρίς πρόγραμμα. Επειδή είναι αυτοί που είναι.

Προτείνω να μην τους εμπιστευθούμε. Ακριβώς επειδή είναι αυτοί που είναι.

3 Σεπτεμβρίου 2015

150 λέξεις για το ασφαλιστικό

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Έθνος» (Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015)

Το τωρινό σύστημα συντάξεων είναι άδικο και ελλειμματικό.

Είναι άδικο επειδή μοιράζει συνταξιοδοτικά δικαιώματα ανάλογα με την πολιτική επιρροή κάθε ομάδας, όχι ανάλογα με τη συνεισφορά κάθε ασφαλισμένου, ούτε ανάλογα με την ανάγκη για προστασία.

Είναι ελλειμματικό επειδή μαζεύει εισφορές από υπερβολικά λίγους, και παρέχει συντάξεις σε υπερβολικά πολλούς.

Και επειδή δεν είναι βιώσιμο είναι διπλά άδικο: σε βάρος των φτωχότερων ηλικιωμένων, και σε βάρος των νέων.

Χρειαζόμαστε ένα ενιαίο σύστημα που να εγγυάται την ανταποδοτικότητα και την αλληλεγγύη.

Προτείνουμε:

  • Πλήρη ενοποίηση του συστήματος με άμεση ένταξη όλων σε ένα ενιαίο ταμείο, με τους ίδιους όρους, χωρίς εξαιρέσεις.
  • Βασική σύνταξη με χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό σε όλους τους πολίτες πάνω από την ενιαία ηλικία συνταξιοδότησης.
  • Αναλογική σύνταξη σε ανταποδοτική βάση, με χρηματοδότηση μόνο από ασφαλιστικές εισφορές (ασφαλισμένων και εργοδοτών), χωρίς κρατικές επιχορηγήσεις και χωρίς «κοινωνικούς πόρους».
  • Επικουρική σύνταξη πλήρως ανταποδοτική, με γρήγορη εφαρμογή του συστήματος της οιονεί κεφαλαιοποίησης.