Ομιλία στην εκδήλωση του TEDxLesvos (Μυτιλήνη Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016). Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Ιανουάριος 2017)
Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εμένα – όσο και να αγαπώ τα «κανονικά» ταξίδια – μου αρέσει να ταξιδεύω κυρίως διαβάζοντας. Όχι για να «αποδράσω» από τη ζωή μου, αυτό όχι. Αλλά επειδή αισθάνομαι ότι η ανάγνωση κάνει τη ζωή μου πλουσιότερη, συναρπαστικότερη, καλύτερη.
Νομίζω κάτι τέτοιο εννοούσε ο Ουμπέρτο Έκο όταν έγραφε
ότι «Όποιος δεν διαβάζει, στα 70 του θα έχει ζήσει μια ζωή μόνο: τη δική του.
Εκείνος που διαβάζει θα έχει ζήσει 5.000 χρόνια: ήταν εκεί όταν ο Κάιν σκότωσε
τον Άβελ, όταν ο Ρέντσο παντρεύτηκε τη Λουτσία, όταν ο Λεοπάρντι ατένιζε το
άπειρο. Επειδή η ανάγνωση είναι μια αθανασία προς τα πίσω.»
Έτσι λοιπόν κι εγώ, διαβάζω. Σχεδόν εμμονικά: στους
«νεκρούς» χρόνους (π.χ. την ώρα της πρωινής γυμναστικής), στις μετακινήσεις μου
(στις κοντινές με το μετρό, και στις πιο μακρινές με το αεροπλάνο ή, ακόμη
καλύτερα, με το τραίνο), στα επαγγελματικά ταξίδια μου (π.χ. όταν γευματίζω
μόνος σε κάποια ξένη πόλη), στα διαλλείμματα της δουλειάς, στις ώρες της σχόλης
(στην πολυθρόνα ή στο κρεβάτι μου), και φυσικά στις διακοπές. Με δυο λόγια:
σχεδόν συνεχώς.
Δεν ήταν πάντοτε έτσι: γεννήθηκα και μεγάλωσα σε σπίτια
χωρίς βιβλιοθήκη. Αλλά κάπου στα χρόνια του λυκείου, και ακόμη περισσότερο σε
εκείνα του πανεπιστημίου, ανακάλυψα τη χαρά της ανάγνωσης. Ίσως με είχε
επηρεάσει μια σκηνή από κάποιο γαλλικό (νομίζω) μυθιστόρημα, στο οποίο με είχαν
μυήσει τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα», όπου ο νεαρός κομψευόμενος πρωταγωνιστής
περπατά διαβάζοντας – ίσως στον Κήπο του Λουξεμβούργου – μέχρι που πέφτει πάνω
σε ένα δένδρο! Αυτό τον κάνει γοητευτικό στα μάτια μιας χαριτωμένης νεαρής, η
οποία βολτάρει με το ομπρελλίνο της κτλ.
(Δυστυχώς εμένα κάτι τέτοιο δεν μου συνέβη ποτέ. Με μια
εξαίρεση, ενδεχομένως. Μια παγωμένη αλλά ηλιόλουστη μέρα, πριν λίγα χρόνια, δηλ.
σε προχωρημένη ηλικία, ενώ διάβαζα καθισμένος σε ένα παγκάκι στο Πάρκο της
Πόλης της Βοστώνης, έχοντας ανεβοκατεβεί με το ποδήλατο ενός φίλου το Beacon
Hill, μια ποδηλάτισσα μου χάρισε περνώντας ένα τριαντάφυλλο.
