1 Ιανουαρίου 2017

Το ταξίδι της ανάγνωσης

Ομιλία στην  εκδήλωση του TEDxLesvos (Μυτιλήνη Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016). Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Ιανουάριος 2017)

Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εμένα – όσο και να αγαπώ τα «κανονικά» ταξίδια – μου αρέσει να ταξιδεύω κυρίως διαβάζοντας. Όχι για να «αποδράσω» από τη ζωή μου, αυτό όχι. Αλλά επειδή αισθάνομαι ότι η ανάγνωση κάνει τη ζωή μου πλουσιότερη, συναρπαστικότερη, καλύτερη.

Νομίζω κάτι τέτοιο εννοούσε ο Ουμπέρτο Έκο όταν έγραφε ότι «Όποιος δεν διαβάζει, στα 70 του θα έχει ζήσει μια ζωή μόνο: τη δική του. Εκείνος που διαβάζει θα έχει ζήσει 5.000 χρόνια: ήταν εκεί όταν ο Κάιν σκότωσε τον Άβελ, όταν ο Ρέντσο παντρεύτηκε τη Λουτσία, όταν ο Λεοπάρντι ατένιζε το άπειρο. Επειδή η ανάγνωση είναι μια αθανασία προς τα πίσω.»

Έτσι λοιπόν κι εγώ, διαβάζω. Σχεδόν εμμονικά: στους «νεκρούς» χρόνους (π.χ. την ώρα της πρωινής γυμναστικής), στις μετακινήσεις μου (στις κοντινές με το μετρό, και στις πιο μακρινές με το αεροπλάνο ή, ακόμη καλύτερα, με το τραίνο), στα επαγγελματικά ταξίδια μου (π.χ. όταν γευματίζω μόνος σε κάποια ξένη πόλη), στα διαλλείμματα της δουλειάς, στις ώρες της σχόλης (στην πολυθρόνα ή στο κρεβάτι μου), και φυσικά στις διακοπές. Με δυο λόγια: σχεδόν συνεχώς.

Δεν ήταν πάντοτε έτσι: γεννήθηκα και μεγάλωσα σε σπίτια χωρίς βιβλιοθήκη. Αλλά κάπου στα χρόνια του λυκείου, και ακόμη περισσότερο σε εκείνα του πανεπιστημίου, ανακάλυψα τη χαρά της ανάγνωσης. Ίσως με είχε επηρεάσει μια σκηνή από κάποιο γαλλικό (νομίζω) μυθιστόρημα, στο οποίο με είχαν μυήσει τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα», όπου ο νεαρός κομψευόμενος πρωταγωνιστής περπατά διαβάζοντας – ίσως στον Κήπο του Λουξεμβούργου – μέχρι που πέφτει πάνω σε ένα δένδρο! Αυτό τον κάνει γοητευτικό στα μάτια μιας χαριτωμένης νεαρής, η οποία βολτάρει με το ομπρελλίνο της κτλ.

(Δυστυχώς εμένα κάτι τέτοιο δεν μου συνέβη ποτέ. Με μια εξαίρεση, ενδεχομένως. Μια παγωμένη αλλά ηλιόλουστη μέρα, πριν λίγα χρόνια, δηλ. σε προχωρημένη ηλικία, ενώ διάβαζα καθισμένος σε ένα παγκάκι στο Πάρκο της Πόλης της Βοστώνης, έχοντας ανεβοκατεβεί με το ποδήλατο ενός φίλου το Beacon Hill, μια ποδηλάτισσα μου χάρισε περνώντας ένα τριαντάφυλλο. Ομολογώ ότι μου άρεσε η χειρονομία της – αν και δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι ήταν αυτό που φαντάζεστε, και που κανονικά θα έπρεπε να φαντάζομαι κι εγώ, εάν η ματαιοδοξία μου δεν μετριαζόταν από το ρεαλισμό. Θεωρώ σαφώς πιθανότερο η ποδηλάτισσα να έπρεπε πάραυτα να ξεφορτωθεί το τριαντάφυλλο, π.χ. επειδή της το είχε μόλις χαρίσει κάποιος ή κάποια που έπρεπε επειγόντως να ξεχάσει. Πώς σας φαίνεται; Ωραίο θέμα για διήγημα, δεν βρίσκετε;)

Τα πρώτα χρόνια η αγάπη για το διάβασμα μου είχε φανεί χρήσιμη. Έχοντας επιβιώσει της παρατεταμένης τριβής με τη ρουτίνα του σχολείου, και του καταναγκασμού της υποχρεωτικής μελέτης των «εγχειριδίων» (τι λέξη κι αυτή!) στη σχολή, με είχε επανειλημμένα βγάλει από διάφορες κακοτοπιές, π.χ. εξεταστικές. Ακόμη πιο χρήσιμη φυσικά μου φάνηκε στη συνέχεια, όταν βρέθηκα να ασκώ ένα από τα ελάχιστα επαγγέλματα που μου επιτρέπουν – ή μάλλον, απαιτούν από εμένα – να κάνω αυτό που ούτως ή άλλως μου αρέσει: να διαβάζω. Και να γράφω, βέβαια, και ενίοτε να σκέφτομαι. Αλλά βασικά να διαβάζω.

