30 Δεκεμβρίου 2021

Η οικονομία το 2022 στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο

Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021) στο ένθετο του ΕΛΙΑΜΕΠ για τις προοπτικές της νέας χρονιάς.

Μετά από δύο δύσκολα χρόνια, η διεθνής οικονομία φαίνεται να βρίσκει ξανά το βηματισμό της και να ανακτά το χαμένο έδαφος. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών, ο ρυθμός ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας αναμένεται να φτάσει ή να ξεπεράσει το 4,5% το 2022. Παρόμοια προβλέπεται να είναι η επίδοση και της ευρωπαϊκής οικονομίας, η οποία βέβαια είχε πληγεί περισσότερο από τους περιορισμούς για την αντιμετώπιση του πρώτου κύματος της πανδημίας.

Σε αυτό το περιβάλλον, η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας επιτρέπει συγκρατημένη αισιοδοξία. Από τη μια, η πανδημική κρίση κατάφερε νέο ισχυρό πλήγμα σε μια οικονομία ήδη εξασθενημένη. Από την άλλη, τα τελευταία δεδομένα αποκαλύπτουν αξιοσημείωτο δυναμισμό, με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ανάπτυξη το 2022 λίγο πάνω από 7% (δεύτερη υψηλότερη στην ζώνη του ευρώ μετά την Ιρλανδία).

Το εάν οι ευνοϊκές αυτές προβλέψεις επιβεβαιωθούν θα εξαρτηθεί μεταξύ άλλων από το πώς η πολιτική και η κοινωνία (στον κόσμο, στην Ευρώπη, και στην Ελλάδα) θα αντιμετωπίσουν τις διάφορες απειλές για την οικονομία.

Η πανδημία είναι μια από αυτές. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ (Οκτώβριος 2021), το ποσοστό των πλήρως εμβολιασμένων στο σύνολο του πληθυσμού ήταν 58% στις «ανεπτυγμένες», 36% στις «αναδυόμενες», και μόλις 4% στις «αναπτυσσόμενες» οικονομίες. Η εμφάνιση νέων μεταλλάξεων δείχνει ότι ο πόλεμος κατά του κορωνοϊού δεν θα κερδηθεί πουθενά προτού κερδηθεί παντού.

Η ταχύτατη ανάπτυξη αποτελεσματικών και ακίνδυνων εμβολίων υπήρξε θρίαμβος της επιστήμης και απόδειξη του δυναμισμού και της δημιουργικότητας των δυτικών δημοκρατιών. Στο εσωτερικό της Ευρώπης, η μεταβαλλόμενη γεωγραφία των εμβολιασμών ανέτρεψε κάποια στερεότυπα, και ενίσχυσε άλλα. Το υποτιθέμενο χάσμα αντιλήψεων και συμπεριφορών μεταξύ Βορρά και Νότου ανατρέπεται. Η Πορτογαλία και η Ισπανία βρίσκονται στην κορυφή της κατάταξης του ποσοστού πλήρως εμβολιασμένων. Η εμβολιαστική εκστρατεία προχωρά ταχύτερα και ομαλότερα στην Ιταλία παρά στη Γερμανία. Οι αντιδράσεις στις (επιβεβλημένες για την προστασία του κοινωνικού συνόλου) διακρίσεις εναντίον όσων αρνούνται να εμβολιαστούν είναι βιαιότερες στην Ολλανδία από ό,τι στην Ελλάδα.

Ταυτόχρονα, η γεωγραφία των εμβολιασμών φαίνεται να επιβεβαιώνει το πολιτισμικό χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Σε όλες σχεδόν τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης το ποσοστό πλήρως εμβολιασμένων είναι χαμηλότερο από ό,τι σε όλες σχεδόν τις χώρες της δυτικής Ευρώπης. Η Ελλάδα, η οποία υστερεί έναντι των άλλων δυτικοευρωπαϊκών χωρών, υπερέχει καθαρά έναντι όλων των ανατολικοευρωπαϊκών πλην Λιθουανίας και Λετονίας.