Ομολογώ ότι μου άρεσε η χειρονομία
της – αν και δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι ήταν αυτό που φαντάζεστε, και που
κανονικά θα έπρεπε να φαντάζομαι κι εγώ, εάν η ματαιοδοξία μου δεν μετριαζόταν
από το ρεαλισμό. Θεωρώ σαφώς πιθανότερο η ποδηλάτισσα να έπρεπε πάραυτα να
ξεφορτωθεί το τριαντάφυλλο, π.χ. επειδή της το είχε μόλις χαρίσει κάποιος ή
κάποια που έπρεπε επειγόντως να ξεχάσει. Πώς σας φαίνεται; Ωραίο θέμα για
διήγημα, δεν βρίσκετε;)
Τα πρώτα χρόνια η αγάπη για το διάβασμα μου είχε φανεί
χρήσιμη. Έχοντας επιβιώσει της παρατεταμένης τριβής με τη ρουτίνα του σχολείου,
και του καταναγκασμού της υποχρεωτικής μελέτης των «εγχειριδίων» (τι λέξη κι
αυτή!) στη σχολή, με είχε επανειλημμένα βγάλει από διάφορες κακοτοπιές, π.χ. εξεταστικές.
Ακόμη πιο χρήσιμη φυσικά μου φάνηκε στη συνέχεια, όταν βρέθηκα να ασκώ ένα από
τα ελάχιστα επαγγέλματα που μου επιτρέπουν – ή μάλλον, απαιτούν από εμένα – να
κάνω αυτό που ούτως ή άλλως μου αρέσει: να διαβάζω. Και να γράφω, βέβαια, και
ενίοτε να σκέφτομαι. Αλλά βασικά να διαβάζω.
Αλλά αυτή τη στιγμή δεν έχω στο μυαλό μου επιστημονικά
διαβάσματα, ούτε τα κείμενα οικονομίας, πολιτικής και ιστορίας των οποίων η
μελέτη, σε πολύ μεγάλο βαθμό, με «διαμόρφωσε»
(με έκανε αυτό που είμαι). Για άλλα διαβάσματα θέλω να μιλήσω: λογοτεχνικά, ή
ακριβέστερα: μυθοπλασίας.
Νομίζω ότι ο βασικός λόγος που η ανάγνωση μας «ταξιδεύει»
είναι ότι κάθε φορά που διαβάζουμε ένα μυθιστόρημα (πιο δύσκολα γίνεται αυτό με
ένα διήγημα), όπως και κάθε φορά που παρακολουθούμε ένα θεατρικό έργο, θέτουμε αυτομάτως
σε εφαρμογή αυτό που οι Αγγλοσάξονες ονομάζουν «suspension
of disbelief». Όσο διαρκεί η ιστορία που
παρακολουθούμε, παραβλέπουμε το πασιφανές και αναντίρρητο γεγονός ότι δεν είναι
αληθινή. Και το κάνουμε απολύτως συνειδητά, ξέροντας ότι μόνο έτσι θα την
απολαύσουμε καλύτερα.
Η επαφή μας με τον εξωτερικό κόσμο διατηρείται ακόμη τη
στιγμή που ανοίγουμε το βιβλίο. (Ο Ίταλο Καλβίνο έχει περιγράψει πολύ ωραία
αυτή τη στιγμή στην πρώτη κιόλας σελίδα του μαγικού: «Μια νύχτα του χειμώνα
ένας ταξιδιώτης»[1]).
Και μετά ξαφνικά σηκώνεται η αυλαία, και τότε παύουμε να ακούμε τη φωνή του
συγγραφέα: ακούμε τη φωνή του αφηγητή (που συχνά δεν είναι το ίδιο πρόσωπο, και
ποτέ δεν είναι το ίδιο πράγμα). Και προτού καλά-καλά το καταλάβουμε,
βυθιζόμαστε στη ζωή άλλων προσώπων, που μπορεί να ζουν σε έναν άλλο τόπο ή σε
μια άλλη εποχή, αλλά μπορεί και να ζουν στον δικό μας τόπο και στη δική μας
εποχή. Η γνωριμία μας μαζί τους – αυτό είναι το κρίσιμο – χρονολογείται από τη
στιγμή που αρχίσαμε να ενδιαφερόμαστε για όσα σκέφτονται, όσα κάνουν, και όσα
τους συμβαίνουν, είτε σε αυτό το βιβλίο είτε σε κάποιο προηγούμενο. Γνωρίζοντας
παράλληλα ότι «στην πραγματικότητα» τα πρόσωπα αυτά δεν υπάρχουν, ούτε υπήρξαν
ποτέ.