Αλλά αυτή τη στιγμή δεν έχω στο μυαλό μου επιστημονικά διαβάσματα, ούτε τα κείμενα οικονομίας, πολιτικής και ιστορίας των οποίων η μελέτη, σε πολύ μεγάλο βαθμό, με «διαμόρφωσε» (με έκανε αυτό που είμαι). Για άλλα διαβάσματα θέλω να μιλήσω: λογοτεχνικά, ή ακριβέστερα: μυθοπλασίας.

Νομίζω ότι ο βασικός λόγος που η ανάγνωση μας «ταξιδεύει» είναι ότι κάθε φορά που διαβάζουμε ένα μυθιστόρημα (πιο δύσκολα γίνεται αυτό με ένα διήγημα), όπως και κάθε φορά που παρακολουθούμε ένα θεατρικό έργο, θέτουμε αυτομάτως σε εφαρμογή αυτό που οι Αγγλοσάξονες ονομάζουν «suspension of disbelief». Όσο διαρκεί η ιστορία που παρακολουθούμε, παραβλέπουμε το πασιφανές και αναντίρρητο γεγονός ότι δεν είναι αληθινή. Και το κάνουμε απολύτως συνειδητά, ξέροντας ότι μόνο έτσι θα την απολαύσουμε καλύτερα.


 

Η επαφή μας με τον εξωτερικό κόσμο διατηρείται ακόμη τη στιγμή που ανοίγουμε το βιβλίο. (Ο Ίταλο Καλβίνο έχει περιγράψει πολύ ωραία αυτή τη στιγμή στην πρώτη κιόλας σελίδα του μαγικού: «Μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης»[1]). Και μετά ξαφνικά σηκώνεται η αυλαία, και τότε παύουμε να ακούμε τη φωνή του συγγραφέα: ακούμε τη φωνή του αφηγητή (που συχνά δεν είναι το ίδιο πρόσωπο, και ποτέ δεν είναι το ίδιο πράγμα). Και προτού καλά-καλά το καταλάβουμε, βυθιζόμαστε στη ζωή άλλων προσώπων, που μπορεί να ζουν σε έναν άλλο τόπο ή σε μια άλλη εποχή, αλλά μπορεί και να ζουν στον δικό μας τόπο και στη δική μας εποχή. Η γνωριμία μας μαζί τους – αυτό είναι το κρίσιμο – χρονολογείται από τη στιγμή που αρχίσαμε να ενδιαφερόμαστε για όσα σκέφτονται, όσα κάνουν, και όσα τους συμβαίνουν, είτε σε αυτό το βιβλίο είτε σε κάποιο προηγούμενο. Γνωρίζοντας παράλληλα ότι «στην πραγματικότητα» τα πρόσωπα αυτά δεν υπάρχουν, ούτε υπήρξαν ποτέ.

Όμως θα μπορούσαν να έχουν υπάρξει. Με αυτή την έννοια, το μυθιστόρημα δεν «προδίδει» την πραγματικότητα αλλά την πολλαπλασιάζει, αφού δεν μας εξιστορεί όσα πράγματι συνέβησαν αλλά όσα θα μπορούσαν να έχουν συμβεί.

Πολύ ωραία το εξήγησε αυτό ο Χαβιέρ Μαρίας, στην ομιλία της βράβευσης του βιβλίου του «Αύριο στη μάχη να με σκεφτείς», ενός από τα πιο αγαπημένα μου βιβλία:

«Έχουμε την τάση να βλέπουμε τις διάφορες φάσεις της ζωής μας ως το αποτέλεσμα ή το άθροισμα όσων μας συνέβησαν, όσων πετύχαμε και όσων υλοποιήσαμε, σαν να συνέθεταν αυτά και μόνο την ύπαρξή μας. Ξεχνώντας ότι η ζωή των ανθρώπων αποτελείται επίσης από απώλειες και αρνήσεις, από παραλείψεις και ανεκπλήρωτες επιθυμίες, από όσα κάποτε παραμελήσαμε ή δεν επιλέξαμε ή δεν καταφέραμε, από τα αμέτρητα ενδεχόμενα που δεν πραγματοποιήθηκαν (όλα εκτός από ένα, σε τελευταία ανάλυση), από τους δισταγμούς μας και τα όνειρά μας, από τα αποτυχημένα μας σχέδια, από τις ελπίδες μας που διαψεύστηκαν, από τους φόβους που μας παρέλυσαν, από όσα εγκαταλείψαμε και όσα μας εγκατέλειψαν. Τελικά εμείς οι άνθρωποι είμαστε φτιαγμένοι από δύο συστατικά σε ίσα μέρη: από αυτά που συνέβησαν, και από αυτά θα μπορούσαν να έχουν συμβεί.»