Εν τω μεταξύ, η γοργή πρόοδος της επιστήμης στην κατεύθυνση της προσαρμογής των εμβολίων στις νέες μεταλλάξεις, και της ανάπτυξης φαρμάκων για την προστασία όσων νοσούν, δημιουργεί βάσιμες ελπίδες ότι ο κορωνοϊός μπορεί αν όχι να εξαφανιστεί ξαφνικά, να ξεθωριάσει σταδιακά, και να γίνει από πανδημικός ενδημικός, όπως π.χ. η γρίππη. Αυτό θα εξαρτηθεί και από την ωριμότητα των πολιτών. Η διαφαινόμενη ευρεία συναίνεσή τους, στην Ελλάδα και αλλού, σε μέτρα άσκησης πίεσης σε βάρος όσων δεν έχουν εμβολιαστεί ακόμη, ώστε να το κάνουν και αυτοί, δημιουργεί την εύλογη προσδοκία ότι οι νέες μεταλλάξεις θα αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά. Όσο μαζικότερη είναι η προσέλευση στα εμβολιαστικά κέντρα τόσο μικρότερο θα είναι το κόστος σε ανθρώπινες ζωές, και για την οικονομία.

Κληρονομιά της πανδημίας είναι και η απότομη διόγκωση του δημοσίου χρέους σε 99% του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη συνολικά (206% του ΑΕΠ στην Ελλάδα). Όσο τα επιτόκια παραμένουν χαμηλά, η εξυπηρέτησή του θα είναι άνετη. Μεσοπρόθεσμα, το ερώτημα είναι πώς θα επιτευχθεί η αναγκαία μείωση του δείκτη δημοσίου χρέους στο ΑΕΠ χωρίς αυτό να υποσκάψει την ανάκαμψη. Πάντως, το 2022, χάρη και στην τόνωση των δημοσίων επενδύσεων από τα ευρωπαϊκά ταμεία, η δημοσιονομική πολιτική θα παραμείνει επεκτατική. Βέβαια, η επανέναρξη της οικονομικής δραστηριότητας και η σταδιακή απόσυρση των μέτρων στήριξης θα περιορίσουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα.

Οι διεθνείς οργανισμοί και οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι στην Ευρώπη η άνοδος του πληθωρισμού θα είναι σε μεγάλο βαθμό παροδική. Εάν οι προβλέψεις τους επιβεβαιωθούν, και αν οι κεντρικές τράπεζες κρατήσουν την ψυχραιμία τους (όπως φαίνεται ότι συμβαίνει), η ανάκαμψη της οικονομίας δεν θα υπονομευθεί από τυχόν πρόωρες και απότομες αλλαγές στη νομισματική πολιτική.

Οι αναστατώσεις που προκάλεσε η πανδημία στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες θα επιβραδύνουν την ανάκαμψη βραχυπρόθεσμα, αναλογικά με την εξάρτηση κάθε οικονομίας από τις εισαγόμενες εισροές που υπολείπονται. Για παράδειγμα, ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι οι καθυστερήσεις στην τροφοδοσία της αυτοκινητοβιομηχανίας με τις απαιτούμενες ποσότητες ημιαγωγών (κυρίως από την Ταϊβάν) κόστισε στη γερμανική οικονομία πάνω από 1,5% του ΑΕΠ το 2021.

Το 2022 βρίσκει την Ελλάδα 25% φτωχότερη από ό,τι ήταν το 2007, ενώ στα χρόνια που μεσολάβησαν η ευρωπαϊκή οικονομία στο σύνολό της έγινε 11% πλουσιότερη. Για να καλύψει το χάσμα, η χώρα μας θα πρέπει να παίξει τα χαρτιά που διαθέτει όσο πιο επιδέξια μπορεί. Οι πόροι που θα εισρεύσουν μετά την ιστορική απόφαση των κρατών μελών της ΕΕ να χρηματοδοτήσουν με γενναιοδωρία ένα φιλόδοξο πρόγραμμα επούλωσης των πληγών της πανδημίας (και της κρίσης του ευρώ), αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, και προετοιμασίας της ψηφιακής επανάστασης, είναι το καλύτερο από τα χαρτιά μας. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να σπαταλήσουμε ούτε ευρώ. 