Όμως θα μπορούσαν
να έχουν υπάρξει. Με αυτή την έννοια, το μυθιστόρημα δεν «προδίδει» την πραγματικότητα
αλλά την πολλαπλασιάζει, αφού δεν μας εξιστορεί όσα πράγματι συνέβησαν αλλά όσα
θα μπορούσαν να έχουν συμβεί.
Πολύ ωραία το εξήγησε αυτό ο Χαβιέρ Μαρίας, στην ομιλία
της βράβευσης του βιβλίου του «Αύριο στη μάχη να με σκεφτείς», ενός από τα πιο
αγαπημένα μου βιβλία:
«Έχουμε την
τάση να βλέπουμε τις διάφορες φάσεις της ζωής μας ως το αποτέλεσμα ή το
άθροισμα όσων μας συνέβησαν, όσων πετύχαμε και όσων υλοποιήσαμε, σαν να συνέθεταν
αυτά και μόνο την ύπαρξή μας. Ξεχνώντας ότι η ζωή των ανθρώπων αποτελείται
επίσης από απώλειες και αρνήσεις, από παραλείψεις και ανεκπλήρωτες επιθυμίες,
από όσα κάποτε παραμελήσαμε ή δεν επιλέξαμε ή δεν καταφέραμε, από τα αμέτρητα
ενδεχόμενα που δεν πραγματοποιήθηκαν (όλα εκτός από ένα, σε τελευταία ανάλυση),
από τους δισταγμούς μας και τα όνειρά μας, από τα αποτυχημένα μας σχέδια, από
τις ελπίδες μας που διαψεύστηκαν, από τους φόβους που μας παρέλυσαν, από όσα
εγκαταλείψαμε και όσα μας εγκατέλειψαν. Τελικά εμείς οι άνθρωποι είμαστε φτιαγμένοι
από δύο συστατικά σε ίσα μέρη: από αυτά που συνέβησαν, και από αυτά θα
μπορούσαν να έχουν συμβεί.»
Είναι σαν να αναρωτιόμαστε πώς θα ήταν η Ευρώπη του 19ου
αιώνα εάν στη μάχη του Βατερλώ είχε επικρατήσει ο Ναπολέων. (Ποτέ δεν θα
μάθουμε, αλλά όπως έχει πει ένας φίλος, το μόνο σίγουρο είναι ότι ο ομώνυμος
σιδηροδρομικός σταθμός δεν θα βρισκόταν στο Λονδίνο αλλά στο Παρίσι.) Τέτοια counterfactual μυθιστορήματα έχουν γραφτεί, με την πλοκή να τοποθετείται π.χ. την επαύριο του
δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, μετά τη νίκη του χιλιόχρονου Γ’ Ράιχ.
Ή είναι σαν να αναρωτιόμαστε πώς θα ήταν η ζωή μας εάν στο
κρίσιμο σταυροδρόμι είχαμε αποφασίσει (ή απλώς είχε τύχει) να πάρουμε άλλη
κατεύθυνση αντί για εκείνη που όντως ακολουθήσαμε. Ούτε αυτό θα το μάθουμε
ποτέ. Καμμιά φορά αναρωτιέμαι κι εγώ πώς θα ήταν η ζωή μου εάν το καλοκαίρι του
1990, όταν έλαβα εμβρόντητος – και τηλεγραφικώς! – τη θετική απάντηση του
Πανεπιστημίου των Δυτικών Ινδιών (τοποθεσία: Mona,
Jamaica) στην αίτησή μου για μια θέση
λέκτορα οικονομίας, είχα πει το Μεγάλο Ναι. (Τελικά επέλεξα το συνετότερο αλλά
κάπως μικρότερο Όχι, το οποίο μου υπαγόρευε η έγνοια να μην σπαταλήσω την
ευκαιρία που μόλις μου είχε προσφερθεί να δουλέψω σε ένα από τα καλύτερα
πανεπιστήμια μιας από τις συναρπαστικότερες πόλεις της Ευρώπης.) Έτσι, από όλη
αυτή την ιστορία, μου έμεινε η περιέργεια. Ίσως θα έπρεπε να γράψω μυθιστόρημα
σχετικά. Αλλά η (περιορισμένη) φαντασία μου δεν έχει μέχρι στιγμής κάνει μεγάλη
πρόοδο: έχω κολλήσει στο σημείο που περνάω όλο τον καιρό μου σε μια παραλία με
φοινικόδενδρα, πίνοντας ρούμι με κόλα, ακούγοντας ρέγγε, δίπλα στη δίδυμη
αδελφή της Νταϊάνα Ρος (όταν ήταν νέα).