Είναι σαν να αναρωτιόμαστε πώς θα ήταν η Ευρώπη του 19ου αιώνα εάν στη μάχη του Βατερλώ είχε επικρατήσει ο Ναπολέων. (Ποτέ δεν θα μάθουμε, αλλά όπως έχει πει ένας φίλος, το μόνο σίγουρο είναι ότι ο ομώνυμος σιδηροδρομικός σταθμός δεν θα βρισκόταν στο Λονδίνο αλλά στο Παρίσι.) Τέτοια counterfactual μυθιστορήματα έχουν γραφτεί, με την πλοκή να τοποθετείται π.χ. την επαύριο του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, μετά τη νίκη του χιλιόχρονου Γ’ Ράιχ.

Ή είναι σαν να αναρωτιόμαστε πώς θα ήταν η ζωή μας εάν στο κρίσιμο σταυροδρόμι είχαμε αποφασίσει (ή απλώς είχε τύχει) να πάρουμε άλλη κατεύθυνση αντί για εκείνη που όντως ακολουθήσαμε. Ούτε αυτό θα το μάθουμε ποτέ. Καμμιά φορά αναρωτιέμαι κι εγώ πώς θα ήταν η ζωή μου εάν το καλοκαίρι του 1990, όταν έλαβα εμβρόντητος – και τηλεγραφικώς! – τη θετική απάντηση του Πανεπιστημίου των Δυτικών Ινδιών (τοποθεσία: Mona, Jamaica) στην αίτησή μου για μια θέση λέκτορα οικονομίας, είχα πει το Μεγάλο Ναι. (Τελικά επέλεξα το συνετότερο αλλά κάπως μικρότερο Όχι, το οποίο μου υπαγόρευε η έγνοια να μην σπαταλήσω την ευκαιρία που μόλις μου είχε προσφερθεί να δουλέψω σε ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια μιας από τις συναρπαστικότερες πόλεις της Ευρώπης.) Έτσι, από όλη αυτή την ιστορία, μου έμεινε η περιέργεια. Ίσως θα έπρεπε να γράψω μυθιστόρημα σχετικά. Αλλά η (περιορισμένη) φαντασία μου δεν έχει μέχρι στιγμής κάνει μεγάλη πρόοδο: έχω κολλήσει στο σημείο που περνάω όλο τον καιρό μου σε μια παραλία με φοινικόδενδρα, πίνοντας ρούμι με κόλα, ακούγοντας ρέγγε, δίπλα στη δίδυμη αδελφή της Νταϊάνα Ρος (όταν ήταν νέα).

Όταν ήταν μικρότερα τα παιδιά μου ενθουσιάζονταν με τη μοιραία κατάληξη:

«Τι ωραία: θα είχαμε πιο σκούρο δέρμα!»

«Όχι μόνο. Θα είχατε άλλη μητέρα. Θα ήσασταν διαφορετικοί άνθρωποι.»

«Δεν πειράζει, θα είχε πλάκα ...»

Εν τω μεταξύ, παρηγορούμαι για το ότι δεν θα γράψω ποτέ μυθιστόρημα διαβάζοντας τα μυθιστορήματα (και τα διηγήματα, και τις νουβέλες) που γράφουν άλλοι. Και το απολαμβάνω. Τόσο πολύ που δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς τη χαρά της ανάγνωσης. Έχω σκεφτεί ότι εάν ποτέ τυφλωθώ, θα ζητήσω από τους αγαπημένους μου να μου διαβάζουν μεγαλοφώνως, ή αν βαριούνται θα προσλάβω κάποιον, ή θα ακούω ηχογραφημένα βιβλία, ιδίως εάν διαβάζει ο ίδιος ο συγγραφέας. (Ο Αντρέα Καμιλλέρι, 91χρονος πλέον, όταν η όρασή του εξασθένισε υπερβολικά, άρχισε να υπαγορεύει στη βοηθό του τις περιπέτειες του Επιθεωρητή Μονταλμπάνο.)

Οι (λίγες) περιστάσεις που ξέμεινα από αναγνώσιμο υλικό έχουν εντυπωθεί στη μνήμη μου ως απολύτως εφιαλτικές. Ένα καλοκαίρι, μαθητής ακόμη, είχα ανεβάσει πυρετό, και – για κάποιο λόγο που έχω ξεχάσει – είχα περάσει κάποιο διάστημα μόνος, κλεισμένος σε κάποιο εξοχικό σπίτι. Αφού έκανα το σπίτι άνω κάτω ψάχνοντας κάτι – ο,τιδήποτε – να διαβάσω, στο τέλος κατέληξα να διαβάζω τις οδηγίες των φαρμάκων που έπρεπε να παίρνω: συνιστώμενη δοσολογία, αντενδείξεις, και άλλα τέτοια συναρπαστικά.