Economic prospects in 2022: in the world, Europe, and Greece

Part of 2022 Outlook: Special Edition – New Year Projections by the ELIAMEP experts. A Greek version was published in the daily «TA ΝΕΑ» (Thursday 30 December 2021).


After two difficult years, the international economy seems to be finding its feet again and making up for lost ground. According to the latest estimates by international organisations, the global economy is expected to grow by at least 4.5% in 2022. The European economy, which was hit hardest by the first wave of the pandemic, and by the lockdowns introduced to deal with it, is projected to grow almost as fast.

In this context, the outlook for the Greek economy is modestly optimistic. On the one hand, the pandemic crisis has dealt another severe blow to an economy already weakened by a deep and prolonged recession. On the other hand, the latest evidence reveals remarkable dynamism: European Commission forecasts put the growth rate in 2022 at just over 7% (the second highest rate in the euro area after Ireland).

Whether these favourable forecasts prove correct will depend, among other things, on how political and social actors (in the world, Europe, and Greece) deal with the various threats to the economy.

The pandemic is one of these threats. According to IMF estimates (October 2021), the percentage of the fully vaccinated as a share of total population was 58% in developed countries, 36% in emerging ones, and just 4% in developing economies. The spread of new mutations is a reminder that the war against the coronavirus will not be won anywhere before it is won everywhere.

The rapid development of effective and safe vaccines has been a triumph for science and a testament to the dynamism and creativity of Western democracies. Within Europe, the changing geography of vaccinations has rebutted some stereotypes and reinforced others. The alleged North-South gap in cultural beliefs and social attitudes has been turned upside down. Portugal and Spain top the vaccination league in Europe (and the world). The campaign to give everyone a jab is proceeding considerably more rapidly and more smoothly in Italy than it is in Germany. Reactions to the restrictions imposed on those who refuse to be vaccinated in order to protect society as a whole have been far more violent in the Netherlands than in Greece.

At the same time, the geography of vaccinations seems to confirm the political chasm separating East from West. In almost all Eastern European countries the share of fully vaccinated citizens is lower than it is in almost all Western European countries. Greece, even though lagging behind other Western European countries in this respect, does better than all Eastern European countries except Lithuania and Latvia.

Meanwhile, the rapid progress made by science in adapting the vaccines to new mutations, and in developing drugs to treat effectively those who have been infected, makes it reasonable to expect that the coronavirus will soon become endemic: not vanish, but gradually fade away — like, for instance, the flu. This will also depend on the maturity of the citizenry. The apparently broad consensus in Greece and elsewhere on measures to nudge those who have not yet had the jab to do so soon is ground for optimism that the new mutations will be dealt with effectively. The more people get vaccinated, the lower the cost in human lives, and for the economy.

Another legacy of the pandemic is the sharp increase in public debt, to 99% of GDP in the Euro Area as a whole (and to 206% of GDP in Greece). As long as interest rates remain low, debt service will be affordable. In the medium term, the question is how to achieve the necessary reduction in the debt-to-GDP ratio without fatally undermining the recovery. In 2022, fiscal policy will remain expansionary, while EU funds will boost public investment. In the meantime, the resumption of economic activity and the gradual withdrawal of relief measures will bring budget deficits down.

International organisations and most analysts agree that rising inflation in Europe will probably turn out to be temporary, largely caused by hikes in energy costs. If forecasts are confirmed, and if central banks retain their composure (as they seem to be doing), the economic recovery will not be undermined by premature and abrupt changes in monetary policy.

The disruption wrought by the pandemic on global supply chains will slow recovery down in the short term, in proportion to each economy's dependence on imported scarce inputs. For example, the OECD has estimated that delays in supplying the automotive industry with semiconductors (mainly from Taiwan) cost the German economy more than 1.5% of its GDP in 2021.