Όταν ήταν μικρότερα τα παιδιά μου ενθουσιάζονταν με τη
μοιραία κατάληξη:
«Τι ωραία: θα είχαμε πιο σκούρο δέρμα!»
«Όχι μόνο. Θα είχατε άλλη μητέρα. Θα ήσασταν
διαφορετικοί άνθρωποι.»
«Δεν πειράζει, θα είχε πλάκα ...»
Εν τω μεταξύ, παρηγορούμαι για το ότι δεν θα γράψω ποτέ
μυθιστόρημα διαβάζοντας τα μυθιστορήματα (και τα διηγήματα, και τις νουβέλες)
που γράφουν άλλοι. Και το απολαμβάνω. Τόσο πολύ που δεν μπορώ να φανταστώ τη
ζωή μου χωρίς τη χαρά της ανάγνωσης. Έχω σκεφτεί ότι εάν ποτέ τυφλωθώ, θα ζητήσω
από τους αγαπημένους μου να μου διαβάζουν μεγαλοφώνως, ή αν βαριούνται θα
προσλάβω κάποιον, ή θα ακούω ηχογραφημένα βιβλία, ιδίως εάν διαβάζει ο ίδιος ο
συγγραφέας. (Ο Αντρέα Καμιλλέρι, 91χρονος πλέον, όταν η όρασή του εξασθένισε
υπερβολικά, άρχισε να υπαγορεύει στη βοηθό του τις περιπέτειες του Επιθεωρητή
Μονταλμπάνο.)
Οι (λίγες) περιστάσεις που ξέμεινα από αναγνώσιμο υλικό
έχουν εντυπωθεί στη μνήμη μου ως απολύτως εφιαλτικές. Ένα καλοκαίρι, μαθητής
ακόμη, είχα ανεβάσει πυρετό, και – για κάποιο λόγο που έχω ξεχάσει – είχα περάσει
κάποιο διάστημα μόνος, κλεισμένος σε κάποιο εξοχικό σπίτι. Αφού έκανα το σπίτι
άνω κάτω ψάχνοντας κάτι – ο,τιδήποτε – να διαβάσω, στο τέλος κατέληξα να
διαβάζω τις οδηγίες των φαρμάκων που έπρεπε να παίρνω: συνιστώμενη δοσολογία,
αντενδείξεις, και άλλα τέτοια συναρπαστικά.
Η αναμονή με εκνευρίζει. Δεν είμαι υπομονετικός άνθρωπος.
Εκτός εάν έχω κάτι να διαβάσω. Έχετε φάει φαλάφελ από τους Falafellas, στην οδό Αιόλου, στην Αθήνα; (Σας το συνιστώ.) Τα
μεσημέρια που πέρναγα από εκεί καθώς πήγαινα στο μάθημα είχε πάντα απίστευτη
ουρά. (Οι περαστικοί: «Τι μοιράζουν εδώ;») Αλλά με κάποιο βιβλίο στο ένα χέρι,
και το τιμόνι του ποδηλάτου μου στο άλλο (να μην το χάσω κιόλας), η ώρα κυλούσε
ευχάριστα.