Η αναμονή με εκνευρίζει. Δεν είμαι υπομονετικός άνθρωπος. Εκτός εάν έχω κάτι να διαβάσω. Έχετε φάει φαλάφελ από τους Falafellas, στην οδό Αιόλου, στην Αθήνα; (Σας το συνιστώ.) Τα μεσημέρια που πέρναγα από εκεί καθώς πήγαινα στο μάθημα είχε πάντα απίστευτη ουρά. (Οι περαστικοί: «Τι μοιράζουν εδώ;») Αλλά με κάποιο βιβλίο στο ένα χέρι, και το τιμόνι του ποδηλάτου μου στο άλλο (να μην το χάσω κιόλας), η ώρα κυλούσε ευχάριστα.

Το ίδιο κάνω και στις δημόσιες υπηρεσίες. Την πρώτη φορά που χρειάστηκε να απευθυνθώ για κάποιο χαρτί στο Δήμο του Μιλάνου, απροετοίμαστος για την δίωρη αναμονή, κατέληξα να ξεφυλλίζω τα βιβλία-παιγνίδια για παιδιά προσχολικής ηλικίας (ξέρετε: μαλακές σελίδες από αδιάβροχο ύφασμα και πολύχρωμες εικόνες). Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τα είχα τελειώσει όλα. Απελπισία ...

Άλλες φορές, η ανάγνωση με έσωσε από ακόμη χειρότερες κακοτοπιές. Πριν δέκα περίπου χρόνια, τα πανεπιστήμιά μας (με κάπου 40 χρόνια καθυστέρηση σε σχέση με τα γαλλικά πανεπιστήμια, και κάπου 30 σε σχέση με τα ιταλικά) περνούσαν μια από εκείνες τις περιοδικές καταστάσεις ομαδικής παράκρουσης, όταν, με πρόσχημα κάποιο δήθεν πολιτικό αίτημα, ομάδες νεαρών προσπαθούν να δώσουν νόημα στη μίζερη ζωή τους «πουλώντας τσαμπουκά» στους καθηγητές τους, ανθρώπους στην ηλικία του πατέρα ή της μητέρας τους. Έχοντας οριστεί εκπρόσωπος του Τμήματος στη Σύγκλητο, προετοιμαζόμουν για τις μηνιαίες συνεδριάσεις της βάζοντας στο σακκίδιό μου ξηρά τροφή, ένα μπουκαλάκι νερό – και, φυσικά, ένα βιβλίο. Η τελετουργία είχε ως εξής. Κάποια στιγμή μπούκαραν στην αίθουσα αγριεμένοι νεαροί, που επέμεναν να υπογράψουμε κάποιο ασυνάρτητο κείμενο που είχαν συντάξει «αλλιώς δεν θα βγαίναμε ποτέ από εκεί μέσα». Έχοντας συμφωνήσει από πριν να μην υπογράψουμε απολύτως τίποτε, και έχοντας επιτρέψει σε όσα μέλη της Συγκλήτου το προτιμούσαν να αποχωρήσουν εγκαίρως, περνάγαμε τις επόμενες ώρες, μέχρι να βαρεθούν τα παιδιά, άλλος λογομαχώντας μαζί τους (μάταιος κόπος), άλλη παρακαλώντας τους να την αφήσουν να πάει στην τουαλέττα («Κατούρα εδώ», ήταν η αποστομωτική απάντηση του συνομιλητή της), άλλος βράζοντας από θυμό ή από ταπείνωση, εγώ – το μαντέψατε – διαβάζοντας. Κάπως έτσι γλύτωσα το έμφραγμα, ή τον ξυλοδαρμό.

Όπως έγραψε ο Ντανιέλ Πεννάκ: «Ένα καλοδιαλεγμένο βιβλίο σε σώζει από τα πάντα. Ακόμη και από τον ίδιο σου τον εαυτό.»



[1] «Είσαι έτοιμος ν’αρχίσεις να διαβάζεις το νέο μυθιστόρημα του Ίταλο Καλβίνο Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης. Χαλάρωσε. Συγκεντρώσου. Άσε τον κόσμο που σε περιβάλλει να διαλυθεί στη ασάφεια. Την πόρτα είναι καλύτερα να την κλείσεις˙ από την άλλη μεριά, είναι πάντα αναμμένη η τηλεόραση. «Όχι, δε θέλω να δω τηλεόραση!» Ύψωσε τη φωνή σου, ειδάλλως δε θα σε ακούσουν: «Διαβάζω! Δε θέλω να μ’ενοχλήσει κανείς!» Ίσως δεν σε άκουσαν, με όλη αυτή τη φασαρία˙ πες το πιο δυνατά, φώναξε: «Αρχίζω να διαβάζω το νέο μυθιστόρημα του Ίταλο Καλβίνο!» Ή αν πάλι δε θες, μην το φωνάξεις˙ ας ελπίσουμε πως θα σε αφήσουν στην ησυχία σου.»