The new year finds Greece 25% poorer than it was in 2007; by comparison, the European economy has grown by 11% over the same period. To make up for lost ground, Greece needs to play its hand as skilfully as it can. The EU funds flowing into the economy, following the historic decision to launch an ambitious programme to heal the wounds left by the pandemic (and the Euro crisis), to tackle climate change, and to prepare for the digital revolution, are our best cards. The country cannot afford to waste a single euro.

18 Δεκεμβρίου 2021

Η Ιταλία από την αποθάρρυνση στην ανάταση

Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021). 

Παράξενη χρονιά για την Ιταλία το 2021. Έχοντας αφήσει πίσω της ένα ζοφερό 2020 (πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που κλυδωνίστηκε από την πανδημία), εγκαινίασε το νέο χρόνο με μια κυβερνητική κρίση. Μέχρι εδώ τίποτε το αξιοσημείωτο: η πολιτική αστάθεια είναι το στερεοτυπικό χαρακτηριστικό της γειτονικής χώρας (67 κυβερνήσεις στα 75 τελευταία χρόνια). Όσα όμως ακολούθησαν ξάφνιασαν τους πάντες, με πρώτους τους ίδιους τους Ιταλούς.

Κατ’ αρχάς, η νέα κυβέρνηση που ανέλαβε στα μέσα Φεβρουαρίου, με πρωθυπουργό τον Μάριο Ντράγκι και πολιτική στήριξη από όλα σχεδόν τα κόμματα, εμφύσησε αμέσως ένα πνεύμα επαγγελματισμού και αποτελεσματικότητας στη διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων, αρχίζοντας από την αποφασιστική αντιμετώπιση της πανδημίας. Οι νέοι περιορισμοί απέσπασαν τη συναίνεση μιας ευρείας πλειοψηφίας βουλευτών (παρά την απρόθυμη συγκατάθεση του Ματτέο Σαλβίνι, ηγέτη της κεντροδεξιάς Λέγκας), και έπεισαν την κοινή γνώμη, προκαλώντας λιγότερες αντιδράσεις από ό,τι σε άλλες χώρες. Η εμβολιαστική εκστρατεία, που μέχρι τότε παρέπαιε, ανέβασε ταχύτητα υπό νέα διεύθυνση: μέχρι το τέλος του χρόνου η Ιταλία είχε ανέβει στις πρώτες θέσεις στην κατάταξη των χωρών σύμφωνα με το ποσοστό του πληθυσμού που είναι πλήρως εμβολιασμένοι, πίσω από την Πορτογαλία και την Ισπανία, και μπροστά από τη Γερμανία και την Γαλλία. Οι δηλώσεις της Άνγκελα Μέρκελ και των υπουργών της για την ανάγκη υιοθέτησης του «ιταλικού μοντέλου» αντιμετώπισης της πανδημίας προκάλεσαν χαμόγελα ικανοποίησης.

Το ίδιο απρόσμενη ήταν η ζωτικότητα της ιταλικής οικονομίας. Παρά την εικοσιπενταετή στασιμότητα των δεικτών, την καθήλωση της παραγωγικότητας και των αμοιβών, και την οπισθοχώρηση στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, οι μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις του δυναμικού τριγώνου Μιλάνο-Μπολόνια-Βενετία διέψευσαν τις προβλέψεις, διατηρώντας τη θέση τους στις διεθνείς «αλυσίδες αξίας», και βελτιώνοντας τις εξαγωγικές τους επιδόσεις. Θα έλεγε κανείς ότι το σοκ της πανδημίας έβγαλε την οικονομία από το λήθαργό της, φέρνοντας στην επιφάνεια ξεχασμένα αποθέματα εργατικότητας και επιχειρηματικότητας.