Το ίδιο κάνω και στις δημόσιες υπηρεσίες. Την πρώτη φορά
που χρειάστηκε να απευθυνθώ για κάποιο χαρτί στο Δήμο του Μιλάνου,
απροετοίμαστος για την δίωρη αναμονή, κατέληξα να ξεφυλλίζω τα βιβλία-παιγνίδια
για παιδιά προσχολικής ηλικίας (ξέρετε: μαλακές σελίδες από αδιάβροχο ύφασμα και
πολύχρωμες εικόνες). Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τα είχα τελειώσει όλα. Απελπισία
...
Άλλες φορές, η ανάγνωση με έσωσε από ακόμη χειρότερες
κακοτοπιές. Πριν δέκα περίπου χρόνια, τα πανεπιστήμιά μας (με κάπου 40 χρόνια
καθυστέρηση σε σχέση με τα γαλλικά πανεπιστήμια, και κάπου 30 σε σχέση με τα
ιταλικά) περνούσαν μια από εκείνες τις περιοδικές καταστάσεις ομαδικής
παράκρουσης, όταν, με πρόσχημα κάποιο δήθεν πολιτικό αίτημα, ομάδες νεαρών
προσπαθούν να δώσουν νόημα στη μίζερη ζωή τους «πουλώντας τσαμπουκά» στους
καθηγητές τους, ανθρώπους στην ηλικία του πατέρα ή της μητέρας τους. Έχοντας
οριστεί εκπρόσωπος του Τμήματος στη Σύγκλητο, προετοιμαζόμουν για τις μηνιαίες
συνεδριάσεις της βάζοντας στο σακκίδιό μου ξηρά τροφή, ένα μπουκαλάκι νερό – και,
φυσικά, ένα βιβλίο. Η τελετουργία είχε ως εξής. Κάποια στιγμή μπούκαραν στην
αίθουσα αγριεμένοι νεαροί, που επέμεναν να υπογράψουμε κάποιο ασυνάρτητο
κείμενο που είχαν συντάξει «αλλιώς δεν θα βγαίναμε ποτέ από εκεί μέσα». Έχοντας
συμφωνήσει από πριν να μην υπογράψουμε απολύτως τίποτε, και έχοντας επιτρέψει
σε όσα μέλη της Συγκλήτου το προτιμούσαν να αποχωρήσουν εγκαίρως, περνάγαμε τις
επόμενες ώρες, μέχρι να βαρεθούν τα παιδιά, άλλος λογομαχώντας μαζί τους
(μάταιος κόπος), άλλη παρακαλώντας τους να την αφήσουν να πάει στην τουαλέττα
(«Κατούρα εδώ», ήταν η αποστομωτική απάντηση του συνομιλητή της), άλλος
βράζοντας από θυμό ή από ταπείνωση, εγώ – το μαντέψατε – διαβάζοντας. Κάπως
έτσι γλύτωσα το έμφραγμα, ή τον ξυλοδαρμό.
Όπως έγραψε ο Ντανιέλ Πεννάκ: «Ένα καλοδιαλεγμένο βιβλίο
σε σώζει από τα πάντα. Ακόμη και από τον ίδιο σου τον εαυτό.»
[1] «Είσαι έτοιμος ν’αρχίσεις να διαβάζεις το
νέο μυθιστόρημα του Ίταλο Καλβίνο Αν μια
νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης. Χαλάρωσε. Συγκεντρώσου. Άσε τον κόσμο
που σε περιβάλλει να διαλυθεί στη ασάφεια. Την πόρτα είναι καλύτερα να την
κλείσεις˙ από την άλλη μεριά, είναι πάντα αναμμένη η τηλεόραση. «Όχι, δε θέλω να δω
τηλεόραση!» Ύψωσε τη φωνή σου, ειδάλλως δε θα σε ακούσουν: «Διαβάζω! Δε θέλω να
μ’ενοχλήσει κανείς!» Ίσως δεν σε άκουσαν, με όλη αυτή τη φασαρία˙ πες
το πιο δυνατά, φώναξε: «Αρχίζω να διαβάζω το νέο μυθιστόρημα του Ίταλο
Καλβίνο!» Ή αν πάλι δε θες, μην το φωνάξεις˙ ας ελπίσουμε πως θα σε
αφήσουν στην ησυχία σου.»