A.B. Atkinson (1944-2017)


Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Σύγχρονα Θέματα» (τεύχος 136, Ιανουάριος – Μάρτιος 2017).

Ο βρετανός οικονομολόγος Anthony Barnes Atkinson έφυγε από τη ζωή την πρώτη μέρα του νέου έτους. Είχε υπάρξει φοιτητής στο Cambridge και στο MIT, καθηγητής στο Essex, στο University College London, στη London School of Economics και στο Nuffield College της Οξφόρδης, πρόεδρος επί σειρά ετών της (βρετανικής) Βασιλικής Οικονομικής Εταιρείας, της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Εταιρείας και της Διεθνούς Οικονομικής Εταιρείας, επί 20ετία υπεύθυνος έκδοσης του επιστημονικού περιοδικού Journal of Public Economics (το οποίο είχε ιδρύσει), επίτιμος διδάκτωρ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και άλλων 20 πανεπιστημίων ανά τον κόσμο, Sir από το 2000, Ιππότης της γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής από το 2001.

Για τους περισσότερους συναδέλφους του, ο Atkinson ήταν ένας γίγας της οικονομικής σκέψης. Το άρθρο του «On the measurement of inequality», από τα πιο πολυδιαβασμένα, που δημοσιεύτηκε το 1970 (όταν ήταν μόλις 26 ετών), έδειξε ότι δεν υπάρχει «ουδέτερος» τρόπος μέτρησης της ανισότητας: κάποιοι δείκτες είναι ευαίσθητοι σε μεταβολές εισοδήματος στο μέσο της κατανομής, άλλοι σε αλλαγές που επηρεάζουν τους φτωχούς, ή τους πλούσιους, ή και τους μεν και τους δε. Επειδή τα οικονομικά δεν είναι μαθηματικά, αλλά μια ηθική και κοινωνική επιστήμη (leitmotiv της σκέψης του Atkinson), το ζήτημα δεν είναι ο «καλύτερος» δείκτης ανισότητας αλλά το πώς σκεφτόμαστε - και πώς μετράμε – την κοινωνική ευημερία. Διαφορετικοί δείκτες ανισότητας θα προκύψουν ανάλογα αφενός με το πώς σταθμίζουμε διαφορετικά τμήματα της κατανομής εισοδήματος (π.χ. την απόσταση που χωρίζει το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού από το μέσο της κατανομής σε σχέση με την αντίστοιχη απόσταση ανάμεσα στο μέσο και το φτωχότερο 10% της κατανομής), και αφετέρου με το πώς τοποθετούμαστε στο δίλημμα μεταξύ χαμηλότερης ανισότητας και υψηλότερου μέσου ειδοδήματος (δηλ. ανάλογα με την απάντηση που δίνουμε στο ερώτημα «πόσο μέσο εισόδημα αξίζει να θυσιάσουμε προκειμένου να μειώσουμε την ανισότητα»). Στο – κλασσικό έκτοτε – άρθρο του ο Atkinson προτείνει μια σειρά δεικτών (που φέρουν το όνομά του), οι οποίοι έχουν το χαρακτηριστικό ότι αναφέρουν ρητά το μέγεθος της «αποστροφής προς την ανισότητα» στην οποία αντιστοιχούν.

Η έγνοια για την ανισότητα τον συνόδευσε σε όλη του τη ζωή. Η έμφαση στα πολύ υψηλά εισοδήματα, σε σειρά άρθρων που δημοσίευσε από το 2011 με τον Thomas Piketty και τον Emmanuel Saez, ενέπνευσαν μεταξύ άλλων το κίνημα Occupy Wall Street αλλά και το διεθνές best seller του Piketty «Το κεφάλαιο στον 21ο αιώνα». Το τελευταίο βιβλίο του Atkinson (κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2015) είχε τίτλο «Inequality: what can be done?» και πραγματευόταν την εξέλιξη της ανισότητας, τους παράγοντες που την επηρεάζουν, καθώς και ακριβώς τι μπορεί να γίνει για να περιοριστεί. Το βιβλίο καταλήγει σε 15 προτάσεις πολιτικής, από το «εισόδημα συμμετοχής» (ένα μηνιαίο επίδομα σε όλους, με μοναδική προϋπόθεση να συμμετέχουν σε κάποια κοινωνικά χρήσιμη δραστηριότητα όπως π.χ. η φροντίδα παιδιών) έως τη μεταρρύθμιση της φορολόγησης της περιουσίας και των κληρονομιών με στόχο τη διάδοση αντί για τη συγκέντρωση του πλούτου (κατά J.S. Mill). Ακόμη καλύτερα μάλιστα εάν τα έσοδα του σχετικού φόρου χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση ενός κεφαλαίου που θα παρέχεται σε όλους τους νέους με τη συμπλήρωση των 18 ετών. Μπορεί κανείς να διαφωνεί με κάποιες από τις 15 προτάσεις (ή και όλες). Αυτό που δεν μπορεί κανείς όμως να ισχυριστεί είναι ότι «δεν μπορεί να γίνει τίποτε για την ανισότητα».

