Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021).
Παράξενη χρονιά για την Ιταλία το 2021. Έχοντας αφήσει πίσω της ένα ζοφερό 2020 (πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που κλυδωνίστηκε από την πανδημία), εγκαινίασε το νέο χρόνο με μια κυβερνητική κρίση. Μέχρι εδώ τίποτε το αξιοσημείωτο: η πολιτική αστάθεια είναι το στερεοτυπικό χαρακτηριστικό της γειτονικής χώρας (67 κυβερνήσεις στα 75 τελευταία χρόνια). Όσα όμως ακολούθησαν ξάφνιασαν τους πάντες, με πρώτους τους ίδιους τους Ιταλούς.
Κατ’ αρχάς, η νέα κυβέρνηση που ανέλαβε στα μέσα Φεβρουαρίου, με πρωθυπουργό τον Μάριο Ντράγκι και πολιτική στήριξη από όλα σχεδόν τα κόμματα, εμφύσησε αμέσως ένα πνεύμα επαγγελματισμού και αποτελεσματικότητας στη διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων, αρχίζοντας από την αποφασιστική αντιμετώπιση της πανδημίας. Οι νέοι περιορισμοί απέσπασαν τη συναίνεση μιας ευρείας πλειοψηφίας βουλευτών (παρά την απρόθυμη συγκατάθεση του Ματτέο Σαλβίνι, ηγέτη της κεντροδεξιάς Λέγκας), και έπεισαν την κοινή γνώμη, προκαλώντας λιγότερες αντιδράσεις από ό,τι σε άλλες χώρες. Η εμβολιαστική εκστρατεία, που μέχρι τότε παρέπαιε, ανέβασε ταχύτητα υπό νέα διεύθυνση: μέχρι το τέλος του χρόνου η Ιταλία είχε ανέβει στις πρώτες θέσεις στην κατάταξη των χωρών σύμφωνα με το ποσοστό του πληθυσμού που είναι πλήρως εμβολιασμένοι, πίσω από την Πορτογαλία και την Ισπανία, και μπροστά από τη Γερμανία και την Γαλλία. Οι δηλώσεις της Άνγκελα Μέρκελ και των υπουργών της για την ανάγκη υιοθέτησης του «ιταλικού μοντέλου» αντιμετώπισης της πανδημίας προκάλεσαν χαμόγελα ικανοποίησης.
Το ίδιο απρόσμενη ήταν η ζωτικότητα της ιταλικής οικονομίας. Παρά την εικοσιπενταετή στασιμότητα των δεικτών, την καθήλωση της παραγωγικότητας και των αμοιβών, και την οπισθοχώρηση στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, οι μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις του δυναμικού τριγώνου Μιλάνο-Μπολόνια-Βενετία διέψευσαν τις προβλέψεις, διατηρώντας τη θέση τους στις διεθνείς «αλυσίδες αξίας», και βελτιώνοντας τις εξαγωγικές τους επιδόσεις. Θα έλεγε κανείς ότι το σοκ της πανδημίας έβγαλε την οικονομία από το λήθαργό της, φέρνοντας στην επιφάνεια ξεχασμένα αποθέματα εργατικότητας και επιχειρηματικότητας.
Όπως συμβαίνει συχνά, το ηθικό των Ιταλών αναπτερώθηκε και άλλο από μια σειρά επιτυχιών στο πεδίο της μαζικής κουλτούρας. Οι Måneskin παρουσιάστηκαν στον τελικό της Eurovision με ένα τραγούδι ροκ - γκλαμ ροκ, και όχι ιδιαίτερα μελωδικό ίσως, αλλά πάντως εμπνευσμένο, και παιγμένο με όλο το πείσμα μιας παρέας πιτσιρικάδων από τις φτωχογειτονιές της Ρώμης. Η νίκη τους πανηγυρίστηκε από (σχεδόν) όλους, ακόμη και από όσους δεν τους είχαν μέχρι τότε ακουστά. Ακολούθησε ο θρίαμβος της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου στο Euro, που κέρδισε στον τελικό την Αγγλία μέσα στο Γουέμπλεϋ, παίζοντας επιθετικά και φινετσάτα. Τέλος, στους Ολυμπιακούς του Τόκιο, μια νέα πολύχρωμη γενιά Ιταλών, που «φοράνε» τη φυλετική ή τη σεξουαλική τους διαφορετικότητα με υπερηφάνεια, ενσάρκωσαν έναν νέο πατριωτισμό, ακομπλεξάριστο και κοσμοπολίτικο, κερδίζοντας το ένα χρυσό μετάλλιο μετά το άλλο, αφήνοντας πίσω τα φαβορί στα 100μ, στο ύψος, στην σκυταλοδρομία 4x100 και αλλού.
Όλα καλά λοιπόν; Όχι ακριβώς. Οι δομικές αδυναμίες δεν έχουν εξουδετερωθεί οριστικά, έχουν απλώς κατασταλεί προσωρινά, αρχίζοντας από την πολιτική αστάθεια. Η προεδρική εκλογή (Ιανουάριος 2022), και οι βουλευτικές εκλογές (άνοιξη 2023 το αργότερο), δεν απειλούν να βάλουν τέλος μόνο στην τεχνοκρατική παρένθεση, όπως είναι επιβεβλημένο σε μια δημοκρατία, αλλά και στην σπάνια έξαρση δημιουργικότητας που τόσο ευεργετική αποδείχθηκε για τη χώρα. Παρά τα σύννεφα στον ορίζοντα, μετά από πολύ καιρό οι Ιταλοί ατενίζουν ξανά το μέλλον με αισιοδοξία.