Όπως συμβαίνει συχνά, το ηθικό των Ιταλών αναπτερώθηκε και άλλο από μια σειρά επιτυχιών στο πεδίο της μαζικής κουλτούρας. Οι Måneskin παρουσιάστηκαν στον τελικό της Eurovision με ένα τραγούδι ροκ - γκλαμ ροκ, και όχι ιδιαίτερα μελωδικό ίσως, αλλά πάντως εμπνευσμένο, και παιγμένο με όλο το πείσμα μιας παρέας πιτσιρικάδων από τις φτωχογειτονιές της Ρώμης. Η νίκη τους πανηγυρίστηκε από (σχεδόν) όλους, ακόμη και από όσους δεν τους είχαν μέχρι τότε ακουστά. Ακολούθησε ο θρίαμβος της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου στο Euro, που κέρδισε στον τελικό την Αγγλία μέσα στο Γουέμπλεϋ, παίζοντας επιθετικά και φινετσάτα. Τέλος, στους Ολυμπιακούς του Τόκιο, μια νέα πολύχρωμη γενιά Ιταλών, που «φοράνε» τη φυλετική ή τη σεξουαλική τους διαφορετικότητα με υπερηφάνεια, ενσάρκωσαν έναν νέο πατριωτισμό, ακομπλεξάριστο και κοσμοπολίτικο, κερδίζοντας το ένα χρυσό μετάλλιο μετά το άλλο, αφήνοντας πίσω τα φαβορί στα 100μ, στο ύψος, στην σκυταλοδρομία 4x100 και αλλού.

Όλα καλά λοιπόν; Όχι ακριβώς. Οι δομικές αδυναμίες δεν έχουν εξουδετερωθεί οριστικά, έχουν απλώς κατασταλεί προσωρινά, αρχίζοντας από την πολιτική αστάθεια. Η προεδρική εκλογή (Ιανουάριος 2022), και οι βουλευτικές εκλογές (άνοιξη 2023 το αργότερο), δεν απειλούν να βάλουν τέλος μόνο στην τεχνοκρατική παρένθεση, όπως είναι επιβεβλημένο σε μια δημοκρατία, αλλά και στην σπάνια έξαρση δημιουργικότητας που τόσο ευεργετική αποδείχθηκε για τη χώρα. Παρά τα σύννεφα στον ορίζοντα, μετά από πολύ καιρό οι Ιταλοί ατενίζουν ξανά το μέλλον με αισιοδοξία.

4 Δεκεμβρίου 2021

Η «Μεγάλη Παραίτηση» και οι αιτίες της

Συνυπογράφεται από τους Γιώργο Μανάλη και Μάνο Ματσαγγάνη. Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2021).

Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα, 4.434.000 εργαζόμενοι στις ΗΠΑ (3% του συνόλου) παραιτήθηκαν από τη δουλειά τους τον Σεπτέμβριο 2021. Ο αριθμός αυτός είναι ιστορικό ρεκόρ: το Σεπτέμβριο 2020 ήταν 3.307.000. Οι κενές θέσεις εργασίας ήταν 10.438.000 (από 6.611.000 ένα χρόνο νωρίτερα). Το φαινόμενο δεν είναι μόνο αμερικανικό: ρεκόρ παραιτήσεων και κενών θέσεων εργασίας σημειώνεται στη Βρετανία, στη Γερμανία, και στην Ιταλία (όπου σχεδόν μισό εκατομμύριο εργαζόμενοι υπέβαλαν την παραίτησή τους στο διάστημα Απριλίου – Ιουνίου 2021).

Σε τι οφείλεται αυτό το απρόσμενο φαινόμενο; Οι αιτίες δεν έχουν ακόμη αποσαφηνιστεί πλήρως. Φαίνεται όμως ότι δεν είναι όλες παροδικές. Ας δούμε μερικές.