Η φτώχεια και η κοινωνική πολιτική ήταν το άλλο μεγάλο ερευνητικό ενδιαφέρον του Atkinson. Από το πρώτο του βιβλίο (1969) «Poverty in Britain and the reform of social security» έως την πρόσφατη έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας (2016) «Monitoring global poverty» (την οποία συνέγραψε ως επικεφαλής της συντακτικής ομάδας), η ποσοτική ανάλυση της φτώχειας και η οικονομική αποτίμηση των πολιτικών στήριξης του εισοδήματος υπήρξαν αντικείμενο σημαντικών δημοσιεύσεων που διαβάστηκαν από πολλούς οικονομολόγους σε όλο τον κόσμο και ενέπνευσαν αρκετούς από αυτούς να εφαρμόσουν τα εργαλεία της επιστήμης τους για τον σχεδιασμό αποδοτικότερων δημόσιων πολιτικών.

Ο τρίτος άξονας της δουλειάς του υπήρξε η δημόσια οικονομική. Το βιβλίο «Lectures in Public Economics» (1980) που υπέγραψε μαζί με τον Joseph Stiglitz (βραβείο Nobel 2001), άλλο ένα κλασσικό της οικονομικής βιβλιογραφίας, είναι γραμμένο με τεχνικά αυστηρό τρόπο και διαποτισμένο από την έγνοια να μετριαστεί ο συχνά άκριτος ενθουσιασμός για τις αγορές που εξαπλωνόταν τότε στη Βρετανία της Margaret Thatcher και στις Ηνωμένες Πολιτείες του Ronald Reagan. Το βιβλίο αναλύει τις αρκετές περιπτώσεις που οι αγορές αποτυγχάνουν να μεγιστοποιήσουν την κοινωνική ευημερία (μονοπώλια, εξωτερικές επιδράσεις, δημόσια αγαθά, ασυμμετρίες πληροφόρησης κ.ά.), καθώς και τους τρόπους με τους οποίους η κρατική παρέμβαση μπορεί να διορθώσει κατ’ αρχήν αυτές τις αποτυχίες της αγοράς. Η δημοσίευση του βιβλίου ήταν ορόσημο: η διδασκαλία του μαθήματος δεν ήταν ποτέ η ίδια, ενώ η επιστημονική έρευνα έγινε πολύ πιο συστηματική έκτοτε.

Δεν είναι καθόλου υπερβολική λοιπόν, παρότι γράφτηκε υπό το κράτος της συγκίνησης, η παρατήρηση του Frank Cowell, νεαρότερου συναδέλφου του Atkinson στην LSE, ότι η επιρροή του τελευταίου ήταν τόσο έντονη και διάχυτη που φέρνει στο νου την επιτύμβια επιγραφή του Christopher Wren, αρχιτέκτονα του καθεδρικού του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο (σε ελεύθερη μετάφραση από τα λατινικά): «Ενθάδε κείται ο θεμελιωτής αυτής της εκκλησίας και αυτής της πόλης, […] ο οποίος έζησε όχι για το δικό του συμφέρον αλλά για το κοινό καλό. Αναγνώστη, εάν αναζητάς το σημάδι του – κύττα γύρω σου».

Για όσους τον γνώρισαν, ο Atkinson («Tony» για τους πάντες) ήταν ο πράος και καλωσυνάτος συνάδελφος, ο ευπροσήγορος και εμψυχωτικός καθηγητής, ο ακούραστος και αποτελεσματικός οργανωτής συλλογικών προσπαθειών κάθε είδους.

Στην κηδεία του, εκτός από τους συγγενείς, τους φίλους, και τους συναδέλφους (κάποιοι από τους οποίους πήραν το αεροπλάνο από κάποια ευρωπαϊκή πόλη για να τον αποχαιρετίσουν), ήταν επίσης παρόντες και κάποιοι ταπεινοί άνθρωποι, εμφανώς φτωχοί, εμφανώς συγκινημένοι. Ήταν οι θαμώνες του κοινωνικού παντοπωλείου, ενός από τα πολλά που άνοιξαν στη Βρετανία τα τελευταία χρόνια, για την δωρεάν διανομή ειδών διατροφής και πρώτης ανάγκης σε άτομα και οικογένειες κάτω από το όριο ακραίας φτώχειας, όπου ο Sir Anthony Barnes Atkinson, που εκείνοι τον γνώριζαν απλώς ως Tony, εργαζόταν τα σαββατοκύριακα, μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής του.


