4 Δεκεμβρίου 2021

Η «Μεγάλη Παραίτηση» και οι αιτίες της

Συνυπογράφεται από τους Γιώργο Μανάλη και Μάνο Ματσαγγάνη. Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2021).

Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα, 4.434.000 εργαζόμενοι στις ΗΠΑ (3% του συνόλου) παραιτήθηκαν από τη δουλειά τους τον Σεπτέμβριο 2021. Ο αριθμός αυτός είναι ιστορικό ρεκόρ: το Σεπτέμβριο 2020 ήταν 3.307.000. Οι κενές θέσεις εργασίας ήταν 10.438.000 (από 6.611.000 ένα χρόνο νωρίτερα). Το φαινόμενο δεν είναι μόνο αμερικανικό: ρεκόρ παραιτήσεων και κενών θέσεων εργασίας σημειώνεται στη Βρετανία, στη Γερμανία, και στην Ιταλία (όπου σχεδόν μισό εκατομμύριο εργαζόμενοι υπέβαλαν την παραίτησή τους στο διάστημα Απριλίου – Ιουνίου 2021).

Σε τι οφείλεται αυτό το απρόσμενο φαινόμενο; Οι αιτίες δεν έχουν ακόμη αποσαφηνιστεί πλήρως. Φαίνεται όμως ότι δεν είναι όλες παροδικές. Ας δούμε μερικές.

Πρώτον, η (επιβεβλημένη) κρατική επιδότηση της οικονομικής δραστηριότητας, σε συνδυασμό με τη μείωση της καταναλωτικής δαπάνης, αύξησε τις αποταμιεύσεις πολλών νοικοκυριών, ακόμη και στο κάτω μέρος της εισοδηματικής κλίμακας. Αυτό έδωσε κάποια σιγουριά σε εργαζόμενους σε κακοπληρωμένες – και επικίνδυνες, λόγω κορωνοϊού - θέσεις εργασίας να τις εγκαταλείψουν. Δεν είναι τυχαίο π.χ. ότι σε διάφορες χώρες οι επιχειρήσεις στον τομέα της εστίασης δυσκολεύονται να βρουν υπαλλήλους.

Δεύτερον, σε αρκετές χώρες (και στην Ελλάδα) η ενίσχυση των επιχειρήσεων συνοδεύτηκε από την υποχρέωσή τους να μην προχωρήσουν σε απολύσεις προσωπικού. (Στην Ιταλία απαγορεύτηκαν οι απολύσεις με νόμο που ίσχυε έως τον Απρίλιο 2021.) Σε αυτές τις συνθήκες, κάποιες από τις «παραιτήσεις» είναι στην πραγματικότητα απολύσεις, ενδεχομένως με άτυπα κίνητρα στο πλεονάζον προσωπικό. Αυτό βέβαια εξηγεί μόνο το μεγάλο αριθμό παραιτήσεων, όχι το μεγάλο αριθμό κενών θέσεων εργασίας.

Τρίτον, η ξαφνική (αναγκαστική) διόγκωση της εξ αποστάσεως εργασίας, σε συνδυασμό με τον εγκλεισμό λόγω καραντίνας, έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς εργαζομένους να στοχαστούν πάνω στη δουλειά τους, στην καριέρα τους, και στη ζωή τους. Επίσης, μείωσε το κόστος της αλλαγής εργοδότη. Στο βαθμό που η υβριδική εργασία (κάποιες μέρες στο γραφείο, τις υπόλοιπες στο σπίτι) θα παραμείνει, όπως φαίνεται πιθανό, και μετά το τέλος της πανδημίας, ενδέχεται να γίνουμε μάρτυρες μιας περιόδου μεγάλων ανακατατάξεων στην αγορά εργασίας, καθώς η οικονομία προσαρμόζεται από το παλιό μοντέλο στο καινούριο.

Τέταρτον, η «Μεγάλη Παραίτηση» μπορεί απλώς να σημαίνει την αλλαγή του συσχετισμού ισχύος μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Η εξέλιξη αυτή είναι σχετικά ανεπαίσθητη: δεν φαίνεται πιθανό να επιστρέψουμε στην περίοδο της παντοδυναμίας των συνδικάτων, όπως στη δεκαετία του ᾽70. Όμως, έχουμε ίσως μετακινηθεί από την περίοδο της απόλυτης εργοδοτικής εξουσίας. Πέραν των πολιτικών παραγόντων (υποχώρηση του νεοφιλελευθερισμού), συμβάλλουν σε αυτό και οικονομικοί παράγοντες: η μείωση της ανεργίας πάντοτε βελτιώνει τη διαπραγματευτική ισχύ των εργαζομένων, ενώ η αύξηση της ανεργίας ενισχύει την εργοδοτική πλευρά. Αυτό εξηγεί γιατί η Ελλάδα και η Ισπανία, όπου τα ποσοστά ανεργίας είναι τα υψηλότερα στην ΕΕ, παρουσιάζουν τα χαμηλότερα ποσοστά κενών θέσεων εργασίας.

Γενικότερα, η συνύπαρξη ανέργων και κενών θέσεων εργασίας, που μέχρι κάποιο σημείο οφείλεται στην κινητικότητα στην αγορά εργασίας, πέρα από αυτό το σημείο μπορεί να έχει δομικές αιτίες: κάποιες νέες θέσεις εργασίας μπορεί να μένουν κενές επειδή απαιτούν δεξιότητες που οι άνεργοι δεν διαθέτουν. Όμως αυτό είναι άλλο (πολύ σημαντικό) θέμα: είναι ένα από αυτά που θα κρίνουν το δυναμισμό της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, μετά τη συρρίκνωσή της κατά 30% την περίοδο 2007-2021.