Πρώτον, η (επιβεβλημένη) κρατική επιδότηση της οικονομικής δραστηριότητας, σε συνδυασμό με τη μείωση της καταναλωτικής δαπάνης, αύξησε τις αποταμιεύσεις πολλών νοικοκυριών, ακόμη και στο κάτω μέρος της εισοδηματικής κλίμακας. Αυτό έδωσε κάποια σιγουριά σε εργαζόμενους σε κακοπληρωμένες – και επικίνδυνες, λόγω κορωνοϊού - θέσεις εργασίας να τις εγκαταλείψουν. Δεν είναι τυχαίο π.χ. ότι σε διάφορες χώρες οι επιχειρήσεις στον τομέα της εστίασης δυσκολεύονται να βρουν υπαλλήλους.

Δεύτερον, σε αρκετές χώρες (και στην Ελλάδα) η ενίσχυση των επιχειρήσεων συνοδεύτηκε από την υποχρέωσή τους να μην προχωρήσουν σε απολύσεις προσωπικού. (Στην Ιταλία απαγορεύτηκαν οι απολύσεις με νόμο που ίσχυε έως τον Απρίλιο 2021.) Σε αυτές τις συνθήκες, κάποιες από τις «παραιτήσεις» είναι στην πραγματικότητα απολύσεις, ενδεχομένως με άτυπα κίνητρα στο πλεονάζον προσωπικό. Αυτό βέβαια εξηγεί μόνο το μεγάλο αριθμό παραιτήσεων, όχι το μεγάλο αριθμό κενών θέσεων εργασίας.

Τρίτον, η ξαφνική (αναγκαστική) διόγκωση της εξ αποστάσεως εργασίας, σε συνδυασμό με τον εγκλεισμό λόγω καραντίνας, έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς εργαζομένους να στοχαστούν πάνω στη δουλειά τους, στην καριέρα τους, και στη ζωή τους. Επίσης, μείωσε το κόστος της αλλαγής εργοδότη. Στο βαθμό που η υβριδική εργασία (κάποιες μέρες στο γραφείο, τις υπόλοιπες στο σπίτι) θα παραμείνει, όπως φαίνεται πιθανό, και μετά το τέλος της πανδημίας, ενδέχεται να γίνουμε μάρτυρες μιας περιόδου μεγάλων ανακατατάξεων στην αγορά εργασίας, καθώς η οικονομία προσαρμόζεται από το παλιό μοντέλο στο καινούριο.

Τέταρτον, η «Μεγάλη Παραίτηση» μπορεί απλώς να σημαίνει την αλλαγή του συσχετισμού ισχύος μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Η εξέλιξη αυτή είναι σχετικά ανεπαίσθητη: δεν φαίνεται πιθανό να επιστρέψουμε στην περίοδο της παντοδυναμίας των συνδικάτων, όπως στη δεκαετία του ᾽70. Όμως, έχουμε ίσως μετακινηθεί από την περίοδο της απόλυτης εργοδοτικής εξουσίας. Πέραν των πολιτικών παραγόντων (υποχώρηση του νεοφιλελευθερισμού), συμβάλλουν σε αυτό και οικονομικοί παράγοντες: η μείωση της ανεργίας πάντοτε βελτιώνει τη διαπραγματευτική ισχύ των εργαζομένων, ενώ η αύξηση της ανεργίας ενισχύει την εργοδοτική πλευρά. Αυτό εξηγεί γιατί η Ελλάδα και η Ισπανία, όπου τα ποσοστά ανεργίας είναι τα υψηλότερα στην ΕΕ, παρουσιάζουν τα χαμηλότερα ποσοστά κενών θέσεων εργασίας.

Γενικότερα, η συνύπαρξη ανέργων και κενών θέσεων εργασίας, που μέχρι κάποιο σημείο οφείλεται στην κινητικότητα στην αγορά εργασίας, πέρα από αυτό το σημείο μπορεί να έχει δομικές αιτίες: κάποιες νέες θέσεις εργασίας μπορεί να μένουν κενές επειδή απαιτούν δεξιότητες που οι άνεργοι δεν διαθέτουν. Όμως αυτό είναι άλλο (πολύ σημαντικό) θέμα: είναι ένα από αυτά που θα κρίνουν το δυναμισμό της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, μετά τη συρρίκνωσή της κατά 30% την περίοδο 2007-2021.