Το τρομερό 2016

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016).

Οι ιστορικοί του μέλλοντος είναι πολύ πιθανό να θεωρήσουν το έτος που μόλις πέρασε σημείο καμπής στην παγκόσμια ιστορία. Σίγουρα όχι με τον δραματικό τρόπο του 1789, του 1917 ή του 1989. Αλλά ίσως με τον κάπως πιο βραδυφλεγή του 1933, του 1956 και του 2001. Ως το έτος κατά το οποίο τέθηκαν σε κίνηση ιστορικές διεργασίες με μακροχρόνιες και απρόβλεπτες συνέπειες.

Η πιο θεαματική από τις ανατροπές του 2016 είναι ασφαλώς η εξέγερση των ψηφοφόρων της Δύσης κατά της παγκοσμιοποίησης, ή τουλάχιστον των συνεπειών της. Η επικράτηση των υποστηρικτών της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ στο δημοψήφισμα του Ιουνίου, καθώς και η νίκη του Trump στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου τις ΗΠΑ, προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση ακριβώς επειδή σημειώθηκαν στα αγγλοσαξονικά προπύργια του φιλελευθερισμού. Οι νικητές θα επιχειρήσουν τώρα να αναβιώσουν ένα πιο εθνοκεντρικό, πιο παρεμβατικό, και πιο αυταρχικό μοντέλο καπιταλισμού. Θα τα καταφέρουν; Μακροπρόθεσμα όχι: τόσο η κυβέρνηση της Teresa May όσο και εκείνη του νεοεκλεγμένου αμερικανού Προέδρου θα έρθουν σύντομα αντιμέτωπες με τις αντιφάσεις τους. Στο μεταξύ, στη βραχυπρόθεσμη περίοδο (στην οποία διεξάγεται η πολιτική, αν και όχι η ιστορία), δεν αποκλείεται να σημειώσουν κάποιες επιτυχίες.

Σε κάθε περίπτωση, η παγκοσμιοποίηση με τη μορφή που τη γνωρίσαμε τις τελευταίες δεκαετίες πνέει τα λοίσθια. Η έναρξη της φάσης αυτής μπορεί να τοποθετηθεί στα μέσα της δεκαετίας του ’70 (με τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις και την κατάργηση του συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών που σημάδεψαν το τέλος του μεταπολεμικού κεϋνσιανού συμβιβασμού), και η επιτάχυνσή της στις αρχές της δεκαετίας του ’90 (με το Μάαστριχτ και την Ενιαία Αγορά στην Ευρώπη, την απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων σε όλο τον κόσμο, και την είσοδο της Κίνας στην Παγκόσμια Οργάνωση Εμπορίου). Η ιστορική αυτή περίοδος είχε τεχνολογικό δυναμισμό και πρωτοφανή αύξηση του παραγόμενου πλούτου. Είχε επίσης χαμένους και κερδισμένους: οι βιομηχανικοί εργάτες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής ανήκουν στους πρώτους, οι συνάδελφοί τους στην Κίνα και στην Ινδία στους τελευταίους.

Τι ακριβώς θα διαδεχθεί την άναρχη παγκοσμιοποίηση είναι ακόμη δυσδιάκριτο. Η αναδίπλωση στα εθνικά σύνορα (προσφιλής επιλογή όχι μόνο της May και του Trump αλλά και του Arnaud Montebourg, υποψήφιου για το χρίσμα των σοσιαλιστών στις προεδρικές εκλογές του ερχόμενου Απριλίου στη Γαλλία) δεν θα λύσει ασφαλώς το υπαρξιακό πρόβλημα των προηγμένων εθνικών οικονομιών της Δύσης. Το πρόβλημα αυτό συνοψίζεται στην επανατοποθέτηση των δυτικών οικονομιών στο διεθνή καταμερισμό εργασίας με τρόπο που να εξασφαλίζει απασχόληση και ικανοποιητικά εισοδήματα στο σύνολο του ενεργού πληθυσμού, όχι μόνο στο καλύτερα καταρτισμένο τμήμα του. Η επιτυχής επίλυσή του δεν είναι εύκολη υπόθεση, και έχει περιπλακεί από την θεαματική πρόοδο των οικονομιών του πρώην Τρίτου Κόσμου. Δεν είναι συμπτωματικό ότι η κοινή γνώμη στην Ινδία ή στο Βιετνάμ έχει πολύ ευνοϊκότερη άποψη για την παγκοσμιοποίηση από ό,τι στη Γαλλία ή στις ΗΠΑ.

Αυτή η απέλπιδα απόπειρα αναχαίτισης της παρακμής μέσω της προσχώρησης στον απομονωτισμό δεν θα αποδώσει. Ο Γάλλος ψηφοφόρος που αισθάνεται τον κόσμο να αλλάζει γύρω του, και δεν του αρέσει αυτό που βλέπει, δεν έχει πολλούς λόγους να προτιμήσει τον ερζάτς πατριωτισμό των σοσιαλιστών: ευκολότερα θα στραφεί στον κ. Fillon, αν όχι κατευθείαν στην κ. Le Pen.

Σημαίνει αυτό ότι χρειαζόμαστε έναν νέο Tony Blair? Όχι. Αν πρέπει κανείς να επιλέξει ένα πρόσωπο, ο πιο εμπνευσμένος εκφραστής του προοδευτικού φιλελευθερισμού αυτή τη στιγμή παγκοσμίως είναι ο καναδός πρωθυπουργός Justin Trudeau (ο οποίος διαθέτει το πρόσθετο προσόν ότι φαίνεται εντελώς απαλλαγμένος από τη ψευδαίσθηση μεγαλείου και τον γεωπολιτικό τυχοδιωκτισμό του τέως ηγέτη των Νέων Εργατικών).

Όμως άλλο είναι το ζήτημα: όχι η εθνοκεντρική περιχαράκωση, ούτε βέβαια η αναζήτηση χαρισματικών σωτήρων, αλλά η πολιτική διακυβέρνηση της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.

Πρόκειται για εγχείρημα μακράς πνοής, αντίστοιχο σε εμβέλεια με αυτό που περιέγραψε ο Karl Polanyi στο ιδιοφυές βιβλίο του το 1944. Μετά τη βιομηχανική επανάσταση, και μέχρι τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, οι ευρωπαϊκές οικονομίες (πρώτα-πρώτα η βρετανική) ανασυγκροτήθηκαν στη βάση της «ουτοπίας» μιας καπιταλιστικής αγοράς αυτορρυθμιζόμενης, και ελεύθερης από κοινωνικούς και πολιτικούς περιορισμούς. Αυτός ο «μεγάλος μετασχηματισμός» τραυμάτισε τον κοινωνικό ιστό και προκάλεσε εκρηκτικά κοινωνικά προβλήματα. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες αντέδρασαν μέσω μιας πολιτικής κινητοποίησης, η οποία οδήγησε στην καθιέρωση θεσμών προστασίας των ατόμων από τις δυνάμεις της αγοράς. Τα νέα πολιτικά ρεύματα που επικράτησαν δεν ήταν οι Λουδδίτες, που αντιδρούσαν στην εκτόπισή τους από τις μηχανές σπάζοντάς τες. Ήταν οι κοινωνικοί μεταρρυθμιστές, φιλελεύθεροι και εργατικοί, που επέβαλαν την καθολική ψήφο, την αναγνώριση των εργατικών σωματείων, τη θεσμοθέτηση του οκταώρου, την απαγόρευση της παιδικής εργασίας, και αργότερα την καθολική εκπαίδευση, την κοινωνική ασφάλιση, τη δωρεάν περίθαλψη – με δυο λόγια: τη συμφιλίωση της οικονομίας της αγοράς με την κοινωνική συνοχή και τη μαζική δημοκρατία.

Δεν είναι εύκολο να περιγράψει κανείς με τι ακριβώς θα μοιάζει η διακυβέρνηση της παγκοσμιοποίησης – αν και, από όλες τις προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπίσει, η κλιματική μεταβολή θα είναι μάλλον η κρισιμότερη για την επιβίωση του είδους. Ούτε φυσικά είναι βέβαιο ότι το απόθεμα διεθνούς συνεννόησης που μια τέτοια εξέλιξη προϋποθέτει θα εξασφαλιστεί πράγματι. Κάθε άλλο: η αναβίωση της έντασης στις διεθνείς σχέσεις φαίνεται πιθανότερη.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι η Γηραιά Ευρώπη, όχι πλέον κυρίαρχη του κόσμου, θα παραμείνει το έδαφος όπου θα παιχτούν μερικές από τις κρισιμότερες παρτίδες για το μέλλον του κόσμου. Η ελληνική συμβολή στην αναζήτηση μιας νέας ισορροπίας θα εξαρτηθεί από το εάν από τη σημερινή σήψη μπορεί να αναδυθεί μια πολιτική ηγεσία προσανατολισμένη στην εμψύχωση της κοινωνίας και στην ανόρθωση της οικονομίας. Περιττό να προσθέσει κανείς ότι τα μέχρι τώρα δείγματα δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας.